Καταστροφή στα κουλούρια του Φουντούλη, Τα μουλάρια ξέρουν που θα φάνε οι ταξιδιώτες, Η βρύση, η πρώτη βραδιά στο δάσος – Ζαχαρία λ. Παπαντωνίου.

Καταστροφή στα κουλούρια του Φουντούλη.
Ο Φουντούλης πηγαίνει απάνω στο μουλάρι του σα φορτωμένος κι όχι σαν καβαλάρης. Είναι όμως πολύ συλλογισμένος. Κανένας δε μιλεί για φαγητό, κι η όρεξη του Φουντούλη έχει σημάνει μεσημέρι πολλές φορές.

Έχωσε το χέρι μέσα στο σακούλι του και απάντησε κατιτί. Τέτοιο ευχάριστο άγγιγμα το είχε νιώσει μόνο μια φορά, που έπιασε το μικρό αυγό πουλιού.
Ήταν τα κουλούρια που του είχε ετοιμάσει η μητέρα του, με τη συμβουλή να τα τρώη φρόνιμα, δηλαδή δύο κάθε πρωί.

Άμα τ’ άγγιξε ο Φουντούλης, κατάλαβε πως η ζωή τους ήταν λίγη.
Έφαγε δυο. «Ας φάμε, είπε, άλλα δυο. Τι φρέσκος αέρας!». Έγιναν τέσσερα. Σε λίγο έξι. Τώρα έχει χώσει πάλι το χέρι στο σακούλι και χαϊδεύει όσα μένουν.
«Πότε θα φάμε;» ρώτησε τον αγωγιάτη.

Ο κυρ Στέφανος άκουσε, και γυρίζοντας ρώτησε τα παιδιά:
«Ποιός είναι κείνος που πείνασε πιο πολύ απ’ όλους και δεν μπορεί να κρατηθή;».
Όλη η συντροφιά γύρισε και κοίταξε τον Φουντούλη˙ εκείνος έκανε πως κοιτάζει κάτω και θαυμάζει τάχα το νερό. Και σα να ντράπηκε, έβγαλε το χέρι του από τα κουλούρια. Έμεινε όμως μέσα στο σακούλι ο νους του.
Τα μουλάρια ξέρουν που θα φάνε οι ταξιδιώτες.
Όταν σε λίγο φάνηκε μια βρύση με πλατάνια και λεύκες, τα μουλάρια σταμάτησαν μόνα τους. Τα παιδιά κατάλαβαν πως για να σταματά το ζώο μόνο του, θα είναι παλιά συνήθεια να ξεπεζεύουν οι ταξιδιώτες εκεί για να φάνε. Αυτή τη σκέψη την έκαμαν όλοι, κι ας λένε το Φουντούλη φαγά.

Τι πείνα ήταν αυτή! Κοιτάζοντας το ένα και το άλλο δεν την είχαν καταλάβει. Τέτοια ήταν η όρεξή τους, που δεν κατάλαβαν καλά πότε στρώθηκε το τραπέζι απάνω στα χλωρά φύλλα, πότε κάθισαν, αν κάθισαν με το πλευρό ή σταυροπόδι. Έτρωγαν ευχαριστημένοι κι ο πλάτανος από πάνω σάλευε τα κλαριά του.
Η βρύση
Ένας αγωγιάτης, αφού ήπιε στη βρύση, βάζοντας για κούπα τις χούφτες του, μουρμουρισε:
«Να δροσιστή η ψυχούλα σου!»
Τα παιδιά τον κοίταξαν, θέλοντας να μάθουν για ποιον μιλεί.
Και κείνος που κατάλαβε την απορία τους, είπε:
«Δεν τον ξέρω ποιος είναι, μα κείνος που την έκαμε αυτή τη βρύση δροσισμένος να είναι σαν κι εμάς».

