Μέτρα της Μικρασιατικής Αμύνης λίγο πριν τον Αύγουστο του 1922 – Χρήστου Αγγελομάτη.

η συμφωνία των Ιταλών με τους τούρκους. Κατάληψις των Σωκιών. Νέα διαβήματα εις Αθήνας.

Υπό την σκιάν της αλλοπροσάλλου μορφής αυτού του ανθρώπου, του Στεργιάδου, των διχαζομένων αισθημάτων του και του αθεράπευτου μίσους του κατά του μητροπολίτου Χρυσοστόμου, της κυριωτέρας προσωπικότητος της Μικρασιατικής Αμύνης, και υπό την φανεράν ή κρυφίαν αντίδρασίν του, ήρχισαν αι ενέργειαι της Εκτελεστικής Επιτροπής.

Παραλλήλως, η διοικούσα επιτροπή της ελληνικής Μικρασιατικής Αμύνης προέβη εις την λήψιν σειράς αποφάσεων, μεταξύ των οποίων η στρατολογία όλων των μικρασιατών από ηλικίας 18-50 ετών δια την πύκνωσιν των τάξεων του στρατού, η επίταξις του 1)5 των περιουσιών όλων των μικρασιατών και η εκποίησις των κτηματικών περιουσιών όλων των κοινοτήτων της Σμύρνης και του εσωτερικου, ακόμη και των Ιερών σκευών των εκκλησιών.

Εις το μέσον αυτής της καταστάσεως και της προσπαθείας του ελληνικού μικρασιατικού κόσμου, να οργανώση με την βοήθειαν και του ελληνικού στρατού και των αξιωματικών, εκείνων που δέν ευρίσκοντο εις το στράτευμα, αλλά θα προσέφεραν τας υπηρεσίας των, τέλος, όλου του ελληνικού κόσμου, ενα ελληνικόν κράτος εις την Μικράν Ασίαν, ταυτόσημον με το υφιστάμενον ελληνικόν και από εκείνο απολύτως καθοδηγούμενον, ανηγγέλθη ότι οι Ιταλοί συνεφώνησαν με τους τούρκους να εγκαταλείψουν τα κατεχόμενα παρ’ αυτών εδάφη. το ελληνικόν Στρατηγείον προλαμβάνον τας κινήσεις των τούρκων, κατέλαβε τότε τα Σιώκια.

Η επιτροπή των μικρασιατών προέβη εις τας Αθήνας τον Απρίλιον αυτόν του 1922, τέσσαρας ακριβώς μήνας προ του μοιραίου Σεπτεμβρίου, και εις πολλάς άλλας ενεργείας, διατυπώνουσα μίαν διαρκή έκκλησιν προς όλους όσους επεσκέπτετο, υπέρ του διατρέχοντος τον έσχατον κίνδυνον μικρασιατικού ελληνισμού. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια όλων, διότι όλοι είχαν συνείδησιν τί αντεπροσώπευεν ο μικρασιατικός ελληνισμός εις το σύνολον του έθνους και ποίας συνεπείας θα είχεν η εγκατάλειψις της Μικρασίας.

Ο πρόεδρος της Γ’ εθνοσυνελεύσεως, Κ. Λομβάρδος, εδήλωσεν εις την επιτροπήν, μεταξύ άλλων, και τα εξής :

— Κανείς έλλην δέν θα ήτο δυνατόν να σκεφθη εγκατάλειψιν της Μικρασίας και των ελλήνων κατοίκων της, εις τας ορδάς που τους απειλούν. Εγώ, ως πρόεδρος της εθνοσυνελεύσεως, θα πράξω πλήρως το καθήκον μου.

Ο Γ. Μπούσιος, τον οποίον επίσης επεσκέφθη η επιτροπή, εδήλωσε προς αυτήν:

—Ο αγών δέν είναι δυνατόν να λήξη δια της απομακρύνσεως του ελληνικού στρατού από την Μικρασίαν. Πρέπει, τουλάχιστον, να προεξασφαλισθη η πλήρης αυτονόμησις της ελληνικής ζώνης της Μικρασίας άλλ’ υπό μορφήν ελληνικήν.

Και συμπληρώνων τα ανωτέρω ο Ν. Στράτος, είπεν :

—Η εκκένωσις της Μικρασίας υπό του ελληνικού στρατού θα εσήμαινε πλήρη εξόντωσιν του ελληνικού πληθυσμού της, από τας εχθρικάς ορδάς.

Τέλος ο Στέφανος Σκουλούδης, εδήλωνε και αυτός κατηγορηματικώς.

—Η αξίωσις των Μεγάλων Δυνάμεων περί εκκενώσεως της Μικρασίας, ουδεμίαν σημασίαν ημπορεί να έχη. Είναι υποχρέωσίς μας να μήν υπακούσωμεν.

