Κυριακή ΙΔ’ Ματθαίου: η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά – Ομιλία εις την Παραβολήν την καλούσαν εις τους Γάμους Του Υιού.

Η Ευαγγελική Περικοπή της Θειας Λειτουργίας.
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Κεφ. κβ’ 1 – 14.

ΚΑΙ αποκριθείς ο Ιησούς πάλιν είπεν αυτοίς, εν παραβολαίς λέγων: «ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, όστις εποίησε γάμους τω υιώ αυτού. Και απέστειλε τους δούλους αυτού καλέσαι τους κεκλημένους εις τους γάμους, και ουκ ήθελον ελθείν. Πάλιν απέστειλεν άλλους δούλους λέγων, είπατε τοις κεκλημένοις, ιδού το άριστόν μου ητοίμασα, οι ταύροί μου και τά σιτιστά τεθυμένα, και πάντα έτοιμα: δεύτε εις τους γάμους. Οι δέ αμελήσαντες απήλθον, ο μέν εις τον ίδιον αγρόν, ο δέ εις την εμπορίαν αυτού, οι δέ λοιποί κρατήσαντες τους δούλους αυτού, ύβρισαν και απέκτειναν. Ακούσας δέ ο βασιλεύς εκείνος ωργίσθη, και πέμψας τά στρατεύματα αυτού απώλεσε τους φονείς εκείνους και την πόλιν αυτών ενέπρησε. Τότε λέγει τοις δούλοις αυτού: ο μέν γάμος έτοιμός εστιν, οι δέ κεκλημένοι ουκ ήσαν άξιοι. Πορεύεσθε ούν επι τας διεξόδους των οδών, και όσους εάν εύρητε, καλέσατε εις τους γάμους. Και εξελθόντες οι δούλοι εκείνοι εις τας οδούς, συνήγαγον πάντας όσους εύρον, πονηρούς τε και αγαθούς, και επλήσθη ο γάμος ανακειμένων. Εισελθών δέ ο βασιλεύς θεάσασθαι τους ανακειμένους, είδεν εκεί άνθρωπον ουκ ενδεδυμένον ένδυμα γάμου, και λέγει αυτώ: εταίρε, πώς εισήλθες ώδε μή έχων ένδυμα γάμου; Ο δέ εφιμώθη. Τότε είπεν ο βασιλεύς τοις διακόνοις: δήσαντες αυτού πόδας και χείρας, άρατε αυτόν και εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον. Εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων. Πολλοί γάρ εισι κλητοί, ολίγοι δέ οι εκλεκτοί.»

Απόδοση.

Ο Ιησούς τους μίλησε πάλι με παραβολές και είπε: «Η βασιλεία των ουρανών είναι όμοια μ’ ένα βασιλιά, που έκανε το γάμο του γιου του. Κι έστειλε τους δούλους του να φωνάξουν τους καλεσμένους στο γάμο, αυτοί όμως δεν ήθελαν να έρθουν. Έστειλε ξανά άλλους δούλους λέγοντάς τους: «να πείτε στους καλεσμένους: έχω ετοιμάσει το γεύμα, έχω σφάξει τους ταύρους και τα θρεφτάρια, κι όλα είναι έτοιμα, ελάτε στο γάμο». Οι καλεσμένοι όμως αδιαφόρησαν και πήγαν άλλος στο χωράφι του κι άλλος στο εμπόριό του. Κι οι υπόλοιποι έπιασαν τους δούλους του, τους κακοποίησαν και τους σκότωσαν. Όταν το άκουσε ο βασιλιάς εκείνος, θύμωσε• έστειλε το στρατό του κι αφάνισε εκείνους τους φονιάδες και πυρπόλησε την πόλη τους. Τότε λεει στους δούλους του: «το τραπέζι του γάμου είναι έτοιμο, μα οι καλεσμένοι δε φάνηκαν άξιοι. Πηγαίνετε στα σταυροδρόμια κι όσους βρείτε, καλέστε τους στους γάμους”. Βγήκαν οι δούλοι στους δρόμους και μάζεψαν όλους όσους βρήκαν, κακούς και καλούς, και γέμισε η αίθουσα του γάμου από συνδαιτυμόνες. Μπήκε λοιπόν ο βασιλιάς για να δει τους συνδαιτυμόνες, κι εκεί είδε κάποιον που δεν ήταν ντυμένος τη φορεσιά του γάμου, και του λεει: «φίλε, πώς μπήκες εδώ χωρίς το κατάλληλο ντύσιμο;” Αυτός έχασε τη μιλιά του. Τότε ο βασιλιάς είπε στους υπηρέτες: «δέστε τα πόδια και τα χέρια, πάρτε τον και βγάλτε τον έξω στο σκοτάδι”• εκεί θα κλαιει και θα τρίζει τα δόντια του. Γιατί πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί».

