Ανδρέας Μιαούλης (εκοιμήθη στις 11 Ιουνίου 1835) – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Δυστυχώς συμβαίνει και αυτό πολλές φορές- οι μεγάλοι άνδρες να κάνουν κάποτε και τα μεγάλα λάθη. Αυτό είχε γίνει και με τον Μιαούλη. Αυτός ο τρομερός θαλασσομάχος, ο μεγάλος ναύαρχος, που κατατρόπωσε πολλές φορές τις τούρκικες αρμάδες στο Αιγαίο και είδε το χάρο με τα μάτια άπειρες φορές, για ν’ αποχτήσει ο τόπος μας λευτεριά, έπεσε στα δολερά δίχτυα της μαύρης σπείρας μερικών ολιγαρχικών, που τον οδήγησαν έξω από το δρόμο του καθήκοντος και του «αμαύρωσαν την υπόληψη του», όπως είπε ο Κολοκοτρώνης.
Παρασυρμένος απ’ το Μαυροκορδάτο, δέχτηκε να εκτελέσει τη μισητή πράξη: να κάψει τη φρεγάτα «Ελλάδα» και την κορβέτα «Ύδρα», για να εκδικηθεί τον Καποδίστρια. Και αυτή η εγκληματική του πράξη, μείωσε τη μεγάλη δόξα του μεγάλου ναυμάχου.
Αυτό συνέβη στις 14 Ιουλίου του 1831. Και από τότε αποσύρθηκε και περνούσε τις μέρες του στην Ύδρα, μετανοιωμένος και απαρηγόρητος. Δεν τον άφηναν να ησυχάσει μέρα και νύχτα οι ερινύες. Και δεν ήταν μόνο οι τύψεις αλλά και η τιμωρία του νόμου, που κρεμόταν απειλητική πάνω απ’ το κεφάλι του, γιατί ο Καποδίστριας διέταξε ανακρίσεις και ετοιμαζόταν ο κατατρεγμός του ένδοξου ναυάρχου.
Δολοφονήθηκε, όμως, ξαφνικά ο κυβερνήτης και τα πράγματα άλλαξαν. Ο τόπος έπεσε σε αναρχία. Ο Μιαούλης, που στην αρχή έβλεπε τις ελπίδες του να σβήνουν, όταν μαθεύτηκε πως θα ρθει κυβερνήτης στην Ελλάδα ο Όθωνας, άρχισε ν’ αναφτερώνεται το ηθικό του. Άρχισε να ελπίζει στο γλιτωμό του.
Τον γνώριζε από παλιότερα τον νεαρό βασιλιά, όταν σαν μέλος και αυτός της ελληνικής πρεσβείας, είχε πάει στο Μόναχο να του προσφέρει το βασιλικό στέμμα.
Και όταν ήρθε ο Όθωνας, έγιναν φίλοι. Ο Όθωνας του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και τον τίμησε για τις υπηρεσίες του. Τον έκαμε αρχηγό του στόλου, τον προβίβασε σε αντιναύαρχο, τον έβαλε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και του έδωσε, με τα χέρια του, το Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος.
Και η εκτίμηση του λαού για τον δοξασμένο ναυμάχο ξαναγύρισε. Τον τιμούσε και τον θαύμαζε για τα μεγάλα του κατορθώματα. Δεν του άρεσαν, όμως, οι επιδείξεις και οι δημόσιες τιμές. Ζούσε αποτραβηγμένος απ’ τα κοινά, με τις αναμνήσεις του, ήσυχα, μέσα στην αγάπη των φίλων του και τη στοργή της φαμίλιας του. Και όταν βρισκόταν με άλλους αγωνιστές και καπεταναίους, απόφευγε να μιλάει για τον εαυτό του. Μιλούσε αόριστα και σε τρίτο πρόσωπο. Απλά και σεμνά ιστορούσε τις περιπέτειες και τα γεγονότα του μεγάλου αγώνα.
Τα βάσανα, οι αγωνίες και οι κακουχίες, όμως, είχαν σκάψει την υγεία του και του ίσκιωναν την ευτυχία. Τελευταία του ανατάραξε τη γαλήνη και κείνη η καταραμένη αρρώστια, η ποδάγρα, που τον βασάνιζε ασταμάτητα. Και σαν να μην έφτανε κι αυτή, το φλεβάρη του 1835, του παρουσιάστηκε και η φυματίωση. Σε τρεις μήνες αργότερα, τον χτυπάει και μια βαριά πνευμονία.
Δε χρειάζονταν άλλα χτυπήματα της μοίρας για να καταλάβει ο παλιός θαλασσόλυκος πως ο θάνατος παραμονεύει κάπου εκεί κοντά, όπως τότε εκεί στη Χίο, στη Μεθώνη, στο Μεσολόγγι και αλλού, που τον στρατοκαρτέραγε. Ναι, αλλά τότε ήταν νιος και δεν τον λογάριαζε. Τώρα όμως; Δεν τόβαζε και τώρα κάτω. Στεκόταν και τώρα άτρομος, όπως και τότε. Σαν την τελευταία του ναυμαχία τη λογάριαζε, και την πάλη του με το θάνατο. Και ήξερε πως δεν θα την κερδίσει, μα αυτό δεν τον τρόμαζε. Απαθής και ψύχραιμος, έκαμε τη διαθήκη του, ξομολογήθηκε, κοινώνησε και περίμενε.

