Ο Αγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός και ομολογητής, ο εκ Γεωργίας: ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΕΤΕΒΑΝΙ ΜΠΕΚΑΟΥΡΙ- ΜΑΛΧΑΖΙ ΤΖΙΝΟΡΙΑ.

«Ήθελα πολύ να έχω έναν πνευματικό. Παρότι είχα διαβάσει το Ευαγγέλιο, δεν είχα ζωντανή πίστη, δεν είχα πνευματικό πατέρα και στενοχωριόμουν πολύ. Πήγα στο Σαμτάβρο με φόβο για την πνευματική μου κατάσταση. Άρχισα να πηγαίνω στο Σβετιτσχοβέλι. Επί τρεις μήνες παρακαλούσα θερμά τον Κύριο να μου φανερώσει έναν πνευματικό. Πήγαινα στην εκκλησία αλλά δεν κοινωνούσα, δεν εξομολογιόμουν.
Μια μέρα λοιπόν, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, ένιωσα σαν να μου μίλησε μια παλιά εικόνα. Μου αποκάλυψε ότι θα αποκτούσα για πνευματικό έναν γέροντα, μεγάλο ασκητή, διαφορετικό απ’ όλους, και πως εκείνος θα με καλούσε. Αλλά για να τον γνωρίσω θα έπρεπε να ανέβω σκάλες. Τότε ήρθε στο νου μου ένας ήρωας από το διήγημα του Ηλία Τσαβτσαβάτζε, ο «φτωχός Γαβριήλ».
Πέρασε καιρός. Πήγα στον εσπερινό. Κάποιος πέρασε και είπε πως εκείνη την ώρα θα ερχόταν ο μοναχός Γαβριήλ, ο οποίος ήταν μέθυσος, τρελός και μάλωνε ή έβριζε τους ανθρώπους χωρίς αιτία. Όταν το άκουσα αυτό, φοβήθηκα και ρώτησα ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος. Μου είπαν ότι ήταν πολύ αυστηρός και διαφορετικός. Όλα αυτά με φόβισαν τόσο, που αίφνης εξαφανίστηκε η επιθυμία να παραμείνω στο Σβετιτσχοβέλι, και έτσι έκανα ενάμιση χρόνο να πατήσω ξανά σ’ αυτό το ναό.
Στις 11 Οκτωβρίου 1991 η μονή Σαβναμπάντα γιόρταζε και μαζί με κάποιους φίλους πήγαμε να εκκλησιαστούμε. Μου είπαν χαρούμενοι πως εκεί βρισκόταν ένας δια Χριστόν σαλός Γέροντας, ο π. Γαβριήλ. «Τον απέφυγα μια φορά και τώρα είναι πάλι εδώ;» σκέφτηκα. Είχα μαζί μου φωτογραφική μηχανή και είπα τουλάχιστον να τον φωτογραφίσω από μακριά. Ανέβηκα σ’ ένα υψωματάκι και τον κοίταζα από εκεί.
Ο π. Γαβριήλ είχε καθίσει ανάμεσα στους πιστούς και κήρυττε. Με εξέπληξε η μορφή του και σκεφτόμουν: ¨Αυτός είναι φοβερός άνθρωπος! Πόσο τον ομορφαίνει αυτός ο μεγάλος σταυρός στο στήθος του, έτσι που μοιάζει σαν να ήρθε από τον πρώτο αιώνα!¨. Ήταν η προσωποποίηση της μεγάλης αγάπης, της καλοσύνης, της ταπεινοφροσύνης. Συναισθάνθηκα πόσο ανάξια και αμαρτωλή ήμουν. Κάποια στιγμή συλλογίστηκα: ¨Αν ξέρει ότι τον κοιτάζω, αν είναι προφήτης, θα γυρίσει προς τα εμένα¨. Αμέσως γύρισε και με κοίταξε. Τότε κατάλαβα ότι αυτός ο άνθρωπος τα ξέρει όλα και ότι είχε έρθει εδώ μόνο για μένα. Με κοίταξε τρεις φορές. Την πρώτη του ματιά τη φωτογράφισα αμέσως. Μετά, έσκυψε το κεφάλι του, χάϊδεψε τη γενειάδα του και πάλι με κοίταξε. Φοβήθηκα και κρύφτηκα. Με κατέλαβε μελαγχολία που δεν είχα ένα πνευματικό, δεν είχα εξομολογηθεί και δεν είχα κοινωνήσει. Θλιμμένη σκεφτόμουν: ¨Θεέ μου, πώς να πάω κοντά του και να γονατίσω; Είναι τόσο μεγάλος πατέρας, που δεν είμαι άξιά του. Πόσο τυχεροί είναι όλοι όσοι βρίσκονται γύρω του, του χαμογελούν και εγώ δεν μπορώ να το κάνω…¨».
