Η έρευνα του παπά – Φώτη του Λαυριώτη στο άγιον όρος και αλλαχού για την ανάδειξη των αγίων της Λέσβου – Π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου.

Με ιδιαίτερο ζήλο στο άγιον Όρος εφοίτησε στο πανεπιστήμιο της Ερήμου μελετώντας σε καθημερινή βάση βίους αγίων, παλαιών και νέων στις πλούσιες βιβλιοθήκες. Από νωρίς συνέλαβε την ιδέα, την οποία και επιμελώς με την ευλογία του Γέροντός του συνέχισε καθ’ όλην την διάρκεια της παραμονής του στο άγιον Όρος, να ασχολείται με την εξεύρεση αγίων της γενέτειράς του, της νήσου Λέσβου. Έτσι συγκέντρωσε πλούσιο υλικό το οποίο αργότερα αξιοποίησε κατά την επιστροφή του στο νησί του.
Τα περί των αγίων της Λέσβου τα ανέφερε και στον διάδοχο του μακαριστού Μητροπολίτου Μυτιλήνης κυρού Ιακώβου του Α’, του από Δυρραχίου, τουπίκλην Νικολάου, στον Σεβ. Μητροπολίτη Μυτιλήνης, κυρό Ιάκωβο τον Β’ τον από Σισανίου και Σιατίστης, τουπίκλην Κλεομβρότου, καθώς επίσης και στον αγαπημένο του φίλο και καθηγητή της Λειτουργικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης αείμνηστο Ιωάννη Φουντούλη. Όλοι μαζί από κοινού εργαζόμενοι με κύριο πρωτεργάτη τον παπαΦώτη ανέδειξαν εσχάτως τους τοπικούς αγίους της Λέσβου, εμπλουτίζοντας το τοπικό εορτολόγιο, και με έμπονες προσπάθειές τους καθιέρωσαν την εορτή της Συνάξεως πάντων των εν Λέσβω αγίων, μαρτύρων και οσίων, την Α’ Κυριακή μετά την εορτή των Αγίων Πάντων. Σχετικά με την εξεύρεση των Λεσβίων αγίων έλεγε ο παπαΦώτης ότι εκτός του ιδίου συνέβαλαν τα μέγιστα ο αγαπητός του Φουντούλης, ο ηγούμενος της Μονής Λειμώνος Πανοσιολ. Αρχιμ. π. Νικόδημο και ο άριστος Θεολόγος κ. Σωτηρίου. Το αγιολόγιο αυτό έφθασε κατά τις ημέρες που ζούσε ο παπά-Φώτης να αριθμεί 100 περίπου Λεσβίους Αγίους.
Επί των ημερών της αρχιερατείας του Σεβ. Μητροπολίτου Ιακώβου του Β’ ευρέθησαν τα ιερά λείψανα του διακόνου Νικολάου στις Καρυές της Μυτιλήνης (1959 – 1962). Ο μητροπολίτης ως πιο κατάλληλο και ειδήμονα απέστειλε τον παπά- Φώτη για να δει τα λείψανα και να του αναφέρει τα καθέκαστα. Ο παπα-Φώτης το βράδυ φιλοξενήθηκε στο σπίτι της κ. Βασιλικής Ράλλη στη Θερμή. Το παρακάτω συμβάν μας το διηγείται η κ. Βασιλική Ράλλη μέσα από το βιβλίο της «Καρυές ο λόφος των αγίων».1
