Τα σταφύλια της αγάπης – Αγγελικής Π. Νικολοπούλου.

Στην έρημο της Νιτρίας, στα δυτικά της Αλεξάνδρειας, η ζωή είναι πολύ σκληρή. Τη μέρα ο ήλιος ψήνει την πέτρα, που λέμε, και το βράδυ το κρύο γίνεται διαπεραστικό, το έδαφος είναι άγονο, αφού δέν βρέχει σχεδόν ποτέ. Αυτόν τον αφιλόξενο τόπο είχαν διαλέξει τα παλιά χρόνια άντρες και γυναίκες, φλογισμέ¬νες από δυνατή πίστη, σάν τον πιο κατάλληλο για τη δική τους άθληση. Ήλθαν από μακρινές πολιτείες, από την Κωνσταντινούπολη κι από την Αντιόχεια, από τα Ιεροσόλυμα κι από την Εφεσο για να απομονωθούν στην ερημιά, όπου μόνο άγρια βράχια και καυτή άμμος τους περίμε¬ναν. Ήλθαν να ζήσουν ανάμεσα στα θηρία, συν¬τροφιά με τις κακουχίες και τις στερήσεις, μίλια μακριά από τον κόσμο, που δύσκολα καταλάβαι¬νε τον τρόπο αυτό της ζωής τους. Πολλοί είχαν στον τόπο τους ολα τα καλά, άλλοι είχαν άξιώματα, πλούτη και τιμές, μερικοί γύρεψαν στη μοναξιά τη συχώρεση των λαθών τους. Όλοι όμως ήταν αποφασισμένοι να ξεχάσουν την παλιά ζωή τους και να αγωνιστούν σάν καλοί αθλητές εναντίον του πιό μεγάλου αντιπάλου, του εαυτού τους. Απαρνήθηκαν λοιπόν την υλική καλοπέρα¬ση, το καλό φαί και το μαλακό στρώμα, τις δια¬σκεδάσεις και τα όμορφα ρούχα, τις πολλές συν¬αναστροφές, τα θεάματα στον ιππόδρομο και στα θέατρα. Τώρα πιά δέν ήταν οι θεατές, μά οι αγωνιστές ενός ωραίου, μυστικού αγώνα. Κατοί¬κησαν σε σπηλιές ή σε στενόχωρα κελλιά, φόρε¬σαν χοντρά τρίχινα ράσα ή προβιές, κοιμήθηκαν στο σκληρό χώμα, νήστεψαν, μελέτησαν, προσευ¬χήθηκαν πολύ, για να δαμάσουν το σώμα και να καλλιεργήσουν τις αρετές. Κάθε σκήτη απείχε μίλια από την επόμενη, κάθε ερημίτης περπατού¬σε ώρες πολλές για να συναντήσει εκκλησία ή μοναστήρι ή κάποιον συναθλητή του. Ηταν πάμφτωχοι. Ζούσαν από τον κόπο των χεριών τους, πλέκοντας καλάθια, ψάθες και ζεμπίλια ή με πολύ μόχθο καλλιεργούσαν μικρούς κήπους στο άχάριστο χώμα της ερήμου. Κανένας κοσμι¬κός αθλητής δέν θα μπορούσε να τους ξεπεράσει σε αντοχή, σε υπομονή και κανένας σοφός του κό¬σμου δέν ήξερε περισσότερα απ’ αυτούς για τον άνθρωπο και τα μεγάλα ζητήματα της ζωής. Εί¬χαν αποξενωθεί από τον κόσμο και τις συχνά μά¬ταιες έγνοιες του, αλλά ο κόσμος ήταν το κέντρο των δεήσεών τους.

Κι ακριβώς για να μήν οργιστεί ο Θεός για τις παραβάσεις των ανθρώπων, μά να δείξει το μέγα του ελεος, προσευχόταν στο κελλί του ο ασκητής Ιωάννης, την ώρα που έφτανε εκεί ο ανηψιός του Θεόδωρος, καβάλλα στο γαιδουράκι του. Αγαπούσε πολύ το γέρο θείο του ο Θεόδωρος κι ερχόταν συχνά πυκνά να τον συμβουλευτεί για τα προβλήματά του, μά και για να του φέρει πότε λίγο φρέσκο ψωμί, πότε κανένα λαχανικό ή φρού¬το, να δροσιστεί λιγάκι ο πάτερ Ιωάννης, που περνούσε τον περισσότερο καιρό του με βρεμμένο παξιμάδι και ελιές.

