Η εικοσαετής παραμονή του παπά -Φώτη Λαυριώτη στο άγιον Όρος (1931- 1950) – Π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου.

Κάποια φορά πέρασε από το χωριό Πάμφιλα, από τον ενοριακό ναό της Αγίας Βαρβάρας κάποιος ιεροκήρυκας. Ο λόγος του ιερέως στράφηκε στη ματαιότητα του κόσμου. Ο μικρός Παναγιώτης σαγηνεύτηκε από αυτούς τους λόγους και έλαβε τη μεγάλη απόφαση της ζωής του ν’ ακολουθήσει τον μοναχισμό. Όμως ακόμη μια γυναίκα έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την απόφασή του αυτή. Ήταν μια αγία γυναίκα του χωριού του, η Ελπίδα. Αυτή του μετέδωσε τον μοναχικό ζήλο. Άλλωστε και η ίδια ήταν μια ασκήτρια μέσα στον κόσμο και μάλιστα φαίνεται από διήγηση του ίδιου του παπά – Φώτη, ότι ήταν καλόγρια με το όνομα Μοναχή Ελπίδα. Μιλούσε ευκαίρως ακαίρως με πολλή περηφάνεια και χαρά ο παπά – Φώτης γι’ αυτήν την πνευματική του μητέρα λέγοντας ότι: «Την άσκηση που έκανε αυτή η γυναίκα, εγώ δεν την βρήκα να την κάνουν ούτε οι καλόγεροι στο Άγιον Όρος!».
Ποιόν όμως μοναχισμό; Είχε ακούσει από ευλαβείς πιστούς του νησιού για το ανώνυμον Όρος, την Αθωνική αγγελική πολιτεία. Έτσι ανεχώρησε για το άγιον Όρος στις 19 Απριλίου 1931, σε ηλικία 18 περίπου ετών, μαζί με τον φίλο του και συγχωριανό του, μετέπειτα μοναχό π. Παχώμιο, για να μονάσουν εκεί. Ήταν τέτοιος ο ζήλος τους για την ασκητική μοναχική πολιτεία που προτιμούσαν να φορούν σακκιά αντί για ράσα κατά την ώρα που έβραζαν στα καζάνια κάνοντας διάφορες εργασίες. Ως επίσης για να δοκιμάσουν εάν ο ζήλος τους να γίνουν μοναχοί, ήταν όχι κατά το θέλημά τους αλλά κατά την ευλογία του Θεού, έμπηγαν ξύλα ξερά στο έδαφος και περίμεναν να δουν αν θ’ ανθίσουν για να καταλάβουν ποιο ήταν το θέλημα του Θεού στη ζωή τους.
Η απόφασή του ήταν να μονάσει στην πρώτη Ιερά μονή του Άθωνος, δηλ. την ιερά μονή Μεγίστης Λαύρας. Όμως λόγω του μικρού της ηλικίας του δεν μπόρεσε να μπει απευθείας στο μοναστήρι γιατί θεωρούταν ανήλικος. Έτσι για μικρό διάστημα φιλοξενήθηκε ως δόκιμος σ’ ένα κελλί στην Προβάτα, όπου εκεί έμειναν δύο μοναχοί από τη Λέσβο. Ο γέροντας του κελλίου ήταν πολύ αυστηρός. Ο μικρός Παναγιώτης προσπαθούσε να μάθει τις καλογερικές συνήθειες κάνοντας υπακοή στο γέροντα. Όμως κάποτε την ώρα που διακονούσε επισκέπτες του έπεσε ο δίσκος με τα ποτήρια. Επόμενο ήταν να σπάσουν. Τότε ο αυστηρός γέροντας όχι μόνον τον επέπληξε αλλά και του πέταξε τα σπασμένα κομμάτια στο πρόσωπό του για να τον ταπεινώσει. Κάποιο από εκείνα τα κομμάτια του άφησε κάποια ίχνη στο πρόσωπό του για να θυμάται ότι ο καλόγερος πάντα ό,τι κάνει πρέπει να το κάνει σωστά και το σημαντικότερο χωρίς απώλειες! Στο κελλί εκείνο παρέμεινε για λίγο διάστημα μέχρι που ενηλικιώθηκε. Ακολούθως μετέβη για να μονάσει στην Μεγίστη Λαύρα. Ήταν τον καιρό εκείνο η Μεγίστη Λαύρα ιδιόρρυθμο μοναστήρι. Στο μοναστήρι υποτάχτηκε με μεγάλη χαρά στο Γέροντα Παύλο Παυλίδη, στον οποίο έκανε μεγάλη υπακοή.
