16 Αυγούστου, Ανάμνησις της προσκυνήσεως του Αγίου Μανδηλιου: Συναξάριον, Ακολουθία, Χαιρετισμοί.

Το Άγιον Μανδήλιον (1)

Του Οσίου πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου

Τω αυτώ μηνί (Αυγούστω) Ις’, η ανάμνησις της εισόδου της αχειροτεύκτου μορφής του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εκ της Εδεσσηνών πόλεως, εις ταύτην την θεοφύλακτον και βασιλίδα ανακομισθείσης2.

Εν σινδόνι ζών εξεμάξω σην θέαν,
Ο νεκρός εισδύς έσχατον την σινδόνα.

Εις το Κεράμιον.

Αχειρότευκτον χειρότευκτος σον τύπον,
Φέρει Κέραμος παντοτεύκτα Χριστέ μου.

Ο΄ταν ο Κύριος και μέγας Θεός και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός επί της γης ευρισκόμενος, εποίει θαύματα πολλά και εξαίσια, διά της αυτού αγαθότητος, καθώς ταύτα αναφέρονται εις τα θεία και Ιερά Ευαγγέλια, όθεν η φήμη αυτών εδιαλαλείτο εις κάθε μέρος του κόσμου, τότε και ο τοπάρχης της Εδέσσης, Αύγαρος ονομαζόμενος, ακούσας την τοιαύτην φήμην, επεθύμησε να υπάγη εις την Ιερουσαλήμ, διά να ιδή τον Κύριον με τους ιδίους του οφθαλμούς. Δέν εδύνετο όμως, επειδή έπεσεν εις ασθένειαν και πάθος ανιάτρευτον. Διότι λέπρα μαύρη ευγήκεν εις όλον το σώμά του, η οποία κατέτρωγεν αυτό και κατέφθειρε. Και προς τούτοις ετυράννει αυτόν και μία άλλη ασθένεια, αρθρίτις ονομαζομένη, διατί ευρίσκεται εις όλα τα άρθρα, ήτοι εις τας αρμονίας και κλειδώσεις του σώματος. Και η μεν λέπρα, επροξένει εις αυτόν ασχημίαν, και ταλαιπωρίαν μεγάλην, η δε αρθρίτις, επροξένει πόνους δριμυτάτους. Όθεν διά τα δύω πάθη αυτά, δεν εύγαινεν έξω του οίκου του, ούτε όλως εφαίνετο εις τους υπηκόους του.

Κατά δε τας ημέρας του Σωτηρίου Πάθους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, έγραψε μίαν επιστολήν προς τον Κύριον, την οποίαν έστειλεν εις αυτόν με κάποιον Ανανίαν, εις τον οποίον παρήγγειλε να ιστορήση το μέγεθος του σώματος του Κυρίου, και το χρώμα των τριχών, και του αγίου προσώπου του. Και απλώς, να εικονίση με κάθε ακρίβειαν τον χαρακτήρα όλου του σώματός του, και να τον φέρη εις αυτόν. Ήξευρε γαρ άκρως την ζωγραφικήν τέχνην ο Ανανίας. Η δε επιστολή του Αυγάρου περιείχε τα λόγια ταύτα.