Επιμέλεια κειμένων Ιωάννης Τρίτος.

Αγίου Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά.
Ομιλία εις την παραβολήν την καλούσαν εις τους γάμους του υιού1

Θα ειπώ πρώτα προς την αγάπην σας τα τελευταία λόγια της αναγινωσκομένης σήμερα παραβολής του Κυρίου, ότι «πολλοί εισί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί». Διότι αυτό δεικνύει και ο Κύριος με όλην την παραβολήν, ώστε να προσπαθήσωμε εμείς να μην είμεθα απλώς από τους κλητούς, αλλά από τους εκλεκτούς. Επειδή όποιος δεν είναι από τους εκλεκτούς, αλλά μόνον από τους κλητούς, όχι μόνον εκπίπτει από το ανέσπερον φως, αλλά και εξάγεται προς το σκότος το εξώτερον και αφού του δεθούν τα χέρια, επειδή δεν εργάσθησαν τα έργα του Θεού, και τα πόδια, επειδή δεν έτρεξαν προς τον Θεόν, παραδίδεται στον κλαυθμόν και τον βρυγμόν των οδόντων.
Θα απορούσε κανείς κατ’ αρχήν πως ο Κύριος είπε ότι οι εκλεκτοί είναι πολλοί, όχι όμως όλοι οι άνθρωποι˙ διότι εάν δεν είχαν κληθή όλοι, δεν θα ήταν δίκαιο να εκπέσουν από τα επηγγελμένα αγαθά όσοι δεν προσεκλήθησαν, και να λάβουν την πείρα των ηπειλημένων βασάνων˙ αν είχαν κληθή, ίσως θα είχαν υπακούσει. Αυτό είναι εύλογον˙ άλλ’ εφ’ όσον δεν είχαν κληθή, δεν απεδοκιμάσθησαν δικαίως˙ δεν είναι όμως αλήθεια το ότι δεν εκλήθησαν. Διότι καθώς ο Κύριος ανελαμβάνετο στον ουρανόν μετά την εκ νεκρών ανάστασιν, είπε προς τους μαθητάς του: «πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα, κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει»2 και «μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν».3 Και ότι αυτό που προσετάχθησαν οι μαθηταί, το επραγματοποίησαν, είναι ικανός να το παραστήση ο μέγας Παύλος˙ διότι λέγει: «μη ουκ ήκουσαν; Μενούνγε (και βέβαια, διότι) εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών»,4 δηλαδή των Αποστόλων. Ώστε όλοι εκλήθησαν, και δικαίως θα τιμωρηθούν εκείνοι που δεν προσήλθαν στην πίστι. Πώς λοιπόν ο Κύριος δεν είπε ότι όλοι είναι κλητοί, αλλά πολλοί; Διότι ο λόγος του τώρα είναι για αυτούς που προσήλθαν˙ γι’ αυτό και το έθεσε τούτο τελευταίο μετά την παραβολήν. Επειδή αν κάποιος που προσεκλήθη, υπακούση στην πρόσκλησι και αφού βαπτισθεί ονομασθή Χριστιανός, δεν ζήση όμως αξίως της κλήσεως, ούτε ζήση κατά Χριστόν εκπληρώνοντας τις υποσχέσεις που έδωσε βαπτιζόμενος είναι μεν κλητός, όχι όμως εκλεκτός.