«Εγώ τον εθυμήθηκα, είπε ο κυρ Στέφανος. Ήμουν παιδί. Τον καιρό εκείνο έτρεχε δω πέρα λίγο νερό, μα πολύ λιγοστό, κόμπος. Οι διαβάτες έπεφταν μπρούμυτα για να πιουν, προσπαθώντας να φτιάσουν κάνουλα με κανένα χλωρόφυλλο. Πολλές φορές χανόταν το νερό ολότελα, γιατί το βύθιζαν οι βροχές και το χώμα που έπεφτε. Όλοι από τα γύρω χωριά είχαν ανάγκη από μια βρύση εδώ. Μα καθένας έλεγε: «ας τη φτιάση άλλος». Κάθε χωριό έλεγε: «ας τη φτιάση άλλο χωριό».

»Μια φορά πέρασε κι ένας ράφτης, πηγαίνοντας πανηγυριώτης στον Άι –Λια. Ήταν από μακρυνό μέρος κι είχε ένα μικρό μαγαζί κάτω στη χώρα. Καθισμένος σταυροπόδι σ’ ένα ψηλό ράφι – έτσι δα, σα να τον βλέπω τώρα κεντούσε σεγκούνια και φέρμελες με μιαν αργή βελονιά. Είχε μεγάλη γενειάδα κάτασπρη, χυμένη στο στήθος, και φορούσε τις μακριές του φουστανέλες καθημερινή και γιορτή, κατακάθαρες.
»Όταν γύρισε από τον Άι – Λια είπε της γριάς γυναίκας του:
«Γυναίκα, εκεί πάνω που πήγαινα, είδα πως χρειάζεται μια βρύση. Εμείς άτεκνοι είμαστε, πολλά χρόνια δε θα ζήσωμε. Λοιπόν το κομπόδεμά μας θα το δώσω για κείνη τη βρυσούλα, να δροσίζωνται οι χριστιανοί».
-«Αφέντη, ότι ορίσης καλά ωρισμένο» είπε η γριά.