«Αύγαρος τοπάρχης πόλεως Εδέσσης, Ιησού Σωτήρι, αγαθώ Ιατρώ αναφανέντι εν Ιεροσολύμοις. Ηκούσθησαν εις εμένα τα περί σου φημιζόμενα θαύματα, και αι ιατρείαι, οπού γίνονται από λόγου σου, χωρίς ιατρικά βότανα. Ως γαρ η φήμη διαλαλεί, εσύ κάμνεις τους τυφλούς να αναβλέπουν, τους κουτζούς να περιπατούν. Εσύ καθαρίζεις τους λεπρούς. Εσύ διώκεις τα ακάθαρτα πνεύματα και τους δαίμονας. Εσύ ιατρεύεις εκείνους, οπού πάσχουν από μακράς και πολυχρονίους ασθενείας. Εσύ ανασταίνεις και νεκρούς. Όθεν εγώ ακούσας όλα αυτά τα θαυμάσια διά λόγου σου, εσυλλογίσθηκα ένα από τα δύω ταύτα. Ή πως εσύ, οπού κάμνεις τοιαύτα, είσαι Υιός Θεού, ή πως είσαι Θεός. Διά τούτο λοιπόν έγραψα προς σε, και σε παρακαλώ να λάβης τον κόπον και να έλθης εις εμένα, διά να ιατρεύσης το πάθος οπού έχω. Ήκουσα δε και τούτο, ότι οι Ιουδαίοι γογγύζουσι κατά σού, και έχουν σκοπόν να σε κακοποιήσουν. Η εδική μου δε πόλις Έδεσσα είναι μικροτάτη μεν, αλλά σεμνή. Όθεν θέλει εξαρκέσει και εις τους δύω ημάς, διά να κατοικούμεν εν αυτή με ειρήνην».

Ο Ανανίας λοιπόν πηγαίνωντας εις την Ιερουσαλήμ, έδωκεν εις τον Κύριον την ανωτέρω επιστολήν, και έπειτα έβλεπεν εις το άγιον αυτού πρόσωπον επιμελώς και μετά προσοχής μεγάλης. Και επειδή δεν εδύνετο να πλησιάση κοντά εις τον Κύριον, διά το πολύ πλήθος του λαού, οπού εσύντρεχεν, ανέβη και εκάθησεν επάνω εις μίαν πέτραν, η οποία εξείχεν ολίγον από την γήν. Και ευθύς με το ομμάτι μεν, έβλεπεν εις το πρόσωπον του Κυρίου, με την χείρα δε, έγγιζεν εις το χαρτίον και εσχεδίαζε την του προσώπου ομοίωσιν, δεν εδύνετο όμως να ιστορήση ακριβώς το άγιον αυτού πρόσωπον. Διατί, άλλοτε μεν αυτό, εφαίνετο με άλλην θεωρίαν, άλλοτε πάλιν, άλλαζεν εις άλλην θεωρίαν. Τότε ο Κύριος, ο των καρδιών εξεταστής, και των κρυφίων γνώστης, γνωρίσας τον εγκάρδιον σκοπόν του Ανανίου, εζήτησε νερόν διά να νιφθή. Αφ’ ου δε ενίφθη, εδόθη εις αυτόν ένα πανίον διπλωμένον με τέσσαρας δίπλας, και με αυτό απεσπόγγισε το θείον και άχραντον αυτού πρόσωπον, και ω του θαύματος! παρευθύς ετυπώθη εις το τετράδιπλον εκείνο μανδύλιον, το θεανδρικόν
αυτού πρόσωπον.

Όθεν πέρνωντας αυτό, το έδωκεν εις τον Ανανίαν, λέγων αυτώ, απόδος τούτο εις εκείνον οπού σε έστειλεν. Έγραψε δε και επιστολήν εις τον Αύγαρον, ήτις περιείχε τα κάτωθεν λόγια.

Η προς τον Αύγαρον επιστολή του Κυρίου.

