Η εικόνα, πρόσωπο του απροσίτου Clement Olivier.

Στα 843 μ.Χ. το κίνημα των εικονοκλαστών η εικονομάχων είχεν επί τέλους υποταχθεί, στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Στις 11 Μαρτίου, η αυτοκράτειρα – αντιβασίλισσα Θεοδώρα αποκατέστησε τη θέση των εικόνων στη λατρεία, όπως αυτή είχε καθοριστεί μισόν αιώνα πριν, από την 7η Οικουμ. Σύνοδο. Ο άγιος Θεοφάνης ο Γραπτός, ο ομολογητής αυτός της Ορθοδοξίας ο οποίος, κατά τη διάρκεια του τελευταίου εικονοκλαστικού διωγμού, είχε δημοσίως σημαδευθεί με πυρωμένο σίδερο, συνέθεσε τότε το Κοντάκιο όπου συνοψίζεται η θεολογία της εικόνος: «Ο απερίγραπτος Λόγος του Πατρός, εκ σου Θεοτόκε περιεγράφη σαρκούμενος, και την ρυπωθείσαν εικόνα εις το αρχαίον αναμορφώσας, τω θείω κάλλει συγκατέμιξεν. Αλλ’ ομολογούντες την σωτηρίαν, έργω και λόγω ταύτην ανιστορούμεν.»

Στη Θεία Ευχαριστία δεχόμαστε τη θεωμένη και θεοποιό Σάρκα του Χριστού. Δοξάζομεν τη θεομήτορα που έχει ήδη εισέλθει με το σώμα της στη Βασιλεία. Τιμούμεν τους Αγίους, σεβόμαστε τα λείψανά τους, διότι έχουν γεμίσει ολόκληρο το είναι τους με το άκτιστο φως• και οι εικόνες μας δείχνουν τα πρόσωπά τους, τα οποία και έχουν καταστεί ιερά μυστήρια του θείου Κάλλους. Έτσι, η Εκκλησία αναγνωρίζει την αγιότητα της σάρκας η οποία είναι ικανή για θέωση. Θέωση, χάρις στην οποία ολόκληρο το κτιστό σύμπαν, ακόμα και η ύλη, δύνανται να ελευθερωθούν από τη δουλεία της φθοράς, να αποκατασταθούν και να ελλαμφούν. Τέτοιο ακριβώς είναι το θεμέλιο της ελπίδας μας για την ανάσταση των σωμάτων και τη μεταμόρφωση του σύμπαντος, ελπίδα την οποία ήδη προγευόμαστε στην αγιότητα και στα έργα των λειτουργικών μας παραδόσεων.

Η εικονομαχία τοποθετείται ταυτόχρονα σαν συνέχεια του αρχαίου δυαλισμού πνεύματος και ύλης, και σαν μολυσματική μετάδοση μιας ανατολικής ευαισθησίας η οποία είχεν εκτραχυνθεί τότε μέσα στο Ισλάμ, και η οποία πότε χωρίζει κατά τρόπο αθεράπευτο το θείο από το ανθρώπινο και πότε απορροφά το ανθρώπινο μέσα στη θεότητα. Η εικονομαχία αρνιόταν την πραγματικότητα του Θεανθρώπου μέσα στον οποίο, μας λέγει ο απ. Παύλος, «κατοικεί παν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς» (Κολ. Β’ 9).

Μετασχημάτιζε την ανθρώπινη φανέρωση του Λόγου σε ένα κενό φάντασμα, όπως έκαμναν στα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού εκείνοι οι Δοκήτες για τους οποίους η Ενσάρκωση του Λόγου δεν ήταν παρά κάτι το φαινομενικό• τόσον πολύ σκανδαλώδες εθεωρήθη το ότι ο Θεός, για να μας ελευθερώσει, ήταν δυνατό να υποφέρει και να πεθάνει. Έτσι κατέληγε (και πάντοτε καταλήγει) στη εικονομαχία ο συμπληρωμένος κύκλος της αίρεσης που, με ποικίλους τρόπους, θέτει υπό αμφισβήτηση τη Θεανθρωπότητα. Να γιατί μπορούμε και σήμερα να μιλούμε, όπως και στο 843, περί «θριάμβου της Ορθοδοξίας», εάν η Ορθοδοξία είναι ακριβώς η σταθερή ομολογία της Θεανθρωπότητας του Χριστού.