Έπειτα από λίγο, έστρωσαν το γιορτινό τραπέζι και προσκάλεσαν όλους τους προσκυνητές. Για να μη με βλέπει ο π. Γαβριήλ, κάθισα σε μια γωνιά. Ύστερα ο Γέροντας σηκώθηκε και άρχισε ένα μιλάει κλαίγοντας για την Παναγία. Με εντυπωσίασαν πολύ τα λόγια του. Δεν άντεχα. Άφησα το τραπέζι και βγήκα έξω. Μέσα μου είχα μια λαχτάρα: «Μακάρι να σηκωθεί και να βγει έξω και εκείνος». Ύστερα από δύο λεπτά ακριβώς, ο π. Γαβριήλ βγήκε έξω και, σαν να μη με είδε, με προσπέρασε. Εκτός από μένα δεν ήταν έξω κανείς άλλος. Με κατέλαβε μελαγχολία και ένιωσα την ανάγκη να εξομολογηθώ. Στάθηκα στην πόρτα του ναού. Εκείνη τη στιγμή βγήκε και ο ηγούμενος Σίο, ο οποίος βλέποντάς με με ρώτησε:
-Γιατί στέκεσαι εδώ; Μήπως ήρθατε για εξομολόγηση;
Αρνήθηκα, γιατί δεν είχα ιδέα πως εξομολογείται κανείς.
-Έλα, έλα, μου είπε και με έπεισε να τον ακολουθήσω.
Με πήγε στο ναό και με έβαλε να εξομολογηθώ. Ένα μήνα μετά ξαναπήγα στο Σβετιτσχοβέλι. Είχα πολύ επιθυμήσει αυτόν το ναό και σκεφτόμουν συνέχεια τον π. Γαβριήλ, αλλά ντρεπόμουν να τον γνωρίσω από κοντά. Όταν πήγα στο ναό, κάποιος ιερέας με ρώτησε αν είχα γνωρίσει τον π. Γαβριήλ. Εγώ είπα πως τον φοβόμουν κι ο ιερέας με συμβούλεψε να πάω αμέσως να τον συναντήσω. Πήγα στο Σαμτάβρο και στις σκάλες σταμάτησα. Ένιωθα ότι δεν μπορούσα να μπω και σκέφτηκα: «Ξέρει ότι ήρθα. Αν είναι προφήτης, ας βγει¨. Σε δευτερόλεπτα, ο π. Γαβριήλ βγήκε τρέχοντας απ’ το κελί του και μου είπε αυστηρά:
-Ποιός σου είπε ότι είμαι προφήτης; Ξέρεις πόσο μεγάλος αμαρτωλός είμαι; Μα εσύ με φοβάσαι, πώς και ήρθες σε μένα;
Έπειτα άρχισε να κάνει παράξενα πράγματα: έτρεχε, περπατούσε, έβριζε, σαν να μάλωνε και να έδινε μάχη με κάποιον, και ταυτόχρονα με κοίταζε σαν να είχε νικήσει όλους τους δαίμονες μαζί. Κατάλαβε ότι όλα αυτά δεν με τρόμαζαν. Έτσι σιγά – σιγά με πλησίασε και με σταύρωσε. Είχα φοβερή αμηχανία και φόβο. Μόνο τον χαιρέτησα. Δεν μου απάντησε. Σταυρώνοντάς με, μου είπε πολύ αυστηρά:
-Τί θέλετε;
-Πάτερ Γαβριήλ, ήρθα για σας, απάντησα ταραγμένη.
Γύρισε κει με κάλεσε στο κελί του. Εγώ τον κράτησα από το μανδύα και του είπα:
-Πάτερ Γαβριήλ, εγώ σας φοβάμαι.
-Με φοβάσαι; Εντάξει. Εσύ κάτσε εδώ και πάω εγώ! Μου είπε με τέτοια έκφραση, που φοβήθηκα πιο πολύ.
