Όσιος ΝΙΚΟΛΑΟΣ Σβιατόσα της Κιεβο-Πετσέρσκαγια Λαύρας – Ι. Μ. Παρακλήτου Αττικής.

ΠΑΝΤΑ ματαιότης τα ανθρώπινα, όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα επελθών γαρ ο θάνατος, ταύτα πάντα εξηφάνισται».
Αυτή την αλήθεια κατανόησε Βαθιά ο ευσεβής πρίγκιπας Νικόλαος Σβιατόσα, γι’ αυτό άφησε τον ηγεμονικό πλούτο και την πριγκιπική δόξα και «εξελέξατο την αγαθήν μερίδα» της μοναχικής ζωής.
Ο πρίγκιπας Νικόλαος ήταν γιος του ηγεμόνα του Τσερνιγώφ Δαβίδ Σβιατοσλάβιτς και εγγονός του μεγάλου ηγεμόνα του Κιέβου Σβιατοσλάβου Γιαροσλάβιτς, που στα χρόνια του θεμελιώθηκε η αγία εκκλησία των Σπηλαίων.
Πυρπολημένος από τον έρωτα του Θεού και φλογισμένος από τον πόθο της βασιλείας των ουρανών, ο σοφός Νικόλαος ήρθε στη μονή, ξεντύθηκε τα πολύτιμα πριγκιπικά φορέματα και ντύθηκε με χαρά το ταπεινό τρίχινο μοναχικό ένδυμα.
Δεν έγινε όμως μοναχός μόνο κατά την εξωτερική εμφάνιση, όπως – αλλοίμονο! – γίνονται άλλοι.
Από την αρχή διακρίθηκε στην αρετή της υπακοής. Αν και πριγκιπόπουλο, ποτέ δεν παρατηρήθηκε για ανυπακοή η αντιλογία η ιδιοτροπία η θέλημα. Διακονούσε στο μαγειρείο της μονής, βοηθώντας τους μαγείρους πρόθυμα κι ακούραστα στις πιο σκληρές δουλειές. Με τα χέρια του έκοβε κάθε μέρα τα ξύλα για το μαγείρεμα, και τα κουβαλούσε στους ώμους από την όχθη του πόταμου μέχρι το μοναστήρι.
Όταν οι κατά σάρκα αδελφοί του, πρίγκιπες Ιζιασλάβος και Βλαδίμηρος, πληροφορήθηκαν τους κόπους του αδελφού τους, πήγαν στον ηγούμενο και τον παρακάλεσαν να του αναθέση ελαφρότερη εργασία. Ο ευλογημένος Νικόλαος όμως ούτε να τ’ ακούση δεν ήθελε. Πρώτα επέπληξε αυστηρά τους αδελφούς του για την ανάρμοστη ανάμιξη τους στα εσωτερικά της μονής. Κι έπειτα έπεσε στα πόδια του ηγουμένου και τον παρακάλεσε με δάκρυα να τον αφήση τουλάχιστον ένα χρόνο ακόμη στο κοπιαστικό διακόνημα του βοηθού του μαγειρείου.
Πράγματι, τον άφησαν όχι ένα αλλά τρία χρόνια σ’ αυτή την υπηρεσία, όπου εργάστηκε με ταπείνωση, προσοχή κι επιμέλεια. Έπειτα του ανέθεσαν το διακόνημα του πορτάρη, όπου έμεινε άλλα τρία χρόνια χωρίς ν’ απομακρύνεται ποτέ από την πύλη της μονής, παρά μόνο για να πάη στην εκκλησία. Κι από δω τον έστειλαν να διακονήση στην τράπεζα.
Μετά από πολύχρονη άσκηση στην υπακοή, ο ηγούμενος τον συμβούλεψε ν’απομονωθή πια στο κελλί του και ν’ αγωνιστή στην ησυχία για τη σωτηρία του. Σαν γνήσιο τέκνο της υπακοής ο μακάριος Νικόλαος κλείστηκε στο κελλί του, όπου μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στην προσευχή και την εργασία. Ποτέ δεν έμενε αργός. Την ώρα που τα χέρια του ήταν απασχολημένα με το εργόχειρο, τα χείλη του ψιθύριζαν με κατάνυξη την ευχή του Ιησού: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με!».