Δυο φορές τον επισκέφτηκε στο κρεββάτι του πόνου, στο σπίτι του ο βασιλιάς Όθωνας. Τόσο τον εκτιμούσε. Στη δεύτερη τον βρήκε σχεδόν ετοιμοθάνατο. Τότε του κρέμασε με τα χέρια του το Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος. Ο ναύαρχος κατασυγκινήθηκε. Ανασηκώθηκε στο στρώμα του και είπε στο βασιλιά:

«Μεγαλειότατε, λίγο μου μένει να ζήσω ακόμα. Βλέπω το θάνατο, μα δε με ταράζει – από τον κόσμο φεύγω ευχαριστημένος. Όσα επιθύμησα τα είδα: την πατρίδα μου λεύτερη και το θρόνο σου εγγυητή της ζωής, τιμής και ιδιοκτησίας κάθε πολίτη. Οι τιμές που μούκαμε η Μεγαλειότης σου κι ο πατέρας σου, σφράγισαν την ευτυχίαν μου, τα τελευταία χρόνια της ζωής μου. Συσταίνω στη Μεγαλειότη σου τους συναγωνιστές μου- δεν πολέμησαν μονάχα με τον εχθρό- μα και με την πείνα, τη δίψα και τη στέρηση. Συσταίνω στην αγάπη σου και τη φαμελιά μου- της αφήνω παραγγελιά να τιμήσει τη μνήμη μου με την αφοσίωση της σε σένα…
«Οι Έλληνες, ενωμένοι κάτω από το σκήπτρο σου, θα κατορθώσουν όσα πρέπει στη δόξα του τόπου και την ευτυχία του. Δέξου για τελευταία φορά τις ευχές που κάνω στο Θεό, για το στερέωμα του θρόνου σου και το καλό του λαού…».