Ανέβηκε τις σκάλες και μπήκε στο κελί του χτυπώντας την πόρτα. Έμεινα κάτω στη σκάλα. Ήξερα ότι τώρα έπρεπε να φύγω, αλλά δεν μπορούσα. Γύρισα και αποφάσισα να επιστρέψω στην Τιφλίδα, αλλά εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι κάποιος μου είπε: «Αν φύγεις, θα καταστραφείς». Ήθελα ν’ ανεβώ τη σκάλα. Πάλι σαν να άκουσα: «Αν ανέβεις, πάλι θα καταστραφείς». Κατάλαβα ότι με πολεμούσε ο πονηρός. Έπρεπε να νικήσω τον εαυτό μου. Ανέβηκα αποφασιστικά τις σκάλες και χτύπησα το παράθυρο. Κάποιος παραμέρισε ξαφνικά τη μαύρη κουρτίνα και άνοιξε την πόρτα.
-Ελάτε, με κάλεσε.
Μπροστά μου βρισκόταν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Κατάλαβα ότι κάτι το εκπληκτικό συνέβαινε. Μπαίνοντας στο κελί του έπρεπε να σκύψεις το κεφάλι. Μέσα ήταν τόσες εικόνες που σε κυρίευε ντροπή, φόβος, αγάπη – όλα μαζί. Ένιωσα πόσο έξω έπεσα και μετανιωμένη έκλαψα πικρά. «Θεέ μου, τι μεγάλος πατέρας! Γιατί δεν γυρίζουν ταινίες γι’ αυτόν; Γιατί δεν γράφουν τα βιβλία γι’ αυτόν;» σκεφτόμουν. Ο π. Γαβριήλ μίλησε αρκετή ώρα μαζί μου. Εκεί μέσα αισθάνθηκα μεγάλη αγάπη».

«Μέχρι να γνωρίσω τον π. Γαβριήλ, είχα πάθος με τις φωτογραφίες. Αγόραζα και σχετικά περιοδικά. Σ’ ένα περιοδικό βρήκα μια φωτογραφία όπου ένας επίσκοπος ξεκουραζόταν μετά τη Λειτουργία και δίπλα του ένας δόκιμος, γονατιστός, του φιλούσε το χέρι. Αυτή η φωτογραφία μου άρεσε πολύ, αλλά δεν είχα καταλάβει την πνευματική της σημασία μέχρι τη στιγμή εκείνη. Ύστερα από πολύ καιρό σκέφτηκα ότι σε αυτή τη φωτογραφία ήταν ο π. Γαβριήλ κι ο υποτακτικός του. Κι είχα σκοπό να του τη δείξω και να την κρεμάσω στον τοίχο, αλλά το ξεχνούσα πάντα. Μια φορά που τον επισκέφθηκα, ο Γέροντας μου είπε:
-Κοίτα τι περιοδικά μου φέρανε!
Από μια στοίβα περιοδικών ξεχώρισε ένα και άνοιξε κατευθείαν στη σελίδα με εκείνη τη φωτογραφία.
-Αδελφή, αυτός είμαι εγώ κι αυτός είναι ο υποτακτικός μου Νικόλαος. Πρέπει να την κόψω και να την κρεμάσω στον τοίχο.
Μια άλλη φορά κατηγόρησε ενδόμυχα κάποιον επειδή από φόβο έφυγε κοντά από τον π. Γαβριήλ. ¨Εγώ ποτέ δεν θα σε αφήσω¨, σκέφθηκα πηγαίνοντας στον Γέροντα. Ο π. Γαβριήλ με κατέβασε στο ναό και μου είπε:
-Εσύ, Κετεβάνι, με φοβάσαι;
-Ναι, είπα.
-Αυτό δεν είναι σωστό. Τώρα θα μπουν εδώ τρεις άνθρωποι, ύστερα άλλοι τρεις και, στο τέλος θα βγουν έξω μαζί και οι έξι, μου είπε με ύφος παράξενο.
Πράγματι ύστερα από λίγο μπήκαν τρεις άνθρωποι.
-Βλέπεις που σου τα έλεγα;
Σε μερικά λεπτά μπήκαν άλλοι τρεις.
-Κοίτα τώρα είναι έξι. Θα βγουν μαζί.
Σε μια ώρα και τα έξι άτομα βγήκαν έξω μαζί. Ο Γέροντας είπε αμέσως:
-Να, τώρα ο ένας απ’ αυτούς θα γυρίσει και θα με σκοτώσει. Κι εσύ θα είσαι μάρτυρας. Να, ακούω το περπάτημά του. Μη με αφήσεις. Η σφαίρα δεν θα σε πειράξει, μη φοβάσαι. Θα πεθάνω μόνο εγώ.