Ο π. Παύλος ήταν μια πολύ σπουδαία και αξιόλογη μορφή του αγίου Όρους. Όλη η πολιτεία του Άθωνα τον αγαπούσε και για τον πρόσθετο λόγο ότι ήταν γιατρός και πολύ μορφωμένος. Λέγεται ότι είχε δύο πτυχία, η δε καταγωγή του ήταν από την Μικρά Ασία, από τη Θεοδωρούπολη του Πόντου (Σαφράμπολι). Γεννήθηκε το έτος 1884 και στο άγιον όρος προσήλθε το έτος 1925 με λαμπρές σπουδές σε Ελλάδα και εξωτερικό. Το 1935 εκλέγεται από τη Μονή Μεγίστης Λαύρας μέλος της Γεροντίας των Προϊσταμένων της μονής. Ήταν άνθρωπος της προσευχής και αυστηρός νηστευτής. Παντού σε όλο το μήκος και πλάτος της Αθωνικής πολιτείας συνέτρεχε τους ασθενούντας μοναχούς. Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Ροδοστόλου κ. Χρυσόστομος στο βιβλίο του με τίτλο: «Γράμματα και Άρματα στον Άθωνα»1 γράφει για τον γέροντα π. Παύλο Παυλίδη μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: «Απολάμβανες κοντά του την λεπτή και τέλεια άρθρωση των ομιλιών του, την εκφραστικότητα του χαριτωμένου προσώπου του, τις συνοδευτικές κινήσεις των χεριών του».
Αυτόν τον γέροντα αξιώθηκε να έχει στο ξεκίνημα της μοναχικής πολιτείας του ο νέος εύελπις τότε δόκιμος μοναχός σήμερα αείμνηστος παπά – Φώτης.
Κατά την ρασοφορία του έλαβε το όνομα Δαβίδ. Σύντομα ο γέροτνας του αφού τον δοκίμασε με ποικίλες ασκήσεις όπως ακριβώς ο σιδεράς δαμάζει το σίδερο στο καμίνι, τον χειροτόνησε λόγω της καθαρότητας και του ανεπίληπτου βίου του σε διάκονο. Στις 16 Νοεμβρίου 1936, με απόφαση της Γεροντίας της μονής Μεγίστης Λαύρας, χειροτονείται στη μονή της μετανοίας του, δηλ. στη Μεγίστη Λαύρα διάκονος, από τον Σεβ. Μητροπολίτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου Μελιτουπόλεως κυρό Ιερόθεο.
Η διακονία του ήταν μια ιδιαίτερη ευλογία για τον ιεροδιάκονο Δαβίδ. Έξυπνος καθώς ήταν, έμαθε ολόκληρη την τυπική τάξη της ιεροδιακονίας λειτουργώντας συχνά πυκνά, όχι μόνον στη μονή του, αλλά και σε κελλιά και σκήτες καθώς επίσης και σε άλλα μοναστήρια, ως απεσταλμένος της μονής του.
Στις 5 Ιουλίου 1944, ημέρα Τρίτη, κατά την πανήγυρη της μονής Μεγίστης Λαύρας κατά την θείαν και ιεράν λειτουργίαν εν τω Πανσέπτω καθολικώ Ναώ του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Αθανασίου με απόφαση και πάλι της Γεροντίας της μονής Μεγίστης Λαύρας χειροτονείται στο βαθμό του πρεσβυτέρου από τον Σεβ. Μητροπολίτη Μελιτουπόλεως κυρό Ιερόθεο.
Κατά την ακολουθία του μεγάλου και αγγελικού σχήματος έλαβε το όνομα του μεγάλου πατριάρχου Κων/πόλως Φωτίου.
Φαίνεται ότι κατά την διάρκεια της παραμονής στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας συνεδέθη πνευματικά και με έναν άλλο γέροντα τον Αυξέντιο τον ξένο, ο οποίος αργότερα φαίνεται ότι έφυγε από το μοναστήρι και πήγε σε κάποιο μετόχι της μονής.