«Μακάριος είσαι ω Αύγαρε, επειδή και χωρίς να με ιδής, επίστευσας εις εμέ. Είναι γαρ γεγραμμένον διά λόγου μου, ότι εκείνοι μεν, οπού με είδον με τους οφθαλμούς των, δεν πιστεύουσιν εις εμένα. Ίνα, εκείνοι οπού δεν με είδον, πιστεύσουν δε εις εμένα, ζήσουν1. Διά τον λόγον δε εκείνον, οπού μοι γράφεις, ότι να έλθω προς εσένα, ήξευρε, ότι πρέπει να τελειώσω όλα εκείνα τα έργα, διά τα οποία απεστάλην εις τον κόσμον από τον Πατέρα μου. Και αφ’ ου ταύτα τελειώσω και αναληφθώ εις τους Ουρανούς προς τον αποστείλαντά με Πατέρα, τότε θέλω σοι αποστείλω ένα μαθητήν μου, Θαδδαίον ονομαζόμενον, ο οποίος και το πάθος σου θέλει ιατρεύσει, και ζωήν αιώνιον, και ειρήνην εν τω βίω τούτω θέλει χαρίσει, και εις εσένα και εις τους μετά σου όντας. Αλλά και εις την πόλιν σου Έδεσσαν θέλει βοηθήσει αρκετά, ίνα μη νικήση αυτήν κανένας εχθρός». Εις το τέλος δε της επιστολής έβαλε βούλλας επτά, αι οποίαι ήτον σημαδευμέναι με εβραϊκά γράμματα, τα οποία μεθερμηνευόμενα, δηλούσι ταύτα· «Θεού θέα, θείον θαύμα»1.

Δεξάμενος δε ο Αύγαρος τον Ανανίαν περιχαρώς, έπεσε και επροσκύνησε την αγίαν και άχραντον εικόνα του Κυρίου, με πίστιν και πόθον πολύν, όθεν παρευθύς ιατρεύθη από την ασθένειαν οπού είχεν, έμεινε δε εις μόνον το μέτωπόν του ολίγον τι από την λέπραν. Μετά δε το σωτήριον Πάθος και την Ανάστασιν και την εις Ουρανούς Ανάληψιν του Κυρίου, επήγεν ο Απόστολος Θαδδαίος2 εις την Έδεσσαν, και εβάπτισε τον Αύγαρον και όλους τους ανθρώπους του, εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Ευθύς δε οπού ο Αύγαρος ευγήκεν από την αγίαν κολυμβήθραν, εκαθαρίσθη και εκείνη η ολίγη λέπρα, οπού έμεινεν εις το μέτωπόν του. Από τότε δε και ύστερον ετίμα ο Αύγαρος και εσέβετο με κάθε λογής τρόπον, τον θείον χαρακτήρα του Κυρίου και το ομοίωμα. Επειδή δε ήθελε να τιμούν και να προσκυνούν αυτόν παρομοίως και όλοι οι της Εδέσσης εγκάτοικοι, διά τούτο, κοντά εις τα άλλα καλά οπού έκαμεν, επρόσθεσε και το ακόλουθον.

Ένας παλαιός και λαμπρός πολίτης της Εδέσσης Έλληνας, έστησε τον εδικόν του ανδριάντα επάνω εις την δημοσίαν πόρταν της Εδέσσης. Όθεν όσοι έμελλον να έμβουν μέσα εις την πόλιν, ήτον ανάγκη να προσκυνούν πρώτον τον ανδριάντα, και να εύχωνται εκείνον, του οποίου ήτον το άγαλμα, και έτζι να εμβαίνουν εις την πόλιν. Τούτον λοιπόν τον ακάθαρτον ανδριάντα κρημνίσας ο Αύγαρος και αφανίσας, εις τον τόπον εκείνου έστησε την αχειροποίητον εικόνα του Δεσπότου Χριστού, κολλήσας αυτήν επάνω εις σανίδα και καλλωπίσας, έγραψε δε και επάνω εις αυτήν τα λόγια ταύτα· «Χριστέ ο Θεός, ο εις σε ελπίζων ουκ αποτυγχάνει ποτέ».