Αλλά μερικοί απορούν και για κάτι άλλο, ή μάλλον κατηγορούν αυτοί που είναι χώμα και πηλός τον υπερουράνιον, οι χθεσινοί τον προαιώνιον: Γιατί, λέγουν, ο Θεός εκάλεσε εκείνους που δεν θα υπήκουαν καθόλου ή τουλάχιστον δεν θα υπήκουαν με έργα, αφού το εγνώριζε; Και ακόμη, γιατί έφερε στην ύπαρξιν εκείνους που θα κολασθούν, αφού το προεγνώριζε; Θέτουν αυτές τις ερωτήσεις επειδή δεν ακούουν εκείνο, ότι «καθόσον απέχει ο ουρανός από της γης, κατά τοσούτον απέχουσιν οι διάνοιαί μου από των διανοιών υμών, λέγει Κύριος»,5 αλλά ανακρίνουν και ελέγχουν τον απερινόητον. Πόσο διαφέρουμε εμείς από τους μύρμηκες; Δεν έχουμε από τα ίδια υλικά το φύραμά μας τούτο, το σώμα δηλαδή; Δεν τρεφόμεθα από τα ίδια; Δεν ζούμε στους ιδίους τόπους; Δε χρησιμοποιούμε τις ίδιες σχεδόν δυνάμεις; Σε μερικές μάλιστα από αυτές υπερέχουν από εμάς οι μύρμηκες˙ διότι είναι προνοητικώτεροι για τα αναγκαία και προγνωστικώτεροι για τα επιτήδεια και προθυμότεροι για την ετησία συγκομιδή. Αλλά υπερέχουμε κι εμείς από αυτούς κατά το λογικό της ψυχής μας; Τί είναι όμως αυτή η υπεροχή συγκρινομένη με την υπεροχήν του Θεού απέναντί μας;
Εάν λοιπόν και όλοι οι μύρμηκες της οικουμένης συναζόμενοι δεν θα ημπορούσαν ποτέ να γνωρίσουν και το παραμικρόν έργον ή νόημα ημών, οι οποίοι υπερέχουμε σε όλα από αυτούς, πώς εμείς θα ημπορέσωμε να κατανοήσωμε χωρίς πίστι τα έργα και τον νουν του Θεού, ο οποίος υπερέχει απειράκις απείρως από εμάς, και να αντιληφθούμε ακριβώς την ακολουθία των γεγονότων; Διότι όπως ο μέγας φωστήρ του ουρανού δεν θα ημπορούσε να κάμη την ημέραν, εάν η λαμπρότης του δεν υπερέβαινε την όρασί μας, κατά τον ίδιον τρόπον ούτε ο δημιουργός της φύσεώς μας Θεός θα ήταν πρόξενος της σωτηρίας μας, εάν ήταν καταληπτός σ’ εμάς και δεν είχε σοφία και αγαθότητα που υπερβαίνει την διάνοιά μας. Όμως εκείνοι που κατηγορούν τον Θεόν, για το ότι εκάλεσεν αυτούς που δεν επρόκειτο να υπακούσουν εμπράκτως, πώς δεν θα τον θεωρούσαν αίτιον της απωλείας εάν δεν τους είχε καλέσει; Γι’ αυτό λοιπόν τους εκάλεσε, για να μην έχη κανείς να λέγη ότι αυτός είναι αίτιος της τιμωρίας τους. Και γιατί από την αρχήν εδημιούργησεν αυτούς που πρόκειται να κολασθούν; Όχι για να τους κολάση, αλλά για να τους σώση, και αυτό γίνεται φανερόν από την πρόσκλησι˙ διότι αν ήθελε να κολάση κάποιον, δεν θα τους καλούσε όλους στην σωτηρίαν. Εάν δε εκείνος από την αγαθότητά του με έφερε στην ύπαρξι και με εκάλεσε στην σωτηρίαν, εγώ όμως εφάνηκα εκ των υστέρων κακός, έπρεπε η ιδική μου κακία και μάλιστα μη παρούσα ακόμη, να νικήση και να εμποδίση την πάντοτε υπάρχουσαν αγαθότητα; Και ποία λογικήκ ημπορεί να έχη αυτό; Όποιος όμως δεν σκέπτεται έτσι, αλλά ενοχοποιεί τον Δημιουργόν, αυτός ισχυρίζεται απροκαλύπτως ότι δεν θα έπρεπε να δημιουργηθή λογική φύσις˙ διότι ποία θα ήταν η ανάγκη του λογικού, αν δεν ήταν ελεύθερον και αυτεξούσιον; Πώς όμως θα ημπορούσε κανείς να είναι αυτεξούσιος και να έχη ελευθέραν προαίρεσι, αν δεν είχε την δυνατότητα να είναι και κακός; Και αν δεν ημπορή να γίνη κακός, βεβαίως ούτε αγαθός ημπορεί να γίνη.
