Το Σώμα του Χριστού ως Κοινωνία της Ειρήνης – Ιωάννη Καραβιδόπουλου.

… 11 διό μνημονεύετε ότι υμείς ποτέ τα έθνη εν σαρκί οι λεγόμενοι ακροβυστία υπό της λεγομένης περιτομής εν σαρκί χειροποιήτου, 12 ότι ήτε εν τω καιρώ εκείνω χωρίς Χριστού απηλλοτριωμένοι της πολιτείας του Ισραήλ και ξένοι των διαθηκών της επαγγελίας ελπίδα μη έχοντες και άθεοι εν τω κόσμω. 13 νυνί δε εν Χριστώ Ιησού υμείς οι ποτε όντες μακράν εγγύς εγενήθητε εν τω αίματι του Χριστού. 14 Αυτός γαρ εστίν η ειρήνη ημών ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας την εχθραν εν τη σαρκί αυτού, 15 τον νόμον των εντολών εν δόγμασιν καταργήσας ίνα τους δυο κτίση εν εαυτω εις ένα καινόν άνθρωπον ποιών ειρήνην 16 και αποκατάλλαξη τους αμφότερους εν ενί σώματι τω θεώ δια του σταυρού αποκτείνας την έχθραν εν αυτώ. 17 και ελθών ευηγγελίσατο ειρήνην υμίν τοις μακράν και τοις εγγύς 18 ότι δι’ αυτού έχομεν την προσαγωγήν οι αμφότεροι εν ενί πνεύματι προς τον πατέρα.

Αφού παρουσίασε ο Απόστολος στους στίχ. 2, 4-10 τον πλούτο της θείας δωρεάς που δόθηκε στους ανθρώπους διά του Χριστού, επανέρχεται στην προ Χριστού κατάσταση της ανθρωπότητας (βλ. στίχ. 2, 1-3), για να δείξει την τεράστια διαφορά ανάμεσα στο «τω καιρώ εκείνω» και στο «νυνί», ανάμεσα στο «χωρίς Χριστού» και στο «εν Χριστώ». Μπορούμε να πούμε ότι η σκέψη του Απόστολου κινείται με τρόπο ελικοειδή: Επανέρχεται στο θέμα της προηγούμενης παραγράφου (με το διό του στιχ. 11 που δεν στηρίζει στα προηγούμενα τα όσα έπονται αλλά αποτελεί συνέχεια και επέκταση των προηγουμένων), όχι για να το επαναλάβει με άλλα λόγια, αλλά για να το εξετάσει από άλλη σκοπιά και να εξάρει στη συνέχεια άλλες πλευρές του μυστηρίου της λυτρώσεως.
Απευθυνόμενος ο Παύλος στους πρώην εθνικούς αναγνώστες της επιστολής του λέγει στο στίχ. 11: «Διό μνημονεύετε ότι υμείς ποτέ τα έθνη εν σαρκί οι λεγόμενοι ακροβυστία υπό της λεγομένης περιτομής εν σαρκί χειροποιήτου». Καταρχήν αναφέρεται στο χαρακτηρισμό τους εκ μέρους των Ιουδαίων, οι οποίοι τους ονόμαζαν «ακροβυστία» ενώ για τον εαυτό τους χρησιμοποιούσαν τον όρο «περιτομή». Οι δύο αυτές λέξεις δηλώνουν στην Κ.Δ. συνεκδοχικά η πρώτη τον απερίτμητο εθνικό κόσμο1 και η δεύτερη τον περιτμημένο Ιουδαϊκό κόσμο2. Το γεγονός ότι τη λ. «περιτομή» συνοδεύει ο Παύλος με τα επίθετα «της λεγομένης» και χειροποιήτου» μαρτυρεί ότι τη χρησιμοποιεί μάλλον με υποτιμητική έννοια. Χειροποίητα ονομάζονται στην Π.Δ. τα είδωλα (Λευ. 26, 1. 30. Ης. 2, 18. 21, 9. Δν. 5, 4), και στην Καινή Διαθήκη ο Ιουδαϊκός Ναός (Μρ. 14, 58. Πρ. 7, 48. 17, 24. Εβρ. 9, 11). Με τον υποτιμητικό αυτό τρόπο εκφραζόμενος ο Παύλος για τους Ιουδαίους θέλει προφανώς να σχετικοποιήσει τους χαρακτηρισμούς τους για τον εθνικό κόσμο. Το ότι άλλωστε τόσο για τους Ιουδαίους όσο και για τους εθνικούς στον ίδιο αυτό στίχο χρησιμοποιεί το «εν σαρκί» («τα έθνη εν σαρκί» – «περιτομής εν σαρκί») δείχνει ότι οι διακρίσεις αυτές κινούνται στο ανθρώπινο επίπεδο, ενώ μια καινούρια διαφορετική κατάσταση δημιουργείται τώρα με το έργο του Χριστού μέσα στον κόσμο.
