Ομιλία Η’ – Περί εξομολογήσεως – Αγίου Νεκταρίου, Επισκ. Πενταπόλεως του θαυματουργού.

«Το πνεύμα το άλαλον και κωφόν εγώ σοι επιτάσσω.
Έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν».
(Μάρκ. θ’, 25).
Οποία αυθεντία! Πόσον έξοχοι λόγοι! Πόσον μεγαλοπρεπής παρρησία! Πόσον επίσημος σύστασις του θείου αυτού χαρακτήρος! «Εγώ σοι επιτάσσω». Τίς άλλος, ειμή ην Θεός, ηδύνατο να συστήση μετά τοσαύτης αυθεντίας το ίδιον εγώ προς πνεύμα άλαλον και κωφόν; Τίς άλλος, ηδύνατο, ως έχων εξουσίαν, να επιτιμήση τω πνεύματι τω αλάλω και κωφώ να εξέλθη του ενδιαιτήματος αυτού και ουδέποτε πλέον να εισέλθη, εάν δεν είχεν απόλυτον εξουσίαν επί των πνευμάτων των ακαθάρτων; «Έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν». Πώς δε θα ηδύνατο το κωφόν και άλαλον πνεύμα να ενωτισθή της φωνής του Κυρίου, εάν μη ο ήχος αυτής πάσαν συνεκίνει και εξεδειμάτου την φύσιν; Εάν μη πάντα, τα τε αισθητά και αναίσθητα, συνησθάνοντο την επιβάλλουσαν δύναμιν της φωνής του Δεσπότου; Οι λόγοι αυτού εισί τοσούτω ισχυροί, τοσούτω μεγάλοι και έξοχοι και μετά τοσαύτης προηνέχθησαν κυριαρχικής εξουσίας, ώστε μόνον εκ των χειλέων Θεανθρώπου ηδύναντο να εξέλθωσιν. Ο χαρακτήρ, το ύφος των λόγων εισί τοιαύτα ώστε μόνω τω Θεώ να ώσι προσήκοντα. Δια των λόγων τούτων ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός επισημότατα εφανέρωσε την εν αυτώ κεκρυμμένην θεότητα και εμφανώς απεκάλυψε την θείαν παντοδυναμίαν και παγγνωσίαν αυτού.
Δια των λόγων τούτων ο Σωτήρ τρία αυτού θεία ιδιώματα αποκαλύπτει˙ πρώτον την παγγνωσίαν, διότι αναγνωρίζει τον κωφόν και άλαλον πνεύμα και προσκαλεί αυτό μετά των χαρακτηριστικών αυτού. «Το πνεύμα το άλαλον και κωφόν»˙ δεύτερον την κυριαρχίαν αυτού, διότι διατάσσει ως Δεσπότης μετ’ εξουσίας «Εγώ σοι επιτάσσω»˙ και τρίτον την παντοδυναμίαν αυτού. «Έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν». Αναγνωρίζει, συνιστά, διατάσσει και απαγορεύει και ευθύς τοις λόγοις ακολουθεί τα έργα. Το πνεύμα το άλαλον και κωφόν ενωτίζεται των λόγων του Κυρίου και Δεσπότου, αναγνωρίζει την δεσποτικήν φωνήν, πτήσσει και τρέμει, υπακούει, εξέρχεται και φεύγει, ίνα μη πλέον επιστραφή εις το ενδιαίτημα αυτού. Πόσον εξαίσιον γεγονός! Πόσον επιβάλλουσα πράξις! Θείον αληθώς έργον. Οποίαν άραγε εντύπωσιν να ενεποίησε προς τους εκεί συνηγμένους Ιουδαίους, προς τον επισυντρέχοντα όχλον; Φαίνεται ότι ουδέ μίαν! Διότι κατ’ αυτήν ακριβώς την περίστασιν ο Κύριος ήλεγξε τους Ιουδαίους ως γενεάν άπιστον και διεστραμμένην και ηπείλησεν, ότι δεν θα ανεχθή πλέον αυτούς˙ «Ώ γενεά άπιστος και διεστραμμένη, έως πότε έσομαι μεθ’ υμών, έως πότε ανέξομαι υμών;» (Ματθ. ιζ’. 