Με κυρίευσε ο φόβος. Άνοιξε η πόρτα του ναού και μπήκε μέσα μια γυναίκα. Όμως εγώ την είδα σαν άντρα, με κρεμασμένη στον ώμο της όχι μια τσάντα αλλά ένα αυτόματο. Έπεσα κάτω γονατιστή και παρακάλεσα τον Κύριο: ¨Ας μη με σκοτώσουν τώρα!¨.
Σηκώθηκα κι έτρεξα προς τα έξω. Ο π. Γαβριήλ αμέσως μου φώναξε:
-Κετεβάνι, μη με αφήσεις. Αφού μου υποσχέθηκες πως δεν θα με αφήσεις!
Και καθώς έτρεχα προς την έξοδο, μου ξαναφώναξε:
-Εσένα θα σε χτυπήσει στο κεφάλι ο άγιος Νικόλαος!
Μπαίνοντας στο σκοτεινό κελί του, χτύπησα με δύναμη το κεφάλι μου στο καντήλι που έκαιγε μπροστά από τον άγιο Νικόλαο. Αμέσως θυμήθηκα τα λόγια του. Και τότε συνειδητοποίησα ότι αυτά τα λόγια του Γέροντα έκρυβαν έναν πόνο βαθύτερο».

«Μια περίοδο σκεφτόμουν να του χαρίσω το μαντίλι του μακαριστού παππού μου, αλλά ντρεπόμουν επειδή δεν ήταν καινούργιο. Όταν πήγα στο κελί του, άρχισε τις σαλότητες.
-Να, εγώ στα νιάτα μου έπαιζα στην όπερα το ρόλο του Οθέλου. «Δυσδεμόνα, που είναι το μαντίλι μου;»
Εγώ δεν καταλάβαινα. Με ξαναρώτησε:
-Το μαντίλι. Πού είναι το μαντίλι;
Και τότε θυμήθηκα τις τελευταίες μου σκέψεις.
Άλλη φορά, μπαίνοντας στο κελί του, σκεφτόμουν: ¨Τί θα γινόταν αν μου χάριζε μια γαλλική κολόνια, ας πούμε ¨Ζοζέ¨ ή ¨Τουρπουλές¨; Μα πώς θα μου τη χάριζε¨; Ο Γέροντας ήταν ξαπλωμένος κι είχε τα μάτια κλειστά. Κάθισα. Σε πέντε λεπτά γύρισε το κεφάλι του και με ύφος προσηνές μου είπε:
-Ξέρεις τί έχω εδώ;
-Τί; Ρώτησα.
-Έλα εδώ.
Και μου έδειξε με το δάχτυλό του κάπου. Τότε είδα μία ¨Ζοζέ¨! Κόντεψα να τρελαθώ από τη χαρά μου. ¨Αυτή είναι για μένα!¨, σκέφτηκα.
-Όχι, μου την έκαναν δώρο και πρέπει να βρίσκεται μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, με πρόλαβε.
Εγώ όμως ήθελα πάρα πολύ μια τέτοια κολόνια. Διαισθανόμουν μάλιστα ότι τελικά θα μου την έδινε. Ύστερα από λίγο μου είπε:
-Πάρε την κολόνια και βαλ’ τη μπροστά στην εικόνα του Σωτήρα.
Έκανα όπως μου είπε.
-Τώρα, να τη βάλεις μπροστά από την εικόνα του αγίου Νικολάου.
Ξαφνικά, έβγαλε κι άλλη κολόνια την οποία μου είπε να αφήσω μπροστά από την εικόνα της Παναγίας. Ύστερα από τρεις ημέρες που πήγα στο κελί του μου είπε:
-Ξέρεις τί; Δεν έχω να πιω. Πήγαινε ν’ ανταλλάξεις τις κολόνιες με ποτά. Να τις σταυρώσω και πούλησέ τες ή αντάλλαξέ τες μ’ ένα μπουκάλι ¨Αμαρέτο¨.
Και πού δεν πήγα! Πουθενά όμως δεν μπορούσα να τις πουλήσω. Όταν γύρισα στον π. Γαβριήλ και του είπα ότι δεν βρήκα κανέναν να τις αγοράσει, μου απάντησε:
-Έ, τότε παρ’ τες εσύ και τις δύο.
