Αυτοκίνητες σκέψεις στην Μάνη: Το τοπίο και η ψυχή του – Τάσου Λιγνάδη.

Καθώς έτρεχε το αυτοκίνητο από το Γύθειο προς την Καλαμάτα, μέσ’ από την παραλιακή Μάνη, σκεφτόμουνα το Συμπόσιο για το αρχαίο δράμα, που μόλις είχε γίνει, Παρασκευή απόγευμα, ένα Σάββατο βράδυ, μια Κυριακή πρωί, στην Μαγούλα, λίγο πιο έξω από την Σπάρτη. Στην Μαγούλα, ένα πράο σπιτόπουλο, χωνεμένο μέσα στις ευωδιές της πορτοκαλιάς και της λεμονιάς, που σε ξελογιάζουν. Εδώ φιλοξενείται το πνευματικό κέντρο πλήθων. Το πρόσφερε πριν αποδημήσει ο δάσκαλος μου Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλος και του έδωσε το σημαδιακό όνομα ενός συνόρου ανάμεσα στον αρχαίο και τον νέο ελληνισμό.

Οι τροχοί καταβροχθίζουν τα χιλιόμετρα μέσ’ από διάσπαρτους μανιάτικους πύργους που σε απειλούν, αν δεν σταθείς ν’ ανοίξεις διάλογο μαζί τους για τ’ αλλοτινά και τα μελλούμενα. Θυμάμαι τους στίχους του Λόρκα: Ο θάνατος με σημαδεύει από τους πύργους της Κόρδοβας. Πράγματι, ταιριάζει η αντιστοιχία. Μακρινή και μόνη η Μάνη, όπως είναι όλα τα μοναδικά πράγματα. Στοιχειωμένη σκηνή θεάτρου το τοπίο, με πρωταγωνιστή το Φάντασμα. ΄Ολα σου το επιβεβαιώνουν εδώ, ότι η πιο ασφαλής ένταση της ζωής είναι το ειδύλλιο με τον θάνατο.

Κοιτάζω στην μεγάλη δημοσιά που φεύγει ιλιγγιωδώς μήπως και δω -λέει- τον Εγγλέζο εκείνον, τον Φέρμορ της Κατοχής, που έγραψε βιβλία για τον τόπο έτουτο, που δεν. του φθάνανε όμως και επέστρεψε στην Ελλάδα και στοίχειωσε κι αυτός ζωντανός κι ελεύθερος στην Μάνη. Πρέπει όμως να φθάσουμε στην Καλαμάτα πριν από το ηλιοβασίλεμα.

Ηλιοβασίλεμα! Θυμάμαι τις ερωτήσεις του Θεοδωρακόπουλου στις εξετάσεις του, όταν ήμουνα φοιτητής του -του οφείλω πολλά- στο μάθημα της Φιλοσοφίας:

– Τι παράγει η Ελλάδα;

Αλλοίμονο, αν του απαριθμούσες προϊόντα. Σε ύπέ-βλεπε σωκρατιστί ταυρηδόν και σατυρίζων. ΄Επρεπε να του δώσεις την ορθή απάντηση, για να χαρεί:

– Η Ελλάδα παράγει ανδρώπους!

Και το ηλιοβασίλεμα; Θυμάμαι έπ’ αυτού μια άλλη ερώτηση:

– Τι είναι ηλιοβασίλεμα;

Αλλοίμονον, αν του απαντούσες ότι είναι φυσικό φαινόμενο. Δυσανασχετούσε. Για να χαρεί, έπρεπε να του δώσεις την εξής ορθή απάντηση:

– Το ηλιοβασίλεμα είναι τραγωδία!

