Ομιλία Β’, περί του απαραβιάστου του αυτεξουσίου – Αγίου Νεκταρίου, Επισκ. Πενταπόλεως.

«Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και
αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι».
(Ματθ. ις’, 24).
Το αυτεξούσιον του ανθρώπου είνε ανεπηρέαστον˙ εκ του ανωτέρου ρητού καταδείκνυται ο βαθμός της ηθικής του ανθρώπου ελευθερίας. Ο Σωτήρ ημών καλεί τον άνθρωπον οπίσω αυτού και αφίησιν αυτόν ελεύθερον να αποφασίση περί του σπουδαιοτάτου τούτου ζητήματος να ακολουθήση αυτώ, ή να τραπή την οδόν αυτού˙ ήλθε δια την σωτηρίαν του ανθρώπου και όμως δεν παραβιάζει το αυτεξούσιον αυτού. Προσκαλεί αυτόν να λάβη ενεργόν μέρος εις την σωτηρίαν του και όμως ουδόλως επηρεάζει το αυτεξούσιον αυτού. Εάν ο άνθρωπος δεν ήτο ον ελεύθερον και αυτεξούσιον, ουδέποτε θα ηξιούτο τοσούτου σεβασμού, ουδέποτε θα απεδίδετο αυτώ τοσαύτη τιμή, ίνα συνεργασθή μετά του Σωτήρος δια την ιδίαν σωτηρίαν, ουδέ θα αφίετο εις την οικείαν διάθεσιν, άλλ’ ως παθητικόν και αδρανές σώμα θα είλκετο εις την σωτηρίαν και θα εδέχετο την επίδρασιν της θείας χάριτος, της ενεργούσης την απολύτρωσίν του. Πόσον αληθώς σεβαστή και απαραβίαστος η ηθική ελευθερία του ανθρώπου! Πόσον αυτοκρατορικόν το αυτεξούσιον αυτού!
Εν τη μελέτη της ιστορίας της απολυτρώσεως βλέπομεν τον Υιόν του Θεού γινόμενον άνθρωπον υπέρ της σωτηρίας του ανθρώπου, πορευόμενον προς το εκούσιον πάθος ίνα άρη την αμαρτίαν του κόσμου και τους μώλωπας ημών να βαστάση και το μέγα της Οικονομίας μυστήριον να πληρώση και διαλλάξη τον άνθρωπον προς τον Θεόν και εν τούτοις ουδόλως να παραβιάζη το αυτεξούσιον του ανθρώπου˙ ιδού η κεκλεισμένη πύλη του παραδείσου ανοίγεται και η πυρίνη ρομφαία, η φυλάττουσα την είσοδον αυτής, απομακρύνεται και η φωνή του δεσπότου προσκαλεί τον αποκλεισθέντα άνθρωπον, όπως εισέλθη δι’ αυτής εις τον τόπον της καταπαύσεως, αυτός δε αφίεται ελεύθερος ίνα εισέλθη ή ου˙ η ελευθερία αύτη προς το ενεργείν κατά προαίρεσιν και ταις αρχαίς ακολουθείν, και υπ’ αυτού του Θεού μη επηρεάζεσθαι, καταδεικνύει τον απόλυτον χαρακτήρα του αυτεξουσίου του ανθρώπου, του απορρέοντος εκ της ηθικής αυτού ελευθερίας και την μεγάλην αυτού αξίαν και την υψηλήν περιωπήν, ην κέκτηται εν τη δημιουργία. Πόσον μεγάλη αληθώς τιμή προσγίνεται τω ανθρώπω εκ του ανεπηρεάστου του αυτεξουσίου αυτού! Αλλά συγχρόνως και πόσον σαφώς διδασκόμεθα τα καθήκοντα ημών˙ πόσον σαφώς διδασκόμεθα, ότι οφείλομεν να ώμεν και ημείς αυτής εκτιμηταί και ένθερμοι ζηλωταί, μηδόλως ανεχόμενοι την υποδούλωσιν του αυτεξουσίου ημών και την εξάρτησιν της ηθικής ελευθερίας εκ των ταπεινοτικών παθών και επιθυμιών.