Το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται η εικονογραφία είναι, λοιπόν, αυτό τούτο το μυστήριο της Ενσαρκώσεως του Χριστού. «Ο απερίγραπτος Λόγος του Πατρός, εκ σου Θεοτόκε περιεγράφη σαρκούμενος…» Ο δε άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σημείωνε: επειδή ο Αόρατος, ενδυόμενος τη σάρκα, έγινε ορατός, δικαιούσαι να τον σχηματίσεις.

Βέβαια, ο ζων Θεός, ενώ φανερούται παραμένει απρόσιτος. Η 7η Οικουμεν. Σύνοδος απαγόρευσε την απεκόνιση του Πατρός που είναι η «πηγή» και η «αρχή» της Θεότητας. Αλλ’ αυτή η απόσταση, η οποία καθιστά αδύνατη την κατασκευή ειδώλου, επιτρέπει την εικόνα.

Στην ερώτηση, «Δείξον ημίν τον Πατέρα», ο Ιησούς απαντά, «Τοσούτον χρόνον μεθ’ υμών ειμί…, πως ουν λέγεις, δείξον ημίν τον Πατέρα… Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα» (Ιω. ιδ’ 9). Ο Υιός δεν είναι μόνο ο Λόγος του Θεού, αλλά και η ομοούσιος με Αυτόν Εικόνα Του. Έτσι, η ανθρώπινη μορφή του Ιησού είναι η ανθρώπινη μορφή του Θεού, η αχειροποίητη εικόνα, η μορφή της οποίας φαίνεται να έχει αποτυπωθεί πάνω στο ιερό Μανδήλιο, το οποίον είχε ανακαλυφθεί στην Εδεσσα της Συρίας τον 6ον αιώνα. Ο Θεός, έγινε εν Χριστώ η μορφή του Εσταυρωμένου ο οποίος «ουκ είχεν είδος ουδέ κάλλος», όπως λέγει ο προφ. Ησαΐας για τον πάσχοντα Μεσσία, ο οποίο όμως, λόγω αυτού του Πάθους, δια της Αναστάσεώς Του, ακτινοβολεί το μοναδικό κάλλος, που δεν είναι αισθητικό αλλά ταυτίζεται με την αλήθεια και το έλεος.

Ενσαρκούμενος, για να επαναλάβουμε το Κοντάκιο, Αυτός που είναι η ομοούσιος Εικών του Πατρός, «ανεμόρφωσεν εις το αρχαίον» εκείνην την «εικόνα Θεού» που είναι ο άνθρωπος, και την «συγκατέμιξε τω θείω Κάλλει»• στο Κάλλος που φανερούται μέσα στην εξ αγάπης κένωσιν.

Το αληθινό αυτό κάλλος αποκαλύπτεται μόνο εν Αγίω Πνεύματι. Η εικόνα, θεμελιωμένη πάνω στο γεγονός της Ενσαρκώσεως, δίνει ταυτόχρονα μαρτυρία και για την Πεντηκοστή, προλαμβάνει τη μεταμόρφωση της ανθρωπότητας, όταν το Πνεύμα θα κάμει τελείαν τη φανέρωσή Του μέσα στην κοινωνία των αγίων. Επειδή ο Θεός, εν τω Χριστώ, μας αποκάλυψε το πρόσωπό Του, ο κατ’ εικόνα Θεού δημιουργηθείς άνθρωπος δύναται στο εξής να ευρίσκει εν τω Αγίω Πνεύματι το αληθινό πρόσωπό του, η μάλλον, να ευρίσκει το αληθινό πρόσωπο του πλησίον.

