Η ναυμαχία της Μελόρια (06 Αυγούστου 1284) – Δημήτρη Θαλασσινού.

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Η ναυμαχία της Μελόριας ήταν μια ιστορική ναυμαχία στην οποία συνεπλάκησαν ο στόλος της Δημοκρατίας της Γένουας και εκείνος της ναυτικής δημοκρατίας της Πίζας. Ο ορισμός ναυτική δημοκρατία ήταν διαδεδομένος για ορισμένες παράκτιες πόλεις, ιταλικές και μη, που ανάμεσα στον 10ο και τον 13ο αιώνα γνώριζαν οικονομική ευημερία χάρη στην εμπορική τους δραστηριότητα μέσα σε πλαίσιο μεγάλης πολιτικής αυτονομίας. Γενικά ο ορισμός αναφέρεται πιο συγκεκριμένα σε τέσσερις ιταλικές πόλεις: το Αμάλφι, τη Γένουα, την Πίζα και τη Βενετία, καθώς και τη δαλματική πόλη Ραγκούζα.
Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΟΡΙΑ
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ 6 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1284
ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΝΗΣΙ ΜΕΛΟΡΙΑ – ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ
ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΟΒΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΠΙΖΑΣ
ΑΡΧΗΓΟΙ
ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΝΤΟΡΙΑ ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΜΟΡΟΖΙΝΙ
ΜΠΕΝΕΝΤΕΤΤΟ ΤΣΑΚΑΡΙΑ ΚΟΥΝΤ ΟΥΓΚΟΛΙΝΟ
ΚΟΡΑΝΤΟ ΣΠΙΝΟΛΑ ΑΔΡΕΟΤΤΟ ΣΑΡΑΚΕΝΟ
ΔΥΝΑΜΕΙΣ
88 ΓΑΛΕΡΕΣ 72 ΓΑΛΕΡΕΣ
ΑΠΩΛΕΙΕΣ
Ο ΝΤΟΡΙΑ ΕΧΑΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΓΑΛΕΡΕΣ ΤΟΥ 5.000 ΝΕΚΡΟΙ
9.000 ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ
35 ΧΑΜΕΝΕΣ ΓΑΛΕΡΕΣ
ΝΙΚΗ ΓΕΝΟΒΕΖΩΝ

ΓΕΝΟΒΑ ΚΑΙ ΠΙΖΑ
Η πιο σημαντική από αυτές ήταν χωρίς αμφιβολία η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, που κατάφερε να κατακτήσει πολλά εδάφη στην Ιταλία, φτάνοντας σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από το Μιλάνο, στην Αδριατική, στην Ελλάδα (κυρίως με σημαντικούς θύλακες στην Πελοπόννησο και με την κατάκτηση της Κρήτης), κατορθώνοντας να αποκτήσει ακόμα και τη μεγαλόνησο Κύπρο.
Η ναυμαχία, που έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 1284 στα ανοιχτά της ακτής του Λιβόρνου, έθεσε οριστικά τέλος στον ρόλο της ναυτικής δύναμης που έπαιζε η Πίζα στην Ιταλία κατά τον Μεσαίωνα.
Η Πίζα απέκτησε προνόμια που της επέτρεψαν να εποικήσει περιοχές στην Αντιόχεια, την Άκρα, τη Γιάφα, την Τρίπολη της Συρίας, την Τύρο, τη Λαοδίκεια… Σ’ αυτές προστέθηκαν οι κτήσεις στην Ιερουσαλήμ και την Καισαρεία, καθώς και άλλες αποστολές εποίκων με μικρό βαθμό αυτονομίας, στο Κάιρο, στην Αλεξάνδρεια και την Κωνσταντινούπολη. Η Δημοκρατία της Γένουας από την πλευρά της επέκτεινε την άμεση κυριαρχία της στη Λιγυρία, την Κορσική, στο Ολτρετζόγκο, στην Γκοργκόνα, την Καπράια, την Κύπρο, τη Χίο, τη Σάμο, στον Γαλατά, στη Σεβαστούπολη, την Μπαλακλάβα (Τσέμπαλο), τη Σολδαία, την Τάνα (σημερινό Αζόφ), την Κάφα στην Κριμαία και την Ταμπάρκα στην Τυνησία.
Η αφορμή.
