Η σχέση του παπά-Φώτη Λαυριώτη με το Σινά και τα Ιεροσόλυμα – Π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου.

Η διακονία του στα Θεοβάδιστα μέρη (1972 – 1975).

Το έτος 1972 η ιερά σύνοδος της εκκλησίας της Ελλάδος κατόπιν εισηγήσεως του Σεβ. Μητροπολίτου Μυτιλήνης κυρού Ιακώβου του Β’, του από Σισανίου και Σιατίστης, ο οποίος ήταν συγκινημένος από την έκκληση που είχε υποβάλει το Παλαίφατον Πατριαρχείον Ιεροσολύμων προς την εκκλησία της Ελλάδος για ενίσχυση ανθρώπινου δυναμικού προσωπικού και κυρίως κληρικών άγαμων, εγκρίνει την απόσπασή του στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης Σινά. Έτσι, με την ευλογία του οικείου του επισκόπου, μητροπολίτου Μυτιλήνης κυρού Ιακώβου του Β’ και τη οικεία βουλήσει και θελήσει εκπληρώνεται ο μεγάλος του πόθος να υπηρετήσει τα Θεοβάδιστα αυτά μέρη. Είχε μεγάλη αγάπη για τον Θεόπτη προφήτη Μωυσή. Από τη Μυτιλήνη αναχωρεί αεροπορικώς στις 24 Αυγούστου 1972 με πρώτο σταθμό το TEL AVIV στο Ισραήλ. Στα Ιεροσόλυμα έφθασε την 25 Αυγούστου 1972 όπου παρέμεινε για τέσσερις ημέρες. Κατά το μικρό αυτό διάστημα της παραμονής του λειτουργεί καθημερινά, στον Πανάγιο Τάφο, στον Φρικτό Γολγοθά και στην Γεθσημανή, κάνοντας και όλα τα ένδον της παλαιάς πόλεως των Ιεροσολύμων προσκυνήματα. Στις 30 Αυγούστου 1972 αναχωρεί από το Ισραήλ αεροπορικώς για το Σινά. Στο μοναστήρι της αγίας Αικατερίνης Σινά αναλαμβάνει τα εφημεριακά του καθήκοντα την 1η Σεπτεμβρίου 1972.
Στο μοναστήρι της αγίας Αικατερίνης Σινά έχει μία εβδομάδα εφημέριος και την επομένη κάνει τον ψάλτη ως επίσης βοηθά για τις εσωτερικές και εξωτερικές εργασίες της μονής. Ο αρχιεπίσκοπος Σινά τον αγάπησε πολύ και θέλησε να του αναθέσει το μετόχι της Φαράν. Όμως οι προϊστάμενοι της Μονής δεν έκαναν το αίτημα του ηγουμένου αποδεκτό καθότι ο παπά-Φώτης ήταν αναγκαίος για τα εφημεριακά καθήκοντα του ναού της μονής. Στο Σινά βοηθάει στη βιβλιοθήκη. Δεν παραλείπει να εξυπηρετεί όλες τις ανάγκες της μονής. Μεταβαίνει σε όλα τα μετόχια γύρωθεν της μονής. Ασχολείται με πολλή αγάπη με τους Βεδουΐνους τους οποίους υπεραγαπά. Σ’ αυτούς επρόσφερε ό,τι του ήταν δυνατόν. Αλλά και ο ίδιος εισέπραττε μεγάλη αγάπη από αυτούς. Τον θεωρούσαν πατέρα τους και αδελφό τους. Ποτέ του δεν ξεχώριζε τους ανθρώπους για την καταγωγή τους. Όλους τους αγαπούσε ανεξαιρέτως. Μαζί τους καθόταν για ώρες πολλές. Μαζί τους έτρωγε. Δεν λογάριαζε την ποιότητα και την προέλευση του φαγητού. Άλλωστε στη ζωή του πάντοτε είχε συνηθίσει την ευλογημένη νηστεία. Έτρωγε μαζί με τους Βεδουΐνους στα τσαντίρια τους. Αλλά και όταν ανεχώρησε από τη μονή της αγίας Αικατερίνης, ο παπά-Φώτης έστελνε δέματα για τα παιδάκια των Βεδουΐνων και από τη Μυτιλήνη.
