Δυσπιστία της δικτατορίας της χούντας απέναντί στον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο – Αρχιεπισκόπου Πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου του Α.

«Δεν ήταν μόνον η αντίθεσίς μου και αι διαφορετικαί αντιλήψεις μου ως προς μεγάλα εκκλησιαστικά θέματα, που προεκάλουν την δυσφορίαν και την δυσπιστίαν των παραγόντων της δικτατορίας προς το πρόσωπόν μου. Ένα πλήθος θεμάτων μικροτέρας σημασίας εμεγάλωνε καθημερινώς το χάσμα.

Επί παραδείγματι, βλέπω εις το Ημερολόγιόν μου σημειωμένον επί λέξει: «Δύο πολύ κουραστικαί ημέραι. Η (τάδε του μηνός) ήρχισε με μίαν σύσκεψιν με τον Υπουργόν (τάδε). Δεν είναι άνθρωπος διαφανής, είναι δύσκολος. Δεν μας βοηθεί. Μέχρι τούδε μόνον δυσκολίας έχω από αυτόν». Ή την 5ην Ιουλίου 1968: «Έχω απογοητευθή από την Κυβέρνησιν. Ουδέν ζήτημα προωθείται προς την λύσιν του».

Ένας επί πλέον λόγος που ενοχλούσεν, ιδίως εκείνους που απετέλουν τον σκληρόν πυρήνα της δικτατορίας, είναι το ότι με εθεώρουν «άνθρωπον» του Βασιλέως και τρόπον τινά τυφλόν όργανόν του. Φυσικόν, λοιπόν, ήταν να έχουν επιφυλάξεις απέναντί μου και με πολλήν δυσκολίαν να δέχωνται τας υπέρ της Εκκλησίας εισηγήσεις μου.

Ίσως δια τον ίδιον λόγον η στάσις και αυτού του Αρχηγού των, απέναντί μου δεν ήταν εκείνη, που θα έπρεπε να είναι. Έτσι σημειώνω εις το Ημερολόγιόν μου εις τας 13 Νοεμβρίου 1967: «Πολλά με θλίβουν: η στάσις του Γ. Παπαδοπούλου…». Επίσης εις τας 9 Δεκεμβρίου 1967: «Συνάντησα τον Υπουργόν Γ. Παπαδόπουλον δύο φοράς. Δεν είμαι εντελώς ευχαριστημένος».

Αι φιλελεύθεροι αντιλήψεις μου ενοχλούν.

Αλλά υπήρχε και άλλος, ακόμη σοβαρώτερος λόγος, που έκανε τους ανθρώπους της δικτατορίας, να είναι επιφυλακτικοί απέναντί μου. Ήσαν αι αντιλήψεις μου περί ελευθερίας. Δεν μου ήταν δε αρκετόν, ότι τας ιδέας μου περί ελευθερίας τας είχα επανειλημμένως διακηρύξει κατά το παρελθόν, ακόμη και απ’ αυτού του βήματος της αιθούσης των Τελετών του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης και ότι περί της δικτατορίας είχα αφιερώσει και ειδικόν άρθρον, όπου την εχαρακτήριζα ως εκφυλιστικόν φαινόμενον, αλλά τας αντιλήψεις μου αυτάς δεν εδίστασα να τας διακηρύξω κατά τον επισημότερον τρόπον, τέσσαρας μόλις ημέρας μετά την εκλογήν μου ως Αρχιεπισκόπου. Εις τον ενθρονιστήριόν μου της 17 Μαΐου 1967 κατέληξα με ένα δεκάλογον. Εις αυτόν εξεκαθάρισα πλήρως τας πεποιθήσεις μου όχι μόνον ως προς τα εκκλησιαστικά πράγματα, αλλά και γενικώτερον. Εις το πέμπτον, λοιπόν, σημείον αυτού του δεκαλόγου, εκτός των άλλων είπα επί λέξει τα εξής: «Η ελευθερία της συνειδήσεως, ως και η ατομική εν γένει, η πολιτική, η εθνική και η κοινωνική
ελευθερία είναι πρωταρχικά στοιχεία της προσωπικότητος του ανθρώπου».

Το γεγονός, ότι δεν ήταν δυνατόν αι αντιλήψεις μου αυταί να αρέσουν εις την δικτατορίαν, και μάλιστα εις τον σκληρόν της πυρήνα, το αντελήφθησαν ακόμη και ανταποκριταί ξένων εφημερίδων. Πραγματικώς, ένας αμερικανός ανταποκριτής, την επομένην του ενθρονιστηρίου μου εδημοσίευσεν εις την εφημερίδα του με μεγάλα γράμματα: «Οι κυβερνώντες στρατιωτικοί σιωπούν. Ο Έλλην Προκαθήμενος υπερασπίζει την ελευθερίαν». Εις δε το κείμενον της ανταποκρίσεως έγραφε μεταξύ άλλων και τα εξής: «Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ωμίλησε θαρραλέως υπέρ της πολιτικής ελευθερίας εις μίαν τελετήν εις τον Καθεδρικόν Ναόν των Αθηνών, όπου ενεθρονίσθη ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Προκαθήμενος της Εκκλησίας».

