Η Κολοκοτρωνέϊκη Δρακοντογενιά – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Γιάννη Σμυρνιωτάκη.

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΩΝ

Από τότε που φάνηκε η κλεφτουριά στο Μοριά ήταν ανάμε¬σα της και κάποιος Κολοκοτρώνης. Δεν είναι εξακριβωμένο από πού κρατάει η σκούφια των Κολοκοτρωναίων. Άλλοι παραδέχον¬ται για πατρίδα τους τη Γορτυνία, άλλοι την Τριφυλία και άλλοι άλλα λένε. Πάντως μια είναι η αλήθεια: Πατρίδα τους είναι κάθε γωνιά της ελληνικής γης, όπου αναπνέουν λέφτερα. Δεν μπο¬ρούν αυτοί να ζήσουν σκλάβοι, ραγιάδες. Τη σκλαβιά δεν την μπορούν, όπως το ψάρι τη στεριά.

Πρώτα οι Κολοκοτρωναίοι λέγονταν Τσεργίνηδες και γενάρ¬χης στη φάρα τους ήταν ο Τριανταφυλλάκης Τσεργίνης. Αυτός έζησε νέος στο Αρκουδόρεμα. Ο δημογέροντας του Λιμποβισιού θαύμασε την εξυπνάδα του και την παλικαριά του και τον έκαμε γαμπρό.

Δεύτερος της δρακοντογενιάς είναι ο Δημητράκης, ο γιος του. Άνδρας καλοφτιαγμένος, ωραίος, σβέλτος και παλικαράς. Μια μέρα που πολέμαγε τους Τούρκους πιάστηκε ζωντανός. Τον αλυσόδεσαν εκείνοι και τον πήγαιναν στον πασά. Στο Αρκου¬δόρεμα απέναντι, τους βρήκε το γιόμα και κάθησαν να φάνε. Με¬τά το φαΐ Τούρκοι και Αρβανίτες άρχισαν να παίζουν και να πη¬δάνε. Ο Δημητράκης Τσεργίνης πισθάγκωνα δεμένος τούς κοίταζε χαμογελώντας. Τον κοίταξε σε μια στιγμή ο Τούρκος μπουλούκμπασης και του είπε:

– Πηδάς και συ, ορέ, να σου λύσω τις αλυσίδες;

– Εγώ πηδάω και με τις αλυσίδες, απάντησε ο Δημητράκης. Αν σας περάσω, μπέσα για μπέσα, θα μου κάμετε χαλάλι να μ’ α¬φήσετε;

— Χάιντε, θα σου κάμουμε χαλάλι, είπε ο Τούρκος, μην πι¬στεύοντας κάτι τέτοιο.

Πηδά ο Δημητράκης και τους πέρασε όλους. Και ο μπουλούκμπασης κράτησε τη μπέσα και τον άφησε λεύτερο.

Οι Τσεργίνηδες γίνονται Κολοκοτρωναίοι

Απ’ το Δημητράκη και ύστερα όμως οι Τσεργίνηδες βαφτί¬στηκαν Κολοκοτρωναίοι. Και να πώς:

Το γιο του Δημητράκη τον έλεγαν Λάμπρο. Τρίτος της γενιάς τους αυτός, κλέφτης και τουρκομάχος σαν τους άλλους. Κάποτε ο Λάμπρος με τα παλικάρια του άνοιξε μια φοβερή μάχη με τους Τούρκους. Επρόκειτο να τους κυκλώσουν οι Τούρ¬κοι και οι άλλοι πισωγύρισαν. Φώναζαν και στο Λάμπρο να φύγει, μα αυτός τίποτα. Πίσω από ένα βράχο μόνος του γέμιζε και έρι¬χνε. Είχε λαβωθεί στον πισινό, όταν πήγε να ταμπουρωθεί στο βράχο και τώρα δεν μπορούσε να κουνηθεί.