Έκτος από τη λιτή τροφή της κοινής μοναστηριακής τραπέζης, ο όσιος τίποτε άλλο δεν έβαζε στο στόμα του όλη την ημέρα. Κι αν αποκτούσε κάτι υλικό – τρόφιμα η χρήματα η αντικείμενα – φρόντιζε ν’ απαλλαγή αμέσως από το βάρος του, δίνοντας το στους φτωχούς. Με την ευλογία μάλιστα του ηγουμένου, μοίραζε πάντοτε ένα μέρος του μόχθου του σ’ όσους είχαν ανάγκη. Οι φτωχοί κάτοικοι της περιοχής του Κιέβου έβλεπαν στο πρόσωπο του ένα συμπαραστάτη, ευεργέτη και αδελφό.
Μαζί με το φιλόχριστο Νικόλαο είχε έρθει στο μοναστήρι και ένας αδελφικός του φίλος, γιατρός άριστος. Όνομαζόταν Πέτρος και ήταν Σύρος. Βαθειά αγάπη συνέδεε τον Πέτρο με το Νικόλαο. Γι’ αυτό, όπως ήταν αχώριστοι στον κόσμο, έτσι θέλησαν να είναι και στην πνευματική παλαίστρα του μοναστηρίου.
Δυστυχώς όμως ο Πέτρος δεν έμεινε εδώ για πολύ. Βλέποντας τις κακοπάθειες του φίλου και κυρίου του, βλέποντας το πριγκιπόπουλο, που ζούσε πρώτα αμέριμνα μέσα σε ηγεμονικά παλάτια ν’ ασκεί σκληρά στο στάδιο της υπακοής και της εκούσιας πτώχειας, έφυγε λυπημένος από τη μονή. Πήγε στο Κίεβο και ασκούσε το επάγγελμα του γιατρού.
Πολλές φορές, ωστόσο, ήρθε στη Λαύρα, ξεμονάχιαζε τον όσιο και του έλεγε:
— Αδελφέ και κύριε μου! Γιατί δεν φροντίζεις για την υγεία σου; Γιατί ταλαιπωρείς τη σάρκα σου με τόσους κόπους και νηστείες; Μ’ αυτά που κάνεις, δεν θα μπόρεσης να σήκωσης μέχρι τέλους το ζυγό του Χρίστου. Ο Θεός δεν ζητά υπέρμετρη εγκράτεια και άσκηση, αλλά μόνο καρδιά καθαρή και ταπεινή. Εσύ όμως δουλεύεις στους καλόγερους σαν αγορασμένος δούλος. Ούτε μαθημένος είσαι σε τέτοια ζωή, ούτε αξιοπρεπές είναι για ένα πρίγκιπα σαν εσένα, ν’ ασχολήται με τόσο ταπεινωτικές δουλειές. Τ’ αδέλφια σου, ο Ιζιασλάβος και ο Βλαδίμηρος, είναι απαρηγόρητοι για το κατάντημα σου. Ήσουν πλούσιος και δοξασμένος, και κατάντησες πάμπτωχος, ταπεινός και άσημος. Οι βογιάροι, που μέχρι χθες ήταν υποτακπκοί σου, κατοικούν σε παλάτια κι έχουν όλα τα καλά, ενώ εσύ, ο κύριος τους, μένεις μέσα σ’ ένα σκοτεινό κελλί και στερείσαι τα πάντα. Ποιος από τους Ρώσους πρίγκιπες ταπεινώθηκε ποτέ τόσο; Μήπως ο πατέρας, σου Δαβίδ η ο παππούς σου Σβιατοσλάβος; Κύριε μου, άκουσε με και μετρίασε τις ασκήσεις σου, αλλιώς θα πεθάνης πριν την ώρα σου!