Δια το ότι είχα κινήσει τας υποψίας της δικτατορίας ήδη από την εποχήν εκείνην, δεν έχω πλέον μόνον απλάς υπονοίας, αλλά αδιάσειστα στοιχεία. Το επιβεβαιώνει επισήμως αυτός ούτος ο άνθρωπος, που του είχεν αναθέσει η ΚΥΠ να με παρακολουθή. Είναι ο πράκτωρ της ΚΥΠ κ. Αθαν. Αγγελόπουλος, Υφηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που έχει παραπεμφθή εις την Ειδικήν Επιτροπήν Εκκαθαρίσεως των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Ο κ. Αγγελόπουλος ήταν επί δικτατορίας Ιωαννίδη και υπουργίας του καθηγητού κ. Χρήστου και εν συνεχεία επί υπουργίας του καθηγητού κ. Λούρου ο Γενικός Διευθυντής Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας. Αυτός, λοιπόν, εις ένα ιδιόγραφον σημείωμά του, που το υπέβαλεν εις τον Υπουργόν κ. Λούρον εις τας 26 Αυγούστου 1974, ομολογεί, ότι από του 1968, ως πράκτωρ της ΚΥΠ, είχεν ως αποστολήν «την έρευναν του εκκλησιαστικού προβλήματος, όπως είχε διαμορφωθή επί Ιερωνύμου». Τούτο, όμως γράφει ο ίδιος επί λέξει, «δύναται να διαπιστωθή αρμοδίως» ίσως από τα Αρχεία τη ΚΥΠ. Από
αυτά θα δύναται επίσης να διαπιστωθή, ότι ο κ. Αγγελόπουλος δεν ήτο πράκτωρ της, όπως ισχυρίζεται, μόνον από του 1968, αλλά, σύμφωνα και με στοιχεία, που και εγώ κατέχω, από πολύ νωρίτερα.

Η επανάστασις ήθελε να έχη ως υπουργόν Θρησκευμάτων τον κ. Χρήστου ήδη από το 1967.

Μετά από αυτάς τας αποκαλυπτικάς ομολογίας του κ. Αγγελοπούλου, εξηγείται διατί ήδη, από την 31 Οκτωβρίου 1967, εις το Υπουργείον Παιδείας ηθέλησαν οι παράγοντες της δικτατορίας, ει’ ευνοήτους σήμερα λόγους, να τοποθετήσουν ως Υπουργόν πρόσωπον, που ήταν γνωστόν ως άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης των. Αλλά δεν το κατώρθωσαν, διότι αντέδρασαν τόσον έντονα κατά του διορισμού αυτού, ώστε ηναγκάσθησαν να υποχωρήσουν. Μάλιστα τώρα, ύστερα από τας αποκαλύψεις αυτάς, εξηγείται και ένα άλλο γεγονός, ότι δηλαδή όχι μόνον ηθέλησαν ως Υπουργόν Θρησκευμάτων τον κ. Χρήστου, και με πείσμα επέμεναν εις αυτό, αλλά και ετοίμασαν την υπουργοποίησίν του με κάθε μυστικότητα από εμέ. Ηθέλησαν ασφαλώς, να ευρεθώ εμπρός εις ένα τετελεσμένον γεγονός. Τότε, βέβαια, δεν εγνώριζα τίποτε από τας έναντί μου διαθέσεις των, αλλά ευθύς ως επληροφορήθην την υπουργοποίησίν του ανησύχησα δι’ εκείνην την μυστικότητα, τόσον εκ μέρους του, όσον και εκ μέρους της Κυβερνήσεως.

Βεβαίως, δεν είχα την αξίωσιν δια τον διορισμόν του εκάστοτε υπουργού Θρησκευμάτων η οιαδήποτε Κυβέρνησις να με ενημερώνη. Ειδικώς όμως προκειμένου περί του κ. Χρήστου τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Διότι με τον κ. Χρήστου ήμεθα συνάδελφοι εις την Θεολογικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης επί εννέα ολόκληρα χρόνια. Επίσης, εκείνος ως Πρύτανις του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με είχε συγχαρεί δια την εκλογήν μου ως Αρχιεπισκόπου και είχε παραστή εις το Μέγα Μήνυμα, εγώ δε αμέσως μετά την ενθρόνισίν μου τον είχα παρακαλέσει και εκείνος είχε δεχθή να μετάσχη της Ειδικής Επιτροπής δια την Εκκλησιαστικήν Παιδείαν. Επομένως, ήταν φυσικόν και λογικόν να περιμένω, ότι τόσον εκείνος όσον και η Κυβέρνησις θα έπρεπε με χαράν να μου προαναγγείλουν, ότι το Υπουργείον Θρησκευμάτων θα ανελάμβανεν ένας παλαιός μου συνεργάτης και συνάδελφος. Εν τούτοις ούτε αυτός ούτε άλλος κανείς μου είχεν είπει έστω κα μίαν λέξιν δια την επικειμένην ορκωμοσίαν του ως Υπουργού. Την ορκωμοσίαν του κ. Χρήστου ως Υπουργού Θρησκευμάτων
την επληροφορήθην τυχαίως, ολίγας μόνον ώρας πριν από την καθορισθείσαν δια την ορκωμοσίαν της Κυβερνήσεως. Μου το είπε περί την 1.30’ μ.μ. ο αείμνηστος Κ. Καλαμποκιάς. Εκείνος μου είχε τηλεφωνήσει, δια να μου αναγγείλη, ότι θα έφευγεν από το Υπουργείον Παιδείας, και ότι θα ανελάμβανε το Υπουργείον Δικαιοσύνης και ότι εις την θέσιν του θα ωρκίζετο ο κ. Χρήστου. Έτσι, αν δεν είχα λάβει εκείνο το τηλεφώνημα, εις τας 4.30’ το απόγευμα θα αντίκρυζα αιφνιδίως εις την αίθουσαν των Ανακτόρων ως Υπουργόν Παιδείας τον κ. Χρήστου.

