Εμμανουήλ Παπάς (ένα λυπηρό συμβάν της ιστορίας μας, 05 Δεκεμβρίου 1821) – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Ψυχή του Αγώνα στη Μακεδονία ήταν απ’ την αρχή ο Φιλικός έμπορος από τις Σέρρες Εμμανουήλ Παπάς, που είχε προσφέρει και τεράστια ποσά απ’ την περιουσία του. Άνθρωπος τίμιος και πατριώτης. Στην αρχή του συμπαραστάθηκαν και οι καλόγεροι του Αγίου Όρους. Του ζητούσαν να τους συμπαρασταθεί και αυτός, για να εξοστρακισθεί ο βάρβαρος εχθρός. Να τι του έγραφαν:
«…Παρακαλείται ο Εμμανουήλ Παπάς όπως με τον αποσταλέντα Στέργιον αποκόμιση ιντάτι εις τας βίγλας του Αγίου Όρους, από το αντίκρυ του Ολύμπου ελθόν και αριθμούμενον έως ανθρώπους 500, με συμφωνίας λουφέδων. Διο και ημείς παρακαλούμεν όσον τάχιστα προφθάση αυτή η δύναμις, δια να εξοστρακίσωμεν τη βοήθεια της Κυρίας ημών Θεοτόκου τους εχθρούς μας βαρβάρους, οπού μας φοβερίζουσι καθημερινώς με την αύξησίν των και μελετώσιν τον τέλειον αφανισμόν μας…»

Έστειλαν επιστολές και στο Δημήτριο Υψηλάντη και στους Υδραίους και τους ζητούσαν «όπλα και πυρίτιδα και παν άλλο αρμόδιον τω πολέμω και πλοία» να περιφέρονται στο «Αγιώνυμο Όρος» να εμποδίζουν κάθε έφοδο των απίστων Αγαρηνών.

Για το πως θα βρίσκονταν τα πλοία και θα εξοπλιζόταν και ο στρατός ούτε κουβέντα. Είχαν συνηθίσει μόνο στις απολαβές και όχι σε παροχές. «Δεν αντελαμβάνοντο οι καλόγεροι», γράφει ο Κόκκινος, αυτήν την υποχρέωσιν, θεωρούντες ως ιερά και απαραβίαστα τα πλούτη των μονών και αχρηστεύοντες επομένως την μεγάλην δύναμιν που κατείχαν δια την επιτυχίαν της ιδίας υποθέσεως και του αγώνος της Μακεδονίας».

Και ο Δ. Υψηλάντης τους απάντησε:
«…Το Έθνος εκινήθη κατά του τυράννου όχι με βασιλικούς θησαυρούς, αλλά με συνεισφοράς ιδιαιτέρας. Δια τούτο καθείς δυνάμενος τόπος, πρέπει να συνεισφέρη οίκοθεν, οπλιζόμενος υπέρ της ελευθερίας του… Τούτο επιθυμούμεν και ευχόμεθα ώστε και το Αγιώνυμον Όρος να αγωνισθή γενναίως και με σώματα και με χρήματα. Όχι μόνον δια την ατομικήν του σωτηρίαν αλλά και ει δυνατόν δι’ όλην την ελευθερίαν του Γένους, από το οποίον έλαβεν την ύπαρξίν του και χωρίς τούτο δεν ημπορεί να σωθή. Όσοι λοιπόν ηθέλατε προσφέρει δια την ανόρθωσίν του, όχι μόνον ηθέλατε τα λάβει μέχρι λεπτού, αλλά και ιδιαιτέρας πλούσιας ανταμοιβάς και προνόμια…»

Στο μεταξύ είχαν εξαντληθεί και τα 800.000 γρόσια του Εμ. Παπά, τα μόνα που είχε διασώσει απ’ την περιουσία του. Ακολούθησαν και οι άτυχες συμπλοκές με τους Τούρκους στην Κασάνδρα και οι καλόγεροι άλλαξαν γραμμή πλεύσης. Θέλεις γιατί φοβήθηκαν τις φοβέρες του Εμίν Εμπού Λουμπούτ πασά, θέλεις γιατί ξεγελάστηκαν απ’ τις υποσχέσεις του, που τους υποσχόταν διατήρηση των προνομίων τους στη μοναστηριακή περιουσία, άρχισαν διαπραγματεύσεις μαζί του.