17). Ναι ουδεμίαν εντύπωσιν εποίησεν, ως και τα λοιπά σημεία, ως διηγείται ο Ευαγγελιστής Ιωάννης˙ «Τοσαύτα δε αυτού σημεία πεποιηκότος έμπροσθεν αυτών, ουκ επίστευσαν εις αυτόν˙ ίνα ο λόγος Ησαΐου του προφήτου πληρωθή, ον είπε˙ Κύριε, τις επίστευσε τη ακοή ημών; Και ο βραχίων Κυρίου τίνι απεκαλύφθη; Δια τούτο ουκ ηδύναντο πιστεύειν, ότι πάλιν είπεν ο Ησαΐας˙ Τετύφλωκεν αυτών τους οφθαλμούς και πεπώρωκεν αυτών την καρδίαν˙ ίνα μη ίδωσι τοις οφθαλμοίς και νοήσωσι τη καρδία και επιστραφώσι και ιάσομαι αυτούς. Ταύτα είπεν Ησαΐας, ότε είδε την δόξαν αυτού και ελάλησε περί αυτού»˙ (Ιωάν. ιβ’. 37-41). Δεν εποίησε λοιπόν ουδεμίαν εντύπωσιν, διότι η αμαρτία ετύφλωσε τους οφθαλμούς αυτών και απελίθωσε την καρδίαν, ώστε να μη βλέπωσι και να μη αισθάνωνται, δια να επιστραφώσι και θεραπευθώσιν. Πόσον αληθώς φοβερόν άκουσμα! Ο Θεός δια τας αμαρτίας ωργίσθη τον ηγαπημένον αυτού λαόν και ετύφλωσε τους οφθαλμούς της διανοίας και απελίθωσε τας καρδίας των αμαρτησάντων και μη ενωτισθέντων της φωνής αυτού, πολλάκις προσκαλέσαντος, όπως μείνωσιν εν ταις εαυτών κακίαις και μη ιαθώσι εκ της επιγνώσεως του Σωτήρος, όπως αξίαν λάβωσι δίκην των υπ’ αυτών πεπραγμένων˙ ηνέχθη, εζήτησε, παρεκάλεσε, παρήκουσαν, απέστησαν και ενέμειναν εν ταις αμαρτίαις˙ λοιπόν και εν αυταίς αποθανούνται˙ αληθώς, χριστιανοί, φοβερόν˙ διότι εάν δεν εφείσθη του λαού του αγαπητού, παρακούσαντος, πως φείσεται ημών; Εάν ουκ εφείσατο της καλλιελαίου, αστοχησάσης εις την καρποφορίαν, πώς φείσεται της εγκεντρισθείσης αγριελαίου, εάν και αύτη δεν αποδώση τους καρπούς αυτής;
Επειδή λοιπόν τοιούτος απειλεί κίνδυνος τους εργαζομένους την αμαρτίαν, να πάθωσι τύφλωσιν της διανοίας και απολίθωσιν της καρδίας, ώστε ούτε τον θείον χαρακτήρα των έργων του Σωτήρος, να καθορώσιν, ούτε να συναισθάνωνται την δύναμιν και την θείαν ενέργειαν, την προσκαλούσαν αυτούς, και να μείνωσιν ανίατοι πάσχοντες και καταδικασθώσιν εις θάνατον, δια τούτο θα ομιλήσω περί της επειγούσης ανάγκης της εξομολογήσεως, ως του μόνου μέσου προς θεραπείαν της νοσούσης ψυχής και προς σωτηρίαν αυτής.
Τί είναι η εξομολόγησις.
Η εξομολόγησις είνε εξαγόρευσις εκούσιος και ειλικρινής των πεπραγμένων αμαρτημάτων, άνευ αιδούς και συστολής, και αυτοκατηγορία μετά συντριβής καρδίας ενώπιον του προσώπου, του υπό της Εκκλησίας τεταγμένου προς άφεσιν αμαρτιών.