Εκείνος λοιπόν που λέγει ότι δεν έπρεπε να γίνουν από τον Θεόν αυτοί που πρόκειται να κολασθούν, ισχυρίζεται πως ούτε αυτοί που πρόκειται να σωθούν έπρεπε να γίνουν, ούτε καμμία γενικώς λογική και αυτεξούσιος φύσις. Αν όμως και όλα τα άλλα έγιναν χάριν της λογικής φύσεως, εννοεί τούτο, ότι ο Θεός δεν έπρεπε να είναι δημιουργός. Βλέπετε πόση είναι η ατοπία; Αλλά με το να δημιουργηθή από τον Θεόν λογικόν και αυτεξούσιον γένος, και με την ροπήν και την διαφορετικήν χρήσι του αυτεξουσίου άλλοι επρόκειτο να γίνουν κακοί και άλλοι αγαθοί, τι θα έπρεπε λοιπόν να πράξη ο όντως αγαθός Θεός; Να μη φέρη στην ύπαρξι τους αγαθούς εξ αιτίας εκείνων που πρόκειται να γίνουν κακοί; Και τί αδικώτερο θα ημπορούσε να συλλογισθή κανείς; Διότι ακόμη και αν ένας μόνον επρόκειτο να είναι ο αγαθός, ούτε τότε θα ήταν δίκαιον να παραιτηθή ο Θεός από την δημιουργίαν˙ διότι είναι ανώτερος ο ένας που πράττει το θέλημα του Κυρίου, παρά μύριοι παράνομοι. Τί θα ειπούμε δε και σε εκείνους που διαλέγουν τον χρυσόν από την χρυσίτιδα; Μήπως να πετούν και τα ψήγματα στον ίδιον σωρό με την άχρηστο μάζα; Αλλά θα ακούσωμε, ότι τότε δεν θα εχρειάζετο η διαλογή˙ ούτε οι εκλεκτοί θα υπήρχαν, εάν δεν εκαλούντο και οι μη εκλεκτοί˙ αλλά και πώς θα εκαλούντο, εάν δεν είχαν έλθει στην ύπαρξι;
Αλλά μάλλον ας φέρωμε τον λόγο πλησιέστερα και ας ερωτήσωμε αυτούς τους ιδίους που κατηγορούν τον «θέλοντα πάντας σωθήναι»6 υπερασπιζόμενοι εκείνους που δεν θέλουν την σωτηρίαν τους. αφού είμεθα θνητοί, πρέπει κατ’ ανάγκη να τρεφώμεθα˙ επειδή λοιπόν το μεν ένα μέρος της τροφής το εκλέγει ο οργανισμός μας για την σύστασί του και το αφομοιώνει προς τον εαυτόν του, το δε άλλο, καθιστώντας το δυσώδες, το εκβάλλει ως άχρηστον διαμέσου των απεκριτικών μορίων, εσείς εξ αιτίας εκείνου που πρόκειται να καταντήση κόπρος θα αποκλείσετε τελείως την τροφήν; Ή απεναντίας θα δεχθήτε όλη την ποσότητα της τροφής χάριν του μέρους εκείνου που εκλέγεται, προσλαμβάνεται και αφομοιώνεται δια της πέψεως προς σύστασι της φύσεώς μας; Ασφαλώς δεν χρειάζονται λόγια, αφού δίδουμε εμπράκτως την απάντησι τρεφόμενοι καθημερινώς και προσφέροντας στον οργανισμό μας και την άχρηστο για μας τροφήν χάριν της καταλλήλου. Για ποίον λόγον το πράττουμε αυτό; Εξ αιτίας της εμφύτου μας φιλοζωΐας. Έτσι λοιπόν και ο Θεός χάριν της εμφύτου καλωσύνης και αγαθότητός του δεν εστέρησε από την γένεσι τους αγαθούς εξ αιτίας εκείνων που θα εγίνοντο εξ ιδίας προαιρέσεως κακοί, αλλά χάριν των αγαθών εδημιούργησε και εκείνους που πρόκειται να γίνουν κακοί. Δεν βλέπετε τους ιατρούς, ότι δεν συνιστούν πλήρη ασιτίαν ακόμη και σε εκείνους οι οποίοι από ατονία του στομάχου δεν κρατούν αλλά εξάγουν με έμετον την τροφήν; Γιατί λοιπόν τους προτρέπουν να τρέφωνται; Διότι ακριβώς κάτι προσλαμβάνει ο οργανισμός από την τροφήν, έστω και λίγο, αν και το μεγαλύτερο μέρος των φαγητών αχρηστεύεται από τους εμέτους˙ γι’ αυτό και δικαίως η ιατρική καλείται φιλάνθρωπος. Ώστε και του Θεού η αγαθότης και φιλανθρωπία αποδεικνύεται από αυτό ακόμη περισσότερον: αν και είναι ολίγοι αυτοί που φροντίζουν για την σωτηρίαν τους σχετικώς με το πλήθος των μη σωζομένων, αυτός εδημιούργησε όλον το γένος˙ και μολονότι ολίγοι θα είναι οι εκλεκτοί, αυτός από την υπερβολικήν φιλανθρωπίαν του μας εκάλεσεν όλους.