Η μυστικότης αυτή, όπως εσημείωσα, με ανησύχησε πολύ, διότι ήρχετο να επιβεβαιώση τας φήμας, που εντόνως εκυκλοφόρουν και εγώ μέχρι τότε τας απέκρουα ως αβασίμους, ότι ο κ. Χρήστου εις την Θεσσαλονίκην εβυσσοδόμει εναντίον μου. Τώρα όμως, μετά την ομολογίαν του κ. Αγγελοπούλου, φαίνεται, ότι και αι φήμαι εκείναι ήσαν βάσιμοι και δια την υπουργοποίησίν του δεν είχε κινηθή από ιδικήν του πρωτοβουλίαν, αλλά παρεκινείτο από ισχυρούς παράγοντας της δικτατορίας και εστηρίζετο εις τας στενάς σχέσεις του με αυτούς. Και αν μεν το όλον θέμα περιωρίζετο εις τας προσωπικάς μου σχέσεις με τον κ. Χρήστου, δεν θα έδιδα σημασίαν. Η φιλία μεταξύ των ανθρώπων και η αγάπη δεν επιβάλλονται δια της βίας. Άλλ’ ο τρόπος, με τον οποίον εγίνετο ο διορισμός του κ. Χρήστου ως Υπουργού, δεν προοιωνίζετο τίποτε το καλόν δια τα πράγματα της Εκκλησίας. Συγκεκριμένως, θα ήταν αδύνατον να γίνη η κάθαρσις του κλήρου και να εφαρμοσθή το πρόγραμμα αναδιοργανώσεως της Εκκλησίας, που είχα εκπονήσει και που είχεν εγκριθή από την Ιεράν Σύνοδον.
Διησθάνθην, δηλαδή, ότι ο κ. Χρήστου εάν ήρχετο εις το Υπουργείον Παιδείας, θα κατέβαλε προσπάθειαν δια να σταματήση το αναγεννητικόν πρόγραμμα της Εκκλησίας.

Η σφοδροτάτη αντίδρασίς μου ματαιώνει τον διορισμό του κ. Χρήστου ως υπουργού Θρησκευμάτων.

Δι’ αυτό εθεώρησα χρέος μου να αντισταθώ με όλας μου τας δυνάμεις εις τον διορισμόν του κ. Χρήστου. Ατυχώς, τόσον ο τότε Πρωθυπουργός κ. Κόλλιας, όσον και ο παρ’ αυτώ Υπουργός, το ισχυρόν πρόσωπον της δικτατορίας κ. Γ. Παπαδόπουλος ήσαν ανένδοτοι. Αλλά και εγώ, προβλέπων, ότι, εάν ο κ. Χρήστου ήρχετο εις το Υπουργείον Παιδείας ως Υπουργός δεν θα μου ήτο δυνατόν να εργασθώ υπέρ της Εκκλησίας, ηναγκάσθην να δηλώσω εις την Κυβέρνησιν, ότι, αν αυτός ωρκίζετο ως Υπουργός, την ιδίαν στιγμήν εγώ θα υπέβαλλα την παραίτησίν μου εις την Ιεράν Σύνοδον. Έτσι και μόνον κατωρθώθη να αποτραπή τότε ο διορισμός του. Πόσον είχα δίκαιον απεδείχθη και εξ υστέρου, μετά τον διορισμόν του ως Υπουργού κατά το διάστημα της δικτατορίας Ιωαννίδη. Ότι όμως ούτος ως Υπουργός θα έφθανε να κακουργήση εναντίον της Εκκλησίας εις τον βαθμόν, που έφθασε κατά την υπουργίαν του, δεν ήταν δυνατόν να το συλλάβη όχι η συνήθης, αλλά ούτε η πλέον αχαλίνωτος φαντασία.»…

Από το βιβλίο: Αρχιεπισκόπου Πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιερωνύμου του Α., «Το δράμα ενός Αρχιεπισκόπου». Δ’ έκδοσις επηυξημένη. Εν Αθήναις 1975.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.