Κατά το διάστημα της απουσίας του από το χωριό που εφημέρευε, τον Τρίγωνα, την ευθύνη της ενορίας ανέλαβε ο αρχιερατικός επίτροπος Πλωμαρίου ο Αιδεσιμ. Πρωτ. Π. Ευστράτιος Μανωλέλλης στον οποίο ο παπά-Φώτης έγραφε συχνά πυκνά επιστολές με τις οποίες διαφαίνεται η ζέουσα αγάπη του για την ενορία του. Σε κάποια επιστολή του αποσταλείσα από το Σινά με ημερομηνία 1-9-1972 έγραφε στον π. Ευστράτιο: «Να φροντίζεις στοργικώς δια την ενορία και να παρακολουθείς τα διαχειριστικά βιβλία». Σε πολλές επιστολές του προς τον αρχιερατικό επίτροπο Πλωμαρίου του ζητά να προβαίνει σε πληρωμές από τα χρήματα του μισθού του για την αποπεράτωση των ιερών παρεκκλησίων του, όπως των αγίων Αποστόλων ή το ναού του, του Αγίου Λουκά. Ολόκληρες στήλες με ονόματα οφειλετών του τα οποία έπρεπε να εκτελέσει ο αρχιερατικός επίτροπος π. Ευστράτιος που από αγάπη και εκτίμηση που του είχε, τα έφερνε όλα εις αίσιον πέρας. Σε κάποια άλλη επιστολή του έγραφε στον π. Ευστράτιο: «Θέλω κι εγώ να καμαρώσω (ενν. τα έργα) πριν απέλθω εκ του ματαίου τούτου κόσμου και να ιδεί ο Κύριος πως εργάζονται και τι πρέπει να γίνει». Και μόνο αυτό αποδεικνύει το άμεσο ενδιαφέρον του για όλα τα έργα και πως αυτά δεν είχαν ως αποδέκτη τον ίδιο τον εαυτό του, αλλά τον ίδιο τον Κύριο, για τον Οποίον και μόνον εργαζόταν!
Τελικά λόγω κάποιας ασθενείας του, αλλά και για έναν άλλο λόγο που ως φαίνεται ήταν κάποια ασυμφωνία με κάποιον υπεύθυνο της μονής της Αγίας Αικατερίνης αναγκάσθηκε να αναχωρήσει για τα Ιεροσόλυμα. Έγραφε σε κάποια επιστολή του ο παπά-Φώτης σχετικά με την έκτακτη αναχώρησή του από το Σινά: «Εις το Σινά κυριολεκτικώς μαρτύρησα, έχασα τρία δόντια, έπαθα χολή, κόντεψα και να στραβωθώ…».1 αυτό όμως κατά τις τυπικές εκκλησιαστικές διατάξεις δεν ήταν νόμιμο, καθότι ο ίδιος είχε λάβει την απόσπασή του για να παραμείνει στο όρος Σινά. Αυτά όμως τα πράγματα ποσώς τον ενδιέφεραν. Δεν ήταν άνθρωπος της τυπικότητας. Ήταν ελεύθερος και ποτέ δεν αιχμαλωτιζόταν από ανθρώπινους κανόνες. Το μόνο ενδιαφέρον του ήταν να μένει πιστός και αμετακίνητος στους κανόνες των οικουμενικών και τοπικών συνόδων, τους ιερούς κανόνες των Οσίων και Θεοφόρων Πατέρων. Είδε λοιπόν ότι το πνευματικό του συμφέρον ήταν να μεταβεί στα Ιεροσόλυμα κι αυτό έπραξε. Όμως αυτό προκάλεσε εκκλησιαστική αναστάτωση πρώτα στον ίδιο τον μητροπολίτη Μυτιλήνης κυρό Ιάκωβο τον Β’ και κατά δεύτερον λόγο στην ίδια την ιερά σύνοδο της εκκλησίας της Ελλάδος που δίδει τις αποσπάσεις. Ο μητροπολίτης Μυτιλήνης κυρός Ιάκωβος ο Β’ του έγραψε σχετική επιστολή να επιστρέψει εις το Σινά γιατί έτσι έπρεπε να γίνει, όμως ο παπά-Φώτης με όλον τον σεβασμό που έτρεφε προς τον επίσκοπό του, του απήντησε με μια πολύ όμορφη εξομολογητική επιστολή του μετά από την οποία μάλλον σιωπηρώς και άνευ άλλων