Στο μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας έκανε διάφορα διακονήματα. Μας διηγείται ο ίδιος: «Το πρώτο μου διακόνημα στη Μονή της μετανοίας μου ήταν στο αμπέλι. Κλάδευα, φύτευα νέα αμπέλια. Ύστερα με έβαλαν στο φούρνο, στο ψωμί. Ήμουν νέος και πετούσα. Ακολούθως πέρασα από τον ξενώνα, μετά πήγα κλητήρας. Στο διακόνημα αυτό έκανα πολλά χρόνια. Στη συνέχεια έκανα και εκκλησιαστικός. Υπήρχαν φορές που είχα και δυο διακονήματα στο μοναστήρι. Επειδή έκανα καλλιγραφικά γράμματα με έβαλαν ως διπλογραμματέα στη μονή. Έκανα και το δακτυλογράφο και τον υπογραμματέα. Σχεδόν πέρασα απ’ όλα τα διακονήματα».
Κάποια άλλη φορά μας περιέγραψε μια εμπειρία του κατά τα δύσκολα χρόνια της Γερμανικής κατοχής που λίγο έλειψε να τον οδηγήσει αυτόν και άλλους μαζί πατέρες στο θάνατο. Ψάρευαν με τη βάρκα της μονής και προκειμένου να βγάλουν ψάρια, αναγκαία για τη σίτιση των αδελφών και επισκεπτών της μονής, έρριχναν δυναμίτες. Κατά την ψαριά τους πλησίασε η Γερμανική ναυτική περίπολος και τους έκανα έλεγχο. «Δουλέβγαμε με το κομποσχοίνι και οι Γερμανοί ενώ επιθεώρησαν την βάρκα μας τους τύφλωσε η Παναγία και δεν είδαν τον δυναμίτη που είχαμε επάνω μας!».
Επίσης ο παπά – Φώτης θυμάται από το μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας και μια άλλη εμπειρία του. «Όταν έκανα εκκλησιαστικός και είχα ως διακόνημα να ανάβω τα κανδήλια, θυμάμαι ότι επί μεγάλο χρονικό διάστημα, κοντά δύο εβδομάδες, το κανδήλι το οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου του και κτήτορος της Μεγίστης Λαύρας άναβε συνέχεια χωρίς να του βάζω λάδι! Φυσικά όταν το είπα στο γέροντά μου το κανδήλι αμέσως έσβησε!».
Στο άγιον όρος απέκτησε πολλές εμπειρίες και γνωριμίες με μεγάλους αγίους μοναχούς και ασκητές. Ο ίδιος διηγείται σχετικά: «Στο Άγιον Όρος στο περιβόλι της Παναγίας έμεινα είκοσι χρόνια… ήταν φυσικό να γνωρίσω εκεί αγίους ανθρώπους, ιερές μορφές! Θυμάμαι κάποιο π. Παύλο Παυλίδη, γιατρό. Είχε δύο πτυχία και ήταν από τον Πόντο. Κι έναν άλλον. Καμπανάς λεγόταν. Ήταν γιατρός από την Αίγινα. Επίσης κάποιο παπά – Γιώργη από την Πόλη (=Κων/πολη), πολύ μορφωμένο. Κι έναν άλλον, τον παπά Αββακούμ, που μόναζε στη Λαύρα. Είχα την ευκαιρία να υπηρετήσω και να ζήσω κοντά σε τέτοια πρόσωπα. Ήταν απλοί άνθρωποι, πασίγνωστοι, που όμως οι ίδιοι θεωρούσαν τον εαυτό τους σκουπίδι, ένα τίποτα. Και αν έκαναν κανένα θαυμαστό γεγονός κι εμείς οι νεώτεροι απορούσαμε και τους θαυμάζαμε, αυτοί έλεγαν: Εμείς δεν κάναμε τίποτα. Παρακαλέσαμε το Θεό και εκείνος αοράτως ενήργησε».2
Αλλά και σε κάποιους άλλους που τον ερωτούσαν επίμονα ποιους αγίους γέροντες γνώρισε κατά την παραμονή του στο άγιον όρος, είπε με μεγάλη συγκίνηση και δάκρυα στα μάτια, ότι γνώρισε και τον αγιασμένο ιερομόναχο παπά –Τύχωνα τον ρώσο, τον γέροντα του αγιασμένου γέροντα του αγίου όρους π. Παϊσίου, ο οποίος διέμενε στο Σταυρονικητιανό κελλίον του Τιμίου Σταυρού στην περιοχή της «ευλογημένης και αγιοτόκου Καψάλας». Ο ίδιος με χαρά και καμάρι μας έλεγε ότι από τα χέρια του ενάρετου και χαρισματικού παπά – Τύχωνα έλαβε το μέγα και αγγελικό σχήμα, δηλ. του Μεγαλόσχημου Μοναχού! Ο ίδιος έλεγε: «Δεν συνάντησα πιο διακριτικό γέροντα στη ζωή