Πέρα από τις μεγάλες διαφορές που υπήρξαν στους προηγούμενους αιώνες ανάμεσα στη Δημοκρατία της Γένουας και τη ναυτική δημοκρατία της Πίζας, η αφορμή για την τελική σύγκρουση δόθηκε το 1284. Τμήμα του γενουατικού στόλου ήταν αγκυροβολημένο στο Πόρτο Τόρες της Σαρδηνίας, περιοχή διεκδικούμενη από τις δύο δημοκρατίες. Το σχέδιο των ιθυνόντων της Πίζας ήταν να πλήξουν με απόλυτη υπεροχή (72 γαλέρες) τον στόλο της Λιγυρίας για να αντιμετωπίσουν έπειτα ό,τι είχε απομείνει και να κλείσουν μια και καλή τους λογαριασμούς τους με τους Γενουάτες.
Η ναυμαχία
Ο Βενέδικτος Τσακαρία, μελλοντικός δόγης της Γένουας, που διοικούσε εκείνο το τμήμα του στόλου (20 γαλέρες), απέφυγε τη σύγκρουση προσποιούμενος ότι υποχωρεί προς τη θάλασσα της Λιγυρίας. Τα πλοία της Πίζας τον καταδίωξαν, αλλά τα έφτασε το υπόλοιπο τμήμα του γενουατικού στόλου (68 γαλέρες), οπότε αναδιπλώθηκε προς το λιμάνι της Πίζας, το Πόρτο Πιζάνο, όχι όμως να προκαλέσουν τους Γενουάτες, ρίχνοντας τους μια βροχή από βέλη. Ο στόλος της Δημοκρατίας της Γένουας δέχθηκε την πρόκληση, και στις 6 Αυγούστου 1284, ημέρα του Αγίου Σίξτου, προστάτη της Πίζας (που από εκείνη την ημέρα δεν εορτάζεται πια), απέπλευσε κατευθυνόμενος προς το Πόρτο Πιζάνο.
Η ονομασία «γαλέρα» (διαδεδομένη μόνο κατά τον 12ο αιώνα) προέρχεται από την ελληνική λέξη «γαλέη» ή «γαλεός», διότι η μορφή της εκείνη την εποχή θύμιζε ένα είδος ξιφία: πράγματι, ήταν μακριά και λεπτή, με έμβολο προσαρτημένο στην πλώρη, που εμβόλιζε κα αγκίστρωνε τα αντίπαλα πλοία με στόχο το ρεσάλτο. Η πρόωση με κουπιά της χάριζε ταχύτητα και ευελιξία σε οποιεσδήποτε συνθήκες η τετράγωνη ή λατινικού τύπου ιστιοφορία της επέτρεπε να εκμεταλλεύεται τον άνεμο. Η μακριά και στενή μορφή της γαλέρας, ιδανική κυρίως στη μάχη, της έδινε ωστόσο μικρή σταθερότητα, και οι καταιγίδες ή η φουσκοθαλασσιά μπορούσαν εύκολα να την καταποντίσουν. Γι’ αυτό η χρήση της περιοριζόταν στη θερινή περίοδο, το πολύ έως τη φθινοπωρινή. Ήταν αναγκασμένη να πλέει κατά μήκος των ακτών, καθώς το στενόχωρο κύτος επέβαλε αρκετές στάσεις, κυρίως για ανεφοδιασμό νερού που η κατανάλωσή του ήταν μεγάλη λόγω της συνεχούς σωματικής προσπάθειας του πληρώματος. Γι’ αυτούς τους λόγους η γαλέρα ήταν ακατάλληλη για ποντοπόρα ταξίδια.
