«Λύτρον ψυχής ανδρός ο ίδιος πλούτος» και, διάβαζε και εφάρμοζε το Ευαγγέλιο.

«Λύτρον ψυχής ανδρός ο ίδιος πλούτος»1

Ο Χρήστος Μ, γνωστός με το παρωνύμιο «παππούς Τάκας», υπήρξε ο μεγαλύτερος Αυριώτης ευεργέτης. Από νέος ξενητεύθηκε στην Αμερική, όπου με την εργατικότητα και την εξυπνάδα του άνοιξε δικό του κατάστημα με μεγάλη κίνηση. Είχε ως συνεταίρο έναν έμπιστο ιταλό, τον Δομήνικο, και για υπάλληλους έπαιρνε φτωχά παιδιά από το χωριό. Γύρισε στην γενέτειρα του με πολλά χρήματα. Αλλά τον πλούτο δεν τον κράτησε για να περνά άνετα αυτός, σαν τον πλούσιο του Ευαγγελίου. Ο μπάρμπα-Χρήστος αναδείχθηκε καλός οικονόμος. Απέδειξε έμπρακτα ότι «αγαθός ο πλούτος, ω ουκ έστιν αμαρτία»2. Δάνειζε σε όλους τους χωρικούς άτοκα χρήματα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έρχονταν να δανειστούν, πάντα χωρίς τόκο, και από τα γύρω χωριά, από πολλά μέρη της Θεσσαλίας ακόμη και από την Ήπειρο.

Ήταν μία πραγματική τράπεζα που δάνειζε άτοκα σε όλους αδιακρίτως. Έτσι διευκόλυνε και βοηθούσε τους φτωχούς σε κείνα τα δύσκολα χρόνια. Επί πλέον πλήρωνε με δικά του έξοδα μαστόρους και έφτιαχναν δρόμους και καλντερίμια στο χωριό. Έντυνε φτωχά παιδιά και προίκιζε ορφανά κορίτσια. Δώρησε το οικόπεδο όπου κτίστηκε το καινούριο σχολείο, καθώς και άλλο οικόπεδο 14 στρεμμάτων και ένα χωράφι, τα λεγόμενα σχολικά, για να εχη έσοδα και πόρους το σχολείο. Γι’ αυτό στην κηδεία του προπέμφθηκε τιμητικά από ολόκληρο το σχολείο. Εις ένδειξη ευγνωμοσύνης κατέθεσαν στεφάνι στον τάφο του αοιδίμου ευεργέτου και ανήρτησαν την φωτογραφία του στο σχολείο.
Ο μπάρμπα-Χρήστος δεν απέκτησε παιδιά. Υιοθέτησε τον ανιψιό του Ιωάννη και του άφησε διαθήκη να δίδη κάθε χρόνο μία ποσότητα σιταριού στην Εκκλησία. Όσο ζούσε ο ίδιος βοηθούσε την Εκκλησία αθόρυβα. Επιθυμούσε ο εγγονός του να γίνη γιατρός για να εξετάζη δωρεάν τους άρρωστους του χωριού.

Ο μπάρμπα-Χρήστος δεν προσπάθησε να αύξηση τον πλούτο του τοκίζοντας τα χρήματα του, αγοράζοντας ακίνητα και κάνοντας επιχειρήσεις, αλλά να βοηθήση τους φτωχούς. Λόγω των τότε δύσκολων καταστάσεων, έχασε τα χρήματα του, επτώχευσε και αντιμετώπισε αγόγγυστα τις δυσκολίες μέχρι το τέλος της ζωής του.

Τα καλά έργα μένουν και αμείβονται από τον Θεό. Ο μπάρμπα-Χρήστος «τας αμαρτίας του ελύτρωσε εν οικτιρμοίς πενήτων»1. Έχει την ευγνωμοσύνη του χωριού και το σχώριο (ευχή συγχωρητική) από τους ανθρώπους που βοήθησε. Κατά το ψαλμικό «εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησιν, η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα»2.

Σημειώσεις : 1. Παρ. ιγ’, 8. 2. Σοφία Σειράχ ιγ’, 24.
1. Πρβλ. Δανιήλ,Χ, 24. 2. Ψαλμ. ρια’, 9.