Άλλη φορά πάλι με παρακάλεσε:
-Μήπως έχεις χάνδρες να μου δώσεις; Θέλω να στολίσω την εικόνα της Παναγίας.
Ό,τι χάνδρες είχα του τις πήγα, αλλά ύστερα μετάνιωσα που του έδωσα και το άσπρο μου κολιέ. Την επόμενη μέρα που ξαναπήγα να τον δω, κρατούσε αυτό το κολιέ και το έπαιζε με τα δάχτυλά του. Στο τέλος μου είπε:
-Εμένα, αδελφή, πιο πολύ αυτό μου άρεσε!».

«Όσες φορές πήγα στο κελί του Γέροντα, διαπίστωνα ότι όποτε προσπαθούσε να ανάψει το καντήλι δεν τα κατάφερνε. Έσβηνε ή το σπίρτο ή το καντήλι.
-Βλέπεις πού δεν μπορούμε να το ανάψουμε; Μου είπε κάποτε αυστηρά.
Κι αυτά τα λόγια στροβιλίζονταν στο νου μου και με στενοχωρούσαν. Ένα χρόνο μετά του είπα:
-Γέροντα, πάει ένας χρόνος τώρα που σας γνωρίζω.
-Το καντήλι είναι αναμμένο; Και μου έδειξε δύο καντήλια που ήταν αναμμένα στο κελί του. Και αφού μιλήσαμε πολλή ώρα, μου είπε: – Εγώ σε περίμενα. Γιατί άργησες; Στη Σαβναμπάντα δεν ήθελα ν’ ανέβω, αλλά πήγα για σένα, και συνεχώς σε κοίταζα, αλλά δεν σου το είπα ούτε σε πλησίασα, για να μη σε σκανδαλίσω. Πολλά μπορώ να σου πω ακόμη, αλλά δεν το κάνω για να μην πέσεις στην περηφάνια.
-Γέροντα, είναι ακριβώς ένας χρόνος που σας γνωρίζω.
-Εγώ όχι ένα χρόνο, αλλά σαράντα χρόνια σε γνωρίζω! Δεν με πιστεύεις; Ξέρεις ποιός είμαι εγώ; Εγώ είμαι εκείνος ο Γαβριήλ, από το διήγημα του Ηλία Τσαβτσαβάτζε, αλλά εσύ δεν με θυμάσαι και δεν με αναγνώρισες.
Άλλη φορά που δεν μπόρεσα να πάω στη Θεία Λειτουργία και ήμουν πολύ στενοχωρημένη, ο Γέροντας με παρηγόρησε:
-Να θυμάσαι καλά αυτό που θα σου πω: Σαράντα λειτουργίες μαζί είναι το ίδιο με το ότι κάθεσαι τώρα εδώ δίπλα μου».

«Έχω δει πολλά στο κελί του π. Γαβριήλ, αλλά ένα μέχρι σήμερα έχει μείνει ανεξίτηλο στη μνήμη μου. Ήταν το κάτι άλλο. Για την ακρίβεια, μέχρι σήμερα αδυνατώ να καταλάβω τη σήμαιναν όλα αυτά. Βρισκόμουν σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση πνευματικά. Κάτι μου έλειπε. Κάτι μου χρειαζόταν. Μια λέξη, ίσως, που θα μ’ ελευθέρωνε απ’ όλα. Περίμενα από τον π. Γαβριήλ να μου πει εκείνος κάτι. Εντούτοις ο Γέροντας, ενσυνείδητα, δεν μου έλεγε τίποτα. Δύο μήνες με ανάγκαζε να πηγαίνω στο κελί του, για ν’ ακούσω κάτι που τόσο πολύ επιθυμούσα. Κουράστηκα! Με είχε καταλάβει η σύγχυση και η αβεβαιότητα. Κάθε τόσο μου ζητούσε να του πάω βούτυρο και λάδι, όχι επειδή του χρειάζονταν, αλλά για να έχω αφορμή να πηγαίνω κοντά του. Αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο πέρασαν δύο μήνες, μου είπε:
-Εσύ μείνε μαζί μου. Κάθισε εκεί. Μην κουνηθείς. Εγώ θα κοιμηθώ. Σε μισή ώρα θα ξυπνήσω και θα σου πω, εσύ όμως δεν θ’ αντέξεις. Καλύτερα να μην ξέρεις. Είναι χειρότερα. Αλλά, αφού εσύ το θέλεις τόσο και μου το ζητάς, θα σ’ το πω.
