Επιτυγχάνεται η γενική αμνηστία εκ μέρους των συνταγματαρχών της Χούντας – Αρχιεπισκόπου Πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου του Α.

Παρέλειψα μέχρι τούδε να μνημονεύσω την χορήγησιν της γενικής αμνηστίας, την οποίαν υπό δραματικάς όντως ευρισκόμενος συνθήκας, επέτυχα δια τους μετασχόντας εις το Κίνημα της 13 Δεκεμβρίου του 1967. Επειδή το γεγονός αυτό είναι γενικώτερα άγνωστον, παρακαλώ να μου επιτραπή να το αφηγηθώ.

Κατά την ημέραν εκείνην και από της ώρας της εκδηλώσεως του κινήματος, διετέλουν υπό κατ’ οίκον κράτησιν εις την Αρχιεπισκοπήν χωρίς μέσον κινήσεως, χωρίς τηλέφωνον ή οιανδήποτε άλλην δυνατότητα επικοινωνίας με τον έξω κόσμον. Ο μόνος, που ενωρίς το βράδυ με επεσκέφθη εις την Αρχιεπισκοπήν, ήταν ο άλλοτε Βουλευτής Αττικής και Αντιπρόεδρος της Βουλής κ. Διαμαντόπουλος, αλλά και αυτόν, μόλις τον αντελήφθησαν οι φρουροί μου εξερχόμενον εκ του οικήματος της Αρχιεπισκοπής, τον συνέλαβαν, χωρίς ατυχώς να με πληροφορήσουν περί τούτου, ώστε να δύναμαι να προβώ εις τας δεούσας ενεργείας. Την τοιαύτην μάλιστα σύλληψιν του κ. Διαμαντόπουλου επληροφορήθην πολύ αργότερα, όταν έμαθα ότι ούτος είχε παράπονα εναντίον μου, διότι είχε νομίσει ότι… εγώ ήμουν υπεύθυνος δι’ αυτήν!

Μόλις περί τας 8 το βράδυ ήλθα εις κάποιαν επικοινωνίαν με τους έξω της Αρχιεπισκοπής˙ με επήρεν εις το τηλέφωνον ο κ. Παττακός, δια να με ερωτήση αν θα ήθελα να μεταβώ εις το Πεντάγωνον, πράγμα το οποίον απεδέχθην αμέσως με τον σκοπόν να αναλάβω μεσολαβητικόν ρόλον, εις τρόπον ώστε να αποφευχθή ο εμφύλιος πόλεμος, την έκρηξιν του οποίου εφοβούμην ως λίαν πιθανήν και καταστρεπτικήν δια την Ελλάδα. Διότι, εκείνην την στιγμήν, εάν έστω και δι’ ολίγας ημέρας ή ίσως και ώρα διήρκει η αδελφοκτόνος μεταξύ μας αιματοχυσία, εκτός από τα θύματα τα οποία θα εθρηνούμεν εκατέρωθεν, το μεγαλύτερον θύμα θα ήταν η Ελλάς. Διότι οι Τούρκοι, λόγω της εντάσεως, η οποία επεκράτει κατά την εποχήν εκείνην εις τας ελληνοτουρκικάς σχέσεις, ήσαν ήδη παρατεταγμένοι εις τον Έβρον. Με την πρόφασιν δε της προστασίας της μουσουλμανικής μειονότητος, οι Τούρκοι ασφαλέστατα θα εισέβαλαν αμέσως εις το ελληνικόν έδαφος. Και δεν θα ήσαν οι μόνοι, διότι κατά πάσαν πιθανότητα θα τους εμιμούντο και οι λοιποί γείτονές μας.

Ποίος όμως θα ήταν εκείνος, ο οποίος εν συνεχεία θα ανελάμβανε να εκδιώξη τους εισβολείς; Η περίπτωσις της Κύπρου φρονώ, ότι πρέπει να μας έχη διδάξει επαρκώς το τι θα έπρεπε να περιμένωμεν από τους «συμμάχους» και «φίλους»˙ όσον αφορά εις το τι θα επαθαίναμεν από τους εχθρούς, πιστεύω, ότι ήδη από τότε θα ήταν εις όλους μας σαφές. Δι’ αυτό εσκέφθην, ότι πάση θυσία θα έπρεπε να μην αρχίσουν τα ελληνικά όπλα να στρέφωνται κατά Ελλήνων.

Αποδεχθείς, λοιπόν, την πρόσκλησιν, ίνα μεταβώ εις το Πεντάγωνον, ανέμενα έγκλειστος εις την Αρχιεπισκοπήν, διότι προηγουμένη απόπειρά μου όπως εξέλθω πεζή από αυτήν, είχεν εμποδιστή από τους φρουρούς μου. Ο χρόνος αυτής της αναμονής μου εφάνηκεν ότι ήσαν αιώνες, διότι εν τω μεταξύ το ραδιόφωνον, εις τα διαλείμματα των ειδήσεων και των εμβατηρίων είχεν αρχίσει να μεταδίδη εμπρηστικά συνθήματα, πράγμα το οποίον απετέλει το προοίμιον του εμφυλίου σπαραγμού. Δι’ αυτό μόλις ενεφανίσθησαν εις την Αρχιεπισκοπήν δύο αξιωματικοί επιβαίνοντες τζιπ, χωρίς αργοπορίαν και χωρίς να ζητήσω περαιτέρω εξηγήσεις, και δεχθείς αδιαμαρτυρήτως να τελώ υπό συνοδείαν, πράγμα υπό άλλας συνθήκας αδιανόητον δια τον Προκαθήμενον της Εκκλησίας, επειβιβάσθην αμέσως εις αυτό και μετέβην εις το Πεντάγωνον, συμπαραλαβών μόνον τον τότε πρωτοσύγκελλόν μου Επίσκοπον Περιστεράς και νυν Μητροπολίτην Δημητριάδος κ. Ηλίαν.

Κατά την άφιξίν μου εις το Πεντάγωνον, τα εν Αθήναις ευρεθέντα μέλη της τότε Κυβερνήσεως είχαν σύσκεψιν, εις την οποίαν εκλήθην να παραστώ. Αμέσως, αφού ο τότε Υπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ κ. Γ. Παπαδόπουλος με κατετόπισεν επί της καταστάσεως, ήρχισα τον αγώνα, όπως επιτύχω την αποτροπήν του εμφυλίου σπαραγμού και την συνδιαλλαγήν. Προς τούτο, αφού ανέπτυξα τους φόβους μου δια τους κινδύνους εκ του εμφυλίου σπαραγμού, εζήτησα, όπως πριν από κάθε άλλην συζήτησιν γίνουν δεκτοί από την Επανάστασιν τέσσαρες όροι. Με πολλήν προσπάθειαν και χάρις εις την σθεναράν στάσιν μου, κατώρθωσα τότε να αποσπάσω από την Επανάστασιν την αποδοχήν των τεσσάρων εκείνων όρων, ο ένας από τους οποίους ήταν η χορήγησις γενικής αμνηστίας. Και μάλιστα η αποδοχή των τεσσάρων αυτών όρων έγινε κατά τρόπον πανηγυρικόν, διότι οι τρεις συναρχηγοί της Επαναστάσεως εσηκώθησαν όρθιοι και ενώπιον όλων των υπουργών, έδωκαν τον λόγον της στρατιωτικής των τιμής, ότι θα τους τηρήσουν.

Από το βιβλίο: Αρχιεπισκόπου Πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιερωνύμου του Α., «Το δράμα ενός Αρχιεπισκόπου». Δ’ έκδοσις επηυξημένη. Εν Αθήναις 1975.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.