Ξανακάνουν γιουρούσι τα παλικάρια του, για να τον βγάλουν απ’ τον κίνδυνο. Πισωδρομούν οι Τούρκοι κυνηγημένοι. Φτάνουν τα παλικάρια στο Λάμπρο που καθόταν κολλημένος σε μια μεγά¬λη κοτρώνα.

— Τηράτε, φωνάζε κάποιος, έχει κολλήσει ο πισινός του στην κοτρώνα.

Δεν κρατήθηκε ο Λάμπρος και τους είπε, γιατί δεν έφευγε. Του έδεσαν την πληγή και λύθηκαν στα γέλια. Από τότε τον έλε¬γαν Κολοκοτρώνη. Και μ’ αυτό το παρατσούκλι έμεινε στην ιστο¬ρία.

Πιο γνωστός απ’ τους Κολοκοτρωναίους, πριν απ’ το θρυλικό Γέρο, ήταν ο εξίσου θρυλικός πατέρας του, ο Κωνσταντής. Από νέο παιδί, ακόμα, έγινε αρματωλός στην Κόρινθο. Εκεί κάθησε τέσσερα χρόνια και ύστερα τράβηξε για τη Μάνη, όπου ήταν το αδούλωτο λημέρι της Ρωμιοσύνης. Το 1762 πήγε στην Καστάνιτσα και έγινε βλάμης με τον καπε¬τάν Παναγιώταρο, άλλο θεριό ανήμερο εκείνος. Από κει έκαναν εξορμήσεις οι δυο τους και γίνηκαν ο φόβος και ο τρόμος της τουρκιάς. Όλα τα βουνά και τα βιλαέτια του Μοριά, τα κακοτράχαλα βουνά και οι κάμποι, γνώρισαν την αξιοσύνη τους.

Τον πατέρα του Κωνσταντή, το Γιάννη Κολοκοτρώνη, που ή¬ταν και κείνος κλέφτης, τον έπιασαν οι Τούρκοι στην Ανδρούσα ύστερα από προδοσία και τον σκότωσαν με τον πιο σκληρό θάνα¬το. Του κόψαν τα χέρια και τα πόδια και ύστερα τον κρέμασαν, ώσπου να ξεψυχήσει. Μετά απ’ αυτό όλοι οι Κολοκοτρωναίοι ορκίστηκαν εκδίκηση. Και πιο πολύ ο Κωνσταντής. Δεν άφηνε Τούρκο σε χλωρό κλαρί. Έξω απ’ τα Καλάβρυτα τσάκισε τον αιμοβόρο Αρβανίτη καπε¬τάνιο, το Μπεκιάρη. Στην Ανδρούσα ξεμπέρδεψε τον άλλο Αρβα¬νίτη, τον Βέιζο, μ’ όλα τα παλικάρια του. Και πόσους άλλους!

Όταν ο Σουλτάνος κατάλαβε μετά τα Ορλωφικά πως δε θα ξεμπλέξει εύκολα με τους Αρβανίτες στο Μοριά, τον Κωσταντή κάλεσε σε βοήθεια, «…στον πατέρα μου έστειλε (ο σουλτάνος) χωριστό μπούγιουρντί, διηγιέται ο Γέρος, να έλθει να βγάλουμε τους Αρβανίτες απ’ τη μέση και να βρει ο ραγιάς το δίκιο του.». Σε σύγκρουση μαζί του οι Αρβανίτες έπαθαν πανωλεθρία. Και φεύγοντας τού φώναζαν:

— Κάμε νισάφι, μωρέ Καπετάν-Κωνσταντή!

— Τι νισάφι να κάμω που μου καταστρέψατε την πατρίδα, τους απάντησε.

— Μωρέ Ρωμιοί, ξανάπαν οι Αρβανίτες, φέτος σκοτώνετε ε¬σείς εμάς και ταχιά θα σκοτώνουν εσάς οι σύντροφοι μας οι Τούρκοι.