»Με τα έξοδά του οι εργάτες έσκαψαν εκατό μέτρα μάκρος, μάζεψαν το σκορπισμένο νερό, το έβαλαν σε χτιστό κανάλι κι έχτισαν τη βρύση. Εκείνος, αφού πρόφτασε να δη το καλό που έκαμε στους ανθρώπους, δε ζήτησε τίποτα απ’ αυτούς. Σε λίγον καιρό κοιμήθηκε στα χέρια του Θεού ευχαριστημένος και λησμονήθηκε.
»Ύστερα θέριεψε εδώ το πλατάνι που βλέπετε. Η βρύση τρέχει από τριάντα χρόνια, και θα τρέχη για καιρόν πολύ, όσο βρίσκονται κουρασμένοι διαβάτες…»
Όταν τελείωσε ο κυρ Στέφανος δεν είπε λέξη κανένας. Μόνο η βρύση μιλούσε σ’ αυτή τη σιωπή. Έπιναν κι άκουγαν να τρέχη το δροσερό της νερό.
«Να δροσιστή η ψυχούλα σου!»
Η πρώτη βραδιά στο δάσος.
Έφτασαν στο Χλωρό αργά το δειλινό.
Οχτώ καλύβες μέσα στα πεύκα τους περίμεναν. Να το μικρό χωριό τους!
Πόσο μικρές, πόσο φτωχές τους φάνηκαν! Για να μπη στην πόρτα ένας άνθρωπος έπρεπε να σκύψη το κεφάλι.
«Μα τί; Εδώ θα καθίσωμε;» ρωτούσαν.
-«Τί πόρτες είναι τούτες!» είπε ένας.
-«Έτσι, με μια κάμαρη μόνο θα περάσωμε;» ρωτούσαν άλλοι.
-«Πού είναι το κρεβάτι;»
-«Δεν έχει ούτε μια καρέκλα!»
Οι καλύβες αλήθεια δεν είχαν τίποτα απ’ αυτά. Η κάθε καλύβα ήταν μια κάμαρη από κλαριά, ίσα ίσα να φυλάγη τον άνθρωπο από τον αέρα κι από τη βροχή.
«Αντρέα, λέει ο Κωστάκης, πώς καθόσουν εδώ μέσα!»
Ο Αντρέας γέλασε. «Να δης πως θα κάθεσαι και συ!» του είπε. «Εγώ τώρα που συνήθισα την καλύβα, δεν την αλλάζω ούτε με σπίτι».
Ο Κωστάκης κοίταζε τη μια κοίταζε την άλλη, έμπαινε σε όλες, και γύρευε να βρη την καλύτερη καλύβα, μα καμιά δεν του φαινόταν αρκετά καλή. Στην πιο μεγάλη καλύβα μπήκαν ο Καλογιάννης κι ο Μαθιός και φώναζαν: «να, να η δική μας!»
-«Ε, σηκωθήτε από κει, λέει ο Κωστάκης, μου πήρατε το σπίτι».
-«Τί; Δική σου είναι η καλύβα;»
-«Εγώ είχα σκοπό να την πάρω».
-«Εσύ το είχες σκοπό, μα εμείς μπήκαμε μέσα» είπε ο Καλογιάννης.
-«Βλέπεις, Κωστάκη;» λέει ο κυρ Στέφανος. «Για να τις ψάχνης όλες θα μείνης στο τέλος χωρίς σπίτι».
Ο Αντρέας τον έβαλε να καθίση με άλλους δυο στην ίδια καλύβα, κι έπειτα ώρισε και στους άλλους που θα καθίση ο καθένας.
Έλυσαν τότε τα φορτώματα κι άρχισαν να κουβαλούν ο καθένας τα πράματά του. Σκεπάσματα, ρούχα, δέματα με τροφές, σακούλια, τενεκέδες, τάφερναν και τα έβαζαν σιγά σιγά μέσα.
«Να είχαμε κι ένα ντουλάπι…» έλεγαν. «Ένα ράφι, ένα σεντούκι…».
Όσο περνούσεν όμως η ώρα, καταλάβαιναν πως μπορούν να κάμουν και χωρίς αυτά.
Αφού ετοίμασαν το νοικοκυριό τους βγήκαν να ιδούν το δάσος. Εκείνη την ώρα ο ήλιος βασίλευε και οι κορμοί των δέντρων έφεγγαν από κόκκινο φως.
Μεγάλα γέρικα δέντρα τους τριγύριζαν, κι άλλα νέα και καταπράσινα. Χαμόκλαδα πολλά σκέπαζαν τη γη.
Σε λίγο όλο αυτό το δάσος γέμισε από σκοτάδι.
Τότε, στη νύχτα και στην ερημιά, οι μικροί ταξιδιώτες ένιωσαν πόσο χρειάζεται ο ένας τον άλλο.
Κουρασμένοι καθώς ήταν έπεσαν να κοιμηθούν απάνω στα γερά κλαδιά που τα είχαν για στρώμα.
Μα ενώ έκλειναν σιγά σιγά τα μάτια ακούστηκε η φωνή ενός πετεινού. Ο μικρός κόκορας που είχαν φέρει μαζί από την πόλη, αφού τον έλυσαν και είχε πια ξεμουδιάσει, έβγαλε μια φωνή: «κικιρίκου!», σα να ήταν πρωί. Αυτό το λάλημα ήρθε τόσο ξαφνικά, που τα παιδιά έβαλαν τα γέλια.
«Ξυπνήσαμε κιόλας;» φώναζαν.
«Κικιρίκου!» φώναξε άλλη μια ο κόκορας, βραχνιασμένος αυτή τη φορά.
Όσο όμως κι αν ήθελε αυτός να φέρη το πρωί, τα παιδιά νύσταζαν και σιγά σιγά κοιμήθηκαν.

Από το βιβλίο: Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου «Τα ψηλά βουνά». Αναγνωστικό Γ’ Δημοτικού. Αθήναι 1918.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.