Στους πρώην εθνικούς λοιπόν αναγνώστες θυμίζει στο στίχ. 12: «ότι ήτε εν τω καιρώ εκείνω χωρίς Χριστού απηλλοτριωμένοι της πολιτείας του Ισραήλ και ξένοι των διαθηκών της επαγγελίας ελπίδα μη έχοντες και άθεοι εν τω κόσμω». Τα χαρακτηριστικά των εθνικών κατά το στίχο αυτό ήταν:
α) Δεν γνώριζαν τον Χριστό, δεν είχαν δηλαδή τη μεσσιανική ελπίδα όπως την είχε ο Ιουδαϊκός κόσμος μέσα στην Π.Δ. (Ρωμ. 3, 21. Γαλ. 3, 16). Κατά την ερμηνεία του Παύλου στο Α’ Κορ. 10, 4 ο Χριστός είναι η πνευματική πέτρα που ακολουθούσε τον Ιουδαϊκό λαό στην έρημο. Αυτόν λοιπόν τον αναμενόμενο Χριστό δεν είχαν οι εθνικοί.
β) Ήταν αποξενωμένοι από την «πολιτεία του Ισραήλ». Πολιτεία είναι το δικαίωμα να είναι κανείς πολίτης και να απολαμβάνει τα αγαθά ενός οργανωμένου κράτους (Πρ. 22, 28 «απεκρίθη ο χιλίραχος. Εγώ πολλού κεφαλαίου την πολιτείαν ταύτην εκτησάμην. Ο δε Παύλος έφη. Εγώ δε και γεγέννημαι») αλλά σημαίνει επίσης και πόλη (βλ. πχ. Πλάτωνα, Πολιτεία 10, 619c). Εδώ προσιδιάζει η πρώτη έννοια, γιατί στα αγαθά και δικαιώματα των Ισραηλιτών κατά το Ρωμ. 9, 4 ανήκουν και «αι διαθήκαι», που κατά το γ) χαρακτηριστικό τους στερούνταν οι εθνικοί και συνεπώς ήταν ξένοι προς την «επαγγελία», την υπόσχεση που έδωσε ο Θεός στο λαό του για λύτρωση. Συνεπώς δ) ζούσαν χωρίς ελπίδα και ουσιαστικά χωρίς Θεό, αφού οι πολλοί Θεοί της ειδωλολατρίας ήσαν «φύσει μη όντες θεοί» (Γαλ. 4, 8), δηλ. ανύπαρκτοι οντολογικά. Η ελπίδα συνδέεται στενά στον Παύλο με τον αληθινό Θεό και το Χριστό που τον φανέρωσε στους ανθρώπους και αναφέρεται συνεπώς στον πυρήνα της χριστιανικής πίστεως, σε τρόπο ώστε οι λοιποί, οι μη Χριστιανοί να ονομάζονται «οι μη έχοντες ελπίδα» (Α’ Θεσ. 4, 13).
