Ο Μικρός Ακρίτης – Ν. Α. Κοντόπουλου.

Το ταχυδρομείο.

Στη μαύρη κατοχή η συσκότιση τα βράδυα είναι απόλυτη σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας˙ σκοτάδι βαθύ από τη μια έως την άλλη άκρη. Οι άνθρωποι μαζεύονται νωρίς στα σπίτια τους˙ έξω είναι οι κατακτητές, άγριοι και σκληροί, και τους αποφεύγει ο κόσμος. Ξέρει καλά τι τύραννοι είναι!
Το ίδιο και στη μικρή Αλεξανδρούπολη, εκεί επάνω στης Θράκης τ’ ακρογιάλια˙ δώρο από το Χίτλερ την κατέχουν οι Βούλγαροι, που είναι χίλιες φορές χειρότεροι από Ιταλούς και Γερμανούς. Με κάθε τρόπο προσπάθησαν ν’ αλλοιώσουν τον εθνικό μας χαρακτήρα, αλλά δεν τα κατάφεραν. Οι κάτοικοί της, με όλη την τυραννία, πιστοί στη μάνα Ελλάδα έμειναν. Ούτε έφυγαν, για να γλιτώσουν από τα βάσανα, ούτε αλλαξοπίστησαν από ταπεινό υπολογισμό.
Ένα βράδυ λοιπόν, ενώ η πόλη είναι βυθισμένη στο σκοτάδι και οι περίπολοι αγρυπνούν, κάτι σκιές γλυστρούν˙ μια μια μπαίνουν στο απόμακρο σπιτάκι ενός αναπήρου λοχία των οχυρών της Μακεδονίας, που κι εκείνο είναι ολοσκότεινο.
Παρόντες πέντε άνδρες. Ένα παιδί ακόμη ανάμεσα σ’ αυτούς, ο Αλέκος, συμπλήρωνε τη συντροφιά˙ το είχε μυήσει ο στύλος της οργανώσεως, ο δάσκαλος, που τι άξιζε ήξερε καλά. Και τα πράγματα έδειξαν πόσο δίκιο είχε.
Γιος μικροπωροπώλη, όταν έκλεισαν τα σχολεία μας οι Βούλγαροι, ακολούθησε τη δουλειά του πατέρα του. Αλλά άφηνε πολλές φορές το μαγαζί, για να εκτελέση με ανδρική παλληκαριά την πιο επικίνδυνη εντολή. Γι’ αυτό σε κάθε σύσκεψη των μεγάλων είχε κι ο Αλέκος τη θέση του.
Σιωπηλοί κάθισαν γύρω στο τραπέζι. Ο νοικοκύρης μίλησε πρώτος σαν αρχηγός.
-Αδέρφια Θρακιώτες, είπε, σήμερα μας ήρθε το ταχυδρομείο˙ όλο μήνυμα για την πατρίδα. Η Ελλάδα είναι βράχος ακατάλυτος˙ τον ύψωσε ο Θεός σ’ αυτή τη γη να σπάζουν τα βαρβαρικά τα κύματα, έως ότου σωριαστούν άβουλα και άψυχα στα πόδια της. Και τώρα, ας είναι σκλαβωμένη, δείχνει στον κόσμο το δρόμο της τιμής και της ελευθερίας˙ τα παιδιά της, αντάρτες στα βουνά, αλύπητα τον εχθρό κτυπούν. Ο Γερμανός και ο Βούλγαρος δεν ημπορούν πια να κρατηθούν˙ σε λίγο θα σωριαστούν και αυτοί στα πόδια της. Η ελευθερία έρχεται γοργά. Μας παραγγέλνουν να κάμωμε τούτο και εκείνο…
Και είπε τι έπρεπε να κάμουν ο καθένας.