Η επιτροπή, αφού επεσκέφθη και τον αρχηγόν του κόμματος των Φιλελευθέρων, στρατηγόν Δαγκλήν, επεσκέφθη και τους ξένους πρεσβευτάς, υπογραμμίζουσα την μορφήν που είχεν ο αγών του μικρασιατικού λαού, αγών υπέρ πίστεως και πατρίδος, βωμών και εστιών.

Τέλος, εις μίαν τελευταίαν συνάντησιν εις την οικίαν του Ν. Μπαλτατζή με τον πρωθυπουργόν Δ. Γούναρην και τους υπουργούς Θεοτόκην Πρωτοπαπαδάκην και Μπαλτατζή συνετάγη και υπεγράφη περί την 2αν πρωινήν —η συνεδρίασις ήρχισε την 10ην νυκτερινήν—ανακοινωθέν, το οποίον και εδημοσιεύθη την 21ην Απριλίου ταυτοχρόνως εις την Σμύρνην και τας Αθήνας. Έχει δέ τούτο ώς εξής:

ΕΠΙΣΗΜΟΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ

«Η Κυβέρνησις, συμφωνούσα τελείως με την καθολικήν ελληνικήν συνείδησιν, περί του όλως αδυνάτου της εκκενώσεως των μικρασιατικών εδαφών, άνευ προηγουμένης παγιώσεως αυτόθι καταστάσεως, Ικανοποιούσης τας εθνικάς βλέψεις του μικρασιατικού λαού κατά το ανωτάτον εφικτόν ορίον, εδήλωσεν εις την Επιτροπήν της Μικρασιατικής οργανώσεως, κατά το πέρας τριών διαδοχικών συνεντεύξεων, ότι, προ της πραγματώσεως του τοιούτου σκοπού δια της συνομολογηθησομένης ειρήνης, δεν αποσύρει τον στρατόν της εκ της κατεχομένης χώρας.
Μέχρι δέ της επιτυχίας του σκοπού τούτον και δια την εν τω μεταξύ αντιμετώπισιν της στρατιωτικής δράσεως του εχθρού, η Κυβέρνησις, κατευθύνουσα κρατικώς τον αγώνα, αποδέχεται την συμβολήν της Μικρασιατικής Οργανώσεως (ής αναγνωρίζει το εθνικόν και ακομμάτιστον της ενεργείας) προς επαύξησιν τον αριθμού των μαχίμων εκ της μικρασιατικής γής, είτε αυτόθι ευρισκομένων, είτε εκτός αυτής. ‘Η κυβέρνησις, εν τή επιδιώξει των μέσων προς επίτευξιν του άνω σκοπού, διαβεβαιοί, την Επιτροπήν καί, δι’ αυτής, τον μικρασιατικόν λαόν, ότι αι αντιλήψεις αυτής, συμπίπτουσι προς τας αντιλήψεις του μικρασιατικού ελληνισμού, εν τω αγώνι αμφοτέρων, προς παγίωσιν πραγματικής καταστάσεως, εγγυωμένης αυτώ, μακράν παντός ζυγού, την εν ελευθέρω πολιτικώ βίω απόλυτον ασφάλειάν του, ώς και των λοιπών συνοίκων λαών».

Οι μικρασιάται απέβλεπαν, όπως είναι φανερόν και από τα κείμενα και από τας εξιστορήσεις των επιζώντων, εις την χρησιμοποίησιν του Παπούλα και των εις την Κωνσταντινούπολιν ευρισκομένων αξιωματικών, εις την ηγεσίαν του αγώνος και την διεξαγωγήν τούτου μέχρι νικηφόρου πέρατος. Αλλά η σκοτεινή μορφή του Στεργιάδου που ευρίσκετο εις τας Αθήνας καθ’ όλον το διάστημα των ενεργειών της Επιτροπής των μικρασιατών, επεβλήθη και πάλιν.

Διαβεβαιών τον πρωθυπουργόν Δημήτριον Γούναρην δια παντός είδους βεβαιώσεων, αλλά και παραπείθων αυτόν δια παντός είδους ταπεινών εκδηλώσεων, ότι μόνον δι’ αυτού έπρεπε να οργανωθή η άμυνα της Μικρασίας, απέ-σπασε την εξής δήλωσιν της κυβερνήσεως, διαβιβασθείσαν την τελευταίαν στιγμήν προς την επιτροπήν :

«Του λοιπού, τα μέλη της επιτροπής Μικρασιατικής Αμύνης οφείλουν να συνεννοούνται μόνον με τον ύπατον αρμοστήν, Αριστείδην Στεργιάδην».