Ο Γενουάτης ναύαρχος Ουμβέρτος Ντόρια, επιβιβασμένος στο «Σαν Ματέο», την οικογενειακή γαλέρα, ήταν επικεφαλής μιας πρώτης γραμμής, από 63 πολεμικές γαλέρες, την οποία συγκροτούσαν οχτώ compagne. (Η εδαφική οργάνωση της αρχαίας Γένουας, σε αυστηρά νομικό πλαίσιο, ήταν αρκετά περίπλοκη, τουλάχιστον μέχρι το έτος 958, όταν ο βασιλιάς Βερεγγάριος Β’ παραχώρησε πλήρη νομική ελευθερία στην κοινότητα, εγγυώμενος την κατοχή της γης τους με τη μορφή χωροδεσποτείας. Αυτό ήταν η αρχή μιας εξελικτικής διαδικασίας που οδήγησε, στα τέλη του 11ου αιώνα, στη θεσμοθέτηση της Compagna communis, υπό μία έννοια του πρώτου κοινοτικού κύτταρου της Γένουας). Τα πλοία «Καστέλο», «Μακανιάνα» «Πιατσαλούνγκα» και «Σαν Λορέντσο» ήταν παρατεταγμένα στα αριστερά (με μερικές ακόμη γαλέρες υπό τον Ουμβέρτο Σπινόλα), ενώ τα «Πόρτα», «Μπόργκο», «Πόρτα Νουόβα» και «Σοτσίλια» στα δεξιά. Ο Βενέδικτος Τσακαρία, που διοικούσε μια μοίρα από τριάντα γαλέρες, έμεινε ηθελημένα παράμερα προκειμένου να αιφνιδιάσει τον πιζανικό στόλο. Ένα μέρος του τελευταίου ήταν αγκυροβολημένο στο Πόρτο Πιζάνο, ενώ ένα άλλο μέρος παρέμεινε λίγο έξω από το λιμάνι.
Ένας κακός οιωνός.
Λέγεται ότι κατά την παραδοσιακή ευλογία των πλοίων από τον κλήρο, αποκολλήθηκε ο αργυρός σταυρός της ράβδου του αρχιεπισκόπου της Πίζας. Οι κάτοικοι της Πίζας δεν έδωσαν σημασία στον κακό οιωνό˙ εξάλλου ήταν η ημέρα του εορτασμού του προστάτη τους, του Αγίου Σίξτου, επέτειος πολλών ένδοξων νικών και εξαίρετη ευκαιρία να απαλλαχθούν οριστικά από τους Γενουάτες. Μετρώντας 63 γενουατικά πλοία, 9 λιγότερα από τα δικά τους, οι δυνάμεις της Πίζας αποφάσισαν να εξέλθουν από το λιμάνι.
Σύμφωνα με την παράδοση της αρχής του ποδεστάτου ή ποντεστά (υψηλός αξιωματούχος), η Πίζα είχε επιλέξει έναν ξένο για ποδεστάτο, τον Μοροζίνι από τη Βενετία. Οι Βενετοί, όπως είναι γνωστό, βρίσκονταν ανέκαθεν σε διαμάχη με τη Γένουα, αλλά σ’ αυτήν τη δύσκολη περίσταση είχαν αρνηθεί την υποστήριξή τους στην τοσκανική δημοκρατία. Τον Μοροζίνι βοηθούσαν: ο κόμης Ουγκολίνο ντέλα Γκεραρντέσκα (γνωστός γιατί τραγουδήθηκε από τον Δάντη στο 33ο άσμα της «Κόλασης» στη Θεία Κωμωδία) και ο Αντρεότο Σαρατσένο.
Στη Μεσόγειο θάλασσα ο ναυτικός πόλεμος συνέχισε να μοιάζει με εκείνον των παλαιότερων εποχών: στόλοι από γαλέρες με δούλους κωπηλάτες προσπαθούσαν να εμβολίσουν ή να πλευρίσουν ο ένας τον άλλο για να μπορέσουν οι «πεζοναύτες» της εποχής να ανέβουν και να πολεμήσουν στα καταστρώματα. Αυτό το είδος μάχης θα διατηρούνταν μέχρι τις αρχές της σύγχρονης εποχής, όπως μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί στην περίπτωση της ναυμαχίας της Ναυπάκτου (1571). Οι πιο ισχυροί στόλοι ήταν εκείνοι της Δημοκρατίας της Βενετίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Ισπανών, αν και μέχρι το 1300 η ναυτική δύναμη της Δημοκρατίας της Γένουας ελάχιστα υπολειπόταν της ενετικής. Οι γαλέρες ήταν, ωστόσο, υπερβολικά εύθραυστες και δύσκολα ελίσσονταν στη Βόρεια θάλασσα ή στον Ατλαντικό Ωκεανό, αν και έχει καταγραφεί κάποια σποραδική χρήση τους.
Η συνέχεια.