Ο Σπηλιάδης γράφει, ότι οι καλόγεροι ήταν οργισμένοι εναντίον του Παπά, μετά την αποτυχία στην Κασάνδρα. «Και απεφάσισαν δυστυχώς την παράδοσιν του εντίμου και φλογερού πατριώτου Παπά, του σωτήρος και εντιμότατου ως απεκάλουν αυτόν προηγουμένως, ως εξιλαστήριον θύμα εις τον αιμοβόρον πασάν».

Και πρώτα απελευθέρωσαν τον αστυνόμο του Αγίου Όρους Χαλήλ μπέη. Αυτός σε λίγες μέρες,στις 9 Νοεμβρίου, έστειλε την παρακάτω επιστολή στους καλόγερους του μοναστηριού του Εσφιγμένου, όπου βρισκόταν και ο Εμ. Παπάς:
«Εν είδη μουρασελέ σας γράφεται το παρόν εμού του Χασεκή Χαλήλ μπέη ζαμπίτου του Αγίου Όρους.
Προς εσάς τους απαντάς καλογήρους του μοναστηρίου Εσφιγμένου γνωστόν έσται ημίν ότι σήμερον από εδώ στις Καρυές έφυγεν ο λεγόμενος άρχοντας μετά του επαράτου οπαδού του Νικηφόρου και ήλθον αυτού τους οποίους να τους πιάσετε και να μας τους στείλετε ομού με τον ηγούμενόν σας. Αν όμως και παρακούσετε εις τα γραφόμενά μου και δεν τους πιάσετε να μου τους στείλετε, ύστερον θέλετε μείνει αναπολόγητοι εις το Δουλβέτι και εις εμένα. Προσέξατε καλώς να μην προφασισθήτε ακαίρας προφάσεις και ματαιολογίας, διότι εγώ κάμνω το χρέος μου ως καλοθελητής του τόπου και του μοναστηρίου σας. Όθεν και σεις δεν πρέπει να θελήσετε τον αφανισμόν σας. Ούτω ποιήσατε εξ αποφάσεως και μοι αποκριθήτε εις τα γραφόμενά μου με τον κομιστήν».

Στο μοναστήρι του Κουτλουμουσιού μαζεύτηκαν όλοι οι ηγούμενοι από τα δεκαεννιά άλλα μοναστήρια και έστειλαν δυο μέρες αργότερα στο μοναστήρι του Εσφιγμένου το παρακάτω γράμμα:
Εις την πανοσιότητά σας άγιοι πατέρες του ιερού κοινοβίου του Εσφιγμέ¬νου.
Χθες ο ενδοξότατος ημών Χασεκή αγάς σας έγραψεν μουρασελέν, δια να πιάσετε ενέχυρον τον άρχοντα (Παπά) και τους λοιπούς καθώς ο ίδιος σας έγραψε. Λοιπόν σας γράφομεν και ημείς οι των είκοσι ιερών μοναστηριών προϊστάμενοι, εν τη ιερά συνάξει, να κάμητε το ίδιον ομοφώνως δηλαδή να μας τους φέρετε ενταύθα αναμφιβόλως και τους ζητούμεν από εσάς αφεύκτως. Και ιδού στέλομεν επίτηδες ανθρώπους δια να τους πάρουν. Και όσοι ακολουθούν τον άρχοντα από τους εντοπίους πατέρας να αφήσουν τον άρχοντα και να επιστρέψουν εις τα κελλιά των. Ειδέ και φανούν παρήκοοι, θέλουν υποπέσει εις οργήν μεγάλην, και θέλει χάσουν και τα οσπίτιατων. Ομοίως και όσοι κοσμικοί ευρίσκονται με αυτόν, όλοι να τον αφήσουν, διότι και αυτοί και όσοι άλλοι πιαστούν, έχουν να παιδεύωνται. Ταύτα προς είδησίν σας και μένομεν.
1821 Νοεμβρίου !!. Άπαντες οι εν Κοινή Συνάξει των δέκα εννέα ιερών μοναστηριών του Αγίου Όρους προϊστάμενοι».
«Η πράξις αυτή», γράφει ο Κόκκινος, «δεν έχει δικαιολογίαν» και όλα τα καθηγιασμένα ύδατα του Αγίου Όρους δεν είναι δυνατόν να αποπλύνουν από το αίσχος τους δεκαεννέα ηγουμένους που υπέγραψαν την άνω επιστολήν».
Μόνο ένας προϊστάμενος μοναστηρίου ο Ιωακείμ και ο αρχιμανδρίτης Κύ¬ριλλος του Ιβήρων δεν την υπόγραψαν.