μου από τον παπά – Τύχωνα που συνέπεσε να τον συνδιακονήσω ως υποτακτικός. Αργότερα τον διηκόνησε και ο π. Παΐσιος. Ήταν μεγάλος διακριτικός γέροντας. Κάποτε όταν ήμουν στο άγιον όρος πήγα κι εξομολογήθηκα σε κάποιο πνευματικό σ’ ένα μοναστήρι και με κανόνισε πολύ αυστηρά. Επέστρεψα με βαριά καρδιά και πήγα στον παπά – Τύχωνα και του είπα: «Γέροντα για την ίδια αμαρτία εσείς τι κανόνα βάζετε;». Κι εκείνος διακριτικά μετρίασε τον κανόνα μου για να μη λυγίσω. Μετρίασε την ακρότητα από διάκριση. Ήταν από τους διακριτικούς γέροντες. Οι μεγάλοι γέροντες δεν είναι αυστηροί. Η διάκρισή τους ήταν η αρετή τους. Κάποτε έγινε μια κλοπή στο άγιον όρος κι έβαλαν μάρτυρα τον γέροντα παπά –Τύχωνα. Εκείνος ο δυστυχής δεν είχε χρήματα να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη και να καταθέσει. Αναγκάσθηκε να οδοιπορήσει μέρες ολόκληρες για να φθάσει στη Θεσσαλονίκη και να δώσει την κατάθεσή του. Τέτοιος αγώνας ήταν των διακριτικών πατέρων. Θα μπορούσε να δανεισθεί χρήματα και να πάει στη Θεσσαλονίκη ξεκούραστα. Προτίμησε όμως την ταλαιπωρία». Μετά τη διακονία του παπά – Φώτη στον γέροντα παπά – Τύχωνα, ανέλαβε ως υποτακτικός ο όσιος νέος αγιασμένος γέροντας γνωστός σε όλους μας, ο π. Παΐσιος. Και οι δύο αυτοί πλέον κεκοιμημένοι γέροντες, π. Παΐσιος και παπά – Φώτης έτρεφαν μεταξύ τους μεγάλη αγάπη και εκτίμηση παρόλο που δεν συνέβη μεταξύ τους να γνωρίζονται. Ο δε γέροντας Παΐσιος όταν συνέβαινε να τον επισκέπτονται Μυτιληνιοί στο κελλί του την Παναγούδα στο άγιον Όρος, τους έλεγε με χαρά ότι: « Ο παπά – Φώτης είναι άγιος άνθρωπος και αυτό είναι μεγάλη ευλογία για το νησί της Λέσβου!».
Ο παπά –Φώτης είχε την ευλογία ακόμη να γνωρίσει στη Ρωσική μονή του αγίου Παντελεήμονος αγίου Όρους τον νέον άγιο της εκκλησίας μας, Σιλουανό τον Αθωνίτη. Σχετικά έλεγε γι’ αυτή τη γνωριμία του: «Είχα επίσης την ευλογία στο άγιον όρος να γνωρίσω και να διακονήσω και τον παπά –Τύχωνα τον ρώσο. Αλλά γνώρισα και τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη του οποίου ήταν θαυμαστή η αγιότητά του. Μεγάλες μορφές». Και κάπου αλλού έλεγε: «Πήγα στη μονή του αγίου Παντελεήμονος να προσκυνήσω. Αφού προσκύνησα κατευθύνθηκα στην Τραπεζαρία της μονής. Η τραπεζαρία πριν λίγη ώρα είχε κλείσει για τους επισκέπτες και οι μοναχοί οικονόμοι είχαν πάει στο οικονομείο για να φάνε μετά από την εξυπηρέτηση των επισκεπτών. Πήρε είδηση την παρουσία μου ένας μοναχός και ήλθε σ’ εμένα και με πολλή αγάπη με ρώτησε αν έφαγα. Του είπα ότι δεν πρόλαβα την τραπεζαρία ανοιχτή. Ο μοναχός αυτός ήταν ο Σιλουανός και με πήρε με το ζόρι σχεδόν στο οικονομείο και με περιποιήθηκε ο ίδιος. Μας δόθηκε ευκαιρία να συζητήσουμε πολλά πνευματικά θέματα και από την πρώτη στιγμή που μου μίλησε κατάλαβα ότι πρόκειται για πνευματικό άνθρωπο και η μορφή του έλαμπε από αγιότητα. Μου εξήγησε ότι πήρε το διακόνημα του οικονόμου χάριν της υπακοής και ευχαριστούσε το Θεό για το διακόνημα αυτό». Ο ίδιος ο παπά – Φώτης ενθυμείτο και την συμβουλή που του έδωσε ο άγιος του Θεού Σιλουανός: «Πρέπει να αγαπάς τους συνανθρώπους σου, να συμπάσχεις μ’ αυτούς, και να προσεύχεσαι γι’ αυτούς όχι έτσι απλά, αλλά να κάνεις προσευχή και να χύνεις αίμα!»3.