Τα σκέφτομαι αυτά τα νιώσματα και λέω μέσα μου μαζί με την υπόκρουση του τοπίου που μου συλλαβίζει σε ψίθυρο τις αλήθειες του: Πολύ μεγάλος αυτός ο μικρός τόπος. Πολυάριθμοι, κι όταν ακόμη μένουν ελάχιστοι, οι ΄Ελληνες (η μαγιά που μολογούσε ο Μακρυγιάννης). Κάτι ελάχιστο της γης δώστους και φτιάχνουν πολιτισμούς. Σε πληθυντικό. Μεγαλώνει ο τόπος και γίνεται μυστήριο σε έκταση και βάθος. Από την Μικρασία έως την Μεγάλη Ελλάδα και στο ελλαδίτικο απομεινάρι, όπου και αν βηματίσει ο οδοιπόρος, κάθε λίγο, ύστερα από κάμποσα χιλιόμετρα, άλλο τοπίο, άλλη μορφή ζωής, άλλος πολιτισμός. Η ομοιομορφία είναι άγνωστο πράγμα στην σύνθεση της διάνοιας και του ήθους μας.

Χθες ακόμη, Σάββατο πρωί, ήμαστε σ’ έναν άλλο κόσμο, βλέπαμε ένα άλλο έργο: Σκηνογραφία με Ταΰγετο στο βάθος, ντυμένο στα κορυφαία του -χιονόδοξος, πάντα λέει ο ποιητής- και μπροστά μας να φυτρώνει μέσ’ από το ύψωμα της πέτρας, ο Μυστράς και κάτω η πικρή υπόμνηση του ομοιώματος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου να χρονογραφεί έναν μόνιμο επιτάφιο, που έχει ευωδιάσει τσ’ ύπνους του σολωμικά σ’ ένα επίμονο έαρ. Μυρίζουν ερωτικό επιτάφιο οι άσπροι ανθοί της Λακωνίας και μου ‘ρχεται στο στόμα εκείνο το βυζαντινό τραγώδιον – τραγούδιν από τα φοιτητικά χρόνια:

Ιδού το έαρ το γλυκύ πάλιν επανατέλλει ζωήν, υγείαν και χαράν και την ευημερίαν και νίκην δεοδώρητον κατά των πολεμίων.

Μου τόχε πρωτομάθει ο Διονύσιος Ζακυθηνός, αγαπημένος μου δάσκαλος στο μάθημα της Βυζαντινής Ιστορίας. Ήταν μαζί μας στο συμπόσιο της Μαγούλας και η επίσκεψη μαζί του στον Μυστρά αποκτούσε ένα άλλο νόημα. Ποιό άλλο νόημα; Να, αυτό: Θυμάμαι τις μελέτες του, που μου άνοιξαν τα μάτια, την διδασκαλία του και το φροντιστήριο με τα χρυσόβουλα και τ’ αργυρόβουλα. Κι ακόμη θυμάμαι την εργασία του την συντριπτική για τους Σλάβους εν Ελλάδι. Πως να μη το θυμηθώ, έφ’ όσον διάβασα ότι κυκλοφορήθηκε σε ελληνική έκδοση το βιβλίο του Φαλμεράυερ -το πεθαμένο κι άχρηστο- που οι κάποιοι το ζωντάνεψαν στα καλά καθούμενα. Το γιατί το ζωντάνεψαν, είναι μια άλλη ιστορία ενδεικτικώς σύγχρονη.

Λοιπόν, στον Μυστρά εξουθενωμένος από το σκαρφάλωμα κάθησα να ξαποστάσω στην γυναικεία Μονή της Παντάνασσας. Μου πρόσφεραν κατά το έθος νερό, λουκούμι και μαστίχη, που την ερρόφησα όπως οι διψασμένοι ήρωες και ηρωίδες του Παπαδιαμάντη, καθισμένος σε στίλβοντα μέλανα καθίσματα έχοντα γεγλυμμένον επί του ερεισινώτου αυτών τον δικέφαλον αετόν. Στον τοίχο όμως πίσω μου ένα άλλο τοπίο: ο στρατηγός Γιατράκος, οπλαρχηγός του Μυστρά στον ξεσηκωμό του ’21. Και στον αντικρινό τοίχο εικόνα της κόρης του με δύο άλλα κορίτσια ντυμένες και οι τρεις στα μαύρα. Είχαν γίνει και οι τρεις καλόγριες, μου λένε. Για φαντάσου! Εγώ, μόλις πριν από λίγες ημέρες ήξερα ότι το 1855 ο Χουρμούζης στην Βουλή ζητούσε-σε αγόρευση του να δοθεί σύνταξη στην θυγατέρα του Γιατράκου. Τι μικρός που είναι ο κόσμος! Πόσο κοντά μας ζουν όλα τα περασμένα!