Διότι λέγει «ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, όστις εποίησε γάμους τω υιώ αυτού, και απέστειλε τους δούλους αυτού καλέσαι τους κεκλημένους εις τους γάμους, και ουκ ήθελον ελθείν». Γάμον εδώ εννοεί την συνάφφειαν του Υιού του Θεού προς την ανθρωπίνην φύσι και δι’ αυτής προς την Εκκλησίαν μας˙ έτσι και ο Παύλος όταν είπε για τον γάμον ότι «το μυστήριον τούτο μέγα εστίν» προσέθεσε «εγώ δε λέγω (το ανάγω) εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν».7 Αλλού πάλι μας λέγει «ηρμοσάμην υμάς (σας συνέδεσα) ενί ανδρί παρθένον αγνήν παραστήσαι τω Χριστώ».8 Για ποίον λόγον όμως δεν λέγει ότι ο ύψιστος Πατήρ ετέλεσε στον Υιόν του όχι έναν γάμον, αλλά γάμους; Ακριβώς επειδή ο νυμφίος των καθαρών ψυχών Χριστός, συναπτόμενος μυστικώς με κάθε τοιαύτην ψυχή, προξενεί κάθε φορά στον Πατέρα ξεχωριστή γαμήλιο χαρά. Διότι αυτός ο ίδιος είναι που λέγει ότι «χαρά γίνεται εν ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι».9 Πράγματι καρπός του αγίου Πνεύματος, το οποίον συμφιλιώνει δια της επιστροφής και επανασυνδέει με τον Χριστόν αυτούς που ζουν σε μετάνοιαν, είναι κατά τον Απόστολον η χαρά10 που περιβάλλει όλους μαζί τους ενθέους, τους ευρισκομένους στον ουρανό και στην γη. Γι’ αυτό γίνεται χαρά στον ουρανό για κάθε αμαρτωλόν που μετανοεί.
Ενώ λοιπόν ήδη ετελείτο η μυστηριώδης συνάφεια του Υιού του Θεού, ο οποίος μας εχάρισε την μετάνοια, με την ανθρωπίνην φύσιν και η μυστική χαρά συνεκροτήθη για το γεγονός αυτό από τον Θεόν και Πατέρα στους ουρανούς, απεστάλησαν οι δούλοι, ο Πρόδρομος του Κυρίου Ιωάννης, ο Ζαχαρίας τον οποίον εφόνευσαν οι Ιουδαίοι μεταξύ του Ναού και του θυσιαστηρίου, ο Θεοδόχος Συμεών και γενικώς όλοι όσοι πριν το σωτήριον Πάθος και την Ανάστασι διεκήρυξαν ότι είχεν ήδη τελεσθή η ένσαρκος έλευσις του Κυρίου στην γη. Απεστάλησαν λοιπόν αυτοί για να καλέσουν τους προσκεκλημένους, δηλαδή τους Ιουδαίους (διότι αυτοί είναι οι προσκεκλημένοι, αφού είχαν προσκληθή από πριν δια των Προφητών)˙ αλλά δεν ηθέλησαν να έλθουν, δηλαδή να πιστεύσουν και να συμμετάσχουν στην υπερφυή κοινωνία και χάρι, μολονότι είχαν πολλές φορές και προηγουμένως και τώρα προσκληθή. Πάλι λοιπόν, λέγει – ώ, τι ανέκφραστος μακροθυμία! – απέστειλεν άλλους δούλους λέγοντας˙ «ιδού το άριστόν μου (το γεύμα) ητοίμασται˙ οι ταύροι μου και τα σιτιστά τεθυμένα (έχουν σφαγή) και πάντα έτοιμα, δεύτε εις τους γάμους». Αυτοί δε, όταν το ήκουσαν αυτό άλλοι ημέλησαν και έφυγαν για αγρούς και εμπόρια. Πόσον απέχουν από αυτούς εκείνοι που αποφασίζονται σήμερα τρυγητούς και αμπέλια και εμπορευματικές ανωμαλίες και απουσιάζουν από τις ιερές Ακολουθίες και δεν προθυμοποιούνται να ακούσουν τις διδασκαλίες; Άλλοι δε, λέγει, εκράτησαν τους