Τα χαρακτηριστικά αυτά των εθνικών περιγράφονται όχι σύμφωνα με τη δική τους αυτοσυνειδησία αλλά όπως τα έβλεπαν οι Ιουδαίοι, γι’ αυτό, μόνο ένας πρώην Ιουδαίος θα μπορούσε να εκφραστεί έτσι όπως εκφράζεται εδώ ο Παύλος. Νομίζουμε όμως ότι ο Παύλος μιλάει εδώ όχι ως πρώην Ιουδαίος, αλλ’ ως Χριστιανός που βλέπει τόσο τους Ιουδαίους όσο και τους εθνικούς να είναι αποδέκτες των δωρεών του Θεού και να συγκροτούν τη νέα κοινωνία της ειρήνης και αγάπης, που είναι η εκκλησία.
Με το «νυνί» του στίχ. 13 αντιδιαστέλλεται προς εκείνη την κατάσταση των εθνικών η τωρινή: «νυνί δε εν Χριστώ Ιησού υμείς οι ποτε όντες μακράν εγενήθητε εγγύς εν τω αίματι του Χριστού». Με ορολογία από το Ησ. 57, 19 – που θα βρούμε παρακάτω και στο στίχ. 17 – περιγράφει ο Παύλος την παρούσα πραγματικότητα κατά την οποία οι «μακράν» έγιναν «εγγύς» του Θεού και των ασεβών Ιουδαίων που είναι «μακράν» του Θεού, συνηθέστερος είναι όμως ο χαρακτηρισμός των εθνικών ως «μακράν» του Θεού «ευρισκομένων». Το δύο φορές επαναλαμβανόμενο «εν Χριστώ Ιησού» – «εν τω αίματι του Χριστού» δείχνει ότι ο τρόπος αλλά και ο τόπος εγγύτητας του Θεού δεν είναι άλλος από τον Χριστό, ο οποίος, όπως θα πει ο στίχ. 17, «ελθών ευηγγελίσατο ειρήνην υμίν τοις μακράν και ειρήνην τοις εγγύς» και πάλι επαναλαμβάνοντας λόγια του Ησαϊα (57, 19. 52, 7).
Από το στίχ 14 ε. περιγράφει ο Παύλος με έξαρση σχεδόν ποιητική το ειρηνευτικό και ενοποιό έργο του Χριστού μέσα στον κόσμο: «Αυτός γαρ εστίν η ειρήνη ημών ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας την εχθραν εν τη σαρκί αυτού». Σ’ άλλες επιστολές γίνεται λόγος για την κρίση και την οργή του Θεού εναντίον τόσο των Ιουδαίων όσο και των εθνικών που βρίσκονται «πάντες υφ’ αμαρτίαν» (Ρωμ. 1, 18. 2, 5. 3, 5). Εδώ η σκέψη του αποστόλου στρέφεται γύρω από τον πλούτο της θείας αγάπης, που συμφιλιώνει τις δύο αντίθετες θρησκευτικές ομάδες και προσφέρει την ειρήνη. Και στα χωρία 1, 2. 4, 3. 6, 15, 23 της επιστολής, γίνεται λόγος για την ειρήνη, τη συμφιλίωση δηλ. του ανθρώπου με τον Θεό, με τον διπλανό του, με τον εαυτό του. Εδώ όμως έχουμε το αποκορύφωμα της θεολογικής εμβαθύνσεως του Παύλου στο νόημα της ειρήνης που σε τελευταία ανάλυση ταυτίζεται με τη σωτηρία, με τον ίδιο το Χριστό. Όπως στο Κολ. 3, 4 ο Χριστός παρουσιάζεται ως η «ζωή ημών», έτσι εδώ περιγράφεται ως «η ειρήνη ημών». Στη φράση αυτή είναι εύκολο να αναγνωρίσουμε τον Χριστό ως τον «άρχοντα της ειρήνης», τον οποίο οραματίζεται ο Ησαϊας (9, 6) να φέρνει ειρήνη στον αλληλοσπαραζόμενο κόσμο. Ο άρχων της ειρήνης, λέγει ο στίχος μας, είναι «ο ποιήσας τα αμφότερα εν». Με το ουδέτερο «τα αμφότερα» εννοούνται ότι και με τα αρσενικά «τους δύο» (στίχ. 15), «τους αμφοτέρους» (στίχ. 16), «οι αμφότεροι» (στίχ. 18). Δηλ. οι εθνικοί και οι Ιουδαίοι, οι οποίοι στο εξής αποτελούν «εν», «ένα καινόν άνθρωπον», «εν σώμα». Το ενοποιό αυτό έργο επετέλεσε ο Χριστός, αφού πρώτα κατέλυσε «το μεσότοιχον του φραγμού».