Τούτο εσήμαινεν, ότι η σατραπεία του Στεργιάδου επεξετείνετο και ότι του λοιπού η οργάνωσις του απέλπιδος αγώνος των μικρασιατών εξηρτάτο από την ψυχοπάθειαν και το μίσος του Στεργιάδου. ο Παπούλας, ο οποίος ευρίσκετο επίσης εις τας Αθήνας κατά τας ημέρας εκείνας, επέστρεψεν εις την Σμύρνην, πλήρως απηλπισμένος. εις το στενόν του περιβάλλον και εις μέλη της Επιτροπής της Μικρασιατικής Αμύνης δέν απέκρυψε την δυσθυμίαν του και τα δυσοίωνα του συναισθήματα από την επικράτησιν του υπάτου αρμοστού.

—Τί θα γίνη, είπεν εις ένα εξ αυτών, δέν ημπορώ να ξεύρω. Ένα, όμως είναι βέβαιον, ότι ο αγών θα συναντά καθημερινώς και νέα εμπόδια.

Εν τω μεταξύ οι αξιωματικοί οι οποίοι ευρίσκοντο εις την Κωνσταντινούπολιν επεσκέφθησαν τον ύπατον αρμοστήν, Τριανταφυλλάκον και εζήτησαν παρ’ αυτού να αναφέρη εις την κυβέρνησιν ότι ήσαν πρόθυμοι να μεταβούν εις το μέτωπον και ν’αναλάβουν αμέσως υπηρεσίαν, μεταξύ δέ των άλλων και οι στρατηγοί Ιωάννου, Καλομενόπουλος και Έπαμ. Ζυμβρακάκης. Αφίκοντο δέ εις την Σμύρνην ο ταγματάρχης Ζέρβας και οι λοχαγοί Κατσιώτας και Τσικνής, κομισταί επιστολής του στρατηγού Ιωάννου προς τον αρχιστράτηγον Παπούλαν.

«Αλλ’ ενώ, συνεχίζει εις την εξιστόρησίν του ο αρχιστράτηγος Παπούλας, και η πεποίθησις πάντων εκρατύνετο περί της προσεχούς διευθετήσεως του Μικρασιατικού ζητήματος δια συνεργασίας πάντων των ελλήνων, ανεξαρτήτως κομμάτων και αντιλήψεων, ο μεταβάς εν τω μεταξύ εις τας Αθήνας ύπατος εν Σμύρνη αρμοστής, κ. Στεργιάδης, συνεχίζων την εμπαθή και αχαρακτήριστον στάσιν του, ήρχισε να καταραδιουργή και να συκοφαντή τους πάντας, παριστάνων εις την κυβέρνησιν τον κίνδυνον εις τον οποίον θα εξετίθετο τόσον αυτή, όσον και το καθεστώς, εάν συνεχίζοντο αι συνεννοήσεις και επετυγχάνετο η συμφιλίωσις και η επάνοδος των αξιωματικών της Εθνικής Αμύνης εις το στράτευμα, επεκράτουν δέ αι αντιλήψεις των εν Κωνσταντινουπόλει περί κηρύξεως αυτονομίας εις την Σμύρνην…».

«…Ο κ. Στεργιάδης ελθών εις τας Αθήνας ουδ’ επί στιγμήν έπαυσεν από του να με υπονομεύη. Ιδίως δέ από της πρώτης στιγμής παρέστησεν εις την κυβέρνησιν ότι εγώ παρά το καθήκον μου και τας υποχρεώσεις τας οποίας είχον προς την κυβέρνησιν και τον βασιλέα επεδίωκον, εργαζόμενος κρυφίως και εντατικώς, να προβώ εις την ανακήρυξιν της αυτονομίας και την απόσχισίν μου από το ελεύθερον κράτος…».

«… και είναι επίσης αναμφισβήτητον, δυστυχώς, ότι η τότε κυβέρνησις όχι μόνον επίστευσεν εις τας διαβολάς αυτάς του κακή τή μοίρα της Ελλάδος ανθρώπου αλλά και ήρχισε σκεπτόμενη και αυτή κατά τον ίδιον τρόπον…».

«… η συστηματική εναντίον μου συκοφάντησις του υπάτου αρμοστού, δέν εστράφη μόνον δυστυχώς εναντίον μου, αλλά και κατά πάντων εν γένει των οπωσδήποτε εργαζομένων τότε δια την επάνοδον των αξιωματικών της Αμύνης και δια την συμφιλίωσιν των εν διαμάχη ευρισκομένων ελλήνων,ή μάλλον εναντίον ολοκλήρου του επιδιωκομένου έργου…».

Ως απεδείχθη εκ των πραγμάτων, η δυσθυμία του αρχιστρατήγου Παπούλα όταν επέστρεφεν εις την Σμύρνην, είχεν αφορμήν τον παρασκηνιακόν ρόλον του Στεργιάδου και η ανησυχία του ήτο βάσιμος.

Από το βιβλίον του Χ. P. ΕΜ. Αγγελομάτη: «ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ», (ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ).
ΒΡΑΒΕΙΟΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ
ΟΓΔΟΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ», ΙΩΑΝΝΟΥ Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & Σιας Α. Ε.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.