Η Φύση της Αγάπης – Στέλλας Ν. Αναγνώστου- Δάλλα.

Πολλές παρανοήσεις υπάρχουν σχετικά με το τι είναι η αγάπη, πως εκδηλώνεται, πως δίνεται και πως παίρνεται, ποια είναι αγάπη του Θεού και ποιά των ανθρώπων, από ποιάν «αγάπη» να φυλαχθείς, και σε ποιάν να παραδοθείς ολόψυχα.

Σε γενικές γραμμές, όλοι οι άνθρωποι που έχουν πίστη, έχουν μάθει να χρησιμοποιούν για το κάθε τι τα κριτήρια του Θεού, δηλαδή, τι θα ήταν του Χριστού και τι όχι. Για όλους τους άλλους, σε όποια θρησκεία, φιλοσοφία ή προσωπικό δόγμα κι αν εντάσσονται, το πεδίο της πλάνης είναι ανοιχτό και χάσκει μπροστά τους σαν ανοιχτός γκρεμός, όπου σε κάθε περίπτωση, είναι γνωστό ποιος είναι αυτός που τους σπρώχνει, ο ίδιος «όφις ο αρχαίος», κι ας μην το παραδέχονται. Όχι πως δεν κινδυνεύουν από τα ίδια κι αυτοί που πιστεύουν στον αληθινό Θεό, απλώς γι’ αυτούς, η πλάνη έχει όνομα κι επίθετο, κι έτσι ξέρουν και πώς να συνέλθουν.

Υπάρχει όμως κι ένα είδος πλάνης, μια κορυφαία σύγχυση για κάθε Χριστιανό, κι ακόμη περισσότερο για τους Ορθοδόξους, γιατί την μπερδεύουν με τα αληθινά δόγματα, και καταλήγουν, ο Χριστός στον οποίο πιστεύουν, να έχει μικρή ή καθόλου σχέση, με τον Υιό του Θεού που ανέβηκε στον Σταυρό για να σταυρώσει εκεί, μια για πάντα, όλην την ανθρώπινη αμαρτία.

Λέει, δηλαδή, μια κοινή ρήση αγνώστου προελεύσεως: «όποιος σ’ αγαπάει, σε κάνει να κλαίς»! Αλήθεια; Γιατί; Ποιος το λέει αυτό; Πού; Μήπως είναι αποκύημα της άλλης, κατεξοχήν παρανοημένης φράσης της Γραφής: «Όν Κύριος αγαπά, παιδεύει»; (Παρ. γ΄12, Εβρ. Ιβ΄,60);

Ολόκληρη η φράση έχει ως εξής: «όν γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν όν παραδέχεται». Η παρανόησή της οφείλεται στο κλασσικό λάθος που κάνουν όλοι σχεδόν οι ερμηνευτές των Γραφών. Επειδή δεν γνωρίζουν αρχαία Ελληνικά, αποδίδουν στις λέξεις των Γραφών την σημασία που έχουν σήμερα, και όχι στην Ελληνιστική Κοινή στην οποία γράφηκαν, και στην οποία οι σημασίες των λέξεων ήταν ίδιες με αυτές της κλασσικής αρχαιότητας. Έτσι παρασυρόμαστε σε παρερμηνείες, που οδηγούν σε κακοδοξίες, και τελικά, τολμώ να πω, και σε αίρεση. (Αυτό είναι ένα θέμα στο οποίο χρειάζεται εκτενής αναφορά, και θα την κάνουμε κάποια στιγμή). Στη συγκεκριμένη φράση λοιπόν, η λέξη «παιδεύω» σημαίνει «εκπαιδεύω», και όχι «ταλαιπωρώ, βασανίζω» όπως έχει καταλήξει να σημαίνει σήμερα. Έτσι, η σωστή ερμηνεία είναι η εξής: «Όποιον αγαπά ο Κύριος τον εκπαιδεύει, και σαν με μαστίγιο, παροτρύνει εκείνον που αναγνωρίζει και δέχεται κοντά του σαν δικό του παιδί».

Πώς εκπαιδεύει ο Θεός; Με πολλούς τρόπους. Άλλους εύκολους, κι άλλους δύσκολους. Άλλους κατανοητούς, κι άλλους λιγότερο κατανοητούς ,ή καθόλου. Άλλοτε με απλή διδασκαλία, άλλοτε με παραδείγματα, άλλοτε με κυρώσεις ή στερήσεις, άλλοτε διορθώνοντας ο ίδιος με άμεση παρέμβαση, άλλοτε με επιβράβευση κι άλλοτε με επίπληξη, άλλοτε συγκαλύπτοντας σκόπιμα το λάθος προκειμένου να μην απογοητευτεί ο μαθητής, άλλοτε με προκλήσεις που «τεντώνουν» τον μαθητή προς το επόμενο επίπεδο γνώσης. Αυτό το «τέντωμα», είναι προσωπικά σχεδιασμένο για τον κάθε μαθητή, και σκοπό έχει να τον σπρώξει στο επόμενο επίπεδο, σ’ αυτό που εκείνος μπορεί, χωρίς να απογοητευθεί ή να εγκαταλείψει.

