Ηπειρος 1912-1913: Ρεαλιστικό σχέδιο επιχειρήσεων των Ελλήνων, οι στρατιωτικές δυνάμεις της Τουρκίας – Δημητρίου Γ. Θαλασσινού.

Ρεαλιστικό σχέδιο επιχειρήσεων

Το μεγαλύτερο όμως στοίχημα που είχε πετύχει ο Βενιζέλος ήταν αυτό των εξοπλισμών. Οι προσπάθειες είχαν βέβαια ήδη ξεκινήσει από το 1904 και μέσα σε οκτώ χρόνια είχαν δαπανηθεί 214 εκατομμύρια δραχμές. Τα 115 από αυτά καταβλήθηκαν στην προπαρασκευαστική διετία 1910- 1912 και πολύ σύντομα άρχισαν να εκδηλώνονται οι δημιουργικές τάσεις του ανορθωτικού προγράμματος.

Σε περίπτωση πολέμου, το έμψυχο δυναμικό θα έβρισκε τις κρατικές αποθήκες γεμάτες από πολεμικό υλικό, έτοιμο προς χρήση. Υπήρχαν περίπου 100.000 τυφέκια Mannficher, 7.000 τυφέκια Gras των 11χστ. Υποδείγματος 1877 που θα χρησιμοποιούνταν για τον εξοπλισμό των βοηθητικών μονάδων, 1.200 περίστροφα, 6 πολυβόλα Maxim, 24 ορειβατικά πυροβόλα (τα «Σνάιντερ – Δαγκλή») και 144 πεδινά ταχυβόλα.

Οι ανάγκες σε υγειονομικό υλικό και υλικά στρατοπεδείας είχαν επίσης υπερκαλυφθεί, ενώ την εικόνα πληρότητας συμπλήρωνε η μεθοδικότητα της εκπαίδευσης και τα εντατικά γυμνάσια. Οι στρατιώτες εκπαιδεύονταν στη συνδυαστική χρήση πυρών και εδάφους ενώ άρχισε να καλλιεργείται επιθετικό πνεύμα σε όλες τις μονάδες.

Το οργανωτικό σχέδιο των δυνάμεων του στρατού ξηράς που είχε εκπονηθεί στις αρχές του έτους, ακολουθούσε τη λογική συγκρότησης μιας μεγάλης στρατιάς με δύο άξονες κίλνησης. Εκτός από μικρή δύναμη 17.000 οπλιτών που θα παρέμενε για φρούρηση στο εσωτερικό της χώρας, ο μεγαλύτερος όγκος του στρατού θα λάμβανε θέσεις εξόρμησης στα βόρεια χερσαία σύνορα και θα χωριζόταν σε δύο μέρη, ανάλογα με το μέτωπο επιχειρήσεων:

Τον Στρατό Θεσσαλίας και τον Στρατό Ηπείρου. Ο Στρατός Θεσσαλίας θα είχε ως τομέα ευθύνης την Κεντρική Ελλάδα και θα αποτελούσε την κύρια δύναμη επιχειρήσεων. Εκεί θα αναπτυσσόταν και το Γενικό Στρατηγείο και σχεδόν το σύνολο του πυροβολικού. Πυρήνας του Στρατού Θεσσαλίας θα ήταν όλες οι διαθέσιμες μεραρχίες, δηλαδή οι Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και ΙV μαζί με τις νεοσυγκροτηθείσες V και VI μεραρχίες, κατανεμημένες σε τρία Σώματα Στρατού (νέο στοιχείο) ανά δύο.

Ο Στρατός Ηπείρου, αισθητά ολιγαριθμότερος, θα δρούσε στην Ήπειρο, από τον Άραχθο έως τη Θεσπρωτία.

Οι στρατιωτικές δυνάμεις της Τουρκίας.

Η τελευταία «σταυροφορία» στα Βαλκάνια στρεφόταν εναντίον ενός «μεγάλου ασθενούς». Τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, μετά τις εδαφικές απώλειες στον Ιταλοτουρκικό Πόλεμο (1911 -1912), η εδαφική επικράτεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας έφτανε τα 2.983.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και ο πληθυσμός της τα 23.000.000.

Οι αποθήκες της Ελλάδας ήταν γεμάτες από πολεμικό υλικό. Περίπου 100.000 τυφέκια Mannficher τελευταίου τύπου, 7.000 αραβίδες, 127.000 τυφέκια Gras για τον εξοπλισμό των βοηθητικών μονάδων, 1.200 περίστροφα, 6 πολυβόλα Maxim, 24 ορειβατικά πυροβόλα «Σνάιντερ – Δαγκλή» και 144 πεδινά ταχυβόλα.

Στα ευρωπαϊκά της εδάφη ζούσαν 6.153.000 κάτοικοι, από τους οποίους το 60% ήταν χριστιανοί που ζούσαν σε συμπαγείς, οργανωμένες και αυτοδιοικούμενες κοινότητες. Το θρησκευτικό στοιχείο παρέμενε κυρίαρχο κριτήριο ένταξης και αυτοπροσδιορισμού διαμορφώνοντας σταδιακά τις εθνικές ταυτότητες.

Στην αυγή του 20ου αιώνα, ο εθνικισμός έκανε αργές προόδους σε αυτήν την πλαδαρή και παρηκμασμένη αυτοκρατορία με αποτέλεσμα, από τον συνολικό μουσουλμανικό πληθυσμό, κάτι παραπάνω από τους μισούς (11.000.000) να περιγράφουν εαυτούς ως «Τούρκους».

Οι οικονομικές συνθήκες δεν ήταν ιδανικές. Η χώρα είχε μεγάλο εξωτερικό χρέος, γεγονός που την καθιστούσε εξαρτημένη από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Η οικονομία της ήταν κατά βάση αγροτική και κτηνοτροφική και η βιομηχανία της βρισκόταν ακόμη σε εμβρυακό στάδιο με τον μεγαλύτερο αριθμό των μεταπρατικών επιχειρήσεων να βρίσκεται στα χέρια ξένων κεφαλαιούχων.

Το συγκοινωνιακό δίκτυο δε βρισκόταν στην καλύτερη δυνατή κατάσταση με εξαίρεση ίσως τους δρόμους που συνέδεαν την Κωνσταντινούπολη με τα μεγάλα αστικά κέντρα στις ευρωπαϊκές επαρχίες (Αδριανούπολη, Θεσσαλονίκη). Η σιδηροδρομική σύνδεση, γερμανικής ιδιοκτησίας, ήταν ανεπαρκής και ανήκε σε ξένες εταιρείες, κάτι που ίσως αποδεικνυόταν εμπόδιο σε περιόδους στρατιωτικής κινητοποίησης. Σε περίπτωση επιστράτευσης και πολέμου σε Μακεδονία και Θράκη, ο στρατός θα χρησιμοποιούσε τη, μήκους 1.550 χιλιομέτρων, γραμμή Κωνσταντινούπολη – Αδριανούπολη – Λόζενγκραντ – Λελέ Μπουργκάς – Δεδέ Άγατς (Αλεξανδρούπολη) – Θεσσαλονίκη – Μιτρόβιτσα – Μπίτολα ( Μοναστήρι).

Από το βιβλίο του Δημητρίου Γ. Θαλασσινού: Α’ Βαλκανικός πόλεμος: 1 Οι Ναυτικές επιχειρήσεις… 2 Ηπειρος 1912-1913.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.