Εξέδωκε δε και προσταγήν και νόμον έγγραφον, ότι όποιος εμβαίνει από την πόρταν εκείνην της πόλεως, πρέπει να αποδίδη πρώτον κάθε σέβας και προσκύνησιν, εις την θαυματουργόν εκείνην και τιμίαν εικόνα του Κυρίου, και έτζι να εμβαίνη εις την πόλιν. Εφυλάττετο λοιπόν η προσταγή αυτή και ο νόμος, έως εις το τέλος της ζωής του Αυγάρου και του υιού του. Αφ’ ου δε ο έγγονος τούτου έγινε διάδοχος της πατρικής εξουσίας, απεστράφη την ευσέβειαν, και εγύρισε θεληματικώς εις την θρησκείαν των ειδώλων. Όθεν ηθέλησε να στήση επάνω εις την πόρταν της Εδέσσης ανδριάντα δαιμονικόν, και να κρημνίση την του Χριστού εικόνα. Τούτο δε γνωρίσας από θείαν αποκάλυψιν ο τότε της Εδέσσης Επίσκοπος, έδειξε την πρέπουσαν περί τούτου φροντίδα και επιμέλειαν. Επειδή γαρ ο άνω τόπος της πόρτας ήτον βαθουλός, κατεσκευασμένος με θόλον ωσάν σχήμα κυλίνδρου, διά τούτο άναψε μεν, έμπροσθεν της αγίας εικόνος του Χριστού λύχνον, έβαλε δε, έμπροσθεν αυτού κεραμίδα, και κτίσας τον τόπον έξωθεν με πλίνθους, και χρίσας με ασβέστην, έκλεισε το ένδοθεν μέρος, και ίσασε το τείχος εις ομαλήν επιφάνειαν. Όθεν με το να μη εφαίνετο πλέον η εικών του Κυρίου, εμποδίσθη ο δυσσεβής από τον σκοπόν του, και δεν εκρήμνισε την αγίαν εικόνα.

Χρόνοι επέρασαν πολλοί εν τω μεταξύ, τόσον οπού, τινάς δεν ενθυμείτο εις ποίον μέρος ήτον κεκρυμμένη η αγία εικών. Όταν δε ο βασιλεύς των Περσών Χοσρόης, επί Ηρακλείου βασιλέως Ρωμαίων, εν έτει από Χριστού χιε΄ [615], επολέμει τας πόλεις της Ασίας, έφθασε και έως εις την Έδεσσαν. Όθεν με το να εκίνησεν εναντίον αυτής κάθε μηχανήν, έβαλεν εις φόβον και αγωνίαν τους πολίτας, οι οποίοι επρόσφυγαν εις τον Θεόν, και παρακαλέσαντες αυτόν μετά δακρύων, ευρήκαν την σωτηρίαν ογλίγωρα. Διότι μίαν νύκτα φαίνεται εις τον Επίσκοπον Ευλάβιον ονομαζόμενον, μία γυναίκα ενδοξοτάτη, η οποία είπεν εις αυτόν, ότι πολλά καλά θέλεις πράξεις, εάν λάβης την επάνω της πόρτας της πόλεως κεκρυμμένην αχειροποίητον εικόνα του Χριστού, δείξασα και τον τόπον με το χέρι της. Ο δε Επίσκοπος πηγαίνωντας εις τον τόπον, και σκάψας, ω του θαύματος! ευρήκε την μεν θείαν εικόνα του Κυρίου, σώαν και αδιάφθαρτον· τον δε λύχνον ευρήκεν αναμμένον ύστερα από πεντακοσίους χρόνους και επέκεινα. Αλλά και εις την κεραμίδα, την οποίαν ο τότε
Επίσκοπος έβαλεν έμπροσθεν του αγίου μανδυλίου, εις την κεραμίδα λέγω εκείνην, ευρήκεν εκτυπωμένην άλλην εικόνα του Κυρίου, απαράλλακτον με την εν τω αγίω μανδυλίω.