– Αδελφέ μου, απαντούσε στις προτροπές του Πέτρου ο όσιος. Όλα όσα μου λες τα έχω σκεφτή. Μάθε όμως ότι δεν πρέπει να λυπάται κανείς τη σάρκα του, για να μην ξεσηκωθούν τα πάθη και καταστροφή η ψυχή. Είπες ότι ο Θεός δεν ζητάει τόσο εγκράτεια και σωματικές ασκήσεις, όσο καρδιά καθαρή και ταπεινή. αυτό είναι σωστό. Αλλά πως θα καθαριστή και θα ταπεινωθή η καρδιά χωρίς την άσκηση, τη νηστεία, την κακοπάθεια; Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για την κάθαρση και τη σωτηρία. Κι όσοι δεν τον ακολούθησαν, «καταλιπόντες ευθείαν οδόν επλανήθησαν», κατά τον απόστολο. Ας κοπιάζη το σώμα. Ας αδυνατίζη. Ας αρρώσταινα «Η γαρ δυναμίς μου εν ασθενεία τελειούται», λέει ο απόστολος. Άλλωστε, «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς». Χωρίς νηστεία και χωρίς κόπο, αδελφέ μου, δεν θα ‘χουμε μερίδα στη μελλοντική δόξα των αγίων. Η νηστεία είναι η μητέρα της αγνείας και καθαρότητος. Και ο κόπος, ο πατέρας της ταπεινώσεως. «Εταπεινώθη εν κόποις η καρδία αυτών», λέει ο ψαλμωδός. Γι’ αυτό κι εγώ δοξάζω το Θεό που μ’ ελευθέρωσε από τα κοσμικά δεσμά και μ’ έκανε δούλο των δούλων Του, δηλαδή αυτών των μακαρίων μοναχών. Τι ήμουν; Πρίγκιπας. Και τώρα τι κάνω; Υπηρετώ τον ουράνιο «Βασιλέα των βασιλέων». Ποιό από τα δυό ειν’ ανώτερο; Όσο για τ’ αδέλφια μου, δεν τους άφησα την εξουσία και την περιουσία μου; Ας ασχοληθούν μ’ αυτά, αφού τους σαγηνεύουν τόσο πολύ. Και ας κοιτάξουν τον εαυτό τους. Εγώ «ηγούμαι πάντα… σκύβαλα είναι ίνα Χριστόν κερδήσω». Αλλά κι εσύ, γιατί μέμφεσαι τη νηστεία και την εγκράτεια μου; Μήπως, σαν γιατρός που είσαι, δεν συνιστάς στους ασθενείς σου ν’ αποφεύγουν μερικά φαγητά, για να θεραπεύσουν τις σωματικές τους παθήσεις; αυτό κάνω κι εγώ για να θεραπεύσω τα ψυχικά μου πάθη. Κι αν το σώμα μου καταβληθή και πεθάνη πρόωρα για χάρη του Χρίστου, κέρδος μου θα είναι. Και γιατί με θεωρείς κατώτερο από τους βογιάρους που απολαμβάνουν γήινη και προσωρινή δόξα, αφού εγώ, αν με σώση με το έλεος Του ο Θεός, θα συμβασιλεύσω μαζί Του στον ουρανό αιώνια; Όσο για τους άλλους Ρώσους πρίγκιπες, δεν μ’ ενδιαφέρει που κανείς τους δεν ακολούθησε το δικό μου δρόμο. Μακάρι να μιμηθούν το παράδειγμα μου… Αλλ’ αρκετά μίλησα. Μυαλό έχεις και σκέψου μόνος σου τα υπόλοιπα. Τα ίδια να πης και σ’ εκείνους που σε δασκάλεψαν.
Από τις στερήσεις και τους κόπους συνέβαινε ν’ αρρωσταίνη κατά καιρούς ο μακάριος Νικόλαος. Όταν το μάθαινε ο Πέτρος, του έστελνε διάφορα θεραπευτικά βότανα. Μα ο όσιος ποτέ δεν τα χρησιμοποιούσε. Πάντοτε γινόταν καλά με τη βοήθεια του Θεού, που του προσφερόταν πλούσια μετά από τις θερμές του προσευχές.
Συνέβη όμως κάποτε ν’ αρρωστήση και ο γιατρός. Ο όσιος το πληροφορήθηκε και του έστειλε μήνυμα: «Μην πιής κανένα φάρμακο. Ζήτησε την Ίαση από τον Κύριο και πολύ γρήγορα θα γίνης καλά. Αν δεν μ’ ακούσης, θα υποφέρης πολύ».
Ο Πέτρος υποσχέθηκε να υπακούση. Κρυφά όμως παρασκεύασε, ο ολιγόπιστος, ένα φαρμακευτικό μίγμα και το ήπιε. Άλλα μάταια περίμενε τη θεραπεία του. Αντίθετα, χειροτέρεψε τόσο, που κινδύνεψε να πεθάνη. Μόνο οι εκτενείς προσευχές του οσίου τον γλύτωσαν. Έτσι πήρε ένα καλό μάθημα.
Όταν αργότερα αρρώστησε πάλι, ειδοποίησε σχετικά τον όσιο. Εκείνος του παρήγγειλε γι’ άλλη μια φορά: «Μην πάρης κανένα φάρμακο. Κάνε μόνο προσευχή. Και την τρίτη μέρα θα γίνης καλά».
Αυτή τη φορά ο Πέτρος δεν τόλμησε να παράκουση. Και πράγματι, σύμφωνα με την υπόσχεση του οσίου, την τρίτη μέρα θεραπεύτηκε.
Τότε όμως ο όσιος τον κάλεσε στο μοναστήρι.
– Πέτρο, του είπε, σε φώναξα για να σ’ αποχαιρετήσω. Σε τρεις ημέρες φεύγω απ’ αυτό τον κόσμο!