Νομίζω πως είναι εύκολο να κάνουμε την αναλογία με τις παιδαγωγικές μεθόδους του Θεού, μεθόδους που είναι ακόμη πιο ευδιάκριτες στη ζωή, τη διδασκαλία και τα θαύματα του Χριστού, με κορυφαία τη σταυρική Του θυσία, με την οποία έδωσε τα πάντα προκειμένου να χαρίσει «ο ποιμήν ο καλός», την ζωή στα πρόβατά του… «Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» Δεν ταλαιπωρεί Θεός, δεν βασανίζει χαιρέκακα τον άνθρωπο, ούτε τον αφήνει έκθετο ανά τους αιώνες, είτε στους εκάστοτε βασανιστές, είτε στην αρρώστεια. Εκπαιδεύει ο Θεός, ακόμη και με δύσκολα μαθήματα αλλά ποτέ μοιραία, όσα παιδιά Του Τον πλησιάζουν γιατί πίστεψαν όταν τους είπε «μάθετε απ’ εμού ότι πράόςειμι και ταπεινος τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. ια΄, 29).

Για όσους δεν πιστεύουν στην αγάπη του Θεού και την αγαπητική παιδαγωγία Του, ναι συχνά κάποια πράγματα τους φαίνονται ακατανόητα. Επειδή ακριβώς, τα ερμηνεύουν με τα δικά τους μέτρα και σταθμά, και με τη δική τους εμπειρία. Και δυστυχώς, η δική τους εμπειρία, από το στρατόπεδο όπου έβαλαν τον εαυτό τους, δεν του Θεού, αλλά του εχθρού. Και του Θεού, και του ανθρώπου.

Πάμε λίγο και στο «μαστίγιο». Το μαστίγιο, πριν γίνει όργανο βάναυσου βασανισμού του ανθρώπου, επειδή ακριβώς έχει λεπτό δέρμα και πονά εύκολα, ήταν ένα εργαλείο για να παροτρύνονται τα ζώα να προχωρήσουν πιο γρήγορα, τα άλογα κυρίως, και τα βόδια. Ζώα δηλαδή που ο προορισμός τους είναι να προχωρούν, και μάλιστα γρήγορα. Στο δέρμα τους που είναι κατά πολύ παχύτερο απ’ αυτό των ανθρώπων, ένα χτύπημα με μαστίγιο είναι, βέβαια, αισθητό, αλλά περισσότερο σαν ελαφρύ τσούξιμο, για να τα αποτρέψει από τη ραθυμία και να τα κάνει να βιαστούν. Το αντίστοιχο για τον άνθρωπο, είναι ένα σπρώξιμο, ή ένα «σκαμπιλάκι», που έλεγε κι ο Άγιος Παίσιος. Δεν βασανίζει λοιπόν ο Θεός. Σπρώχνει, «τσιγκλίζει» λέμε στο χωριό μου, κάθε μαθητή που βλέπει ότι «τραβάει», ότι θέλει και ότι μπορεί. Αυτός είναι ο υιός τον οποίο «παραδέχεται». Όπου βλέπει ο Θεός ότι ένα παιδί του θέλει να είναι κοντά Του, τότε αυτό το παιδί, το διαπαιδαγωγεί και το «σπρώχνει» κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του, ΠΟΤΕ πέραν των δυνατοτήτων του. Δεν απογοητεύει τον μαθητή, δεν θέλει να τον διώξει, και δεν παύει να τον επιβλέπει και να σκέπτεται γι’ αυτόν το επόμενο βήμα, όπως κάνει κάθε καλός δάσκαλος και πατέρας. Αυτή είναι η «παιδαγωγία» του Θεού. Κάθε παιδαγωγία του Θεού. Κι αν δεν την ασκούσε, δεν θα είχε αγάπη. Αν δεν την ασκούσε θα έλεγε ψέμματα όταν μιλούσε για το «καθ’ ομοίωσιν». Κι αν δεν το εννοούσε πραγματικά, τι λόγο είχε να μας πλάσει; Τι λόγο έχει οποιοσδήποτε γονέας να αποκτήσει παιδί, αν δεν λαχταρά την πρόοδο και την ευτυχία του, κιαν δεν είναι προετοιμασμένος να κάνει τα πάντα γι’ αυτό; Αν δεν σκεπτόμαστε έτσι, η σκέψη μας δεν είναι εκ Θεού. Είναι εξ ανθρώπων, εκ του πονηρού, δηλαδή.

Τι κάνει η αγάπη; Η αγάπη γεννά και ανατρέφει. Η αγάπη πάει δίπλα στο πονεμένο παιδί, το τυφλό, το παράλυτο, το παραστρατημένο, το δαιμονισμένο, το χαϊδεύει, και το κάνει καλά. Του δίνει ψάρι και ψωμί να φάει, γεμίζει τα δίχτυα του ψάρια, και τα πιθάρια του κρασί, κι όταν το δει νεκρό, το πιάνει από το χέρι και το σηκώνει, «ταλιθάκούμι»! Μπροστά στην απελπισμένη χήρα της Ναίν, δακρύζει, «μη κλαίε»! ( Αλήθεια πώς ταιριάζει αυτό με την αρχική μας παροιμία, τη βλάσημη;).

«Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία. Πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.» (Α΄Κορ. ιγ΄, 4-8).

Η Αγάπη, ανεβαίνει στον Σταυρό, κρατώντας στα χέρια Της τις αμαρτίες όλου του κόσμου, για να τις εξαλείψει, και ν’ αναστήσει τον άνθρωπο. Η Αγάπη ανεβαίνει στον Γολγοθά η Ίδια, για όλα τα παιδιά Της που την ψάχνουν ενδόμυχα. Πάει και στέκεται και δίπλα σ’ εκείνον τον ληστή, για να τον πάρει κι εκείνον την ύστατη ώρα μαζί Της. Πως αλλοιώς θα τον συναντούσε;

«Ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων». Αυτό είναι αγάπη. Μόνο αυτό.
Στέλλα Ν. Αναγνώστου- Δάλλα.

Κατηγορίες: Άρθρα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.