Κυριακή ΙΔ. Λουκά: η θεραπεία του τυφλού Βαρτίμαιου – Ιερομ. Κοσμά του Δοχειαρίτου.

(Ματθ. κ, 29-34. Μάρκ. Ι, 46-52. Λουκ. ιη, 35-43).

Έρχονται στην Ιεριχώ. Καθώς ο Ιησούς, οι μαθητές του και πολύς κόσμος έβγαιναν από την πόλη, ένας τυφλός, ο Βαρτίμαιος, γιος του Τιμαίου, καθόταν στην άκρη του δρόμου και Όταν άκουσε το πλήθος που περνούσε, ρώτησε να μάθει τι συνέβαινε. Του είπαν ότι περνάει ο Ιησούς ο Ναζωραίος. Τότε εκείνος άρχισε να φωνάζει δυνατά: «Ιησού, Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!»1. Πολλοί τον μάλωναν για να σωπάσει, εκείνος όμως φώναζε ακόμη πιο πολύ: «Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!». Τότε ο Ιησούς στάθηκε και είπε: «Φωνάξτε τον». φωνάζουν τον τυφλό και του λένε: «Θάρρος, σήκω, σε φωνάζει». Εκείνος πέταξε το πανωφόρι του, πετάχτηκε πάνω και ήρθε κοντά στον Ιησού.

«Τί θέλεις να σου κάνω;» τον ρώτησε ο Ιησούς. Ο τυφλός του αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, θέλω να αποχτήσω το φως μου». Κι ο Ιησούς του είπε: «Ν’ αποκτήσεις το φως σου! Η πίστη σου σε έσωσε».2 Αμέσως ο τυφλός βρήκε το φως του κι ακολουθούσε τον Ιησού δοξάζοντας τον Θεό. Και όλος ο κόσμος, όταν τον είδε, δοξολογούσε τον Θεό.

ΣΧΟΛΙΑ.

(1)Τότε εκείνος άρχισε να φωνάζει δυνατά: «Ιησού, Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!».

Ο τυφλός του σημερινού Ευαγγελίου είχε βεβλαμμένα τα όμματα του σώματος υπό σωματικής ασθενείας˙ ημείς έχομεν εσκοτισμένους τους οφθαλμούς της ψυχής υπό των αμαρτημάτων της προαιρέσεως˙ εκείνος δεν έβλεπε τα επίγεια, ημείς δεν βλέπομεν τα επουράνια. Άλλ’ ο μεν τυφλός, ακούσας ότι ο Ιησούς Χριστός διήρχετο δια της οδού, όπου αυτός εκάθητο, ευθύς μετά προθυμίας μεγάλης εζήτει το φως των οφθαλμών αυτού, κραυγάζων με μεγάλας φωνάς «Ιησού υιέ Δαβίδ, ελέησόν με» (Λουκ. ιη’, 38)˙ ημείς δε, και αν πιστεύωμεν, ότι ο αυτός Ιησούς Χριστός ευρίσκεται ενώπιον ημών δια παντός, και αν λέγωμεν «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μού εστίν, ίνα μη σαλευθώ» (Ψαλμ. ιε’, 8), ουδόλως όμως φροντίζομεν περί της συγχωρήσεως των αμαρτιών ημών, ούτε κραυγάζομεν εκ ψυχής το «Ελέησον ημάς Υιέ Δαβίδ.».

Ας μιμηθώμεν, αδελφοί, σήμερον τον τυφλόν, ας παρακαλέσωμεν και ημείς προθύμως, όπως εκείνος, ας βοήσωμεν και ημείς, Ιησού Υιέ Δαβίδ, ελέησον ημάς, άνοιξον ημών τα όμματα της ψυχής, ίνα ίδωμεν τα θαυμάσιά σου, και, κατανοήσαντες της σημερινής ευαγγελικής σου φωνής, την δύναμιν, απροσκόπτως να πορευθώμεν την μακαρίαν οδόν των αγίων σου προσταγμάτων.
(Αρχιερεύς, Νικηφόρος Θεοτόκης.)