Ο Πέτρος δεν μπορούσε να πιστέψη στ’ αυτιά του. Έπεσε στο χώμα κι έκλαιγε γοερά.
– Αλλοίμονο σε μένα, αδελφέ και κύριε μου! Ποιος θα γλυκάνη τη μοναξιά μου; Ποιος θα παρηγόρηση τ’ αδέλφια σου; Ποιος θ’ ανακουφίζη τους φτωχούς, τα ορφανά και τις χήρες; Μη φύγης, πρίγκιπα μου, γιατί από σένα μπορούν να ωφεληθούν πολλοί. Από που έχεις, αλήθεια, αυτή την πληροφορία; Από τον Κύριο; Παρακάλεσε Τον να πεθάνω εγώ στη θέση σου!…
Ο μακάριος Νικόλαος έπιασε στοργικά τον Πέτρο και τον σήκωσε.
– Πέτρο, μη λυπάσαι, του είπε. Ο Κύριος γνωρίζει πως θα φροντίση και πως θα διαφύλαξη ολόκληρη την πλάση, που δημιούργησε από το μηδέν. Αυτός μπορεί να θρέψη τους πεινασμένους, να ελεήση τους φτωχούς, να θεραπεύση τους άρρωστους.
Αυτός θα προστατέψη και σένα. Και τ’ αδέλφια μου ας μην κλαίνε για μένα. Ας κλαίνε για τους εαυτούς τους και τις αμαρτίες τους. Έτσι θα βρουν παράκληση και παρηγοριά στην άλλη ζωή. Εγώ πάντως δεν ζητώ από τον Κύριο παράταση της ζωής μου. Προ πολλού πέθανα για όλα τα γήινα και πρόσκαιρα.
Και λέγοντας αυτά ο θείος Νικόλαος πήγε στο σπήλαιο για να ετοιμάση τον τόπο της ταφής του. Ο γιατρός τον ακολούθησε.
— Ποιος από τους δυό μας αγαπά περισσότερο αυτό τον τόπο; ρώτησε ο όσιος.
Τον Πέτρο τον πήραν πάλι τα δάκρυα.
— Ξέρω καλά, αποκρίθηκε, πως αν εσύ θέλησης, ο Κύριος θα σου παρατείνη τη ζωή. Παρακάλεσε Τον λοιπόν γι’ αυτό, και βάλε έμενα μέσα σ’ αυτό το μνήμα.
Ο όσιος δεν αρνήθηκε αυτή τη χάρη στον Πέτρο. Βυθίστηκε για λίγο σε θερμή προσευχή.
— Ας γίνη η επιθυμία σου, αφού είναι αρεστή στο Θεό, είπε έπειτα συγκαταβατικά. Προηγουμένως όμως ας λάβης το άγιο μοναχικό σχήμα.
Ο Πέτρος κουρεύτηκε σύντομα μοναχός. Και αμέσως κλείστηκε στο σπήλαιο, όπου επί τρεις μήνες έκλαιγε μέρα-νύχτα και προσευχόταν για τη σωτηρία του.
Κάποτε ο όσιος Νικόλαος τον πλησίασε και του είπε:
— Αδελφέ Πέτρο, μήπως θέλεις να σε πάρω μαζί μου;
— Όχι, αποκρίθηκε εκείνος. Θέλω – αν είναι θέλημα Θεού και δική σου επιθυμία – να μου επιτρέψης να κοιμηθώ εγώ στη θέση σου. Εσύ να μείνης εδώ και να προσεύχεσαι για μένα στο Σωτήρα.
— Τότε να είσαι ξάγρυπνος και έτοιμος, αδελφέ, γιατί πλησιάζει η ώρα. «Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται». Σε τρεις ημέρες θα φύγης απ’ αυτό τον κόσμο, σύμφωνα με την ιερή επιθυμία σου.
Σε τρεις ημέρες, μετά από αδιάλειπτη αγρυπνία και προσευχή, ο μακάριος Πέτρος κοινώνησε των θείων και ζωοποιών Μυστηρίων, ξαπλώθηκε μόνος του στο νεκροκρέβατο και παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Κυρίου.
Μετά την κοίμηση του Πέτρου, ο πάγκαλος Νικόλαος έζησε ακόμη τριάντα χρόνια ασκητικής ζωής, χωρίς ποτέ να βγη από τη μονή. Αφού έφτασε σε ύψη αγιότητος, ο θεοφιλής πρίγκιπας μετέστη στα ουράνια σκηνώματα.