Αλλά ο παπά – Φώτης φαίνεται ότι στο άγιον όρος έτρεχε παντού και εύρισκε τους πιο διακριτικούς και ασκητικούς γέροντες, όπως ακριβώς κάνουν οι μέλισσες που ψάχνουν και βρίσκουν τα καλύτερα λουλούδια απ’ τα οποία και συλλέγουν το νέκταρ. Ο ζήλος του δεν ήταν ου κατεπίγνωσιν, αλλά με βαθεία γνώση και φόβο Θεού πλησίαζε μεγάλους ασκητές και οσίους άνδρας με ροζιασμένα τα χέρια και τα γόνατα από τις πολλές μετάνοιες και σκελετωμένους από τις νηστείες και τις αγρυπνίες και τις συνεχόμενες ασκήσεις. Και δεν αρκούταν μόνο να τους γνωρίσει για να καυχάται ότι γνώρισε τέτοιες μορφές ή ότι αξιώθηκε να συναναστραφεί μαζί τους, αλλά προσπαθούσε να τους μιμηθεί, κατά το «τιμή αγίου η μίμησις αυτού». Έτσι κάπως γνώσισε και τον όσιο γέροντα Σωφρόνιο, τον γνωστό με την προσωνυμία «του Έσσεξ» όταν ακόμα ήταν ο γέροντας σε μια σπηλιά πλησίον της μονής του αγίου Παύλου. Τον γέροντα Σωφρόνιο μάλιστα τον έκανε αργότερα και πνευματικό του.
Με ιδιαίτερο ζήλο στο άγιον όρος εφοίτησε στο πανεπιστήμιο της Ερήμου μελετώντας σε καθημερινή βάση βίους αγίων, παλαιών και νέων, στις πλούσιες βιβλιοθήκες. Από νωρίς συνέλαβε την ιδέα, την οποία και επιμελώς με την ευλογία του γέροντός του συνέχισε καθ’ όλην την διάρκεια της παραμονής του στο άγιον όρος, να ασχολείται με την εξεύρεση αγίων της νήσου της γενέτειράς του Λέσβου. Έτσι συγκέντρωσε πλούσιο υλικό, το οποίο αργότερα αξιοποίησε κατά την επιστροφή του στο νησί του. Στο άγιον όρος ο παπά –Φώτης πρώτος συλλαμβάνει την ιδέα να παραγγείλει στον αγιογράφο Ζαχαρία Καυσοκαλυβίτη την κατασκευή μεγάλης εικόνας με τους αγίους μάρτυρας, οσίους και ιεράρχας της Λέσβου. Η εικόνα καλλιτεχνήθηκε το έτος 1939 και εδωρήθηκε από τον παπά – Φώτη στον ενοριακό ναό της γενέτειράς του αγ. Βαρβάρα Παμφίλων. Επίσης ταυτόχρονα με το παραπάνω έργο του για την ανεύρεση αγίων της πατρίδας του, ασχολούταν με τη συλλογή βίων και συναξαρίων για παιδομάρτυρες. Έτσι είχε ένα γεμάτο τετράδιο με ονόματα παιδομαρτύρων, για τους οποίους και παρήγγειλε να κατασκευασθούν οι εικόνες τους, τοιχογραφίες, στον περικαλή ναό του αγ. Λουκά στα Πάμφιλα. Στο άγιον όρος παρέμεινε συνολικά είκοσι χρόνια.