Η ηθική ημών ελευθερία υποχρεοί ημάς να προνοήσωμεν περί της σωτηρίας ημών, διότι άλλως απολλύμεθα. Η επίσημος υπό του Σωτήρος αναγνώρισις της ηθικής ημών ελευθερίας διδάσκει ημάς, ότι η σωτηρία ημών δεν πραγματούται μόνον υπό της απολύτου ενεργείας της χάριτος του Θεού, αλλά και υπό της συγκαταθέσεως και της συγχρόνου ενεργείας του ανθρώπου. Περί της αναγκαιότητος ταύτης ιδού τι λέγουσι οι σοφοί της Εκκλησίας Πατέρες˙ ο θείος Χρυσόστομος λέγει˙ «η χάρις καν χάρις η, τους εθέλοντας σώζει. (Λόγ. Ιη’. Προς Ρμ.) και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει˙ «δει και το εφ’ ημίν είναι και εκ Θεού το σώζεσθαι» (Λόγ. Λά.). Ο δε Κλήμης ο Αλεξανδρεύς λέγει˙ «Βουλομέναις μεν ο Θεός ταις ψυχαίς συνεπιπνεί, ει δε αποσταίεν της προθυμίας και το δοθέν εκ του Θεού πνεύμα συνεστάλη.». Αλλά και ο ιερός Ιουστίνος λέγει˙ «ο Θεός ο πλάσας τον άνθρωπον άνευ του ανθρώπου αδυνατεί να σώση τον άνθρωπον χωρίς αυτού θέλοντος»˙ διδασκόμεθα άρα ρητώς και σαφώς, ότι δύο εισίν οι της σωτηρίας παράγοντες˙ α’) η ελευθέρα του ανθρώπου θέλησις, και β’) η χάρις του Θεού.
Και αληθώς πρωτεύει μεν η του Θεού χάρις εν τω έργω της σωτηρίας, διότι ο Σωτήρ ήλθε φως τοις εσκοτισμένοις και διέχυσε το φως της χάριτος προς τους εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένους και ειπεζήτησε το πρόβατον το απολωλός και τον πλανηθέντα ανεκαλέσατο και μυστικώς εις τας καρδίας ελάλησε, και την οδόν της σωτηρίας υπέδειξε, και η θεία χάρις τελεοί και σώζει, άλλ’ ουχ ήττον η θέλησις του ανθρώπου δέον να θεωρηθή ως προεξάρχουσα εν τω κεφαλαίω της σωτηρίας, διότι αύτη είνε ο κυριώτερος μοχλός, ο διαμοχλεύων το αδρανές εκ της αμαρτίας φρόνημα˙ αύτη κινεί τα βήματα προς ακολουθίαν τω Σωτήρι, αύτη ενισχύει την καρδίαν προς αυταπάρνησιν, αύτη φέρει τον σταυρόν επ’ ώμον˙ διότι προσκαλεί μεν η χάρις, διαλύει το σκότος, φωτίζει τα εσκοτισμένα αλλά το αυτεξούσιον δι’ αμέλειαν και αβελτηρίαν, δια νωθρότητα και ακηδίαν, δια το φρόνημα της σαρκός, δύναται να παρακούση και να κλείση τους οφθαλμούς και να εμμείνη εν τω σκότει και να βαδίση όλως την αντίθετον οδόν, την φέρουσαν εις την απώλειαν και ταναντία να θέλη να πράττη. Όθεν ανάγκη να βουλώμεθα την σωτηρίαν μας, όπως επιζητήσωμεν αυτήν˙ ανάγκη να θέλωμεν να ακούσωμεν, όπως ενωτισθώμεν της φωνής του καλούντος, ανάγκη να θέλωμεν να ίδωμεν, όπως ανοίξωμεν τους οφθαλμούς προς το διαυγάσαν άπλετον φως˙ ανάγκη να θελήσωμεν να κινηθώμεν, δια να ακολουθήσωμεν τω Σωτήρι˙ ανάγκη να θελήσωμεν να απαρνηθώμεν τον παλαιόν άνθρωπον συν τοις πάθεσι και ταις επιθυμίαις, όπως άρωμεν τον σταυρόν επ’ ώμον˙ ανάγκη να θελήσωμεν να βαδίσωμεν την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, δια να εισέλθωμεν δια της στενής πύλης εις τον Παράδεισον.