αλληλογραφιών του έδιδαν την άδεια για να παραμείνει στα Ιεροσόλυμα. Η επιστολή αυτή φέρει ημερομηνία 17 Ιανουαρίου 1973. Έγραφε: «Σεβασμιώτατε Δέσποτα, υποκλίνω μετά σεβασμού ενώπιον της Υμετέρας προσκυνητής Σεβασμιότητος και υποβάλλω την εφ’ εξής θερμοτάτην παράκλησιν. Αναχωρήσας εκ του Θεοβαδίστου Όρους λόγω ασθενείας, ως και εκ της απρεπούς συμπεριφοράς (τινός αδελφού), ήλθον εις την Αγίαν Πόλιν προς θεραπείαν, ένθα η αγιοταφική αδελφότης με ανοικτάς αγκάλας με υπεδέξατο. Η δόξα του Παναγίου και Ζωοδόχου Τάφου του Χριστού μας δεν είναι μόνον Δόξα των Ιεραρχών της Σιωνίδος Μητρός των Εκκλησιών Εκκλησίας, αλλά και δόξα Υμετέρα διότι Σεβασμιώτατε μόνον Υμείς συνεκινήθητε εις τας εκκλήσεις των Προκαθημένων του Θεοβαδίστου και των Ιεροσολύμων. Εγκρίνατε Άγιε Πάτερ να εκπληρώσω την υπόσχεσιν την οποίαν έδωκα εις τόδε και προς Υμάς, επιτρέποντες παραμείναι εις την υπηρεσίαν της Εκκλησίας του συνωνύμου Υμών αγίου Ιακώβου αποστέλλοντες και το σχετικόν πειστήριον έγγραφον. Υπόσχομαι δε να μνημονεύω τους εν μακαρία τη λήξει γενομένους γονείς Υμών και τα προσφιλή Υμών πρόσωπα».2 Ο αρχιεπίσκοπος Σινά με επιστολή του προς τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μυτιλήνης κυρό Ιάκωβο τον Β’ έγραφε σχετικά με την παρουσία του παπά-Φώτη στο Σινά τα ακόλουθα: «Πρόκειται δι’ ενός αδελφού καλού και αφοσιωμένου ως φαίνεται εις την παλαιάν παράδοσιν της εκκλησίας ημών. Ο ιερομόναχος Φώτιος Λαυριώτης εντός εβδομάδος απέκτησεν την εκτίμησιν των πατέρων δια της προθυμίας και προς ό,τι η ιερά σύναξις του υποδείξη και έχει ζήλον μέγαν δια τα ιερά και όσια της ορθοδοξίας».
Τελικά ο παπά-Φώτης όχι μόνο παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα αλλά και διέπρεψε κατά την διακονία του. Μας είπε ο συντοπίτης του Σεβ. Μητρ. Γεράσων κ. Θεοφάνης ότι ενθυμείται τον παπά-Φώτη στα Ιεροσόλυμα να υπηρετεί στον Πανάγιο Τάφο με ζήλο και αυταπάρνηση μεγάλη. «Ο παπά-Φώτης άφησε εποχή στην αγία Πόλη των Ιεροσολύμων. Τον θυμάμαι να κοιμάται καταγής, χωρίς να τον νοιάζει αν τον βλέπουν οι διερχόμενοι προσκυνητές. Έπαιζε στα στενά δρομάκια της παλαιάς πόλεως των Ιεροσολύμων με τα παιδάκια. Ήταν αληθινά και ο ίδιος ένα παιδάκι στην ψυχή και γενικά στη ζωή του. Κάποιες φορές έφαγε γερό ξύλο στον Πανάγιο Τάφο από τα άλλα δόγματα. Όμως όσο έτρωγε ξύλο τόσο ο παπά-Φώτης χαιρόταν γι’ αυτήν την υψίστης τιμής διακονία του που τον αξίωνε η Χάρις του Ζωοδόχου και Παναγίου Τάφου να επιτελέσει. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός από την αγιοταφική αδελφότητα. Ποτέ μου δεν θυμάμαι να μας δημιούργησε κανένα πρόβλημα. Ήταν ένα ανθρωπάκι του Θεού». Στο πατριαρχείο Ιεροσολύμων εκτιμώντας κάποια χαρίσματά του εκτός του ότι εφημέρευε στον Πανάγιο Τάφο, τον χρησιμοποίησαν και ως γραφέα γιατί ήταν καλλιγράφος.