Ξάπλωσε, σκεπάστηκε με το μανδύα, έβαλε πάνω στην καρδιά του το κομποσκοίνι και το σταυρό και ησύχασε. Μες στο σκοτάδι έμοιαζε σαν νεκρός. Στην ησυχία και με το μονότονο τικ τακ του ρολογιού, σκεφτόμουν πως το κάθε λεπτό και η κάθε στιγμή είναι μετρημένα. Θυμήθηκα τα λόγια του π. Γαβριήλ: ¨Κάθε λεπτό είναι καταγεγραμμένο από τον Θεό¨. Ύστερα από 30 λεπτά λοιπόν, πάνω που σκέφθηκα πως δεν ξύπνησε, τον είδα να σαλεύει. Μουρμούρισε:
-Να, ήρθε βροχή κι αέρας!
Και σαν να παραμερίστηκε κάποια κουρτίνα, πέρασε σε μια άλλη πνευματική κατάσταση. Γέμισα μελαγχολία και θλίψη. Ο π. Γαβριήλ φαινόταν να στέκεται στην κορυφή κάποιου βουνού, ενώ εγώ ήμουν μπροστά του γονατιστή. Η φωνή του σιγά – σιγά δυνάμωνε:
-Πάρε κρασί και πίνε.
Και ξαφνικά άνοιξε πιο πολύ η κουρτίνα και άλλαξε όλο το σύμπαν. Μπήκε η γνώση. Θυμήθηκα τον π. Γαβριήλ, όπως τον γνώριζα από τα παιδικά μου χρόνια και όλη τη ζωή μου περιμένοντας εκείνη τη ¨λέξη¨ που θα τα έβαζε όλα στη θέση τους! Ήξερα ότι έχασα κάτι που έψαχνα και μου έκαιγε την ψυχή. Αισθανόμουν ότι αυτή η θλίψη ερχόταν από την παιδική μου ηλικία. Και είδα το μέγεθος, το ύψος και το μεγαλείο αυτού του ανθρώπου. Φοβήθηκα. Ύστερα σκέφθηκα: ¨Τώρα θα μου πει¨. Και τον άκουσα να λέει:
-Πάρε τον σταυρό και ντύσου. Ντύσου!
Και σαν να άνοιξε εντελώς η κουρτίνα, ήθελα να σηκωθώ και να φωνάξω. Ήμουν σίγουρη πως θα μου έλεγε εκείνη τη λέξη. Φοβόμουν, αλλά τον άκουσα πάλι να λέει:
-Φέρε λεκάνη, φέρε αλεύρι, διόρθωσε το ρολόι. Γύρνα. Τί σκέφτεσαι; Γύρνα! Απάντησε! Απάντησε!
Εγώ στενοχωριόμουν επειδή τα ξεχνούσα όλα, η γνώση εξαφανιζόταν και η προσωρινή αποκάλυψη του σύμπαντος κόσμου χάθηκε και ξανάγινε κρυφή. Σε μια στιγμή όλα έγιναν αόρατα, όλα τέλειωσαν και η κουρτίνα έκλεισε.
-Εντάξει, καλά, κάθισε, μου είπε με αγάπη.
Πέρασε καιρός όταν πήγα πάλι στον π. Γαβριήλ. ¨Πώς τα βλέπει όλα με τόση ακρίβεια;¨ σκεφτόμουν.
Και μου απάντησε:
-Να, ο Χριστός μου είπε κατευθείαν: ¨Σήμερα θα έρθει η Κετεβάνι σε σένα¨. Από το πρωί λοιπόν σε περίμενα».