Η ημετέρα βούλησις δέον να προηγηθή, διότι τούτο απαιτούσιν οι όροι, υφ’ ους ο Σωτήρ καλεί τους βουλομένους να ακολουθήσωσιν αυτώ. Άνευ της βουλήσεως η των προτεινομένων όρων πλήρωσις θα ήτο αδύνατος, αδύνατος δε θα απέβαινε και η σωτηρία˙ παρέχεται μεν η χάρις, άλλ’ απαιτείται η βούλησις και η συγκατάθεσις, όπως αποδεχθή αυτήν˙ απαιτείται μάλιστα αυταπάρνησις, αυτοθυσία, αμετάπτωτον φρόνημα προς ουδέν έτερον αποκλίνον, ή προς την φωνήν του προσκαλούντος Σωτήρος, προς την φωνήν της χάριτος της αληθείας. Εάν η χάρις του Θεού επιφανείσα, έσωζεν αφ’ εαυτής τους ανθρώπους, περιττή όλως αν ην η πρόσκλησις και περιττοί οι όροι και αι συνθήκαι˙ άλλ’ η χάρις του Θεού καίτοι άπειρος δεν σώζει μόνη, διότι δεν θέλει να παραβιάση το αυτεξούσιον του ανθρώπου. Εάν η του ανθρώπου συγκατάθεσις προς σωτηρίαν του δεν ήτο λόγος σπουδαιότατος, βεβαίως ο Θεός εν τη απείρω αυτού φιλανθρωπία θα έσωζε μεν πάντας, θα προσεκάλει δε ουδένα˙ αλλά προσεκάλεσε και υπό όρους μάλιστα βαρυτάτους δια τον αισθητικόν και τη αμαρτία δουλεύοντα άνθρωπον, προέτεινε την σωτηρίαν και απήτησε την ακολουθίαν, διότι μέγας και σπουδαιότατος λόγος απήτει τούτο, ο λόγος της αναγεννήσεως και της αναπλάσεως εν Χριστώ Ιησού τω Σωτήρι ημών˙ διότι εν τη βασιλεία του Θεού δεν ηδύνατο να εισέλθη ο παλαιός άνθρωπος, ο υπό της αμαρτίας διαφθαρείς. Όθεν έπρεπε να απεκδυθή τον παλαιόν άνθρωπον συν τοις πάθεσι και ταις επιθυμίαις και να ενδυθή τον νέον, τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν˙ ίνα όμως απεκδυθή τον παλαιόν άνθρωπον, έπρεπε πρώτον να βουληθή τούτο. Η συνεργασία του ανθρώπου είνε αναγκαιοτάτη δια την τελείωσιν αυτού. Ο Σωτήρ εγνώρισεν ημίν˙ ότι εν τω Οίκω του Πατρός αυτού πολλαί μοναί εισίν, εν αυταίς εγκαθίστανται οι ανάλογον βίον επί γης βιώσαντες˙ ώστε ο επί γης βίος ημών ορίζει και την εν τω παραδείσω θέσιν ημών˙ δια τούτο λέγει και ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζηανζού˙ «Ώσπερ διάφοροι βίων αιρέσεις, ούτω και μοναί πολλαί παρά τω Θεώ, κατά την αξίαν εκάστω μεριζόμεναι˙ και ο μεν την δε κατορθούτω αρετήν, ο δε τας απάσας, ως οίόν τε, μόνον ουδευέτω και αφιέσθω το πρόσω, και κατά πόδας επέσθω τω καλώς οδηγούντι και καταυθύνοντι και δια της στενής οδού και πολλής επί το πλάτος άγοντι της εκείθεν μακαριότητος».
