Τα ελληνόπουλα στην επανάσταση του εικοσιένα – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

Οι νέοι του Ιερού λόχου στο Δραγατσάνι ελκύουν τη μνήμη όλων των γενεών. Δεν έσπευσαν εκείνοι οι νέοι να αγωνιστούν για οικονομικούς στόχους. Άλλωστε οι ίδιοι ήταν επιτυχημένοι σπουδαστές και ασφαλείς στις χώρες της Ευρώπης και σύντομα θα έβγαιναν επιστήμονες. Επί πλέον αγνοούσαν τα όπλα, τη βοή και τις εμπειρίες των πολέμων. Όμως έσπευσαν από τους πρώτους να πολεμήσουν αποδεικνύοντας πως φλόγες φιλοπατρίας αγνής έκαιαν την καρδιά τους, «γνήσια της Ελλάδος τέκνα – τάγμα εκλεκτών ηρώων – καύχημα νέον».
Στη Δημητσάνα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, μετέφεραν από τους πυριτιδόμυλους που είχαν οι αδελφοί Σπηλιωτόπουλοι τα σακκιά με πυρίτιδα, νίτρο, θείο και μολύβι σε σπηλιές έξω από την πόλη κρύβοντας – όταν γίνονταν αιφνιδιαστικοί έλεγχοι από τους Τούρκους λίγο πριν ξεσπάσει η επανάσταση – και τα επανέφεραν κατάλληλα. Βοήθησαν κατά δύναμη στη λειτουργία της πρώτης πολεμικής βιομηχανίας του «21». «Τα παιδιά εκουβαλούσαν ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον» τόνισε και ο Θ. Κολοκοτρώνης.
Τα μικρότερα ελληνόπουλα, κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, βρέθηκαν πρόσφυγες και στερημένα της πατρικής φροντίδας. Μόνο στη Ζάκυνθο λ.χ. μια ολόκληρη συνοικία, η νέα χώρα, δέχθηκε 6.000 γυναικόπαιδα, μέσα στο 1821. Άλλοτε τα παιδιά βρέθηκαν «όμηροι» στα χέρια των τούρκων. Και πλήρωσαν με τη ζωή τους τη συμμετοχή των γονέων τους στην Επανάσταση, όπως λ.χ. του Γιάννη Γούναρη, κυνηγού του Ομέρ Βρυώνη κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγιού.
Τα ελληνόπουλα δέχθηκαν την εκδικητική μανία των τούρκων, όπου καταστελλόταν η επανάσταση. Λ.χ. το Μάϊο του 1821 διαλύθηκαν τα δύο αλληλοδιδακτικά σχολεία στα Χανιά και στο Ρέθυμνο, οι δάσκαλοι φυλακίσθηκαν και τα παιδιά υπέμειναν καρτερόψυχα τον «πολυώδυνον θάνατον» ή πωλήθηκαν δούλοι. Στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1821 ελευθερώθηκαν τα ελληνόπουλα με την προσφορά λύτρων εκατομμυρίων γροσίων. Και τα ελληνόπουλα της Μακεδονίας, μετά την αποτυχία του κινήματος του Εμμανουήλ Παπά μεταφέρθηκαν για να πωληθούν δούλοι στη Βεγγάζη και με χαμηλές τιμές 5 -10 γρόσια. Στις καταστροφές της Χίου, των Ψαρών, της Κάσου κ.ά. τα ελληνόπουλα αυτοθυσιάσθηκαν με τις μητέρες τους, ή αν δεν πωλήθηκαν έγιναν παιγνίδισμα και λιάνισμα στα γιαταγάνια των αιμοδιψών Οθωμανών πολεμιστών.