Η εξομολόγησις πρέπει να ήνε εκούσιος και ειλικρινής, ίνα ήνε αληθής και τελεσφόρος˙ διότι η βεβιασμένη και ανειλικρινής εξομολόγησις είνε άκαρπος, ως μη ούσα υπαγόρευσις της καρδίας και έκφρασις μεταμελείας και ένδειξις πόθου προς θεραπείαν.
Η εξομολόγησις πρέπει να γίνηται άνευ αιδούς και συστολής, μετά παρρησίας και αυτοκατακρίσεως, διότι η παρρησία είνε εκδήλωσις της αποστροφής προς την αμαρτίαν και διάθεσις προς εκπόμπευσιν αυτής˙ η αιδώς ελέγχει έλλειψιν θάρρους.
Η εξομολόγησις πρέπει να γίνηται μετά συντριβής καρδίας, διότι αύτη μαρτυρεί την αληθή μεταμέλειαν και εκφράζει την θλίψιν επί τη παραβάσει των εντολών του Θεού, ον ζητεί να εξιλεώση. Η άνευ συντριβής καρδίας εξομολόγησις ελέγχει έλλειψιν βαθείας συναισθήσεως της ενοχής δια την παράβασιν του θείου νόμου.
Η εξομολόγησις, η φέρουσα ταύτα τα ενδεικτικά της αληθούς μετανοίας και μεταγνώσεως, είνε αληθής και τελεία και φέρει τους σωτηρίους αυτής καρπούς. Κατά ταύτα ο εξομολογούμενος οφείλει να προσέλθη εις τον πνευματικόν αυτού πατέρα, να διανοίξη την καρδίαν αυτού, να φανερώση τα άδηλα και τα κρύφια αυτής, άνευ αιδούς και συστολής, μετά παρρησίας και μετά συντριβής καρδίας και να ζητήση να ικανοποιήση την θείαν δικαιοσύνην, όπως θεραπευθή την ψυχήν και τύχη σωτηρίας.
Οι αμαρτήσαντες και εξ αισχύνης μη εξομολογούμενοι παραδίδουσι δι’ αισχύνην την ψυχήν αυτών εις θάνατον. Οι τοιούτοι όμοια πάσχουσι προς τους ασθενείς, τους δι’ αισχύνην μη προστρέχοντας εις τους ιατρούς και διαφθειρομένους υπό του πάθους, όπερ ταχύ τους αποστέλλει εις τον άδην. Ο αμαρτήσας οφείλει να εξαγορευθή, όπως σωθή. Ο Θεός δια του προφήτου Ησαΐου εντέλλεται, λέγων˙ «Λέγε συ πρώτος τας αμαρτίας σου, όπως δικαιωθής, ότι εγώ ειμί ο εξαλείφων τας αμαρτίας σου».
Προς τους αισχυνομένους και μη προσερχομένους εις την σωτήριον εξομολόγησιν οι άγιοι πατέρες συμβουλεύουσι ταύτα˙ «Η αισχύνη, είπερ αισχύνην δυνάμεθα καλέσαι την εκ της εξαγορεύσεως, φέρει δόξαν και χάριν, καθ’ α και ο σοφός Σολομών λέγει˙ «έστιν αισχύνη επάγουσα αμαρτίαν, και έστιν αισχύνη δόξα και χάρις».