δούλους, τους ύβρισαν και τους εφόνευσαν. Δεν ευρίσκονται πολύ μακριά από αυτούς εκείνοι, που απειθούν και τώρα στους προστάτες της Εκκλησίας και τους συκοφαντούν μερικές φορές εχθρικώς. Άλλ’ εμείς ας αποκομίσωμε και γι’ αυτούς από την παραβολήν αυτήν το σωτήριον γλεύκος. «Ιδού», λέγει, «το άριστόν μου ητοίμασται˙ οι ταύροι μου και τα σιτιστά τεθυμένα και πάντα έτοιμα». Όντως κατά την ενανθρώπησιν του Κυρίου επραγματοποιήθη το άριστον11 από τα έργα του Θεού˙ διότι όλα όσα πριν από αυτήν κατ’ οικονομίαν έγιναν προς χάριν μας από τον Θεόν, ήσαν καλά και αγαθά, και έτειναν προς αυτόν τον σκοπόν˙ αλλά το άριστον από όλα, ή μάλλον το μόνον όντως και ασύγκριτον άριστον, είναι η ενανθρώπησις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και μάλιστα η κατάληξίς της, τα σωτήρια Πάθη και η Ανάστασι του Κυρίου˙ διότι τότε είχαν ετοιμασθή όλα τα απαιτούμενα για την ιδικήν μας σωτηρίαν, η τελεία δια σαρκός οικονομία του Υιού του Θεού, η θεόλεκτος διδασκαλία του, τα αποτελέσματα της θεανδρικής ενεργείας, η μετάδοσις του θεανθρωπίνου σώματος, το μέγα και θείον και σωτήριον θύμα, η τριήμερος εκ νεκρών Ανάστασις, η αρχή της αιωνίου ζωής και της ενθέου ευφροσύνης της. «Οι ταύροι μου», λέγει, «και τα σιτιστά τεθυμένα». Επειδή τότε ηνώθησαν και τα παλαιά με τα νέα˙ τα μεν νέα δηλούνται με την θυσία των σιτιστών (διότι αυτός που θυσιάζεται τώρα προς χάριν μας στην Εκκλησίαν είναι άρτος), τα δε παλαιά σημαίνονται με τους ταύρους12 και μεταβλήθησαν προς το θειότερον δια της νέας θυσίας.
Απεστάλησαν λοιπόν άλλοι δούλοι, οι Απόστολοι του Κυρίου, για να τα κηρύξουν αυτά και στους Ιουδαίους, διότι ο Δεσπότης εμακροθυμούσε ακόμη γι’ αυτούς. Αλλά εκείνοι όταν ήκουσαν, άλλοι ούτε καν επρόσεξαν, διότι ήσαν εντελώς προσηλωμένοι στους αγρούς και στα εμπόρια, στην γη και στα γήινα˙ άλλοι εκράτησαν και τους κήρυκες και άλλους ύβρισαν, άλλους ελιθοβόλησαν, όλους δε, όσον εξηρτάτο από αυτούς, και τους ύβρισαν και τους εφόνευσαν. «Οργισθείς ουν ο βασιλεύς», λέγει, «πέμψας (έστειλε και) απώλεσε τους φονείς εκείνους, και την πόλιν αυτών ενέπρησεν (κατέκαυσε)». Επειδή όμως και μετά από το Πάθος που του προξένησαν ακόμη μακροθυμούσε, απέστειλε αυτούς που εκαλούσαν σε μετάνοιαν, ανήγγειλλαν αμνηστεία και ευηγγελίζοντο πλουσία χορήγησι μεγάλων αγαθών, έδιδαν δε και εγγυήσεις γι’ αυτά και αρραβώνες και ασφαλείς επιβεβαιώσεις. Εκείνοι όμως όχι μόνον δεν μετενόησαν ούτε τους επρόσεξαν, αλλά ανταπέδωσαν και ύβρι και αντήμειψαν με φόνους τους ευαγγελιστάς. Έπειτα από αυτούς δικαίως στέλλει άλλους για να τους καταστρέψουν και να κατακαύσουν την πόλι τους. και ποίος δεν γνωρίζει ότι αυτά επραγματοποιήθησαν φανερώς στην Ιερουσαλήμ, την οποίαν και ευλόγως τώρα εκάλεσε πόλιν φονέων;