Και δεν πέρασε πολύς καιρός για να φανούν αλήθεια τα λό¬για των Αρβανιτάδων. Τούτη τη φορά ο σουλτάνος έστειλε το Χασάν να ξεπαστρέψει τους Κλέφτες. Και πρώτα απ’ όλα να ξεμπερ¬δέψει με τον Κωνσταντή.

Ο θάνατος του Κωνσταντή

Ο Κωνσταντής έμαθε τις βουλές του σουλτάνου και του Χασάν. και κλείστηκε με τις φαμελιές του και άλλους Κλέφτες στον πύργο του Παναγιώταρου στην Καστάνιτσα. Εκεί τους έκλεισε α¬μέτρητο τούρκικο ασκέρι. Τους ζήτησαν να παραδοθούν, μα αυ¬τοί αρνήθηκαν. Και τότε γύρισαν τα κανόνια οι Τούρκοι κατά τον πύργο και άρχισαν να ρίχνουν. Δέκα μερόνυχτα κράτησε ο μπομπαρδισμός. Κι όταν καμιά ελπίδα βοήθειας δεν έμεινε στους κλεισμένους, πήραν τη μεγάλη απόφαση να βγουν.

Στις 15 Ιουλίου 1780, μόλις έπεσε το σκοτάδι της νύχτας, με τα σπαθιά στο χέρι πήδησαν έξω από τον πύργο σαν μανιασμένα θεριά. Μαζί τους και τα γυναικόπαιδα. Σκορπίζουν το χαλασμό και τον όλεθρο. Η γη γεμίζει κουφάρια τούρκικα.

Πλήρωσαν όμως την τόλμη τους και οι δικοί μας. Τα δυο α¬δέρφια του Κωνσταντή, ο Γιωργάκης κι ο Γιαννάκης, σκοτώθηκαν και ο άλλος αδερφός του, ο Αποστόλης για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών αυτοκτόνησε. Η γυναίκα του Κωνσταντή που έ¬σερνε μαζί της το θρυλικό Γέρο, μικρό παιδί, ακόμα, ντυμένη αντρίκια άνοιξε δρόμο με το σπαθί της μέσα απ’ το τούρκικο ασκέρι και γλίτωσε. Και ο Κωσταντής πολέμησε λιονταρίσια. Και έδωσε χέρι σε πολλά γυναικόπαιδα να φύγουν. Ύστερα όρμησε κι αυτός κατά το λόγγο. Είχε αρπάξει όμως βαριά λαβωματιά. Μα ούτε τα αίμα που έτρεχε λογάριαζε ούτε τον αβάσταχτο πόνο. Και καθώς έτρεχε μέσα στα δάση δίψασε και πηγαίνει να πιει νερό σ’ ένα λαγκάδι που το φύλαγαν όμως Τούρκοι.

Τον είδαν οι Τούρκοι από μακριά και του φώναξαν να πλη¬σιάσει. Του έδωσαν και μπέσα πως δε θα τον πειράξουν. Τους πίστεψε, γιατί δεν άντεχε και άλλο. Όταν πλησίασε, καμώθηκε ένας Τούρκος πως θα του προσ¬φέρει νερό και ένας άλλος τον σκότωσε με μπαμπεσιά. Ύστερα έπιασαν και το Θοδωράκη με τη μάνα του και τ’ άλλα τ’ αδέρφια του και μια αδελφή τους και μερικούς άλλους που τους αγόρασε ο Μπεκρήμπεης με πέντε χιλιάδες γρόσια.

Πώς να μην είναι από τότε ξέχειλη μίσους για τους Τούρκους η καρδιά του Γέρου;

Από το βιβλίο: «Στα δοξασμένα χρόνια», των: Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Γιάννη Σμυρνιωτάκη. Αθήνα, Νοέμβριος 1985.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.