Και δεν έφτασε η αχαρακτήριστη εκείνη πράξη τους. Υπόβαλαν και αίτηση για χάρη στο σουλτάνο για το σφάλμα τους να βοηθήσουν στην αρχή τον Εμμανουήλ Παπά. Έγραφαν σ’ αυτή:
«Κράτιστε βασιλεύ διαιωνίζη το κράτος σου ο Παντοκράτωρ Θεός του Ουρανού και της γης.
Το δουλικόν σου αρτζιχάλι των σκλάβων σου, δεν αφορά εις άλλο, παρά να φανερώσωμεν ότι έξαφνα επέπεσεν και εις ημάς τους αθλίους η απαραδειγμάτιστος κακία των ομογενών μας αποστατών… μας εβίαξαν δυναστικώς δια να φανώμεν με εκείνους ομόφρονες ο πράγμα οπού μήτε το αινίμας μας επιτρέπει μήτε το επάγγελμα μας- και εν τούτοις όντες τοις δεινοπαθήμασι των αχρείων εκείνων, ουκ εδυνάμεθα από θαλάσσης να εξέλθωμεν και από ξηράς και να προσφύγωμεν εις καμμίαν σκέπην βασιλικήν, δια να προσκλαυθώμεν και να ζητήσωμεν παραμυθίαν και βοήθειαν… Προτρέχομεν εις το πολυεύσπλαχνον έλεος της συμπαθέστατης μεγαλοκρατορίας της, ζητούντες δακρυρρόως την συγχώρησιν και άφεσιν εις όσα εις Θεόν και εις το θεόστεπτον κράτος της επταίσαμεν εκουσίως και ακουσίως καταδυναστευόμενοι υπό των θεοργίστων εκείνων αποστατών. Και εις δείγμα της αληθούς και πιστότατης ευπειθείας μας… προσφέρομεν εις σημείον ευγνωμοσύνης μας διπλήν τιμήν εις καταμέτρησιν των βασιλικών χαρατζίων μας, και εις το Τζέπ Χουμαγιούν να δίδομεν το διπλούν…».

Ευτυχώς που οι παραπάνω μοναχοί, που δεν υπόγραψαν την επιστολήν για να συλληφθεί ο Παπάς, μαζί με μερικούς ακόμα μοναχούς, δε σταμάτησαν εκεί. Ειδοποίησαν κρυφά τον Εμ. Παπά για την προδοσία που έγινε και μαζί με τα δυό παιδιά του, Θανάση και Γιάννη και με μερικούς πιστούς του συντρόφους, μπήκαν κρυφά και βιαστικά στο καράβι του Υδραίου Χατζηβισβίζη και κατευθύνθηκαν προς τη Νότια Ελλάδα, να συνεχίσουν τον Αγώνα.

Με πόνο ψυχής ο Παπάς εγκατέλειπε τη Μακεδόνικη γη που τόσο αγάπησε και τόσα της πρόσφερε. Με συντριμμένη ψυχή και δάκρυα στα μάτια, ατενίζει για τελευταία φορά τη Χαλκιδική. Τον πλημμυρίζει η πικρία και η απογοήτευση. Τον πνίγει το παράπονο που δεν μπορεί πια να υπερασπιστεί τη γη των πατέρων του. Καταρρακώνεται η ψυχή του απ’ την αγνωμοσύνη των καλόγερων. Και περιπλέοντας τον Καφηρέα η καρδιά του δεν αντέχει άλλο και τον προδίνει. Εκεί αφήνει την τελευταία του πνοή.

Το σώμα του το κράτησε η Ύδρα, όπου κηδεύτηκε με μεγαλοπρέπεια, με τιμές αρχιστρατήγου, στο ναό της Υπαπαντής. Τον τάφο του σκέπασε μαρμάρινη πλάκα που σήμερα βρίσκεται στο μουσείο των Σερρών και φέρνει την επιγραφή (σε μετάφραση):
Υιός ιερέως ο γενναίος ούτος Εμμανουήλ, εγκατέλειπε την γενέτειρα του Σέρρας πολεμώντας κατά των τυράννων για να σώσει την ένδοξη Ελλάδα και αποκτήσει μεγάλη δόξα. Αλλ’ εκτελών το καθήκον του, απέθανεν απροσδόκητα. Το σώμα του εκράτησε η Ύδρα, την δε ψυχή του ο Ουρανός».
1821 Δεκεμβρίου 5».

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «Τελευταίες ώρες -τελευταία λόγια των Αγωνιστών του 21.»
Αθήνα 1993.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.