Επειδή δε οι προσκεκλημένοι εκείνοι πολλές φορές, και παλαιά αλλά και τώρα, απέδειξαν τους εαυτούς των όχι μόνον αναξίους της κλήσεως, αλλά και αξίους θείας οργής και πανωλεθρίας, κατ’ εντολήν του βασιλέως εξήλθαν στους δρόμους οι ίδιιο δούλοι, δηλαδή οι Απόστολοι του Κυρίου, και εμάζευσαν, λέγει, όσους ηύραν, πονηρούς και καλούς και εγέμισεν ο οίκος από παρακαθημένους στην τράπεζα. Είναι δε αυτοί οι προσκεκλημένοι εθνικοί˙ διότι μία πόλις του Θεού υπήρχε τότε, η Ιερουσαλήμ και ένας οίκος του, ο του Ισραήλ˙ και οι έξω από αυτόν, δηλαδή οι πρώην εθνικοί, ήσαν ωσάν πεταμένοι στους δρόμους˙ αυτοί ήσαν πολλοί και διάφοροι, όπως ακριβώς και τα δόγματά τους. ονομάζει δε πονηρούς και αγαθούς αυτούς που ευρέθησαν στους δρόμους και περιμαζεύθησαν, λόγω της διαφορετικής προαιρέσεως του καθενός, από την οποίαν άλλοι μεν γίνονται εκλεκτοί, παρουσιάζοντας ήθος και ζωή συνετή προς την πίστιν, άλλοι δε απομακρύνονται από τους εκλεκτούς, έχοντας ζήσει βίον αισχρόν και πονηρόν και αταίριαστον με την πίστι.
Το δεικνύει δε αυτό με τα ακόλουθα˙ «εισελθών», λέγει, «ο βασιλεύς θεάσασθαι τους ανακειμένους», δηλαδή όσους από τους προσκεκλημένους προσήλθαν. Είσοδός του για να ιδή και να ανακρίνη τους παρακαθημένους, είναι η κατά τον καιρόν της μελλούσης κρίσεως παρουσία. «Εισελθών ουν ο βασιλεύς», λέγει, «είδεν εκεί άνθρωπον μη ενδεδυμένον ένδυμα γάμου». Ένδυμα των πνευματικών γάμων είναι η αρετή την οποίαν, όποιος δεν την ενδυθή από εδώ, όχι μόνον ανάξιος του θείου εκείνου νυμφικού θαλάμου θα ευρεθή, αλλά και δεσμά και μαστιγώσεις απερίγραπτες θα υποστή. Εάν δε για κάθε ψυχήν ένδυμα είναι το σύζυγον σώμα, όποιος αυτό δεν το εφύλαξε ή δεν το εκαθάρισε εδώ με εγκράτειαν και αγνείαν και σωφροσύνην, εκεί θα το λάβη άχρηστον και ανάξιον του αφθόρου εκείνου νυμφικού θαλάμου και αίτιον της εξώσεως από εκεί. Αφού δηλαδή ήλεγξε, λέγει, και κατήσχυνεν ο βασιλεύς εκείνον που δεν είχεν ενδυθή αξίως της προσκλήσεως, είπε στους υπηρέτες: «δήσαντες αυτού χείρας και πόδας άρατε αυτόν»˙ δηλαδή αφού τον περιβάλετε με τα αναπόφευκτα δεινά, χωρίσετέ τον από την κατοικίαν και την συναυλίαν των ευφραινομένων και «εκβάλετε αυτόν εις το σκότος το εξώτερον˙ εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός (τριγμός) των οδόντων». Δικαίως λοιπόν δένονται τα χέρια και τα πόδια εκείνου, ο οποίος και εδώ εσφίγγετο από τις αλύσεις των αμαρτιών του, και εκβάλλεται στο εξώτερον σκότος απομακρυνόμενος ακόμη περισσότερον από τον Θεόν, αφού δεν έπραξεν εδώ έγρα φωτός. Εκεί δε, λέγει, θα είναι «ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων»˙ δεν θα είναι δηλαδή μόνον σκότος, αλλά και πυρ άσβεστον εκείνο το σκότος˙ επί πλέον δε και γεμάτο από ακοιμήτους σκώληκες.