Ο Όθωνας τον άκουε προσεκτικά όλη την ώρα. Και ύστερα του απάντησε συγκινημένος:
«Ναύαρχε, δε μπορώ να σου πω το πόσο επιθυμώ ακόμα να ζήσης, για το καλό της Ελλάδος και να σε βλέπω ακόμα για καιρό κοντά μου. Ν’ ακούω τις φρόνιμες και πατρικές σου συμβουλές. Τις επιθυμίες σου θα προσπαθήσω να τις εκτελέσω. Αν ρίξης μια ματιά στα περασμένα, θα ιδής, ναύαρχε, το πόσο πολύτιμη και σωτήρια στάθηκε η ζωή σου για την πατρίδα. Όσο ένδοξη ήταν για σένα, το ίδιο δοξασμένη ήταν και για το ελληνικό ναυτικό. Η ζημιά από το θάνατο ενός πολεμιστή, σαν και σένα και τόσο αφοσιωμένο στην πατρίδα, είναι θλιβερό και για το έθνος και για το βασιλιά σου και για το βασιλιά της Βαυαρίας πατέρα μου, που σου απόδειξε πόσο σε εκτιμούσε. Προωρισμένος από τη Θεία Πρόνοια να βασιλεύσω στην Ελλάδα, εκτιμώ όλους εκείνους που συντέλεσαν στη δόξα και στην ευτυχία της Ελλάδος. Για τούτο, μ’ ευχαρίστηση σου εκφράζω τη βαθύτατη μου ευγνωμοσύνη για τις μεγάλες εκδουλεύσεις που πρόσφερες στην πατρίδα».

Ο Όθωνας χαιρέτησε ξανά και έφυγε. Και ο ναύαρχος, που τον άκουγε όλη την ώρα κοιτάζοντας τον στα μάτια, έμεινε εκεί για κάμποση ώρα ακόμα, δακρυσμένος. Τον τύλιξαν οι παλιές του θύμησες. Σαν αστραπή περνούσαν απ’ το νου του όλες οι τραγικές αλλά και οι λαμπρές στιγμές της ζωής του. Και σαν συνήλθε, κάλεσε κοντά του τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Ξανάρθε ο παπάς και τον μετάλαβε. Είχε καταλάβει πως το λάδι απ’ το καντήλι της ζωής του έπαιρνε να σωθεί.

Απ’ το μεσημέρι της 11ης Ιουνίου 1935 άρχισε το κονταροχτύπημα με το χάρο. Και ήρθε το δειλινό. Ένα δειλινό γελαστό, χαρούμενο σαν εκείνα που ακολουθούν το λιόκαμα της μέρας τον Ιούνιο. Όμως στο σπίτι του ναυάρχου κρέμασε μπόρα, που προμηνούσε τη μαύρη συμφορά. Ένα πικρό παράπονο ξεχείλιζε στα δασωμένα στήθη του, ανέβαινε στα ρουθούνια του που αλαφρότρεμαν και πήγαινε να γίνει κλάμα, βαρύ μοιρολόι. Αλλά δεν έγινε, γιατί δεν ταίριαζε στην αντρεία του. Ώσπου ήρθε η μοιραία στιγμή:
Ο ήρωας έγειρε στα μαρμαρένια αλώνια, κονταροχτυπημένος. Έκλινε το κεφάλι του κι αποκοιμήθηκε για να μην ξανασηκωθεί. Και ήταν μόνο εξήντα εφτά χρονών, όταν πήρε το δρόμο για τ’ αλαργηνό κι αγύριστο ταξίδι του.

Το μαύρο μαντάτο του χαμού του ήρωα ναυμάχου, ξέσκισε τη βραδυνή μοναξιά και σε λίγες ώρες μαθεύτηκε παντού. Και την άλλη μέρα, ο τύπος έγραφε συγκινητικά άρθρα. Ξεχωρίζουμε ένα κομμάτι από άρθρο στην εφημερίδα «Αθηνά».

«Τον Μιαούλη, πενθοφορούσα, στερείται σήμερον η Ελλάς. Στερούνται οι τόσον σεβόμενοι αυτόν Έλληνες, τον στερείται η ένδοξος Ύδρα, τα τέκνα του, οι συγγενείς και φίλοι του, και άλλο δε μένει εις όλους τούτους, παρά η μνήμη των ενδόξων κατορθωμάτων του. Μνήμη δε την οποίαν ολίγοι επί της γης άφησαν…».