Μη απαξιώσης εξαγορεύσαι την αμαρτίαν σου, ίνα τη εντεύθεν αισχύνη την εκείθεν φύγης (επειδή μέρος και τούτο της εκείνης κολάσεως) και δόξης, ότι την αμαρτίαν όντως μεμίσηκας παραδειγματίσας αυτήν και θριαμβεύσας ως αξίαν ύβρεως. Προτρέπουσι δε να επιταχύνωμεν, διότι εν τη ζωή ο Θεός συνέκλεισε την σωτηρίαν. Ιδού ο θείος Χρυσόστομος τι λέγει˙ «Ουκ έστι τοις απελθούσιν εν άδη εξομολόγησις και διόρθωσις˙ συνέκλεισε γαρ ο Θεός ενταύθα μεν βίον και πράξιν, εκείσε δε την των πεπραγμένων εξέτασιν». Ο αυτός θείος πατήρ διδάσκει, ότι αδύνατον να διαφύγωμεν την αισχύνην των αισχρών πράξεων ημών, διότι, εάν ενταύθα δι’ αισχύνην δεν εξαγορευθώμεν, θα αισχυνθώμεν εκεί ενώπιον πολλών μυριάδων. Ιδού οι λόγοι του θείου πατρός˙ «Επί ενός ου θέλομεν ασχημονήσαι ενταύθα, επί δε μυριάδων εκεί τοσούτων τί ποιήσωμεν; Εννόησον οίον έσται το του θεού δικαστήριον˙ αναλόγισαι τα αμαρτήματα σοι πάντα, καν γαρ αυτός επιλάθη των πεπλημμελημένων, ο Θεός ουδέποτε επιλανθάνεται, αλλά πάντα προ των οφθαλμών στήσει των σων, εάν μη, προλαβών, αυτά καταλύσης νυν δια μετανοίας και εξομολογήσεως»˙ και αύθις˙ «πολλοί των αμαρτανόντων λέγουσιν, αισχύνης γέμω˙ πώς δύναμαι προσελθείν τω Θεώ; Πώς δύναμαι παρακαλέσει αυτόν; Διαβολικήν νοσούντες ευλάβειαν˙ απαρρησίαστος ει; Δια τούτο πρόσελθε, ίνα κτήση παρρησίαν πολλήν˙ μη γαρ άνθρωπός εστίν ο μέλλων σοι καταλλάττεσθαι; Θεός εστίν ο μάλλον βουλόμενος απαλλάξαι σε των αμαρτιών˙ ουχ ούτω συ ασφαλείας επιθυμείς της σεαυτού, ως εκείνος εφίεται της σωτηρίας;». Και ο σοφός Σειράχ παραγγέλλει, λέγων˙ «Μη αισχυνθής ομολογήσαι τας αμαρτίας σου». και ο Ιώβ˙ «ει δε και αμαρτών, εκουσίως έκρυψα την αμαρτίαν μου, ου γαρ διετράπην πολυοχλίαν λαού του μη εξαγορεύσαι ενώπιον αυτού».
Ο δε Μέγας Βασίλειος λέγει, ότι οφείλομεν μετά παρρησίας τω στόματι να εξομολογηθώμεν, επειδή τω σώματι ημάρτομεν, ιδού οι λόγοι αυτού˙ «Επειδή εν τω σώματι ημάρτομεν, ότε παρεστήσαμεν τα μέλη ημών δούλα τη αμαρτία εις την ανομίαν, τω στόματι εξομολογησόμεθα, τω αυτώ κεκτημένοι οργάνω προς την ανάλυσιν της αμαρτίας˙ ελοιδόρησας; Ευλόγησον˙ επλεονέκτησας; Εμέθυσας; Νήστευσον˙ ηλαζόνευσας; Ταπεινώθητι˙ εφθόνησας; Παρακάλεσον˙ εφόνευσας; Μαρτύρησον, ή τα ισοδυναμούντα τω μαρτυρίω, δια της εξομολογήσεως το σώμα κάκωσον˙ και τότε μετά την εξομολόγησιν άξιος ει εν ψαλτηρίω δεκαχόρδω ψάλλειν τω Θεώ».
Προς δε τους από ημέρας εις ημέραν αναβάλλοντας την εαυτών εξομολόγησιν, ιδού τι οι πατέρες συμβουλεύουσι˙ «Διαμέλλων και αναδυόμενος εξαγορεύσαί σου τους λογισμούς προς το μηδέν ωφελήσαι, έργω βεβαιοίς, ότι μυστήριον απεκάλυψέ σοι ο εχθρός και δέδοικας προσκρούσαι και εκπεσείν της αγάπης αυτού, ει γαρ τούτο πνευματικοίς ανδράσι αποκαλύψειας».
Ο δε σοφός Σειράχ προτρέπει, λέγων˙ «προ κρίσεως εξέταζε σεαυτόν και εν καιρώ επισκοπής ευρήσεις ιλασμόν».