Ο ίδιος ο παπά-Φώτης έγραφε στον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μυτιλήνης κυρό Ιάκωβο τον Β’ τα ακόλουθα: «Εδώ (ενν. στα Ιεροσόλυμα) κάθε ημέρα ψάλλω και διαβάζω και όπου είναι ανάγκη λειτουργώ. Ο Πανάγιος Τάφος, ο Φρικτός Γολγοθάς, ο Πανίερος Ναός της Αναστάσεως έχει ένα εφημέριον. Πολλάκις τελούνται αρχιερατικαί λειτουργίαι μεθ’ ενός ιερέως».3
Στις επίμονες συστάσεις της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης ο παπά-Φώτης να επιστρέψει στο Σινά και να εγκαταλείψει τα Ιεροσόλυμα έγραφε: «Ότι μου ειπήτε θα πράξω. Εδώ να μείνω (ενν. τα Ιεροσόλυμα), εις το Σινά να υπάγω, θα υπάγω διότι είμαι οπλισμένος με υπομονήν. Μόνον μην έλθω πίσω και φανώ ρίψασπις ή επίορκος ενώπιον Θεού, της Υμετέρας Σεβασμιότητος και ενώπιον των αδελφών ιερέων. Παρότι αι εργασίαι του ιερού Ναού του οσιομάρτυρος Λουκά καθυστερούνται. Όλα δια τους Αγίους Τόπους ας γίνουν θυσία».4 Αυτό ήταν το ήθος του παπά-Φώτη! Τελικά ο παπά-Φώτης παρόλες τις συστάσεις της Μητροπόλεως Μυτιλήνης παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα από 27-12-1972 έως 15-10-1975. Φεύγοντας ο παπά-Φώτης από τα Ιεροσόλυμα έλαβε μαζί του κι ένα έγγραφο – πιστοποιητικό του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων το οποίο έγραφε: «Δια τούδε του ενυπογράφου και ενσφραγίστου Πιστοποιητικού γράμματος ποιούμαι δήλον, ότι ο οσιώτατος Αρχιμανδρίτης κ. Φώτιος Λαυριώτης διηκόνησε ευόρκως ως εφημέριος εν τω Πανιέρω Ναώ της Αναστάσεως από 27ης Δεκεμβρίου 1972 έως της 15ης Οκτωβρίου 1975. Εγκρίσει και αδεία του Μακαριωτάτου απήλθεν εις την ιδιαιτέραν αυτού πατρίδα Μυτιλήνην, ίνα συνεχίση και αύθις επιτελείν τα ιερατικά αυτού καθήκοντα».
Το έτος 1976 επιστρέφει στην Λέσβο γεμάτος πολλές εμπειρίες από τα Θεοβάδιστα μέρη. Έκτοτε η σκέψη του και η ζωή του στρεφόταν στους αγίους Τόπους και κάποιες ακόμα φορές είχε την ευλογία να ξαναπροσκυνήσει. Είχε δε τέτοιο σεβασμό προς τα Πανάγια μέρη, που όταν θα πήγαινε ενδυόταν όχι μόνον το παντελόνι του, αλλά έβαζε και τα παπούτσια του!
Υποσημειώσεις.
1. Δουμούζη, σ. 36.
2. Δουμούζ, σ. 38.
3. Δουμούζη, σ. 36.
4. Δουμούζη, σ. 36.

Από το βιβλίο: Παπά-Φώτης Λαυριώτης. Σημείον αντιλεγόμενον (1913- 2010). Του Π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου. Αθήναι, 2011.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.