Τι εννοεί ο απόστολος με την τελευταία αυτή φράση; Μερικοί σύγχρονοι ερμηνευτές υποστηρίζουν ότι εννοεί τον τοίχο στο Ναό του Σολομώντα που χώριζε την αυλή των εθνικών από την αυλή των Ιουδαίων, το λεγόμενο «ερκείον», στο οποίο υπήρχε επιγραφή που απαγόρευε στους εθνικούς να τον υπερβούν με ποινή θανάτου. Δίκαια όμως αναρωτιέται κανείς. Ήταν σε θέση οι χριστιανοί αναγνώστες της επιστολής, που προέρχονταν κυρίως από τα έθνη, να καταλάβουν ένα τέτοιο υπαινιγμό; Η σκέψη του Παύλου στρέφεται μάλλον σ’ ένα υψηλότερο φραγμό, λέγουν οι ερμηνευτές πατέρες, που δημιούργησε έχθρα ανάμεσα στους ανθρώπους και τον Θεό, ακριβέστερα έχθρα των ανθρώπων προς τον Θεό και όχι αντίστροφα ή αμοιβαία. Και τέτοιος φραγμός είναι η αμαρτία. Βέβαια η πατερική αυτή ερμηνεία στηρίζεται στην παύλεια θεολογία γενικά, όπως μας είναι γνωστή και από άλλες επιστολές (πχ Ρωμ. 5, 1. 10 «ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού… ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ..»), μπορεί όμως να διερωτηθεί κανείς αν ανταποκρίνεται εδώ στη συνέχεια των νοημάτων του στίχου μας και του επόμενου στίχου, όπου και πάλι ο λόγος για τη συνένωση των εχθρικά διακειμένων μεταξύ τους Ιουδαίων και εθνικών, ενώ για τη συμφιλίωση αμφοτέρων με τον Θεό «εν ενί σώματι» και «εν ενί πνεύματι» θα γίνει λόγος στους στίχ. 16 και 18.
Η κυριότερη δυσκολία της πατερικής ερμηνείας συνίσταται στον προσδιορισμό της σχέσεως του «νόμου» του στίχ. 15 με την «έχθρα» του στίχ. 14: «τον νόμον των εντολών εν δόγμασιν καταργήσας ίνα τους δυο κτίση εν εαυτω εις ένα καινόν άνθρωπον ποιών ειρήνην». Αν το 14α (τον νόμον… καταργήσας) αποτελεί επεξήγηση της έχθρας του προηγ. Στίχου, όπως δέχονται όλοι σχεδόν οι σύγχρονοι υπομνηματιστές της επιστολής, τότε πώς είναι δυνατό η έχθρα να αναφέρεται στις σχέσεις Θεού και ανθρώπων, και όχι στις σχέσεις των δύο λαών, Ιουδαίων και εθνικών;
Έτσι οι πατέρες, και συγκεκριμένα οι Χρυσόστομος, Θεοδώρητος, Θεοφύλακτος και Οικουμένιος, αναγκάζονται να μιλούν για δύο συγχρόνως πράγματα που συνδέονται στενά μεταξύ τους: για την κατάλυση της έχθρας, δηλ. της αμαρτίας που σαν φραγμός κρατά τον άνθρωπο μακριά από τον Θεό (στίχ. 14) και κατόπιν για την κατάργηση του νόμου (στίχ. 15), που και τα δύο συντελέστηκαν «εν τη σαρκί αυτού»3, δηλ. με τον σταυρικό θάνατο του Χριστού. «Αυτός γαρ της ειρήνης γέγονε πρύτανις, γράφει ο Θεοδώρητος, και τον νόμον έπαυσεν, ως τοιχόν τινα μιμούμενος απ’ αλλήλων ημάς διείργει. Πρότερον δε την προς