«Άλλη φορά που πήγα στο Σαμτάβρο, μπήκα στο ναό, προσκύνησα τις εικόνες, άναψα τα κεριά, βγήκα έξω και κοίταξα προς το κελί. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, αλλά ο π. Γαβριήλ δεν έβγαινε. Προς στιγμήν είδα στην είσοδο του κελιού την εικόνα της Σταύρωσης του Χριστού σαν να επέπληττε κάποιον. Νόμιζα ότι με ξεγελούσαν τα μάτια μου. Ούτε φοβήθηκα, ούτε έδωσα σημασία. Πέντε φορές κοίταξα και συνέχιζα να βλέπω την εικόνα να μαλώνει κάποιον! Αλλά πάλι νόμιζα ότι έτσι φάνταζε μόνο σε μένα. Δύο ώρες μετά, αποφάσισα να φύγω για την Τιφλίδα. Μπήκα στο ναό, έκανα το σταυρό μου και φεύγοντας είδα τον Γέροντα να βγαίνει από το κελί του. Με φώναξε από τις σκάλες:
-Τί είναι; Γιατί δεν έρχεσαι; Με φοβάσαι ή με ντρέπεσαι;
Τόσο χάρηκα, που αμέσως ανέβηκα τρέχοντας τις σκάλες και γονάτισα να πάρω την ευχή του. Μου είπε:
-Βλέπεις πόσο μεγάλο θαύμα μας έδειξε ο Θεός; Εγώ κοιμόμουν και ο Χριστός με μάλωνε: «Πήγαινε έξω!». Δεν με άφηνε ο Σωτήρας να κοιμηθώ! Βλέπεις πόσο σε αγαπάει ο Θεός; Μακάρι να αγαπάει και μένα έτσι!
Τα λόγια του τα εξέλαβα ως μια προσπάθεια να μ’ ευχαριστήσει. Εγώ στο μεταξύ είχα ξεχάσει ότι λίγο νωρίτερα είχα δει αυτό το περίεργο θέαμα, την εικόνα της Σταύρωσης να μαλώνει κάποιον. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ότι ο π. Γαβριήλ βγήκε έξω τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να φύγω για την Τιφλίδα. Μου επανέλαβε:
-Ακούς τί σου είπα; Ο Χριστός με μάλωνε για σένα: «Πήγαινε έξω!». Εγώ δεν έβγαινα και με κυνηγούσε: «Βγες!». Και να, εγώ βγήκα. Κατάλαβες;
-Ναι, πάτερ, βγήκατε την ώρα που εγώ αποφάσισα να φύγω για την Τιφλίδα.
Τότε, για τρίτη φορά, επανέλαβε:
-Αυτό το θαύμα έχει τεράστια σημασία και πρέπει πάντα να το θυμάσαι. Κατάλαβες τί είπα;
-Ναι, πάτερ, βγήκατε ακριβώς τότε που εγώ έφευγα, εξακολουθούσα να απαντώ, χωρίς να καταλαβαίνω.
Με κοίταξε με πόνο και κούνησε απογοητευμένα το χέρι του. Τότε δεν κατάλαβα γιατί αποκαρδιώθηκε ο π. Γαβριήλ. Έξι μήνες περίπου αργότερα, όταν μπήκα πιο πολύ στην πίστη, πολλά πράγματα τα έβλεπα καθαρότερα. Ξαφνικά θυμήθηκα και το γεγονός με την εικόνα.
-Σ’ αυτό το κελί έγιναν πολλά θαύματα: Η εικόνα του αγίου Νικολάου με γιάτρεψε. Εδώ έκλαιγε η Παναγία. Εδώ μιλούσε ο Σωτήρας κι εγώ θεραπεύτηκα, την άλλη μέρα περπατούσα, μου είπε μια μέρα ο π. Γαβριήλ.
Μου έλεγε πολλά, αλλά για την εικόνα της Σταύρωσης, τίποτα. Μη μπορώντας να ηρεμήσω, του είπα:
-Μπορώ να σας πώ κάτι; Μια φορά μου φάνηκε πως η εικόνα της Σταύρωσης μάλωνε κάποιον. Αλλά μέσα μου αναρωτιόμουν αν πράγματι συνέβαινε αυτό.
Με κοίταξε κατάματα και μου είπε:
-Μπορεί. Ναι, έτσι ήταν, μάλωνε κάποιον.
Θα σας αναφέρω και κάτι ακόμη: Ένα χρόνο περίπου αργότερα, ο Γέροντας είχε τοποθετήσει δίπλα στα πόδια του Εσταυρωμένου τη φωτογραφία ενός λιονταριού. Τον ρώτησα τι σήμαινε αυτό. Τότε ο π. Γαβριήλ σηκώθηκε και κάνοντας το σταυρό του είπε:
-Ο σωστός άνθρωπος μπροστά στον Χριστό στέκεται ατρόμητος σαν το λιοντάρι. Δεν φοβάται τον Θεό, αφού ξέρει ότι είναι δίκαιος. Ο Θεός αγαπάει τον άνθρωπο, γιατί είναι αδελφός του Χριστού, και τον βλέπει ως ίσο με Αυτόν. Πρώτον είναι δούλος του Θεού, έπειτα παιδί Του και, τέλος, αδελφός Του».