Υπάρχει κλαυθμός λοιπόν εκεί και βρυγμός των οδόντων, από τις επιβαλλόμενες και στην ψυχή και στο σώμα αφόρητες οδύνες, από τις ατελείωτες κραυγές απελπισίας, από την άληκτο και ανωφελή μεταμέλεια. Και αφού είπε αυτά προσέθεσε: «πολλοί γαρ εισί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί», δεικνύοντας ότι δεν είναι ένας αυτός που θα λάβη πείραν εκείνων των δεινών, αλλά όλοι γενικώς όσοι με τα έργα τους έχουν ενδυθή ομοίαν φαυλότητα με εκείνον. Με τον ένα αυτόν δηλαδή ο Κύριος παρέστησε τι θα συμβή με τους πονηρούς εκείνους οι οποίοι προσεκλήθησαν και προσήλθαν και εβαπτίσθησαν αλλά δεν μετεβλήθησαν προς το καλλίτερον, ούτε απέβαλαν με την μετάνοια την από τις πονηρές ηδονές και τα πάθη ακαθαρσίαν.
Άλλ’ εμείς αδελφοί ας αποβάλωμε τον χιτώνα που είναι σχισμένος από την μέθη και τον κορεσμό της κοιλίας και κηλιδωμένος από την σάρκα και την ακρασίαν της και ας ενδυθούμε κατά τον Ησαΐαν ιμάτιον σωτηρίας και χιτώνα ευφροσύνης13 διαμέσου της εγκρατείας και της σωφροσύνης. Ας αποδυθούμε τον παλαιόν άνθρωπον ο οποίος φθείρεται από τις επιθυμίες της απάτης και ας ενδυθούμε τον νέον άνθρωπον, που εκτίσθη κατά Θεόν με οσιότητα και δικαιοσύνην.14 Ας αποβάλωμε από την ζωήν μας παντός είδους περιβολήν που έχει υφανθή με αρπαγήν και πλεονεξίαν, ως άσχημον και αξιοκατάκριτον ενώπιον των θείων οφθαλμών˙ ας ενδυθούμε δε ως εκλεκτοί του Θεού την ελεήμονα ευσπλαγχνίαν, ταπείνωσιν, μετριοφροσύνην, πραότητα. Και ας καταβάλωμε κάθε προσπάθεια σύμφωνα με την αποστολικήν παραίνεσι να φανούμε άξιοι της κλήσεως και της εκλογής που μας έγινε. Εάν έτσι πράξωμε δεν θα αστοχήσωμε από την επαγγελία των μελλόντων αγαθών την οποίαν ελάβαμε, και από την συγκατοίκησι με τους αϊδίως ευφραινομένους. Αυτήν είθε όλοι μας να επιτύχωμε με την χάρι και την φιλανθρωπίαν του αιωνίου και ουρανίου Νυμφίου των πνευμάτων μας Χριστού «μεθ’ ου τω Πατρί πρέπει δόξα συν τω αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. 13ος -14ος αι. – ΕΠΕ, Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, τόμ. 10, σελ. 554.
2. Μάρκ. ιστ’ 15.
3. Ματθ. κη’ 19.
4. Ρωμ. ι’ 18.
5. Ησ’. νε’ 9.
6. Α’ Τιμ. β’ 4.
7. Εφεσ’. ε’ 32.
8. Β’ Κορ. ια’ 2.
9. Λουκ. ιε’ 17.
10. Γαλ. ε’ 22.
11. Η λέξις «άριστον» στην αρχαίαν ελληνική σημαίνει και γεύμα.
12. Επειδή αυτοί εθυσιάζοντο στην παλαιά λατρεία.
13. Πρβλ. Ησ’. ξα’ 10.
14. Πρβλ. Εφ. δ’ 22-24.

Από το βιβλίο «ΠΑΤΕΡΙΚΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ»

Ομιλίες των Αγίων Πατέρων και Μεγάλων Διδασκάλων της Εκκλησίας
σε όλες τις Κυριακές του έτους.

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Σελ. 265 – 273.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.