Διάβαζε και εφάρμοζε το Ευαγγέλιο

Στο Μεσολόγγι ζούσε μία ευλαβέστατη γυναίκα, ονόματι Βασιλική (Κούλα την φώναζαν), παντρεμένη με τον Δημήτριο Καλαντζή, ψα ρα στο επάγγελμα. Ήταν και οι δυό πολύ πιστοί και πολύ απλοί άνθρωποι.
Όταν η Βασιλική ήταν νέα, την ήμερα των Θεοφανείων «είδε τους ουρανούς ανεωγμένους» και τους Αγγέλους του Θεού να ψάλλουν. Γι’ αυτό έλεγε: «Αυτή την ημέρα μην φεύγης από την εκκλησία, έστω και αν καίγεται το σπίτι σου, γιατί ανοίγουν οι ουρανοί».
Το σπίτι που κατοικούσαν ήταν ισόγειο και για πάτωμα είχε τσιμέντο. Όταν έβρεχε γέμιζε νερό που έφθανε τα είκοσι εκατοστά. Είχαν τοποθετήσει πέτρες για να πατάνε και με ένα «γκιούμι» άδειαζαν το νερό. Τον χειμώνα δεν έστρωναν κουρελούδα για να έχουν λίγη ζέστη, γιατί μούσκευαν από τα νερά. Αλλά μέσα σ’ αυτό το παγωμένο σπίτι η καρδιά τους χτυπούσε πολύ ζεστά για τον Χριστό και τα πρόσωπα τους ήταν πάντα χαρούμενα και ειρηνικά. Η θεία Χάρι τους φύλαγε και δεν αρρώσταιναν.

Είχαν στο σπίτι τους μία εικόνα της Παναγίας θαυματουργή, μπρος στην όποια άναβαν ακοίμητο καντήλι και εκεί έκαναν τις προσευχές και τις μετάνοιες τους. Στην Εκκλησία πήγαιναν πάντα Κυριακές και εορτές.
Η Βασιλική είχε μία αδελφή, την Γεωργία, η οποία χήρεψε από τα 37 της χρόνια με έξι παιδιά. Οι ανάγκες τους ήταν πολλές και αυτή ήταν πολύ φτωχή. Πήγαινε τότε στον γαμπρό της Δημήτρη, τον ψαρά που ήταν πολύ ελεήμων. Τον ρωτούσε αν έπιασε ψάρια. Όταν απαντούσε ότι έπιασε, η Γεωργία έβαζε το χέρι της στην τσέπη του και έπαιρνε όσα χρήματα είχε ανάγκη. Αυτός χαμογελούσε και της έλεγε: «Ήσυχα-ήσυχα, Γεωργία», τίποτε άλλο και την άφηνε να παίρνη όσα χρήματα ήθελε.
Όταν εκοιμήθη ο Δημήτριος, η σύζυγος του Βασιλική άρχιζε να μοιράζη τα υπάρχοντα της. Κράτησε μόνο τα απολύτως απαραίτητα και τα υπόλοιπα τα έδωσε ελεημοσύνη. «Άδειασε το σπίτι της. Γύριζε με το Ευαγγέλιο στην μασχάλη και το διάβαζε ευκαίρως-ακαίρως με πολλή ευλάβεια. Από την σύνταξη της κρατούσε ένα μικρό μέρος για τις ανάγκες της και τα υπόλοιπα τα μοίραζε στους φτωχούς. Την ρωτούσε ο γυιός της τι τα κάνει τα χρήματα, και αυτή απαντούσε: «Τα ξόδεψα, παιδί μου».
Μία Κυριακή πήγε κατά την συνήθεια της στην Εκκλησία και κοινώνησε. Όταν επέστρεψε και έφθασε έξω από το σπίτι της κατάλαβε ότι έφθασε το τέλος της. Εκεί μπροστά στην πόρτα του σπιτιού γονάτισε, έκανε τον σταυρό της και φώναξε τη νύφη της που έμενε δίπλα, λέγοντας της ότι πεθαίνει. Και έτσι γονατιστή και σταυροκοπημένη παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο τον όποιον τόσο αγάπησε εκ νεότητας της και ετήρησε πιστά τις εντολές Του. Εκοιμήθη περίπου το έτος 1970.
Όταν έγινε γνωστή η κοίμηση της γέμισε το σπίτι της φτωχούς ανθρώπους. Ο ένας έλεγε «έμενα μου έδωσε κουβέρτα, Θεός σχωρέσ’ την», ο άλλος έλεγε «μου έδωσε πιάτα», ο άλλος «ποτήρια», ο άλλος «χρήματα». «Έτσι αποκαλύφθηκε μετά την κοίμηση της που πήγαιναν τα πράγματα και τα χρήματα της.
Όσο ζούσε την επισκεπτόταν η αδελφή της Γεωργία με τον εγγονό της. Η συμβουλή της ήταν: «Να διαβάζης, παιδί μου, Ευαγγέλιο. Αυτό είναι το καλό το βιβλίο».
Αιωνία η μνήμη του Δημητρίου και της Βασιλικής Καλαντζή. Αμήν.

Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», τόμος Α’, και την ενότητα: «Θαυμαστά και διδακτικά περιστατικά».
Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής, 2008.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.