«Μια Κυριακή πήγα στον π. Γαβριήλ. Ήταν λίγο άρρωστος. Ήρθαν οι μοναχές και του είπαν πως έφεραν τα υφάσματα για να ράψουν τα ράσα τους. ζήτησαν τις συμβουλές του. Ο Γέροντας γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε:
-Εσύ πότε θα ράψεις το δικό σου ράσο, αδελφή; Μείνε στο μοναστήρι.
Ξαφνιάστηκα! Του είπα ότι δεν μπορώ να μείνω. Η καρδιά μου όμως σκίρτησε και σκέφτηκα πως αν ο Θεός ήθελε να μείνω στο μοναστήρι, θα μου το έδειχνε με κάποιο θαύμα για να μου δυναμώσει την πίστη. Αμέσως στενοχωρήθηκα γι’ αυτή μου τη σκέψη και ζήτησα συγχώρεση, καθώς ο Κύριος λέγει «ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου».
Πήρα την ευλογία του Γέροντα και έφυγα. Στο δρόμο κοίταζα το μοναστήρι του Σταυρού και είδα ένα ολοφάνερο θαύμα. Το μοναστήρι ήταν τυλιγμένο στις φλόγες και ο καπνός έφθανε στα ουράνια. Όμως, ο ναός του ήταν σαν να ανάπνεε. Με πλημμύρισε ευωδία και αισθανόμουν μεγάλη γαλήνη. Θεέ μου! Έγινε τάχα τέτοιο θαύμα; Αισθάνθηκα σαν να βιώνω τη μακαριότητα της Θείας Λειτουργίας. Τι ευτυχία είναι που υπάρχει η Θεία Λειτουργία! Αν δεν υπήρχε, τότε θα έπαυε να υπάρχει και κόσμος. Μαζί μου ήταν και κάποιος άλλος συνοδοιπόρος, αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Ήθελα να του μιλήσω για το καταπληκτικό θέαμα που αντίκριζα εκείνη την ώρα, αλλά δεν μπορούσα να μιλήσω καν από την ευδαιμονία που ένιωθα! Μήπως όμως ήμουν σε πλάνη; Μήπως με περιέπαιζε ο Πονηρός;
Επέστρεψα πάλι στον π. Γαβριήλ για να μου τα εξηγήσει όλα. Μπαίνοντας στο κελί του κι ενώ ήμουν έτοιμη να του περιγράψω ό,τι βίωσα, εκείνος με σταμάτησε. Έβαλε το δάχτυλο στο στόμα και μου είπε χαμηλόφωνα:
-Σιωπή! Ο πονηρός εδώ δεν έχει καμία θέση. Αλλά άσκοπα μη λες το όνομα του Κυρίου. Αδελφή, εμείς πρέπει να μάθουμε να σωπαίνουμε. Κάθισε εδώ, μη μιλάς κι αν θέλεις κάτι να πεις, πάρε χαρτί και μολύβι, γράψ’ το και δώσ’ το μου να το διαβάσω. Όμως εσύ «ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω».
Κάθισα μια δυο ώρες. Πόσες φορές ήθελα να μιλήσω, να πω κάτι. Αλλά ο Γέροντας με κοιτούσε αυστηρά και με αποθάρρυνε. Ύστερα μου έγραψε σε ένα χαρτί: «Ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω».
Έτσι πέρασαν τέσσερις ώρες. Στο κελί ακουγόταν μόνο ο ήχος του ρολογιού. Σ’ αυτές τις τέσσερις ώρες πέρασε από το νου μου όλη μου η ζωή! Ξαναθυμήθηκα όλες τις αμαρτίες μου, κι αυτές ακόμη που είχα ξεχάσει εντελώς. Ένιωθα απερίγραπτη κατάνυξη και μετάνοια. Από τότε ηχεί στην καρδιά μου ο δυνατός λόγος: «Ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω», και προσπαθώ να βάζω στη γλώσσα μου χαλινάρι».

Από το βιβλίο: «ΜΑΛΧΑΖΙ ΤΖΙΝΟΡΙΑ, «Ο Αγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός και ομολογητής (1929 – 1995).
Μετάφραση ΝΑΝΑ ΜΕΡΚΒΙΛΑΤΖΕ
Γλωσσική επιμέλεια ΦΑΝΗ ΡΟΠΟΚΗ
ΑΘΗΝΑ 2013.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.