τον Θεόν κατέλυσεν έχθραν, την οικείαν σάρκαν λύτρον υπέρ ημών δεδωκώς». Η πατερική αυτή ερμηνεία, που διαποτίζει και την εκκλησιαστική μας υμνογραφία4, δικαιώνεται από τη συνολική θεώρηση της παύλειας θεολογίας και από το γεγονός ότι έτσι κι αλλιώς ο Παύλος στο στίχ. 16 θα μιλήσει για κατάργηση της έχθρας στο σταυρό του Χριστού και αποκαταλλαγή αμοφοτέρων, Ιουδαίων και εθνικών, με τον Θεό. Ειδικά όμως στο στίχο μας προτιμότερη, δηλ. πιο σύμφωνη με το κείμενο, είναι η εκδοχή ότι ο νόμος των εντολών αποτελεί επεξήγηση της έχθρας που είναι το μεσότοιχο του φραγμού. Και στα ιουδαϊκά κείμενα ο Νόμος παραλληλίζεται με φράκτη που περιχαρακώνει τον Ιουδαίο ως σιδερένιος τοίχος και τον προφυλάσσει από το εθνικό αμαρτωλό περιβάλλον5. Ο Νόμος χαρακτηρίζεται στο στίχο μας ως «νόμος των εντολών εν δόγμασιν» (πρβλ. Κολ. 2, 14). Όσοι ερμηνευτές συνδέουν το «εν δόγμασιν» με το «καταργήσας», εννοώντας πως με τη διδασκαλία του ο Χριστός κατάργησε τον Μωσαϊκό Νόμο, δεν βρίσκονται σε αρμονία με τη γνωστή Παύλεια θεολογική αντίληψη ότι ο Νόμος καταργείται με το Σταυρό του Χριστού. Προτιμότερη λοιπόν είναι η σύνδεση του «εν δόγμασι» με την αμέσως προηγούμενη φράση, με τον «νόμον των εντολών» […]. Η όλη έκφραση δηλώνει τον Μωσαϊκό Νόμο με τις εντολές και τις επιμέρους διατάξεις τους, που ολόκληρο τον κατάργησε ο Χριστός με τον σταυρό του.
Το έργο του Χριστού, ως έργο του άρχοντα της ειρήνης, δεν υπήρξε μόνο καταλυτικό της παλιάς καταστάσεως αλλά και δημιουργικό μιας νέας, της «καινής κτίσεως». «Ου γαρ τον Έλληνα εποίησεν Ιουδαίον, παρατηρεί ο Θεοφύλακτος, αλλ’ αμφοτέρους είς κρείττω κατάστασιν ανήγαγεν», και η «κρείττων κατάστασις» είναι αυτή του «καινού ανθρώπου», της καινούργιας ανθρωπότητας, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ειρήνη σ’ αντίθεση με την προηγούμενη έχθρα των διαφόρων μερών μεταξύ τους.
Και πάλι το «κτίζειν» (όπως στο στίχ. 10) σχετίζεται με την αναδημιουργία του ανθρώπου εν Χριστώ – το τελευταίο αυτό δηλώνεται με τον «εν αυτώ» (ή «εν εαυτώ» κατά τα Σιν.2, D, G, Ψ, Κν και τους Μαρκίωνα και Επιφάνιο), το οποίο ο Θεο΄φυλακτος σχολιάζει ως εξής: «ου γαρ άλλος έπραξε τούτο, αλλ’ αυτός δι’ εαυτού… ή ότι αυτός πρώτος τύπον παράσχων και υπόδειγμα και φανείς αυτός πρώτον τούτο όπερ εκείνους εποίησεν». Πράγματι, στο Χριστό βλέπει κανείς τον κατεξοχήν άνθρωπο, τον «καινόν άνθρωπον», την πραγματική εικόνα του Θεού (Κολ. 1, 15. Β’ Κορ 4, 4), το πρότυπο και την απαρχή της καινούριας ανθρωπότητας.
