Ο Σπύρος βρίσκει κάτι χρήσιμο-Η Θύελλα-Η Θύελλα στις καλύβες των παιδιών-Ένα μήνυμα-Στο μοναστήρι – Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Ο Σπύρος βρίσκει κάτι χρήσιμο.

Ο Σπύρος ήταν με φουσκωμένη την τσέπη. Κάτι έκρυβε μέσα και δεν έλεγε τίποτα. Ο Φουντούλης όλο κοίταζε την τσέπη του Σπύρου και στο τέλος τον ερώτησε:
«Αχλάδι είναι;».
-«Αυτό που είναι δεν το τρώνε» απάντησε ο Σπύρος. Κι έβγαλε από την τσέπη του μια πέτρα.
Όταν τον είδαν τ’ άλλα παιδιά από μακριά, είπαν γελώντας:
«Ο Σπύρος τώρα θα βάζη στο κουτί του και λιθάρια».
Και όμως άμα πλησίασαν, είδαν πως δεν ήταν σαν τις άλλες πέτρες αυτή που μάζεψε ο Σπύρος. Ήταν μαύρη πολύ και βαριά. Μα σε πολλές μεριές έλαμπε, σα να ήταν ασημένια.
«Μπορεί να έχη σίδερα μέσα» είπε ο δασάρχης, όταν του έδειξαν την πέτρα.
Και τότε τους είπε, πως μέσα στη γη είναι πολλές και μεγάλες τέτοιες πέτρες που έχουν μέταλλο. Άλλες έχουν σίδερο, άλλες χαλκό, άλλες μολύβι. Ακόμη και ασήμι και χρυσάφι.
Το βουνό τα δίνει αυτά όλα.
Ενώ άκουε ο Σπύρος εκείνα που έλεγε ο δασάρχης για τα μέταλλα, κοίταζε τ’ άλλα παιδιά και καμάρωνε. Η πέτρα του έδωσε αφορμή να τα μάθουν αυτά. Να που βρήκε κι ο Σπύρος ένα χρήσιμο πράμα!

Η θύελλα.

Απέξω από το μικρό σπίτι οι λοτόμοι είχαν στήσει εδώ και καιρό ένα πολύ μεγάλο τραπέζι για να τρώνε˙
Κανένα πλάνισμα και κανένα στολίδι δεν είχε. Ήταν όλο από κλαδιά περιττά, καρφωμένα το ένα κοντά στο άλλο. Μόνο ξύλα και καρφιά.
«Οι λοτόμοι δεν είναι μαραγκοί» είπε ο δασάρχης. Και όμως κοιτάτε, παιδιά, τι λεπτοκαμωμένο πράμα έκαμαν από το άχρηστο ξύλο».
Κάθισαν σ’ αυτό το τραπέζι, ο δασάρχης με όλα τα παιδιά. Μαζί τους φώναξε να καθίση κι ο πιο γέρος λοτόμος.

Εδώ και λίγη ώρα είναι βαριά κουφόβραση. Έξαφνα συννέφιασε.
Την ώρα που είχαν τελειώσει το φαγητό, τα παιδιά ένιωσαν στον αέρα μια παράξενη μυρουδιά. Έρχεται θύελλα.
Γύρισαν και κοίταξαν μακριά˙ τα πέρα βουνά είχαν χαθή.
Ομίχλη, σα χειροπιαστό μαλλί, είχε σταθή ανάμεσα τ’ ουρανού και της γης. Η θύελλα νόμιζες πως συλλογιζόταν που να ορμήση.
Για μια στιγμή τράβηξε κατά τον κάμπο, έπειτα άλλαξε δρόμο και γύρισε πίσω κατά το Χλωρό.
Τα δέντρα ανατρίχιασαν, έσκυψαν και κάτι είπαν το ένα με το άλλο.