Και ο Κύριος λέγει˙ «Βλέπετε, αγρυπνείτε και προσεύχεσθε˙ ουκ οίδατε γαρ πότε ο καιρός εστίν˙ ως άνθρωπος απόδημος αφείς την εαυτού οικίαν και δους τοις δούλοις αυτού την εξουσίαν και εκάστω το έργον αυτού και τω θυρωρώ ενετείλατο, ίνα γρηγορή˙ γρηγορείτε ουν (ουκ οίδατε γαρ, πότε ο κύριος της οικίας έρχεται, οψέ, ή μεσονυκτίου, ή αλεκτοροφωνίας, ή πρωί)˙ μη ελθών εξαίφνης εύρη υμάς καθεύδοντας˙ α δε υμίν λέγω, πάσι λέγω˙ γρηγορείτε». (Μάρκ. ιγ’. 33-37). Οι προς την εξομολόγησιν εξ έθους και κατά πρόσχημα προσερχόμενοι, οι ανειλικρινώς τα εαυτών εξαγορευόμενοι αμαρτήματα, οι δι’ αισχύνην κολάζοντες αυτά και αιτιολογούντες, οι δικαιούντες εαυτούς και κατηγορούντες άλλους, ούτοι Θεόν μυκτηρίζουσι, παραλογιζόμενοι˙ αλλά το θείον ου μυκτηρίζεται, διότι γινώσκει τα πάντα. Οι περικαλύπτοντες τα εαυτών αμαρτήματα, πάσχουσιν όμοια προς τους ασθενείς, τους περικαλύπτοντας τας εαυτών νόσους και μη την αλήθειαν προς τους θεραπευτάς ιστορούντας δι’ αιδημοσύνην, άλλ’ εάν αυτοίς προσγίνηταί τις θεραπεία τω πάθει, προσγίνεται και τοις πνευματικοίς ιατροίς προστρέχουσι και την αλήθειαν αποσιωπώσιν.
Προς τους τοιούτους ο Δαυίδ παρέχει εαυτόν υπόδειγμα λέγων˙ «Την ανομίαν μου εγνώρισα και την αμαρτίαν μου ουκ εκάλυψα»˙ και αύθις «την ανομίαν μου εγώ αναγγελώ και μεριμνήσω υπέρ της αμαρτίας μου». (Ψαλ. μ’, λζ) και πάλιν˙ «εξαγορεύσω κατ’ εμού την ανομίαν μου τω Κυρίω και συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου».
Και ο Σειράχ λέγει˙ «Δίκαιος εαυτού κατήγορος εν πρωτολογία».
Και ο Παροιμιαστής λέγει˙ «Εκκαλύπτει τας εαυτού αμαρτίας εύγνωστος ανήρ εν συνεδρίω». Ο αμαρτήσας ουδένα οφείλει να χάνη καιρόν, εάν φείδηται της ψυχής αυτού, άλλ’ ευθύς να προστρέχη μετανοών, εις την εξομολόγησιν και πολλήν ευρήσει την ισχύν προς απόκρουσιν της αμαρτίας˙ «Είωθε γαρ, λέγει ο πατήρ Νείλος, η πνευματική διδασκαλία εξελαύνειν τον εναποτεθέντα ταις ψυχαίς εκ της κακίας καπνόν».
Επιθυμούσιν οι δαίμονες του απολέσθαι ημάς, ημών δε μετανοούντων και εξαγορευομένων, εκείνοι αστοχούσι και η γραφή πληρούται, η λέγουσα, ότι «επιθυμία αμαρτωλών απολείται». Ο αυτός λέγει˙ «Μέγα μεν το μηδέποτε καταδέχεσθαι πταίειν, ει δε κατά συναρπαγήν του εχθρού πταίσμα προσγένοιτο, τη ελπίδι προσφευκτέον τη χρηστοτέρα˙ προς γαρ ταναντία αι ροπαί των ανθρώπων».
«Ουκ έστι χρεία καιρού προς τον σωθήναι θέλοντα, λέγει ο Μέγας Βσείλειος, αμέλει ο ληστής, ουκ εν χρόνω εσώθη, αλλά πιστεύσας μόνον, τον αδαπάνητον θησαυρόν της βασιλείας εκέρδησεν.