Οι δυνάμεις της Πίζας, ύστερα από έναν αρχικό δισταγμό, αποφάσισαν να επιτεθούν στον γενουατικό στόλο και όρμησαν στην πρώτη γραμμή. Και οι δύο στόλοι βρίσκονταν σε σχηματισμό τόξου. Η σύγκρουση ήταν μετωπική. Οι περίφημοι Γενουάτες βαλλιστάριοι, προστατευμένοι πίσω από τα θωράκια των πλοίων τους, έβαλλαν εναντίον των πλοίων της Πίζας, ενώ εκείνα προσπαθούσαν, σύμφωνα με την τακτική της εποχής, να εμβολίσουν τα εχθρικά πλοία για να μπορέσουν να τα πλευρίσουν. Σε περίπτωση που δεν γινόταν η εισβολή στο αντίπαλο πλοίο, τα πληρώματα συγκρούονταν μεταξύ τους με κάθε μέσο, με πολεμικές μηχανές ή με γυμνά χέρια, όπως και με λιθάρια, καυτή πίσσα και ασβεστόσκονη.
Η έκβαση της ναυμαχίας
Η έκβαση της ναυμαχίας κρίθηκε ύστερα από ώρες, όταν οι 30 γαλέρες του Τσακαρία εφόρμησαν στο πλάι του πιζανικού στόλου, που βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστος να ελιχθεί και ανίδεος για την ίδια την ύπαρξη αυτών των πλοίων. Ακολούθησε μια φρίκη από πλοία, πτώματα κα αίμα. Από ολόκληρο τον πιζανικό στόλο μόνο 20 γαλέρες διασώθηκαν, εκείνες που διοικούσε ο κόμης Ουγκολίνο. Η κατηγορία που του αποδόθηκε, για δειλία, αν όχι για προδοσία, δεν επρόκειτο να τον εμποδίσει να κατακτήσει την εξουσία ντε φάκτο και να παραμείνει στην κορυφή της διακυβέρνησης της πόλης έως την καθαίρεση το (1288) και τον θάνατό του από ασιτία (1289).
Ορισμένοι ιστορικοί αναφέρουν ότι οι γενουατικές ενισχύσεις ήταν κρυμμένες πίσω από το νησάκι Μελόρια (έναν χαμηλό βράχο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας), αλλά πρόκειται προφανώς για παρερμηνεία, δεδομένου ότι μια ναυτική μοίρα, ακόμα και μικρή, δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί να καταφέρει να γίνει αόρατη. Σύμφωνα με μια άλλη υπόθεση, τα πλοία θα πρέπει να ήταν κρυμμένα στο αγκυροβόλιο ενός νησιού του αρχιπελάγους.
Μια άλλη αιτία για την ήττα των δυνάμεων της Πίζας θα πρέπει να εντοπιστεί στον απαρχαιωμένο πλέον ναυτικό και ατομικό εξοπλισμό τους. Στα πιζανικά πλοία, παλαιά και δυσκίνητα, επιβιβάστηκαν πολεμιστές με πλήρη αρματωσιά παρά την αυγουστιάτικη ζέστη. Έτσι, στη διάρκεια της μεγάλης σύγκρουσης οι Γενουάτες με τον πιο ελαφρύ οπλισμό βρέθηκαν σαφώς σε πλεονεκτική θέση.
Οι απώλειες.
Οι νεκροί κυμαίνονταν ανάμεσα στους 5.000 και 6.000, ενώ σχεδόν 11.000 ήταν οι αιχμάλωτοι, ανάμεσά τους και ο ίδιος ο ποδεστάτος Μοροζίνι, που μεταφέρθηκε μαζί με τους άλλους στη Γένουα, στη συνοικία που έκτισε θα ονομαζόταν Κάμπο Πιζάνο, δηλαδή Πιζανικό Στρατόπεδο (εξ ου και το ευφυολόγημα «Όποιος θέλει να δει την Πίζα, πηγαίνει στη Γένουα). Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και ο περίφημος Ρουστικέλο, που βοήθησε τον Μάρκο Πόλο να συγγράψει το Il million στις γενουατικές φυλακές. Μόνο χίλιοι αιχμάλωτοι από την Πίζα επέστρεψαν στην πατρίδα τους ύστερα από 13 χρόνια στη φυλακή. Όλοι οι υπόλοιποι πέθαναν και ετάφησαν στη συνοικία της πόλης που φέρει ακόμα και σήμερα το όνομά τους.