Η φιλοτεχνηθείσα από τον αείμνηστο αγιογράφο Φώτη Κόντογλου εικόνα των αγίων Ραφαήλ και Νικολάου δεν ήταν η πρώτη, καθώς ενόμιζε τότε ο μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος ο Β’. Είχε προηγηθεί μία άλλη με τους δύο αγίους, την οποία είχε αγιογραφήσει ο ερασιτέχνης αγιογράφος ιερέας της Μόριας, Βασίλειος Μπάμιας. Είχε προβεί στην ενέργεια αυτή, γιατί είχε ονειρευτεί τον Άγιο Ραφαήλ, ο οποίος, αφού σταύρωσε την κόρη του, που ήταν σοβαρά άρρωστη από παράτυφο, του είπε: – Βασίλειε, θέλω να κάνεις την εικόνα μου… κοίταξέ με καλά, για να με ζωγραφίσεις όπως με βλέπεις. Από την άλλη μέρα η κόρη του ήταν απύρετη, κι ο παπά- Βασίλης άρχισε την αγιογράφηση, με νηστεία και προσευχή. Η εικόνα τέλειωσε τις μέρες που βρήκαμε το μνημείο του διακόνου αγίου Νικολάου. Ο π. Βασίλειος, φοβούμενος τον μητροπολίτη, γιατί δεν είχε το δικαίωμα να κάνει την εικόνα νέων αγίων χωρίς την άδειά του, την έφερε κρυφά στο σπίτι μας (Θερμή) με την παράκληση να τη φυλάξουμε, ώσπου ν’ αναγνωρισθούν οι άγιοι. Αυτή τη μέρα ήρθε στις Καρυές ο ιερομόναχος Φώτιος Λαυριώτης, σταλμένος από τον μητροπολίτη Ιάκωβο, να ιδεί το ιερό λείψανο δυο διακόνου αγίου Νικολάου, όπως ήταν ακόμα μέσα στον τάφο του, και να πει τη γνώμη του. Μόλις το είδε, σταυροκοπήθηκε και είπε: – Και τυχαίως να έβλεπα αυτόν τον νεκρό, θα έλεγα ότι ήταν καλόγερος… γιατί μόνον τους καλογήρους θάπτουν κατ’ αυτόν τον τρόπο, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Έμεινε αρκετή ώρα στις Καρυές προσευχόμενος. Όταν κατέβηκε στο χωριό, η ώρα ήταν περασμένη και δεν υπήρχε πια λεωφορείο για να φύγει. Γι’ αυτό προσφερθήκαμε να τον φιλοξενήσουμε στο σπίτι μας. Την ώρα που τον οδηγούσα στο δωμάτιο που θα κοιμόταν, σκέφθηκα πως επάνω στο τραπέζι είχα τοποθετήσει πρόχειρα την εικόνα που μας είχε φέρει ο π. Βασίλειος. Φοβούμενη μήπως ο π. Φώτης βλέποντάς την ενημέρωνε τον μητροπολίτη, έτρεξα γρήγορα, την άρπαξα στην αγκαλιά μου και για να μην την βγάλω από το δωμάτιο και την έβλεπε ο ιερομόναχος, άνοιξα ένα μεγάλο ντουλάπι, που ήταν επάνω από το προσκέφαλο του κρεβατιού, και την έκρυψα μέσα. Ο π. Φώτιος δεν αντιλήφθηκε τίποτα. Αφού προσευχήθηκε στο εικονοστάσι, πλάγιασε στο κρεβάτι για να κοιμηθεί. Πλαγιάσαμε κι εγώ με τη μητέρα μου στο πλαϊνό δωμάτιο. Ο σύζυγός μου απουσίαζε στο χωριό του, την Πέτρα. Περίεργο όμως… Ακούγαμε κάθε τόσο θόρυβο στο δωμάτιο που είχε πλαγιάσει ο ιερέας. Καταλαβαίναμε ότι σηκωνόταν από το κρεβάτι, προσευχόταν και πάλι ξαναπλάγιαζε. Αυτό συνέβη αρκετές φορές. Τέλος, το δωμάτιο βυθίστηκε στη σιωπή. Πολύ πρωί την άλλη ημέρα σηκώθηκε πρώτη η μητέρα μου. Περνώντας από το διάδρομο για να κατεβεί στην κουζίνα, είδε την πόρτα του δωματίου που είχε πλαγιάσει ο ιερέας ανοιχτή και το δωμάτιο άδειο. – Σήκω, κόρη μου, φώναξε η μητέρα μου τρομαγμένη. Ο παπάς δεν είναι στο σπίτι… τί συνέβη, Θεέ μου!