Καθ’ όλον τον καιρό της εν Αγίω Όρει παραμονής του διατηρεί επαφές με πολλούς συντοπίτες του, ιδιαιτέρως καλλιεργεί μια καλή επαφή με τον «σοφό φιλόσοφο και σωτήρα της Λέσβου» όπως αργότερα και μέχρι τέλους της ζωής του αποκαλούσε, τον Σεβ. Μητροπολίτη Μυτιλήνης κυρό Ιάκωβο τον Α’ τον από Δυρραχίου, Γκόρα- Μόκρας και Σπαθίου (1925- 1958+).
Το 1945 λόγω προβλημάτων υγείας της θετής μητέρας του, της κυρά Μαριγώς, ζήτησε από τη μονή της μετανοίας του την άδεια να μεταβεί στη Μυτιλήνη προς γηροκόμησή της, αλλά και προς ολοκλήρωση των γυμνασιακών σπουδών του, καθότι τον καιρό εκείνο είχε κλείσει η Αθωνιάδα και δεν λειτουργούσε. Έλεγε ο ίδιος: «Αγαπούσα τα γράμματα. Όταν όμως πήγα στο Άγιον Όρος και επιθυμούσα να σπουδάσω στην Αθωνιάδα, εξαιτίας του πολέμου του 1940 αυτό κατέστη αδύνατον, καθότι η Αθωνιάδα δεν λειτουργούσε». Επίσης ζητούσε να ασχοληθεί και με την έκδοση ορισμένων βιβλίων όπως με τους βίους των εν Λέσβω αγίων – δίγλωσσα! – με τους βίους απάντων των αγίων Διακόνων, ιερέων, επισκόπων, βασιλέων, 70 αποστόλων, νηπίων κα προφητών καθώς επίσης και άπαντας τους αγίους του Σλαβονικού Συναξαρίου, Ρώσσους, Σέρβους, Βουλγάρους και Ρουμάνους. Θα λέγαμε ότι οι μελέτες και το υλικό που συγκέντρωσε καθ’ όλον τον καιρό της παραμονής του στο άγιον Όρος ήταν πολύ μεγάλες, πράγμα που τον αναδείκνυε πρωτοπόρο για την εποχή του στη σύλληψη και μόνον αυτού του τόσο δύσκολου εγχειρήματος. Η μονή όμως δεν έκανε δεκτό το αίτημά του.
Ο μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος Α’, ο από Δυρραχίου, διέκρινε την αγιότητα του βίου του παπά – Φώτη και τα αγαθά του κριτήρια και για τον λόγο αυτό δε δίστασε, αλλά με την αρχιερατική του πένα του έγραψε επιστολή και τον προσκάλεσε να έρθει πίσω στην πατρίδα του για να βοηθήσει στην πνευματική αναδόμηση του νησιού και της Ιεράς Μητροπόλεώς του. Και έπραξε πολύ σοφά και δίκαια ο Μητροπολίτης που τον προσκάλεσε.
Έτσι μετά και από επιθυμία του ιδίου του παπά – Φώτη και με την επίσημη αποδοχή του από τον Σεβ. Μητροπολίτη Μυτιλήνης κυρό Ιάκωβο τον Α’, το από Δυρραχίου, παίρνει το απολυτήριό του από τη μονή της μετανοίας του την Μεγίστη Λαύρα του αγίου όρους, και στις 17 Απριλίου 1951 με πράξη του Σεβ. Μητροπολίτου Μυτιλήνης κυρού Ιακώβου του Α’ διορίζεται εφημέριος στην ενορία του αγίου Αντωνίου Τρίγωνα όπου και παραμένει ως εφημέριος μέχρι της συνταξιοδοτήσεώς του την 1η Σεπτεμβρίου 1992.
Υποσημειώσεις.
1. Άγιον Όρος 2000, σ’. 108 -114.
2. Περιοδικό «Αποστολή» Ιερού Ναούο αγ. Θεράποντος Μυτιλήνης τεύχος 45, 2001.
3. Δουμούζη, σ’. 8-9.

Από το βιβλίο: Παπά-Φώτης Λαυριώτης. Σημείον αντιλεγόμενον (1913- 2010). Του Π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου. Αθήναι, 2011.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.