Ξεπέζεψε το παλληκάρι μπροστά στο ασκηταριό και ξεφόρτωσε από το ζωντανό του ένα καλά¬θι σκεπασμένο με χοντρό χρωματιστό πανί. ο γέροντας ένιωσε την παρουσία του, μ’ όλο που ο Θεόδωρος στεκόταν στην είσοδο, μή τολμώντας να διακόψει την προσευχή του.
Καλώς τον, είπε χαρούμενα ο Ιωάννης κι ευλόγησε τον ανηψιό του. Είσαι καλά; την τελευ¬ταία φορά μου φάνηκες στενοχωρημένος.
Δέν ήταν τίποτα σπουδαίο, πάει, πέρασε, αποκρίθηκε ο νέος και για να αλλάξει κουβέντα ξεσκέπασε το καλάθι. Ήταν ξέχειλο μυρωδάτα, δροσερά σταφύλια,
Μέ κακομαθαίνεις, τον ψευτομάλωσε ο γέροντας. Αλλά δέν άγγιξε τα σταφύλια.
Ο Θεόδωρος πήρε από το καλάθι ενα τσαμπί και το σήκωσε ψηλά. Γυάλισαν οι κεχριμπαρένιες ρόγες.
Τα διάλεξα ειδικά για σένα, είπε, πάρε να γευτείς.
Δέν είναι ώρα ακόμη, παιδί μου, αρνήθηκε ο γέροντας.
Ο Θεόδωρος απόθεσε το τσαμπί στο καλάθι και το σκέπασε με το πανί. Μέσα του θαύμαζε την αυτοπειθαρχία του θείου του, πού, παρά τα γερατειά του, πλησίαζε τα ογδόντα, ήταν τόσο αυστηρός με τον εαυτό του. Κουβέντιασαν λίγο ακόμη και μόλις άρχισε να γέρνει ο ήλιος, ο Θεό¬δωρος πήρε το δρόμο του γυρισμού. Σάν ήρθε η ώρα του γεύματος, ο γέροντας ξεσκέπασε το καλάθι και κοίταξε τα σταφύλια . Ήταν ορεχτικά κι είχε καιρό να γευτεί φρούτο. τα λαχτάρησε. Έκαμε ν’ απλώσει το χέρι, μά συγκρατήθηκε.
Αντε, χάσου, πειρασμέ, μουρμούρισε. Και τί θα πάθω, γέρος άνθρωπος, αν δέν φάω σταφύ¬λι; Καλύτερα να τα πάω στον Αβέρκιο, που εί¬ναι άρρωστος.
Και γευμάτισε με ελιές και παξιμάδι. Ύστερα φορτώθηκε το καλάθι και τράβηξε για τη σκήτη του Αβέρκιου, τρεις ώρες μακριά. Τον βρήκε ξαπλωμένο στη φθαρμένη του ψάθα, να λιώνει στον πυρετό. Μήνες τώρα τον έτρωγε η αρρώ¬στια και δόξαζε το Θεό που δοκίμαζε ετσι το σώμα του! ο νεαρός υποταχτικός του υποδέχθηκε τον Ιωάννη.
Καλυτέρεψε καθόλου ο γέροντας; ρώτησε εκείνος.
Δυστυχώς, οχι, πάτερ μου. Ψήνεται. η θέρμη δέν τον αφήνει λεπτό.
Ο Ιωάννης πλησίασε. ο άρρωστος τον κοίταξε με μάτια θολά από την αδυναμία, όμως κα¬τάφερε να χαμογελάσει αναγνωρίζοντάς τον.
Αδελφέ, η χάρη του Θεού μαζί σου, ευχήθηκε ο Ιωάννης κι απόθεσε καταγής το καλάθι.
Δέξου το ταπεινό μου δώρο.
Ξεσκέπασε το καλάθι κι η μυρωδιά των στα¬φυλιών ξεχύθηκε στο χώρο. ο Αβέρκιος ανα¬σηκώθηκε με κόπο στην φθαρμένη ψάθα του, για να δει το απρόσμενο πεσκέσι.
Νάσαι ευλογημένος, Ιωάννη, ψιθύρισε. Χρό¬νια εχω να δώ σταφύλια.