Πέρα όμως από τη χριστολογική έννοια του «καινού ανθρώπου» εδώ πρέπει να αναγνωρίσουμε την εκκλησιολογική προέκταση των όσων γράφει ο Παύλος, γιατί ο «καινός άνθρωπος» και η «ειρήνη» πραγματοποιούνται μέσα στο Σώμα του Χριστού, στην εκκλησία, όπως σαφώς φαίνεται στο στίχ. 16: «και αποκατάλλαξη τους αμφότερους εν ενί σώματι τω θεώ δια του σταυρού αποκτείνας την έχθραν εν αυτώ».
Η συμφιλίωση «αμφοτέρων» όχι μόνο μεταξύ τους αλλά –πράγμα πολύ σπουδαιότερο και αναγκαιότερο»- και με το Θεό γίνεται «εν ενί σώματι», το οποίο δεν μπορεί παρά να δηλώνει το ένα σώμα, του οποίου κεφαλή είναι ο Χριστός και για το οποίο γίνεται λόγος απαρχής μέχρι τέλους της επιστολής. Η άποψη των Χρυσοστόμου, Ζιγαβηνού, ότι με τη φράση αυτή ο ι. συγγραφέας εννοεί το φυσικό σώμα του Χριστού που θυσιάστηκε στο σταυρό, δεν ευνοείται από τα συμφραζόμενα, στα οποία η σκέψη του Παύλου στρέφεται γύρω από τον εκκλησιολογικό άξονα, από την εκκλησία ως σώμα του Χριστού. Άλλωστε προκειμένου για τη σταυρική θυσία συναντήσαμε στη συνάφεια αυτή τις εκφράσεις «εν τη σαρκί αυτού», «εν τω αίματι του Χριστού», «διά του σταυρού». Συνδυάζοντας τις δύο απόψεις ο Θεοφύλακτος παρατηρεί: «Εν ενί σώματι, τω υπέρ πάντων προσενεχθέντι, ώστε αυτούς εις εν σώμα τελείν», παρατήρηση που μαρτυρεί ότι άλλοι πριν απ’ αυτόν ερμηνευτές δέχονταν την εκκλησιολογική ερμηνεία της φράσεως «εν ενί σώματι». Στο τέλος του στίχου τονίζεται και πάλι ότι η συμφιλίωση με τον Θεό πραγματοποιείται «διά του σταυρού», επάνω στον οποίο «αποκτείνεται» η έχθρα των ανθρώπων προς τον Θεό και προς τους συνανθρώπους τους (πρβλ. Ρωμ. 5, 10) και προσφέρεται στην ανθρωπότητα η ειρήνη.