Εχουμε γεμίσει το αυτοκίνητο βενζίνη, τα πνευμόνια ευωδιές και τα μάτια από το κάλλος του Μυστρά πριν βγούμε στην λωρίδα του Μεσσηνιακού Κόλπου, σπεύδοντας να φθάσουμε στην Καλαμάτα πριν από την… τραγωδία. Δηλαδή πριν από το ηλιοβασίλεμα. Το ηλιοβασίλεμα είναι τραγωδία. Ο έλεος και ο φόβος μπροστά στην μοίρα της ύπαρξης, όπως την δραματοποιεί κάθε μέρα η αλληγορία του ήλιου. Αυτή την σημασία μπορώ να βγάλω από την μεταφορά. Ο συνειρμός μου φέρνει στον νου ξανά το Συμπόσιο στην Μαγούλα.

Ακούσαμε ως προοίμιο ένα απόσπασμα από ανάλυση του Θεοδωρακόπουλου πάνω στον αριστοτελικό ορισμό για την Τραγωδία (το ανέγνωσε ο κ. Μπενάκης). ΄Ενα μάθημα περιουσίας μας χάρισε ο κ. Τρυπάνης, ως εισαγωγή στο θέμα της αναβιώσεως του αρχαίου δράματος. Τους προβληματισμούς της σύγρονης μετάφρασης ανέπτυξε ένα σημείωμα του κ. Ρούσσου. Για την χαμένη μουσική των αρχαίων έργων και τις δυνατές προσεγγίσεις σ’ αυτήν μίλησε με πλούσια τεκμήρια ο κ. Παλλάντιος. ΄Ενα παραστατικότατο και αντικειμενικό χρονικό των έως τώρα σκηνοθεσιών εξιστόρησε με γλαφυρότητα ο κ. Σολομός, ενώ η κ. Ντ. Τσάτσου με την σαφήνεια της πείρας και της καλλιτεχνικής ευθύνης ανέπτυξε την σειρά των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η σύγχρονη χορογραφία. Και ο κ. Κωτσόπουλος συμπλήρωσε τον έρανο με την κατάθεση για την υποκριτική στο αρχαίο δράμα, που την έκλεισε απαγγέλλοντας την αγγελική ρήση από τους ΠΕΡΣΕΣ του Αισχύλου με την λαμπρή μεσολάβηση της φωνής του.

Είπα κι ελόγου μου στο Συμπόσιο της Μαγούλας κάτι για την οικείαν φύσιν του ελληνικού δράματος σε συσχετισμό με το σύγχρονο ανέβασμα.

Μια άλλη όμως οικεία φύσις ανοίχθηκε μπροστά μας, καθώς το φίδι της ασφάλτου φεύγει ταχύτατο κάτω από τους τροχούς. Εδώ πια, αυτές τις σκόρπιες, τις αυτοκίνητες σκέψεις τις τροφοδοτούν οι ειδήσεις του κόσμου, γραμμένες με κάθε είδους χρώμα και σημαίνοντας πολιτικά συνθήματα με τα ΖΗΤΩ και με τα ΚΑΤΩ. Είναι οι μόνες κραυγές που βγάζει το ελλοχεύον μανιάτικο τοπίο. Μια ενδιαφέρουσα εισβολή στην σιωπή αυτά τα γράμματα του ασημένιου δρόμου. Κάποιο άλλο δράμα αναβιώνουν οι ασάλευτες φυσιογνωμίες των πύργων, που το νόημα των σύγχρονων χορικών του θ’ αποπειραθώ να ψελλίσω στο επόμενο σημείωμα.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 5 Μαΐου 1985

Από το βιβλίο: «Καταρρέω», του μακαριστού Τάσου Λιγνάδη. Επιλογή επιφυλλίδων. Εκδόσεις Ακρίτας,Αθήνα, Ιούλιος του 1989.

Κατηγορίες: Άρθρα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.