Ταύτα δε τα δύω θεία εκτυπώματα και τας εικόνας του Κυρίου, βλέποντες οι της Εδέσσης πολίται, όλοι εγέμωσαν από πνευματικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Πέρνωντας λοιπόν ο Επίσκοπος την αγίαν εικόνα του Κυρίου, και λιτανείαν ποιήσας με αυτήν, επήγεν εις τον τόπον της πόλεως, εις τον οποίον έσκαπταν από έξω οι Πέρσαι, καθώς από τον ήχον των χαλκών οργάνων τους εκατάλαβαν. Όταν δε επλησίασεν εκεί κοντά ο Επίσκοπος, έρριψεν από το λάδι του λύχνου εις την ετοιμασμένην υπό των Εδεσσηνών φωτίαν, και παρευθύς η φωτία ανάψασα, αφάνισεν όλους τους Πέρσας. Αλλά και εις την φωτίαν οπού άναψαν έξω της Εδέσσης οι Πέρσαι, την οποίαν έτρεφον ξύλα άπειρα, τα οποία εκόπησαν από τα εκεί πλησιάζοντα δένδρα, και εις ταύτην λέγω την φωτίαν, ευθύς οπού επλησίασεν ο Επίσκοπος ομού με την θείαν εικόνα, ευθύς εσηκώθη ένας δυνατός άνεμος, και γυρίσας την φλόγα κατά των Περσών, εδίωκε τούτους και εκατάκαιεν. Όθεν ταύτα παθόντες οι Πέρσαι, ανεχώρησαν άπρακτοι.

Επειδή δε εις την Βασιλεύουσαν των πόλεων εσύντρεχον όλα τα καλά, ήτον δε Θεού θέλημα να θησαυρισθή εις αυτήν μαζί με τα άλλα καλά, και η αχειροποίητος αύτη και άχραντος εικών του Κυρίου, διά τούτο ο τότε βασιλεύς των Ρωμαίων Ρωμανός, (ο Νέος δηλαδή ο του Πορφυρογεννήτου Κωνσταντίνου υιός, ο βασιλεύσας κατά τους εννακοσίους πενηνταεννέα χρόνους, όστις ελέγετο Νέος, προς διαφοράν του μητροπάτορος αυτού Ρωμανού, γέροντος όντος) σπουδήν έβαλε πολλήν να πλουτίση και με τον πλούτον της αχειροποιήτου ταύτης εικόνος την Βασιλεύουσαν. Όθεν κατά διαφόρους καιρούς έστειλεν εις την Έδεσσαν και εζήτησε την θεανδρικήν εικόνα του Κυρίου, από τον εκείσε ευρισκόμενον Αμηράν, δούς εις αυτόν χάριν του τοιούτου θησαυρού, δώδεκα χιλιάδας αργύρια, και ελευθερώσας και διακοσίους Σαρακηνούς, τους οποίους έτυχε τότε να έχη σκλαβωμένους. Ου μόνον δε ταύτα εποίησεν, αλλά και υποσχέσεις έδωκεν ασφαλείς ενώπιον πολλών, ότι εις το εξής να μη πολεμούσι τα στρατεύματα των Ρωμαίων τους Σαρακηνούς. Με ταύτα λοιπόν και τα τοιαύτα επέτυχε
της αιτήσεως, τελειώσας όλα όσα υπεσχέθη1.