Ο χριστιανισμός είναι η θρησκεία των προσώπων… Η εικονά μας διδάσκει να ανακαλύπτουμε το αληθινό πρόσωπο του πλησίον, το πρόσωπο αυτό που είναι «κεκρυμμένον συν τω Χριστώ εν τω Θεώ» (Κολ. γ’ 3)…

Ο Ντοστοϊέφσκυ έλεγε,« Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο». Σήμερα οι άνθρωποι επιδιώκουν ένα διαλογισμό που να μην είναι πια αφηρημένος, εκπεφρασμένος δια εννοιών, αλλά που να είναι ταυτόχρονα και αισθητός και πνευματικός. Έχουν τη νοσταλγία ενός κάλλους προερχομένου από την Αλήθεια, το οποίο θα ένωνε τη Σιωπή και το Λόγο. Ταυτόχρονα, ανακαλύπτουν παντού την ομορφιά διότι ο κόσμος των αισθήσεων, αντί να ενσαρκώνει το Λόγο, επανήλθε κι αυτός στο χάος. Εμείς, οι άνθρωποι της Δύσης, αναζητούμε το Κάλλος και ταυτόχρονα ανακαλύπτουμε ότι το έχουμε διώξει, υποκαθιστώντας την έπαρσή μας στην κένωση που το Κάλλος αυτό υφίσταται εξ αγάπης. Σήμερα βρισκόμαστε στη νύχτα μιας σχεδόν απόλυτης αδυναμίας και μιας απελπισίας σχεδόν πλήρους. Τα μνημεία που ακόμα ανεγείρουμε δεν έχουν πια έπαρση• είναι — σκέπτομαι π.χ. το Κέντρο Ζωρζ Μπομπιντού — είναι σαν ικέτες χωρίς βραχίονες. Είναι εκεί ακριβώς, μέσα σ’ αυτή την παράδοξη, σχεδόν ασυνείδητη ικεσία, μέσα σ’ αυτή τη σχεδόν απόλυτη αδυναμία, μέσα σ’ αυτό το σχεδόν πλήρες της
απελπισίας, που βρίσκεται η ρωγμή απ’ όπου πιθανόν να περάσει η Αγάπη (διότι η αγάπη δεν μπορεί να παύσει ν’ αγαπά), απ’ όπου πιθανόν να διέλθει αυτό το φιλελεήμον και ελευθερωτικό Κάλλος που αναμένουμε, διότι η Αλήθεια δεν μπορεί να παύσει καταυγάζοντας μέσα στο Κάλλος.

Εδώ, αναμφίβολα, τοποθετείται η διακονία της Ορθοδοξίας, η διακονία της αγίας εικόνας, η διακονία μιας θεολογίας του προσωπικού, κοινωνούντος, οντολογικού Κάλλους, θεολογίας την οποία οφείλουμε να «ανιστορώμεν έργω και λόγω», όπως συμπεραίνει το Κοντάκιον αυτής της ημέρας, την οποία τιμούμε σαν Κυριακή της Ορθοδοξίας.

Το τελευταίο «σημείον» του Θεού για τον άνθρωπο του σήμερα, είναι πιθανόν η αινιγματική και ειρηνοποιός ακτινοβολία κάποιων ιερών εικόνων!.. Σαν αυτών μέσα σ’ ένα μουσείο της Μόσχας η του Λένιγκραντ, σαν αυτών μία τοιχογραφία μιας βυζαντινής εκκλησίας – μουσείου της Κωνσταντινούπολης η μιας Μονής του Αθω η μιας ερειπωμένης εκκλησίας του Μυστρά!.. Τέτοιες εικόνες εννοώ, ένα αντίγραφο των οποίων ένας άγνωστος έφηβος στο Παρίσι αγοράζει από καπρίτσιο• και ξαφνικά παρατηρεί, αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει σ’ αυτή (την εικόνα) κάποιος που τον κοιτάζει και τον αγαπά. Μία ομορφιά, ένα κάλλος βαθειά ανθρώπινο και ωστόσο πολύ παραπάνω από ανθρώπινο αναστατώνει και ειρωνεύεται συγχρόνως την καρδία του. Και να τον στο εξής γρηγορούντα, να τον προσκυνητή προς την πηγή αυτού του Κάλλους!..

Από το βιβλίο: Service Orthodoxe de Presse el d’ Information, No. 57, Μετάφραση: Μ.Μιχαηλίδης, 1981

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Αγία Ζώνη.gr: 20 Μαρτίου 2018

Κατηγορίες: Άρθρα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.