Στις 13 Ιουνίου έγινε η κηδεία του νεκρού. Αξιωματικοί του ναυτικού σήκωσαν τιμητικά το φέρετρο του. Το ακολουθούσε η φαμελιά του, ο καγκελάριος Αρμανσμπεργκ, η Ιερά Σύνοδος, οι αρχές, φίλοι και συναγωνιστές του και πλήθος κόσμου.

Στην εκκλησιά της Αγίας Ειρήνης ψάλθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία. Και κει έμεινε όλη τη νύχτα ο νεκρός, με τιμητική φρουρά. Ήταν απαίτηση του λαού να προφτάσει την άλλη μέρα να περάσει να ασπαστεί το λείψανο του και να τον αποχαιρετήσει.
Και την άλλη μέρα ξανάρθαν στην εκκλησιά οι επίσημοι. Μια μαυροντυμένη άμαξα, με τέσσερα μαυροσκεπασμένα άλογα, μετέφερε το φέρετρο στον Πειραιά. Ανοίχτηκε ο τάφος πλάι στον τάφο του Θεμιστοκλή. Εκεί ψάλθηκε πάλι δέηση για την ανάπαυση της ψυχής του και ο Αργυρόπουλος είπε τον επιτάφιο λόγο. Να ένα μέρος του:

«Απέθανε τέλος ο Μιαούλης. Θρηνήσατε, σεις, όσοι φέρετε το λαμπρόν τούτο όνομα… Θρηνήσατε, κρατεροί θαλασσινοί των τριών νήσων, μάρτυρες της δόξης του και συναγωνιστές του, σεις, επί των οποίων η ευγνωμοσύνη της πατρίδος έθεσε προ πολλού τον στέφανον της αθανασίας!
«Σύννεφον πένθους ας σκεπάση την γυμνήν σου κεφαλήν, αδάμαστη Ύδρα! Υπερήφανος μεταξύ των κυμάτων που βρέχουν με σέβας τους σκοπέλους σου, δεκατρείς χρόνους απέστειλες τα παιδιά σου, ωσάν Σπαρτιάτισσα ν’ αποθάνουν τον υπέρ πατρίδος θάνατον. Και τα παιδιά σου, πειθόμενα εις την φωνήν σου, επέστρεψαν θριαμβεύοντα ή ετάφησαν εις τους διαφανείς τύμβους της θαλάσσης. Θάρσει! Εν όσω υπάρχουν έθνη ενθουσιώντα δια την ελευθερίαν, οι αιώνες θα διηγούνται εις τους αιώνας τον ηρωϊσμόν των τέκνων σου. Και ημείς, αποθέτοντες τώρα εις το παράλιον τα λείψανα του Μιαούλη, πλησίον του Θεμιστοκλέους, εις σε μάλιστα έχομεν ητενισμένα τα οράματα μας. Στείλε, στείλε με τους ανέμους τας τελευταίας σου ευλογίας και στεναγμούς, στείλε με τα κύματα τα υστερνά σου δάκρυα, εις τον τάφον του Μιαούλη- και η ψυχή του θέλει σκιρτήσει και αποκριθεί τελευταία μετ’ ευγνωμοσύνης εις την μητέρα του Ύδραν»

Ύστερα, μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο κρότων από κανονιές των καραβιών που παράπλεαν στη θάλασσα, τον κατέβασαν στον τάφο. Δεν έμειναν μάτια απ’ όσους παραυρίσκονταν που να μη δακρύσουν.
Στις 7 Απριλίου 1952 μεταφέρθηκαν τα οστά του μεγάλου νεκρού σε ειδικό μνημείο που έγινε στον περίβολο της σχολής των Ναυτικών Δοκίμων, για να μένει αιώνιο παράδειγμα στους νέους θαλασσοπόρους. Τον αναμένει όμως και η Ύδρα, η μάνα που τον γέννησε, με ανοιχτή αγκάλη για να τον κρατήσει αιώνια στην αγκαλιά της.

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «Τελευταίες ώρες -τελευταία λόγια των Αγωνιστών του 21.»
Αθήνα 1993.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.