Όταν μαθεύτηκε η μακαρία κοίμηση του, όλη η πόλη του Κιέβου συγκεντρώθηκε στη Λαύρα, για να του δώση τον τελευταίο ασπασμό και να πάρη την ευλογία του σεπτού σκηνώματος του. Οι αδελφοί του Ιζιασλάβος και Βλαδίμηρος έκλαιγαν απαρηγόρητα. Ο πρώτος παρακάλεσε τον ηγούμενο να του δώση ως ευλογία και παρηγοριά το σταυρό, το κουκούλι και το στρωσίδι που χρησιμοποιούσε ο όσιος για να κάνη τις μετάνοιες του. Ο ηγούμενος του τα έδωσε λέγοντας:
– Κατά το μέτρο της πίστεως σου, ας λάβης απ’ αυτά βοήθεια και ευλογία στη ζωή σου.
Ο Ιζιασλάβος τα παρέλαβε συγκινημένος κι έστειλε στο μοναστήρι πολλά δώρα.
Μετά από μερικούς μήνες συνέβη ν’ αρρωστήση ο πρίγκιπας. Και μάλιστα τόσο βαριά, που έφτασε στα πρόθυρα του θανάτου. Η γυναίκα του, τα παιδιά του και οι βογιάροι ήταν κοντά του και περίμεναν να ξεψυχήση.
Ο Ιζιασλάβος ήταν ξαπλωμένος στην επιθανάτια κλίνη, σε κωματώδη κατάσταση. Εκεί που τον περίμεναν όμως, άνοιξε απρόσμενα τα μάτια, ανασηκώθηκε λίγο και ψιθύρισε:
– Φέρτε μου λίγο νερό από το πηγάδι των Σπηλαίων. Αμέσως μετά έπεσε πάλι σε κώμα.
Μερικοί βογιάροι έτρεξαν την ίδια στιγμή στο μοναστήρι και ζήτησαν νερό. Ο ηγούμενος τους έδωσε πρόθυμα, αφού πρώτα έπλυνε μ’ αυτό τον τάφο του οσίου Θεοδοσίου.
– Πάρτε νερό που έχει την ευλογία του οσίου πατέρα μας Θεοδοσίου. Αλλά να! Πάρτε και τον τρίχινο χιτώνα του μακαρίου Νικολάου Σβιατόσα και φορέστε τον στον άρρωστο αδελφό του. Οι ευχές των οσίων ας τον θεραπεύσουν!
Δεν είχαν μπη ακόμα στο Κίεβο οι Βογιάροι που έφερναν το νερό και το χιτώνα, όταν ο πρίγκιπας ΙζιασλάΒος ήρθε πάλι στον εαυτό του και μίλησε.
– Πηγαίνετε γρήγορα, είπε, έξω από την πόλι, να προϋπαντήσετε τους οσίους πατέρες Θεοδόσιο και Νικόλαο. Έρχονται σε μας!
Την ώρα που οι Βογιάροι έμπαιναν μέσα στο πριγκιπικό ανάκτορο, ο ΙζιασλάΒος φώναξε:
– Νικόλαε! Νικόλαε Σβιατόσα!
Του έδωσαν να πιη το νερό και του φόρεσαν το χιτώνα. Και -ω του θαύματος! – αμέσως έγινε καλά και σηκώθηκε!
Όλοι δόξασαν το Θεό και τους οσίους δούλους Του, που τόσες ευεργεσίες παρέχουν δωρεάν στους ανθρώπους.
Από τότε ο ΙζιασλάΒος, κάθε φορά που αρρώσταινε, φορούσε το χιτώνα και γινόταν καλά. Τον φορούσε επίσης σ’ όλες τις εκστρατείες και τους πολέμους, σαν θώρακα αδιαπέραστο από κάθε εχθρικό χτύπημα.
Καθώς λένε όμως οι παλαιότεροι, κάποτε ο πρίγκιπας αμάρτησε βαριά. Και από φόβο και ντροπή, δεν τόλμησε να βάλη τον οσιακό χιτώνα. Έφυγε για το μέτωπο και στην πρώτη μάχη σκοτώθηκε!..
Με τις προσευχές του οσίου πρίγκιπα Νικολάου Σβιατόσα, είθε να βρούμε κι εμείς τη θεραπεία απ’ όλες τις σωματικές και ψυχικές μας ασθένειες, με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χρίστου.

Από το βιβλίο: «Πατερικόν των σπηλαίων του Κιέβου.»
Διηγήσεις από τη ζωή και τα κατορθώματα των οσίων πατέρων της Κιεβο-Πετσέρσκαγια Λαύρας.
Έκδοση δέκατη
Ιερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής, 2009

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.