Τα μεγαλύτερα παιδιά πολεμούσαν. Ο Δημήτριος Παπανικολής ήταν πυρπολητής στα 15 χρόνια του στο Μεσολόγγι. Οι 16χρονοι αρίστευσαν στις εφόδους, αρπάζοντας αστραπιαία τουφέκια ξαφνιάζοντας μέσα από τα χέρια των εχθρών. Τα μικρότερα, όταν ρίπτονταν οι βόμβες, τις άρπαζαν αστραπιαία και τις ξαναπετούσαν πίσω στους εχθρούς ή τις αχρήστευαν βγάζοντας ταχύτατα το φυτίλι προτού να εκραγούν. Χιλιάδες παιδιά πήραν μέρος και στην έξοδο, για να διασωθούν τελικά περνώντας ταφρεύματα, χαρακώματα, πυροβολοστάσια και πολεμώντας με τακτικά και άτακτα στρατεύματα 3-4 μόνον παιδιά, κατά τον ιστορικό Σπυρ. Τρικούπη.
Όταν το 1826 – ενώ ο Ιμπραήμ αλώνιζε την Πελοπόννησο – στο Ναύπλιο μαζεύθηκαν τα ορφανά ελληνόπουλα των επαναστατημένων περιοχών και η φτώχεια με την ανέχεια περίζωναν όλους ο δάσκαλος Γεννάδιος ζει πιο έντονα το δράμα των παιδιών και απευθύνεται σ’ όλους. Η προσευχή του ήταν συγκλονιστική:
Μία Κυριακή, όταν ετελείωσε η Θεία λειτουργία στην εκκλησία του αγίου Γεωργίου, ο κόσμος και τα παιδιά εγονάτισαν στο κέλευσμα του Γενναδίου. Εκείνος, αφού ύψωσε το κεφάλι και τα χέρια του στον Ουρανό, είπε: «Ύψιστε Θεέ, Συ ο προστάτης των αθώων και των μη εχόντων καταφυγήν, μη εγκαταλείψης και Συ τα παιδία ταύτα, τα προσπίπτοντα Σοι. σώσον αυτά από αιχμαλωσίας δεσμά. Οι άνθρωποι τα παρήτησαν, επίβλεψον επ’ αυτά και επίβλεψον επί την Ελλάδα, καθ’ ης πάντες εξανέστησαν. Δος παρά τας βουλάς των ανθρώπων, να επιλάμψη επί της Ελλάδος ο ήλιος της ελευθερίας και να τελειωθή η Συ δύναμις, τα δε παιδία ταύτα, πολίται ελεύθεροι να την υπηρετήσουν ποτέ εν πίστει και ειλικρινεία προς σωτηρίαν αυτής και προς δόξάν σου αιωνίαν! Ή, αν ο Πάνσοφος, Συ γινώσκης ότι πέπρωται εις αγενή τραφέντα αισθήματα, εις ιδιοτέλειαν αυξηθέντα και φιλαρχίαν, να γίνωσι ποτέ δεινών τη πατρίδι παραίτιοι, παράδος τα μάλλον εις της μαχαίρας το στόμα και παράδος και εμέ εις αυτό, πριν ιδώ εκ νέου της Ελλάδος την δουλικήν ημέραν και ταπείνωσιν!». Έτσι εγνώριζε να εξάπτει και να αναπτύσσει τον πατριωτισμό εκείνος ο δάσκαλος.
Δειγματοληπτικές οι σελίδες που γράφτηκαν, και λίγες. Στα σημερινά ελληνόπουλα σαλπίζουν ότι είναι ανάγκη να αισθάνονται κάθε στιγμή «επί ποία τιμή αίματος, εξηγοράσθη» αυτή η ελεύθερη πατρίδα μας. Και παρακινούν τα ελληνόπουλα να απαντούν στις φωνές που ψιθυρίζουν: ξεπερασμένο το «21», άλλοι είναι οι σύγχρονοι στόχοι και υπάρχουν νέες ιδέες πανανθρώπινες και όχι σωβινιστικές, να απαντούν: Σταματείστε να λέτε αυτά που μας κάνουν μαλθακούς. Αφήστε να ξαναγυρνάμε συχνά στο «21». Και αν μπορείτε κερνάτε μας πιο συχνά «Κρασί του εικοσιένα».

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Γ’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.