Σε μια ώρα οι δυο έφευγαν για το βουνό˙ θα εσχημάτιζαν τον πυρήνα μιας νέας ομάδος ανταρτών. Άλλοι δυο έφευγαν, ο ένας για την Κομοτηνή και ο άλλος για την Ξάνθη με μηνύματα.
Έμειναν ο αρχηγός, ο δάσκαλος και ο Αλέκος.
-Έ, τί λες, Αλέκο; Ρώτησε ο αρχηγός, χωρίς και να φανερώση τη σκέψη του από ανεξήγητο δισταγμό.
-Τί να πω, αρχηγέ, αφού δεν ξέρω τι θέλεις!
-Ήθελα να πω, ποιός θα πάη τις ελεύθερες εφημερίδες στο Διδυμότειχο, είπε, χωρίς πάλι να φανερώση τη γνώμη του.
-Όποιον διατάξης, αρχηγέ!
-Εύγε, Αλέκο! Έτσι σε θέλω, είπε ικανοποιημένος εκείνος από την απάντηση του παιδιού. Πηγαίνεις λοιπόν εσύ;
-Μάλιστα, αρχηγέ! Την παίρνω επάνω μου τη δουλειά!
-Γεια σου, παλληκάρι μου! Καλή τύχη! Είπε ο αρχηγός.
Και του έδωσε τις τελευταίες παραγγελίες.
Όταν έμειναν πια οι δυο τους, ο δάσκαλος είπε:
-Δε φαντάζεσαι, αρχηγέ, τι παιδί είναι˙ ακούει, κάνει ό,τι του λες και μιλιά δεν έχει!…
Ζήτω η Ελλάδα.
Πρωί πρωί ετοίμασε ο Αλέκος το γάϊδαρό του, τον φόρτωσε με κάτι ψευτοεμπορεύματα, δικαιολογήθηκε στους γονείς του, ότι πηγαίνει να τα ανταλλάξη με αλεύρι και σιτάρι, που δεν είχαν, και ξεκίνησε.
Το παιδί άντρας έγινε, και το βαρύ έργο με νου και γνώση το έφερε σε πέρας. Σε πέντε μέρες ξαναγύριζε.
Στο δρόμο σταμάτησε σε μια βρύση να ξεκουραστή. Κατέβηκε από το γάιδαρό του, ήπιε κρύο νερό και έπειτα κάθισε σε ένα όχτο ν’ αναλογιστή το έργο του. Γύρω ερημία˙ κάτι πουλάκια μόνο έλεγαν το γλυκόφωνο σκοπό τους στο αντικρινό δέντρο κάνοντας μουσική συμφωνία με το κελάρυσμα της βρυσούλας.
Ο Αλέκος είχε απορροφηθή όλος από τους στοχασμούς του. Ήρθε στο νου του το μήνυμα του Πρωθυπουργού της Αγγλίας Τσώρτσιλ, που διάβασε στις εφημερίδες˙ το είχε μάθει απέξω. Σιγόφωνα άρχισε να το επαναλαμβάνη:
«Παλλόμεθα από συγκίνηση και παρακολουθούμε με θαυμασμό τη θαρραλέα Ελλάδα, την Ελλάδα την ηρωική, που έκανε ν’ αναζήση στην εποχή μας η αρχαία της δόξα!…».
Είμαστε Έλληνες! Οι ίδιοι είμαστε πάντοτε, Έλληνες, Έλληνες! Εξακολούθησε με περηφάνεια να μιλή με τον εαυτό του, και από τα μάτια του κατέβαιναν ποτάμι τα δάκρυα. Αχ, να μπορούσα να μοιράσω εφημερίδες σε όλα τα ελληνόπουλα, να διαβάσουν κι εκείνα! Σκέφτηκε έπειτα.

Τη στιγμή εκείνη μία βουλγαρική περίπολος βρέθηκε εμπρός του. Το κακό δεν αργεί να έρθη και στη μεγαλύτερη ερημία. Ο Αλέκος απασχολημένος με τους λογισμούς του ούτε τους πήρε είδηση.
Άρχισε η έρευνα και η ανάκριση. Τίποτε. Πονηροί, έψαξαν τότε και το σαμάρι του ζώου˙ ηύραν κρυμμένη μία εφημερίδα˙ την είχε φυλαγμένη να τη δώση επιστρέφοντας στο χωριό… σύμφωνα με τη διαταγή του αρχηγού. Οι Βούλγαροι εφρύαξαν.
-Τί είναι αυτή;… εσύ λοιπόν μοιράζεις τον παράνομο τύπο;
-Ναι! Εγώ και όχι άλλος!
Οι Βούλγαροι τον βασάνισαν να μαρτυρήση που και ποιος του έδωσε τις εφημερίδες˙ πού και σε ποιόν τις έδωσε. Μάταιες προσπάθειες.
-Δεν ξέρω! Δεν ξέρω! Απαντούσε στερεότυπα.
-Κοίταξε εκεί! Είπε ο αξιωματικός τους˙ ένα παλιόπαιδο έχει τη δύναμη ν’ αντέχη στα βασανιστήρια και να μην ομολογή την αλήθεια.
-Άδικος κόπος, κύριε υπολοχαγέ! Δεν τα ξέρεις εσύ τα ελληνόπουλα! Είπε ένας λοχίας, που είχε ζήσει στα μέρη εκείνα. Τούτο εδώ θα πεθάνη, αλλά δε θα μαρτυρήση το μυστικό του!
Ο Βούλγαρος αξιωματικός στάθηκε για μία στιγμή δίβουλος˙ έπειτα είπε:
-Τουφεκίστε το!

Ένας αγνώριστος από τις κακώσεις Αλέκος στάθηκε εμπρός στο απόσπασμα. Το κορμί του όμως ίσιο, λαμπάδα. Τα μάτια βρήκαν τη δύναμη, μέσα από εκείνο το χιλιοβασανισμένο σώμα, ν’ αντλούν θάρρος και να βγάζουν σπίθες.
-Έχεις να πης τίποτε; Τον ρώτησαν με την ελπίδα να του αποσπάσουν κάτι, τώρα τουλάχιστον.
-Η Ελλάς δεν πεθαίνει, Βούλγαροι! Ζήτω η Ελλάς! Είπε˙ και έπεσε στις πρώτες βολές.
Και ο Θεός από ψηλά, που βλέπει και ακούει, σημείωσε στο βιβλίο του τη φωνούλα του μικρού ακρίτη της Θράκης με γράμματα μεγάλα:
ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ!
Ν. Α. Κοντόπουλος.

Από το βιβλίο: Αναγνωστικόν της πέμπτης τάξεως του δημοτικού σχολείου. Ν. Κοντοπούλου – Δ. Κοντογιάννη, Γ. Καλαματιανού Θ. Γιαννοπούλου. Αθήναι 1952
Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.