(2)«Τί θέλεις να σου κάνω;» τον ρώτησε ο Ιησούς. Ο τυφλός του αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, θέλω να αποχτήσω το φως μου…

Εισήκουσεν ο φιλάνθρωπος την ελεεινήν φωνήν του τυφλού, εισήκουσε το «Ελέησόν με, Υιέ Δαβίδ»˙ όθεν εστάθη, και δεν επεριπάτει˙ σταθείς δε διέταξε να φέρωσι τον τυφλόν ενώπιον αυτού˙ όταν δε εσταμάτησαν αυτόν πλησίον αυτού, τότε ηρώτησεν αυτόν˙ Τί θέλεις ίνα ποιήσω εις σε; Ο δε τυφλός απεκρίθη˙ Κύριε, το φως των οφθαλμών μου θέλω, τούτο θέλω παρά σου, ίνα ανοίξης τα όμματά μου, όπως ίδω το φως.

Άλλ’ άρα γε δεν εγνώριζεν ο Θεάνθρωπος τί εζήτει ο τυφλός; Άπαγε! Αυτός, ως Θεός αληθινός, και τους κρυπτούς διαλογισμούς των καρδιών των ανθρώπων εγνώριζεν˙ έδειξε δε τούτο όταν εφανέρωσε τους διαλογισμούς των μαθητών αυτού, οίτινες «διελογίζοντο εν εαυτοίς, λέγοντες, «ότι άρτους ουκ ελάβομεν» (Ματθ. ιστ’, 7)˙ ομοίως και τους διαλογισμούς των γραμματέων, οίτινες ήσαν καθήμενοι και διαλογιζόμενοι εις τας καρδίας αυτών, «Τι ούτος ούτω λαλεί βλασφημίας;» (Μάρκ. β’. 7).

Ηρώτησεν όμως αυτόν, πρώτον μεν δια να δείξη, ότι εις παν έργον αγαθόν είναι αναγκαία και η συνδρομή της θελήσεως του ανθρώπου˙ δεύτερον δε ίνα πάντες οι ευρισκόμενοι πλησίον, ακούσαντες και εξ αυτού του στόματος του τυφλού, ότι είναι τυφλός και ζητεί το φως των οφθαλμών αυτού, μηδόλως αμφιβάλλωσι περί της θαυματουργικής ιατρείας αυτού˙ τρίτον δε, δια να φανερώση, ότι όχι άλλο τι, άλλ’ εκείνο, όπερ εζήτησεν, έλαβεν ο τυφλός, εκ τούτου δε να φανερωθή και η πίστις αυτού.

Αυτός ήτο όχι μόνον τυφλός, αλλά και πάμπτωχος, διότι, καθήμενος εις την οδόν, εζήτει ελεημοσύνην˙ όθεν οι παρόντες ηδύναντο να υποπτευθώσιν, ότι κραυγάζων το «Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με», δεν εζήτει παρά του Ιησού Χριστού το φως αυτού, άλλ’ ελεημοσύνην, καθώς και παρά των άλλων, οι οποίοι διέβαινον απ’ εκεί˙ ερωτηθείς δε, και ειπών, ότι ζητεί το φως αυτού, αφήρεσε πάσαν υποψίαν, και έδειξεν εις πάντας την εις Χριστόν πίστιν αυτού
(Αρχιερεύς, Νικηφόρος Θεοτόκης.)

Από το βιβλίο: «Ιησούς Χριστός: Βίος, Διδασκαλία, Θαύματα», Β’ τόμος, του Ιερομονάχου Κοσμά του Δοχειαρίτου.

Ιερόν Δοχειαρίτικον Κελλίον, Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Αγιον Ορος 2011.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Κυριακή ΙΔ. Λουκά: η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., λόγος Γερμανού Β. Κωνσταντινουπόλεως, εις την θεραπεία του τυφλού της Ιεριχούς.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.