Ο υποταχτικός έπιασε ενα τσαμπί, πρόθυμος να το προσφέρει στο γέροντά του. Μα εκείνος αρνήθηκε να το γευτεί. Σάν έφυγε ο Ιωάννης, κάλεσε τον υποταχτικό του και του είπε:
Εγώ, παιδί μου, είμαι γέρος και άρρωστος, όπού νάναι θα με καλέσει ο Κύριος. τα σταφύλια μου είναι ανώφελα, γιατί δέ θέλω τώρα στα τε¬λευταία μου να χαλάσω την άσκησή μου. Εσύ, όμως, να φας ενα τσαμπί και τα υπόλοιπα να τα πάς του Σάββα, που είναι νέος στην άσκηση και χρειάζεται που και που λίγη ανακούφιση, σάν εσέ¬να.
Υπακούοντας στην εντολή του γέροντά του, φορτώθηκε ο υποταχτικός το καλάθι και τράβηξε για το κελλί του μοναχού Σάββα, πέντε ώρες δρό¬μο μακριά. ο Σάββας συγκινήθηκε πολύ με τη χειρονομία του γερο Αβέρκιου.
Τί μεγάλη καρδιά! Σκέφτηκε, σάν εφυγε ο υποταχτικός. Στερήθηκε για χάρη μου τα σταφύ¬λια, μ’ όλο που είναι τόσο άρρωστος. Τί πρέπει να κάμω έγώ, που είμαι νέος και γερός;
Κάθησε και σκέφτηκε. η έρημος, που απλωνόταν μπροστά του, ήταν γεμάτη ασκητές. Μερι¬κούς τους γνώριζε, γι’ άλλους είχε ακουστά πως είχανε φτάσει στα ψηλότερα σκαλοπάτια της αρετής και μπορούσαν, με τη χάρη του Θεού, να κάνουν θαύματα, γι’ άλλους πως είχανε τηρήσει πιστά το νόμο της αγάπης, που είναι η κορώνα όλων των αρετών. αυτή η αγάπη του είχε φέρει τα σταφύλια, αλλιώς γιατί να τα στερηθεί ο γέ¬ροντας Αβέρκιος; Μαζί με τούτη τη σκέψη ήρθε και η απόφαση να τα προσφέρει, να ευχαριστήσει κάποιον άλλο, αφού, όπως λένε οι παλιοί, νιώθεις μεγαλύτερη ευχαρίστηση όταν δίνεις, παρά όταν παίρνεις. θα τα πρόσφερε λοιπόν στον παλιό του γέροντα και καθοδηγητή, στον Ιωάννη. Εκεί¬νος τον είχε πάρει, νεαρό και άπειρο, και τον εί¬χε οδηγήσει στα δύσβατα μονοπάτια της μοναχι¬κής ζωής. Φορτώθηκε λοιπόν το καλάθι και ξεκί¬νησε.
Ο Ιωάννης αναγνώρισε το χρωματιστό πανί, καθώς ο Σάββας απόθεσε το καλάθι στα πόδια του. Ήταν καταϊδρωμένος, τσακισμένος από την πεζοπορία, ωστόσο ένιωθε χαρούμενος. Κι η εσωτερική του ικανοποίηση έφτασε στα ύψη, όταν ειδε τον γέροντά του να χαμογελά και να λέει: «η αγάπη, αυτή και μόνο μπορεί να ανοίξει τις πύ¬λες του παραδείσου». Ξεκουράστηκε λίγο, πήρε την ευλογία του γέροντα και γύρισε στη σκήτη του. Γι’ αυτό δέν είδε τί απόγιναν τα σταφύλια.
Ό Ιωάννης ξεσκέπασε το καλάθι και κοίταξε σκεφτικός το περιεχόμενο. «Τα στερήθηκα εγώ», συλλογίστηκε, «τα στερήθηκαν και οι άλλοι. Γύ¬ρισαν πάλι σε μένα χάρη στην αγάπη του ενός για τον άλλο. Γιατί τελικά να τα απολαύσω μό¬νο έγώ;» Χωρίς δεύτερη σκέψη, άδειασε τα σταφύ¬λια καταγής και τα τσαλαπάτησε αλύπητα.

Από το βιβλίο της Αγγελικής Π. Νικολοπούλου: «Τα μυστικά της ερύμου».
Εκδόσεις «Τήνος». Αθήνα 1995. Σελ. 77 – 86.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.