Όθεν επειδή έδωκεν ο Αμηράς, εις το να αποσταλή τω Ρωμανώ η θεία εικών, τούτου χάριν ο Σαμοσάτων Επίσκοπος, και ο Εδέσσης, και άλλοι τινές ευλαβείς, πέρνοντες το άγιον εικόνισμα του Κυρίου (καί την χριστόγραφον επιστολήν)1 άρχισαν την οδοιπορίαν διά την Κωνσταντινούπολιν. Πολλά δε θαύματα εγίνοντο εις τον δρόμον. Όταν δε έφθασαν εις την τοποθεσίαν την καλουμένην των Οπτημάτων, εν τω Ναώ της Θεοτόκου τω καλουμένω του Ευσεβίου, πολλοί ασθενείς επρόστρεξαν μετά πίστεως, εις τον άγιον χαρακτήρα του Κυρίου, και ιατρεύθησαν από τας διαφόρους των ασθενείας. Τότε δε προσήλθε και ένας δαιμονισμένος, ο οποίος ταύτα επροφήτευσε λέγων, απόλαβε ω Κωνσταντινούπολις δόξαν και τιμήν και χαράν. Και συ Πορφυρογέννητε, απόλαβε την βασιλείαν σου. Και παρευθύς ιατρεύθη ο άνθρωπος από το δαιμόνιον. Κατά δε τους ςυξζ΄ [6467] χρόνους από κτίσεως κόσμου, εν τη δεκάτη πέμπτη του Αυγούστου μηνός, εν έτει δε από Χριστού εννακοσιοστώ πεντηκοστώ ενάτω, επί Ρωμανού του βασιλέως, έφθασαν οι ανωτέρω Αρχιερείς εις την Κωνσταντινούπολιν,
και επήγαν εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν, φέροντες μαζί των και την αγίαν εικόνα του Κυρίου, η οποία σεβασμίως και περιχαρώς επροσκυνήθη, τόσον από τους βασιλείς, όσον και από τους άρχοντας και τον λοιπόν λαόν.

Εις δε την αυρινήν ημέραν, ήτοι κατά την παρούσαν δεκάτην έκτην του Αυγούστου, πέρνοντες την αγίαν εικόνα επάνω εις τους ώμους των ο Πατριάρχης Θεοφύλακτος, και οι νεάζοντες βασιλείς, (ο γαρ Ρωμανός δεν ήτον παρών, διατί ήτον ασθενής) αλλά και όλη η γερουσία με όλον το πλήρωμα της Εκκλησίας, παρέπεμψαν την αγίαν εικόνα με την πρέπουσαν δορυφορίαν, έως εις την καλουμένην Χρυσήν πόρταν. Έπειτα πέρνοντες αυτήν από εκεί με ψαλμούς και ύμνους, και με μυριάδας λαμπάδας και φώτα, επήγαν εις τον περιώνυμον και μεγαλώτατον της του Θεού Σοφίας Ναόν. Και εκεί ποιήσαντες την αρμόζουσαν τάξιν, ανέβηκαν εις τα βασιλικά παλάτια, και εμβαίνοντες μέσα εις τον Ναόν της Θεοτόκου τον επονομαζόμενον του Φάρου, εκεί απόθεσαν το άγιον και τίμιον εκτύπωμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Εις δόξαν των Χριστιανών, εις φύλαξιν των βασιλέων, εις ασφάλειαν όλης της Πόλεως, και της των Χριστιανών καταστάσεως1.

Υποσημείωσεις.

Σημειούμεν εδώ, ότι επειδή κατά την δεκάτην έκτην ταύτην του Αυγούστου, εορτάζεται η από Εδέσσης εις Κωνσταντινούπολιν μετακομιδή της αχειροποιήτου εικόνος του Κυρίου, τούτου χάριν παρεκάλεσάν με τινές φιλόκαλοι αδελφοί, και εποίησα δύω δοξαστικά τροπάρια, εν εις τα πρώτα στιχηρά, και έτερον εις τα από στίχου, α και έγραψα εν τω τέλει του Αυγούστου. Όθεν όποιος αγαπά, ας τα ψάλη. [Σ.τ.ε.: Παρατίθενται εις το τέλος του παρόντος τρίτου τόμου.]