Και ο Ιώβ λέγει˙ «Εάν νοήση άνθρωπος τη καρδία επιστραφήναι επί Κύριον, αναγγείλη δε ανθρώπω την εαυτού μέμψιν (αμαρτίαν) την δε άνοιαν αυτού δείξη, ανθέξεται ο Θεός αυτού του μη πεσείν εις θάνατον, ανανεώσει δε αυτού το σώμα, ώσπερ αλοιφήν επί τοίχου, τα δε οστά αυτού εμπλήσει μυελού, απαλυνεί δε αυτού τας σάρκας, ώσπερ νηπίου, αποκαταστήσει δε αυτόν ανδρωθέντα εν ανθρώποις. Εύξεται προς Κύριον και δεκτά αυτώ έσται (τα αιτήματα)˙ εισελεύσεται δε προσώπω καθαρώ συν εξηγορία (δοξολογία) αποδώσει δε ανθρώπω δικαιοσύνην».
Ο δε Αριστοτέλης λέγει, ότι˙ «Ου πόρρω του αναμαρτήτου καθίστησιν εαυτόν ο το αμαρτηθέν επιεικώς ομολογήσας».
Ο δε Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει, ότι˙ «Μώλωπες, θριαμβευόμενοι, ου προκόψουσιν επί το χείρον, άλλ’ ιαθήσονται. Ουδέν γαρ ούτω τοις δαίμοσι και τοις λογισμοίς ισχύν καθ’ ημών δίδωσιν, ως το τους ανεξαγορεύτους εν τη καρδία σιτίζεσθαι». Τοιαύτα και τοσαύτα τα αγαθά τα προερχόμενα εκ της ταχείας και ειλικρινούς εξομολογήσεως.
Παραγγέλλει όμως ο προφήτης Ησαΐας να ώμεν λίαν έτοιμοι˙ «Ζητήσατε τον Θεόν και εν τω ευρίσκειν αυτόν επικαλέσασθε˙ ηνίκα δ’ αν εγγίση υμίν, απολειπέτω ο ασεβής τας οδούς αυτού και ανήρ άνομος τας βουλάς αυτού, και επιστράφητε προς Κύριον και ελεηθήσεσθε, ότι επί πολύ αφήσει τας αμαρτίας υμών»˙ (νε 6).
Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος διδάσκει και τον τρόπον της των πεπλημμελημένων επανορθώσεως, λέγων˙ «Περιβαλού κοπρίαν, δάκρυα, στεναγμούς, την δι’ εξαγορεύσεως και εντιμοτέρας αγωγής επανόρθωσιν. Ως ουδενί χαίρει τοσούτω ο Θεός, όσον ανθρώπου διορθώσει και σωτηρία, υπέρ ου λόγος άπας, και άπαν μυστήριον».
Η Εξομολόγησις όμως απαιτεί και την εύρεσιν ικανού και εμπείρου ιατρού. Περί της αναποφεύκτου ταύτης ανάγκης ιδού τι λέγει άγιός τις Πατήρ. «Ως ουν τα πάθη του σώματος ου πάσιν αποκαλύπτουσιν άνθρωποι, ούτε τοις τυχαίοις, αλλά τοις εμπείροις της τούτων ιατρείας, ούτω και η εξαγόρευσις των αμαρτημάτων γίνεσθαι οφείλει επί των δυναμένων θεραπεύειν».