… Κατέβηκα κι εγώ γρήγορα στην κουζίνα, κοιτάξαμε σ’ όλα τα δωμάτια, αλλά ο παπάς δεν υπήρχε πουθενά. Βγαίνοντας στην αυλή του σπιτιού, τον είδαμε καθισμένον σε μια πεζούλα, ζαρωμένον μπορώ να πω, έχοντας το πρόσωπό του ανάμεσα στα δυο χέρια. – Πάτερ, για όνομα του Θεού, φώναξε η μητέρα μου; Τί έπαθες; Γιατί κάθεσαι έξω; -Τί να σας πω, βρε παιδιά; Είπε ο παπά-Φώτης με τρεμάμενη φωνή, από τη νύχτα κάθομαι εδώ… Αυτό που έπαθα χθες το βράδυ ήταν φοβερό… Μόλις ξάπλωσα στο κρεβάτι για να κοιμηθώ, έβλεπα δύο κληρικούς, ο ένας με στολή αρχιμανδρίτη και ο άλλος με στολή διακόνου… Έρχονταν κι οι δυο, ο ένας πλάι στον άλλον, κι έσκυβαν πάνω από το πρόσωπό μου. Πετιόμουν τρομαγμένος επάνω, προσευχόμουν, γονάτιζα, τους έχανα. Μόλις πάλι ξάπλωνα στο κρεβάτι, να πάλι κι οι δυο τους πάνω από το προσκέφαλό μου να με κοιτάζουν κατάματα. Δεν άντεξα πια… άνοιξα με προσοχή την πόρτα, για να μη σας ξυπνήσω, και βγήκα στην αυλή. Από την ώρα αυτή εδώ κάθομαι, πάνω σ’ αυτήν την πεζούλα. Οπωσδήποτε ο πειρασμός με πείραξε χθες το βράδυ. Μείναμε άναυδες κι εγώ και η μητέρα μου. Ο π. Φώτιος περιέγραψε τους δύο κληρικούς όπως ακριβώς ήταν στην εικόνα τους. Δεν τολμήσαμε όμως να του εξομολογηθούμε την αλήθεια. Τον αφήσαμε να φύγει με την εντύπωση ότι το δωμάτιο που τον βάλαμε να κοιμηθεί ήταν στοιχειωμένο!… Μετά την άφιξη της φιλοτεχνηθείσης από τον Φώτη Κόντογλου εικόνας των αγίων Ραφαήλ και Νικολάου, η οποία τοποθετήθηκε στο εικονοστάσι της εκκλησίας του χωριού, ανεβάσαμε και την εικόνα του παπά – Βασίλη Μπάμια στο εκκλησάκι των Καρυών. Αυτές τις ημέρες έτυχε να ξανάρθει ο πατήρ Φώτιος. Μόλις την αντίκρυσε, αναφώνησε σαστισμένος: -Θεέ μου, να οι δύο κληρικοί που έβλεπα τη νύχτα που φιλοξενήθηκα στο σπίτι του Αγγέλου Ράλλη. Τότε του εξηγήσαμε αυτό που είχε συμβεί και του ζητήσαμε συγχώρεση, γιατί δεν του το είπαμε από την ίδια στιγμή». Και οι ίδιοι οι νεοφανείς άγιοι χαίρονταν με την παρουσία του!

Υποσημείωση.
1. Εκδ. Ακρίτας.

Από το βιβλίο: Παπά-Φώτης Λαυριώτης. Σημείον αντιλεγόμενον (1913- 2010). Του Π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου. Αθήναι, 2011.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.