1. Τούτο φαίνεται, ότι παρεξέσθη από το λόγιον εκείνο οπού είπεν ο Θεός προς τον Ησαΐαν· «Ακοή ακούσατε, και ου μη συνήτε, και βλέποντες βλέψετε, και ου μη ίδητε» (Ησ. ²΄, 10). Το γάρ, ου μη ίδητε τούτο, νοείται αντί του, ου μη πιστεύσητε. Τούτο δε δηλοί και εκείνο οπού είπεν εν Ευαγγελίοις ο Κύριος· «Ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσιν (ήτοι πιστεύσωσι) και οι βλέποντες, τυφλοί γένωνται (ήτοι ίνα μείνωσιν εν τη απιστία)» (Ιω. θ΄, 35). Το δε ίνα ενταύθα, δεν είναι αιτιολογικόν, αλλά αποβατικόν, ήγουν, όχι διατί οι ιδόντες δεν επίστευσαν, διά τούτο οι μη ιδόντες επίστευσαν εις εμένα και έζησαν. Αλλ’ ότι, εκείνων μη θελησάντων πιστεύσαι και ζήσαι, εκ τούτου απέβη, το να πιστεύσουν ούτοι και να ζήσουν. Καθώς είναι και εκείνο το εν Ευαγγελίοις ειρημένον περί του τυφλού· «Ούτε ούτος ήμαρτεν, ούτε οι γονείς αυτού, αλλ’ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ», ως ερμηνεύουσιν αυτό ο Χρυσορρήμων και ο Θεοφύλακτος.

1. Σημείωσαι, ότι ο πρωτοσπαθάριος Γεώργιος ο Μανιάκης, στρατηγός ων εις τας χώρας πέριξ του Ευφράτου ποταμού, επήρε την Έδεσσαν, όπου ευρήκε και την ιδιόγραφον ταύτην επιστολήν του Κυρίου, και απέστειλεν αυτήν εις τον βασιλέα Ρωμανόν Αργυρόπουλον εν έτει #ακη΄ [1028]. (Όρα τον Μελέτιον, τόμ. β΄, σελ. 388.) Λέγει δε ο Θεοφάνης και ο Κωδινός, ότι επί Μιχαήλ του Παφλαγόνος έγινε λιτανεία, εν η εβάσταζον οι του βασιλέως αδελφοί, ο μεν, την προς Αύγαρον ταύτην επιστολήν του Κυρίου, ο δε, τα σπάργανα αυτού (σελ. 1152 της Δωδεκαβίβλου του Δοσιθέου).

2. Ούτος ο Απόστολος Θαδδαίος ήτον από την Έδεσσαν, και εορτάζεται κατά την εικοστήν πρώτην του Αυγούστου. Γράφει δε Γεώργιος ο Σύγγελος εν τη Χρονογραφία, ότι ο Απόστολος ούτος Θαδδαίος επήγεν εις την Έδεσσαν, κατά τον αυτόν χρόνον, καθ’ όν επίστευσεν ο Παύλος, ήτοι εν τω τριακοστώ έκτω έτει από Χριστού. Ο δε Παμφίλου Ευσέβιος, εν κεφ. ιγ΄ του α΄ βιβλίου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, παρασταίνει και τας ανωτέρω αμοιβαίας δύω επιστολάς του Αυγάρου προς τον Ιησούν, και του Ιησού προς τον Αύγαρον, λέγων, ότι παρέλαβεν αυτάς από τα αρχαία βασιλικά παλάτια της Εδέσσης, εις τα οποία εφυλάττοντο αύται παλαιόθεν. Επιβεβαιοί δε τα του Ευσεβίου και ο θείος Εφραίμ ο Σύρος, ο και της Εδεσσηνών Εκκλησίας χρηματίσας Διάκονος. Τάς επιστολάς ταύτας του Αυγάρου, και του Κυρίου, εδέχθησαν, ο Προκόπιος, ο Ευάγριος, ο Κεδρηνός, και Θεόδωρος ο Στουδίτης, παρά Αλεξάνδρω τω Nατάλει. (Όρα σελ. 216 της Δωδεκαβίβλου.) Και αγκαλά οι υστερινοί κριτικοί με κάποια επιχειρήματα αγωνίζονται να δείξουν επίπλαστον, τόσον την ιστορίαν
αυτήν την περί του Αποστόλου Θαδδαίου, όσον και τας ανωτέρω δύω επιστολάς. Όμως Αυγουστίνος ο Καλμέτος εν τω λεξικώ της θείας Γραφής, εν τη λέξει Αύγαρος, άριστα σημειόνοι, ότι αν και δώσωμεν, πως έξω μεν εισήχθησαν κάποιαί τινες περιστάσεις, εις τα ανωτέρω ιστορούμενα, μόλον τούτο δεν ακολουθεί εκ τούτου να μη αληθεύη η ουσία του πράγματος. (Όρα εις την νεοτύπωτον Εκατονταετηρίδα, σελ. 126.) Ουκ ορθώς δε λέγει ο Σύγγελος, ότι ο Απόστολος Θαδδαίος ήτον ένας από τους Εβδομήκοντα, καθότι αυτός ήτον εις των Δώδεκα.

