Καρδιά παλληκαρήσια – Πορφυρίας Μοναχής.

Πολλές φορές αναρωτιόμουν αν στην εποχή μας υπάρχουν άνθρωποι, που να γίνονται θυσία για τους άλλους. Η απάντηση μού δόθηκε σε μια δύ¬σκολη διαδρομή, όταν πήρα στο ταξί μια μεγάλη σε ηλικία κυρία, πολύ συμπαθητική και πολύ δυναμική. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής την άκουγα μαγεμένη να μιλάει για τα γεγονότα της ζωής της και παρακαλούσα να μην τε¬λειώσει αυτή η διαδρομή, γιατί η καρδιά μου διψούσε να ακούει γεγονότα τέτοια, που ενθαρρύνουν τον άνθρωπο, βοηθώντας τον να βρει το στίγμα του μέσα στην κοινωνία.
Οι ερωτήσεις που της έκανα ήταν λίγες και διακριτι¬κές. Πρόθυμη, με πλατύ χαμόγελο, μιλούσε για τα παιδιά της, για το χωριό της, για τον Θεό, προκαλώντας μου θαυ¬μασμό, τολμώ να πω, δέος.
Δεν θα ξεχάσω πώς μου περιέγραφε την διαδρομή που διέσχιζε, για να μεταφέρει τη στάμνα με το νερό, από την πηγή του χωριού, ζαλωμένη και μ’ ένα δεμάτι ξύλα. Και το γαϊδουράκι που την ακολουθούσε, κι αυτό ζαλωμέ¬νο. Τα τοπία με τα ψηλά κυπαρίσσια, τα ποτάμια με τα γάργαρα νερά, τα φτωχικά σπιτάκια που ήταν γεμάτα από αγάπη, το τραγούδι της, που αντιλαλούσε στα βουνά. Αυτή τη γυναίκα ήταν μια πηγή αστείρευτης ζωής και δραστηριό¬τητας.
Αρκεί να σας πω μόνο ότι είχε έναν άνδρα βασανι¬στή. Δεν την είδε ποτέ σαν γυναίκα, μόνο σαν δούλα και αυτό από την μεγάλη του ζήλεια, γιατί ήταν η ομορφότερη και η καλύτερη κοπέλα του χωριού. Όλο το χωριό είχε να κάνει με την καλοσύνη και τη γλυκύτητα της. Όλο το χω¬ριό τη θαύμαζε. Όμως εκείνη στεκόταν βράχος δίπλα του, ποτέ δεν παραπονέθηκε σε κανένα για τη συμπεριφορά του. Σήκωσε το σταυρό του μαρτυρίου μόνη της, παρέα με τη σιωπή της και με τον Θεό της…
Μεγάλωσε τα παιδιά της με χίλια βάσανα και στερή¬σεις, αλλά με πολλή αγάπη και τα έκανε επιστήμονες. Τα χρόνια έκαναν κάτασπρα τα μαλλιά της. Μα έβλεπες τη χαρά και την ικανοποίηση να καθρεφτίζεται στα βαθιά γα¬λάζια μάτια της. Θείο πρόσωπο, άγια μορφή. Ανακάλυψα μέσα της να κουβαλάει όλα τα ήθη και τα έθιμα της Ελλά¬δας, να καθρεφτίζει την γαλάζια Πατρίδα στα μάτια της.
-«Παιδί μου, λυπάμαι πάρα πολύ που ξεχάσαμε τις γιαγιάδες και τους παππούδες, που μας έλεγαν τόσα ωραία πράγματα για τις ρίζες μας, τη θρησκεία μας, την πατρίδα μας, για τους ήρωες μας, τις ηρωικές πράξεις αυτών που πολέμησαν, για να είμαστε σήμερα ελεύθεροι εμείς. Τότε, κοπέλα μου, υπήρχαν παλληκάρια, που το έλεγε η καρδιά τους, άνδρες γενναίοι, γυναίκες με καρδιά παλληκαρήσια. Σήμερα βλέπω τα νέα παιδιά και ματώνει η ψυχή μου. Τα σημερινά παιδιά μεγαλώνουν με το χρήμα, όχι με την αγά¬πη. Γι’ αυτό στενοχωριέμαι πολύ. Τα λυπάμαι τα καημένα!»
Εδώ αναστέναξε και συνέχισε:
«-Αυτή, παιδί μου, δεν είναι ζωή. Μπορεί να μην εί¬χαμε τότε αυτό που έχετε τώρα εσείς, αλλά ζούσαμε μια αληθινή ζωή, που κρεμόταν στο στόμα του φεγγαριού, στο φως των άστρων κι όχι στο φως της τηλεόρασης, που σου παίρνει από τον πολιτισμό σου, ό,τι πολύτιμο και δεν σου δίνει σχεδόν τίποτα αξιόλογο. Αν τα παιδιά μου ανοίξουν τηλεόραση, βλέπω. Διαφορετικά προτιμώ να αξιοποιήσω το χρόνο μου με το να διαβάσω τον βίο ενός αγίου, να ακούσω τον σταθμό της Εκκλησίας, να ασχοληθώ με τον κήπο μου, με τις γλάστρες μου• τώρα, εκεί που θα φτάσου¬με, θα το δεις κοπέλα μου. Τα χρώματα που θα δεις θα σε συνεπάρουν.
Ευχαριστώ τον Πανάγαθο Θεό μας για τα καλά παι¬διά μου και για όλες τις χαρές που απλόχερα μας σκορπί¬ζει. Γιατί όλα σε Εκείνον ανήκουν!»
Η εικόνα αυτής της γυναίκας θα μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη μου για πάντα. Πλατύ χαμόγελο, καρδιά παλ¬ληκαρήσια, γεμάτη Χριστό και Ελλάδα!

Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», της μοναχής Πορφυρίας.
ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος.

Κατηγορίες: Άρθρα, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.