Η Γένουα ήταν μια δημοκρατία που από τον Μεσαίωνα κυβερνούνταν από διάφορους αξιωματούχους (comsoli, podesta, capitani del popolo). Η πόλη ήταν η πρώτη που αυτοανακηρύχθηκε ελεύθερη κοινότητα τον 11ο αιώνα, εξελισσόμενη σε ισχυρή ναυτική δημοκρατία. Τον 16ο αιώνα μετασχημάτισε τη προγενέστερη κυβερνητική της διάρθρωση σε σύστημα ολιγαρχικού τύπου. Οι μορφές διακυβέρνησης ήταν διαφορετικές στην παλαιά Δημοκρατία της Γένουας, που διήρκεσε περίπου οχτώ αιώνες (μέγιστη ακμή της τον 6ο αιώνα, που δεν ονομάστηκε τυχαία Αιώνας των Γενουατών).

Ο Γενουάτης βαλλιστάριος χειριζόταν Βαλλίστρα με αναβατήρα, με γρήγορη επαναφορά, που επέτρεπε τη χρήση και σε συνθήκες αστάθειας, όπως πίσω από το θωράκιο του πλοίου (το τείχισμα που σχημάτιζαν οι ασπίδες για την προστασία των πλευρών του πλοίου όπου βρίσκονταν οι Βαλλιστάριοι). Το όπλο ζύγιζε περίπου 6 κιλά. Ο βαλλιστάριος ήταν επίσης εξοπλισμένος με ξιφίδιο, ελαφριά μεταλλική περικεφαλαία, περιλαίμιο – καλύπτρα, αλυσιδωτό θώρακα και μεγάλη ασπίδα μεσαιωνικού τύπου που χρησιμοποιούσε ως κάλυψη όταν ξαναγέμιζε το όπλο, ενώ σε έκτακτες περιστάσεις διέθετε και ακόλουθο. Φαίνεται πως το ύφασμα που χρησιμοποιούνταν για το χιτώνιο του χειριστή δεν ήταν άλλο από τον πρόγονο του σύγχρονου τζιν (όνομα που προήλθε από τη Γένουα). Κάθε βαλλιστάριος έπρεπε να μεταφέρει τουλάχιστον 20 σαΐτες με πυραμιδοειδή αιχμή και άλλα μικρά βέλη με κωνική αιχμή (η έλλειψή τους σήμαινε τιμωρία για τον χειριστή), ενώ κάθε γενουατική γαλέρα σε καιρό πολέμου έπρεπε να έχει τουλάχιστον τέσσερις βαλλιστάριους, οι οποίοι απαλλάσσονταν από τις αγγαρείες επάνω στο πλοίο.
ΕΠΙΜΥΘΙΟ.
Η Πίζα υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με την Γένουα το 1288, αλλά δεν τη σεβάστηκε, γεγονός που έσπρωξε τη Γένουα σε μια τελική επίδειξη ισχύος. Το 1290 ο Κορράδος Ντόρια απέπλευσε με μερικές γαλέρες για το λιμάνι της Πίζας, όπου βρήκε την είσοδο κλεισμένη με τεράστια αλυσίδα. Ο σιδηρουργός Νοτσέτο Τσάρλι είχε την ιδέα να ανάψουν φωτιά από κάτω της για να πυρακτωθεί και να σπάσει από το βάρος των πλοίων. Το λιμάνι ισοπεδώθηκε και στα ερείπια του ρίχτηκε αλάτι, όπως είχε συμβεί στην Καρχηδόνα την εποχή του Σκιπίωνα. Με αυτό το γεγονός και με την οριστική κατάληψη της πιζανικής Σαρδηνίας από την Αραγώνα το 1324, η κυριαρχία της Πίζας στη θάλασσα έσβησε για πάντα. Το 1406 η πόλη υποτάχθηκε τελικά στη Φλωρεντία. Η αλυσίδα του λιμανιού της Πίζας κρεμάστηκε ως προειδοποίηση σε μια πύλη (Πόρτα Σοπράνα) της Γένουας.

Από το βιβλίο: Μάχες, του φιλολόγου, Δημητρίου Θαλασσινού.

Ο Δημήτριος Θαλασσινός γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασσική φιλολογία και θεολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών και διοίκηση επιχειρήσεων στα ΚΑΤΕΕ Πάτρας. Έχει γράψει πολλά άρθρα, κυρίως για το Βυζάντιο αλλά και για την εποχή της Αναγέννησης. Συνεργάτης των περιοδικών «Εικονογραφημένη Ιστορία» και «Ιστορικά Θέματα». Είναι Πατέρας της Άννας Μαρίας.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.