1. Ο δε Μελέτιος λέγει, ότι η Έδεσσα, εις καιρόν οπού εκινδύνευε να κυριευθή από τους Ρωμαίους οπού την επολιόρκουν, ούσαν πρότερον κυριευμένην από τους Αγαρηνούς, τότε, λέγω, διά να φύγωσιν οι Εδεσσηνοί την αιχμαλωσίαν, έδωκαν λύτρον εαυτών την ρηθείσαν εικόνα του Κυρίου, την οποίαν υπεδέχθη ο βασιλεύς με λαμπράν και πρέπουσαν δορυφορίαν (τόμ. β΄, σελ. 354 της Εκκλησιαστικής Ιστορίας). Γράφει δε ο αυτός, και ότι Nικηφόρος ο Φωκάς, ο εν έτει 963 βασιλεύσας, τω δευτέρω έτει της βασιλείας του, έφερεν εις Κωνσταντινούπολιν το εκτύπωμα του Σωτήρος Χριστού, το οποίον εύρεν εις Κέραμον κατά την Ιεράπολιν της Συρίας. Ίσως δε το εκτύπωμα αυτό, ήτον εκείνο, οπού εικονίσθη εις την κεραμίδα, ήτις ην έμπροσθεν του αγίου μανδυλίου, ως είπομεν ανωτέρω· και ουχί αυτό το εν τω μανδυλίω τετυπωμένον.

1. Κατά λάθος φαίνεται, ότι προσετέθη εδώ η χριστόγραφος επιστολή, καθ’ ότι αύτη ύστερον εν έτει #ακη΄ [1028] μετεκομίσθη εις Κωνσταντινούπολιν, ως είπομεν.

1. Λέγουσι δε τινες, ότι ο αχειροποίητος αυτός χαρακτήρ του Κυρίου, ευρίσκεται τώρα εις την παλαιάν Ρώμην. (Kαι όρα σελ. 744 της Δωδεκαβίβλου.) Σημείωσαι, ότι Κωνσταντίνος Λάσκαρις ο βασιλεύς γράφει την διήγησιν περί του αγίου μανδυλίου τούτου, του μετακομισθέντος εις Κωνσταντινούπολιν, ης η αρχή· «Ουκ άρα μόνον αυτός ακατάληπτος ήν». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Μονή του Βατοπαιδίου, και εν τη των Ιβήρων.) Ευρίσκεται δε εν τη Λαύρα και έτερος λόγος περί της αυτής υποθέσεως, ου η αρχή· «Περί της εν Εδέσση αχειροποιήτου και θείας μορφής Χριστού».

(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου” Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

*

Εις την ανάμνησιν της Προσκυνήσεως του Αγίου Μανδηλίου: Ακολουθία, Χαιρετισμοί.rar

Παράβαλε και:
16 Αυγούστου, μνήμη και των Αγίων Νεομαρτύρων: του Ηγεμόνος Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου, των υιών και του θησαυροφύλακος αυτού: Βίος.
16 Αυγούστου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Γερασίμου του νέου ασκητού, του εν Κεφαλληνία: Βίος, Ακολουθία.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιερές Ακολουθίες, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.