Κατά ταύτα οφείλει ο άνθρωπος να φροντίση και να εργασθή περί της σωτηρίας του˙ διότι άλλως διατρέχει τον έσχατον κίνδυνον της απωλείας˙ διότι ουδέν κοινόν μεταξύ φωτός και σκότους, μεταξύ αγαθού και κακού. Η αμαρτία, η διαφθείρασα τον άνθρωπον, είνε σκότος και κακόν μέγιστον, ως αντιστρατευομένη προς το θέλημα του Θεού. Η ηθική ελευθερία καταλογίζεται αυτώ πάσαν παρεκτροπήν ως αμαρτίαν, η δε αμαρτία απομακρύνει τον άνθρωπον του Θεού. Η ηθική ελευθερία όσω μέγα είνε αγαθόν, τοστούτω μεγάλας επιβάλλει και τας ευθύνας. Ο ηθικώς ελεύθερος οφείλει να αποβή άγιος˙ δια τούτο ο Θεός και εν τη Παλαιά και εν τη Νέα Διαθήκη εντέλλεται λέγων˙ «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιός ειμί». (Λευϊτ. ια’. 14 και Α’ Πέτρου α’. 16)˙ διότι πώς δύναται ο εναγής να κοινωνήση προς το Θείον; Και ο Σωτήρ ωσαύτως εντέλλεται λέγων˙ «έσεσθε ουν υμείς τέλοιοι ώσπερ ο Πατήρ ημών ο εν τοις Ουρανοίς τέλειός εστίν»˙ διότι οίος ο Πατήρ, ον επικαλούμεθα, τοιαύτα ανάγκη να ώσι και τα τέκνα (Ματθ. ε’. 48)˙ αγίους λοιπόν και τελείους θέλει ημάς ο Θεός, διότι μόνον οι άγιοι και τέλειοί εισίν υιοί του Πατρός του εν Ουρανοίς, και μόνοι αυτοί δικαιούνται μετά υιϊκής στοργής να επικαλώνται τας χάριτας αυτού και ούτοι μόνοι κληρονομούσι την ουράνιον βασιλείαν. Δια ταύτα και ο Απόστολος Παύλος έγραφε προς Κορινθίους˙ «ή ουκ οίδατε, ότι άδικοι βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι; Μη πλανάσθε˙ ούτε πόρνοι, ούτε ειδωλολάτραι, ούτε μοιχοί, ούτε μαλακοί, ούτε αρσενοκοίται, ούτε κλέπται, ούτε πλεονέκται, ούτε μέθυσοι, ούτε λοίδοροι ουχ άρπαγες, βασιλείαν Θεού, ου κληρονομούσιν» (Κορινθ. Α’, ς’ 9-11). Δια τούτο προσκαλεί ημάς ο Σωτήρ, ίνα απαρνηθώμεν εαυτούς και να άρωμεν τον σταυρόν επ’ ώμον και να ακολουθήσωμεν αυτώ. «Εί τις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μου»˙ αναγνωρίζει μεν την ηθικήν ημών ελευθερίαν και το αυτεξούσιον, άλλ’ αφίησι και εις ταύτα την σωτηρίαν ημών. Ώστε ο θέλων την σωτηρίαν του οφείλει να εργασθή προς απόκτησιν αυτής, άλλως και ταύτης θα στερηθή˙ και της αιωνίου ζωής την απώλειαν δια της αμελείας και ακηδείας εαυτώ θα παρασκευάση, και την αιώνιον κόλασιν θα κληρονομήση, εξ ης ο Θεός εύχομαι να λυτρώση πάντας ημάς. Αμήν.

Από το σύγγραμμα: Του εν αγίοις πατρός ημών Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως του θαυματουργού, «Περί επιμελείας Ψυχής». Αθήναι 1894.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.