Ο στίχ. 17 («και ελθών ευηγγελίσατο ειρήνην υμίν τοις μακράν και τοις εγγύς») με ορολογία του Ης. 57, 19 τονίζει ότι η ειρήνη προσφέρεται προς όλους τους ανθρώπους, τόσο προς τους μακράν του Θεού εθνικούς όσο και προς τους εγγύς Ιουδαίους (βλ. στίχ. 13), όπως συνάγεται από το γεγονός «ότι δι’ αυτού έχομεν την προσαγωγήν οι αμφότεροι εν ενί πνεύματι προς τον πατέρα» (στίχ. 18). Με τον αιτιολογικό σύνδεσμο «ότι» τελειώνει η ενότητα των στίχων 14-18, στο τέλος της οποίας τονίζεται πως, ανεξάρτητα με το ποιοι ήταν προηγουμένως, τώρα οι «αμφότεροι» -και οι πρώην Ιουδαίοι και οι πρώην εθνικοί- μπορούν «εν ενί πνεύματι» να πλησιάσουν το Θεό Πατέρα. Το ένα πνεύμα δεν είναι παρά το άγιο Πνεύμα που συγκροτεί την εκκλησία σ’ ένα Σώμα. Στο «εν ενί σώματι» του στιχ. 16 αντιστοιχεί το «εν ενί πνεύματι» του στίχου μας (βλ. 4,4 «εν σώμα και εν πνεύμα». Η ενότητα του σώματος του Χριστού εξασφαλίζεται και διατηρείται από το Πνεύμα του Θεού. Με τη λ. «προαγωγή» (βλ. και 3, 12. Ρωμ. 5, 2. Α΄Πετρ. 3, 18) εννοείται το πλησίασμα, η προσέγγιση και η ελεύθερη κοινωνία του ανθρώπου με το Θεό. Η εικόνα είναι παρμένη από τη συνηθισμένη προσπάθεια του ανθρώπου να πλησιάσει κάποιο υψηλά ιστάμενο πρόσωπο με τη μεσολάβηση κάποιου άλλου που βρίσκεται ήδη κοντά του. Εδώ εκείνος που εξασφαλίζει αυτήν την προσέγγιση είναι ο Χριστός («δι’ αυτού»), ο οποίος συμφιλιώνει τους ανθρώπους με το Θεό, τους ανακαινίζει (πρβλ. «καινόν άνθρωπο» του στίχ. 15) και τους δίνει το δικαίωμα να βρίσκονται στη σωστή τους θέση –από την οποία ξέπεσαν- κοντά στο Θεό Πατέρα.

1. Ρωμ. 2, 26. 3, 30. Γαλ. 2, 7. Πρβλ. Πρ. 11, 3 «άνδρες ακροβυστίαν έχοντες» και Ιγνατίου, Προς Φιλαδελφείς 6, 1 «ανήρ ακρόβυστος».
2. Περιτομή λέγεται η πράξη του του περιτέμνεσθαι (π.χ. Ρωμ. 2, 25. 3, 1) αλλά και ο ιουδαϊκός λαός γενικά, οι περιτμημένοι (Πρ. 10, 45. 11, 2. Ρωμ. 3, 30. 4, 9. Γαλ. 2, 7 ε. Κολ. 3, 11. 4, 11. Τιτ. 1, 10)
3. Πρβλ. Κολ. 1, 22 «αποκατήλλαξεν εν τω σώματι της σαρκός αυτού διά του θανάτου» και τα εκεί σχόλια.
4. Βλ. Ιδιόμελο εσπερινού Χριστουγέννων, στο οποίο ο υμνογράφος βλέπει να συντελείται η κατάλυση του μεσότοιχου του φραγμού ήδη με τη γέννηση του Χριστού: «Δεύτε αγαλλιασώμεθα τω Κυρίω, το παρόν μυστήριον εκδιηγούμενοι. Το μεσότοιχον του φραγμού διαλέλυται, η φλόγινη ρομφαία τα νώτα δίδωσι…». Βλ. επίσης Θεοτοκίο εσπερινού α’ ήχου, στο οποίο η κατάλυση της έχθρας αποδίδεται στην Παρθένο Μαρία: «Αυτή το μεσότοιχον της έχθρας καθελούσα, ειρήνην αντεισήξε και το βασίλειον ηνέωξε…». Βλ. και ωδή γ’ κανόνα του Μ. Σαββάτου: «Ήπλωσας τας παλάμας και ήνωσας τα το πρίν διεστώτα…».
5. Επιστολή Αριστέα 139: «Συνθεωρήσας ουν έκαστα σοφός ων ο νομοθέτης, υπό Θεού κατασκευασμένος εις επίγνωσιν των απάντων, περιέφραξεν ημάς αδιακόποις χάραξι και σιδηροίς τείχεσιν…». Βλ. Billerbeck 3, 588 και Schlier, στο χωρίο.

Από το Βιβλίο «Ερμηνεία Καινής Διαθήκης», τόμος 10, εκδ. Π. Πουρναρά.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.