Φροντίς λοιπόν προς επιζήτησιν των εμπείρων ιατρών, των δυναμένων να θεραπεύσωσι τα τραύματα της εκ των αμαρτιών τρωθείσης ψυχής. Φροντίς επείγουσα δια τον οξύν χαρακτήρα των τραυμάτων και των ποικίλων παθών. Φροντίς σύντονος δια τον επικρεμάμενον κίνδυνον˙ διότι ως ο αδέξιος ιατρός πολλούς παραπέμπει εις πύλας άδου, ούτω και ανεπιτήδειος και άσοφος πνευματικός πολλάς εις άδου παραπέμψει ψυχάς. Ώ! Πόσον φοβερόν κακόν το ευρίσκειν τινά τον θάνατον, ένθα επιζητεί θεραπείαν; Τίς δύναται να υπολογίση το μέγεθος της μεγάλης ταύτης συμφοράς; Τίς θα δυνηθή να θρηνήση την τοιαύτην απώλειαν! Εις κρουνούς δακρύων δέον να μεταβληθώσιν οι οφθαλμοί αυτού, όπως κλαύση επαξίως την συμφοράν. Ουαί! Ουαί! Τοις επαγγελλομένοις τον πνευματικόν και θανατούσι τας ψυχάς των εξομολογουμένων! Ουαί! Τοις απαιτούσι χρήματα αντί κατανύξεως και συντριβής και ικανοποιήσεως του θείου δι’ αληθινού και εναρέτου βίου προς άφεσιν αμαρτιών. Ουαί! Τοις ζητούσι δι’ αμοιβής να πωλήσωσι την συγχώρησιν των κακουργημάτων! Ουαί! Τοις υποκριταίς, τοις υποκρινομένοις ευλάβειαν προς εξαπάτησιν και κερδοσκοπίαν, τοις επαγγελομένοις την ευσέβειαν προς χρηματισμόν! Ουαί! Τοις υπισχνουμένοις προσευχάς και δεήσεις υπέρ των αμαρτησάντων προς λήψιν αργυρίου! Ουαί! Τοις ψυχεμπόροις, τοις πωλούσιν αντί ολίγων κερματίων, τας ψυχάς των χριστιανών τοις δαίμοσιν». Ουαί! Τοις διδάσκουσι το ψεύδος! Η μερίς αυτών έσται μετά του πατρός αυτών του διαβόλου, του πατρός του ψεύδους.
Αγαπητοί Χριστιανοί! Ο Θεός είναι ανεπιδεής, ουδενός δείται, διότι ουδενός στερείται˙ μη λοιπόν προσφέρης ξένας δεήσεις και προσευχάς προς ικανοποίησιν της υπό σου προσβληθείσης θείας δικαιοσύνης, προς εξιλέωσιν του παροργισθέντος Θεού, διότι ουδέν ωφελείσαι˙ ημάρτησας; Αισθάνεσαι το βάρος της αμαρτίας; Έχεις ελέγχουσαν την συνείδησιν; Φρόντισον, όπως ανακουφισθής, φρόντισον να καταπαύσης τον έλεγχον της συνειδήσεως. Ο πνευματικός είνε μόνον ιατρός˙ επιζήτησον τα φάρμακα μάλλον, ή τας ευχάς και δεήσεις˙ άλλ’ εάν και ταύτας επιζητήσης, τα φάρμακα όμως μη παραλείψης˙ όπως, όταν ασθενώμεν, ως διδάσκει ο Απόστολος Ιάκωβος, επιζητούμεν μεν τας ευχάς, αλλά και με το έλαιον χριόμεθα˙ ούτω και ενταύθα, το φάρμακον επιζήτησον και, αν ης πλούσιος, δος τοις αγίοις εύχεσθαι υπέρ σου, συνευχομένου˙ η δέησις των συνευχομένων να ήνε έκφρασις του διακαούς σου πόθου προς εξιλέωσιν του θείου˙ άλλως ουδέν όφελός σοι η πληρωμή και αι των άλλων δεήσεις, εάν συ αμελής˙ διότι συ κατ’ ουδέν ηθικώς εγένου βελτίων σεαυτού˙ αγαπητοί, πρόκειται περί ηθικής αναγεννήσεως˙ πρόκειται περί χριστιανικού βίου˙ πρόκειται περί εναρέτου και σεμνής πολιτείας˙ πρόκειται περί προσοικειώσεως του θείου˙ πρόκειται περί τελειότητος και αγιότητος˙ διότι τοιούτοι γινόμενοι, γινόμεθα μέτοχοι ζωής αιωνίου. Εάν ημείς λοιπόν δεν αγωνισθώμεν, ουδέν ηνύσαμεν, μάταια δε και αι των πνευματικών δεήσεις, μάταια και αι παρακλήσεις των μισθουμένων, μάταια και τα σαρανταλείτουργα, τα γινόμενα υπέρ του μη μετανοήσαντος και μη ικανοποιήσαντος το θείον˙ σωζόμεθα δια της συντριβής της καρδίας.

Από το σύγγραμμα: Του εν αγίοις πατρός ημών Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως του θαυματουργού, «Περί επιμελείας Ψυχής». Αθήναι 1894.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.