Άστραψε. Πέντε χρυσές οχιές στριφογύρισαν, με την ουρά στη γη και την κεφαλή στον ουρανό.
Ο αέρας κρύωσε έξαφνα. Μεγάλο βουητό ακούστηκε. Ώσπου να τρέξουν μέσα στο σπίτι, η θύελλα έφτασε, κι ήθελε να μπη.
Έσπρωχναν από μέσα τα παιδιά την πόρτα, έσπρωχνε αυτή απέξω. Χρειάστηκε να βάλουν όλα μαζί τη δύναμή τους για να κλείσουν και να συρτώσουν.
Η θύελλα τότε πήγε από τα παράθυρα. Τα έσπασε και τα δυο, τα πέταξε κάτω στο πάτωμα κι έχυνε μέσα σωρούς νερό.

Από τα σπασμένα παράθυρα φάνηκε έξω χαλασμός. Νερό και χαλάζι στριφογύριζε και χόρευε. Ήταν σα να κυλούν βαρέλια γυάλινα. Έσπαζαν αυτά και κυλούσαν απάνω τους άλλα, και στα συντρίμματά τους άλλα.
Άκουες σαν τρελό κρότο γυαλιών και καρφιών.
Τα παιδιά, που τα κυνηγούσε το νερό από τα παράθυρα, πήγαιναν στις γωνιές για να φυλαχτούν. Μα ήθελαν και να βλέπουν. Ήταν γεμάτα φόβο και θαυμασμό.
Απέξω χτυπούσαν δυνατά την πόρτα πέντε λοτόμοι. Σε κάποιο φουντωτό δέντρο εκεί απέξω είχαν κρυφτή και γλίτωσαν. Τους άνοιξαν και μπήκαν μέσα.

Η θύελλα, αφού πέρασε από κεί, έτρεξε πέρα στην άλλη άκρη από τα Τρίκορφα. Έτρεχε μυριάδες μέτρα στο λεπτό.
Έκοψε δέντρα στη μέση σα σπαθί, ξερίζωσε άλλα. Μεγάλοι κορμοί έπεσαν κάτω, άλλοι έμειναν ορθοί, χωρίς κλαρί και φύλλο.
Ένα μικρό πεύκο, που το έβλεπαν να παλεύη με τη θύελλα, τώρα το βλέπουν πάλι ορθό και λυγερό.
Σε λίγα λεπτά της ώρας η θύελλα ήταν μακριά. Μόλις φαινόταν πέρα σαν αχνός.
Τότε ξανάγινε γαλήνη. Φύλλο δε σάλευε. Τα δέντρα στάθηκαν σε προσευχή.
Η θύελλα στις καλύβες των παιδιών.
Πώς πέρασε ο χαλασμός! Σα να μην είχε γίνει τίποτα.
Πάλι ο ήλιος έλαμψε το δειλινό κι από τη γη έβγαινε μια ευωδιά.
Τα παιδιά γυρίζουν πίσω, και στο δρόμο μιλούν για τη θύελλα. Εκείνη τους έρριχνε νερό από τα παράθυρα, και αυτά την έβλεπαν αδιάφορα αν βρέχονταν κι αν κρύωναν.
Είναι βρεμένα τα φορέματά τους˙ μα τι είδαν! Μόνο για τη θύελλα άξιζε να πάνε στο βουνό.
Τί να γίνωνται οι καλύβες; Τί να έγιναν τα παιδιά που άφησαν εκεί; Ο Κωστάκης, ο Γιώργος, ο Σπύρος, ο Καλογιάννης, ο Φουντούλης; Πόσο τα συλλογίστηκαν, όταν έπεφτε η μπόρα!
Κατεβαίνουν γρήγορα. Στο δρόμο κοιτάζουν τη γη. Μόλις ήταν υγρή˙ είχε πιεί όλο το νερό κι ήταν διψασμένη.

Άμα αντίκρυσαν τις κατοικίες τους, φώναξαν αμέσως για ν’ ακουστούν. Τα πέντε παιδιά που είχαν μείνει εκεί, βγήκαν το ένα ύστερα από τ’ άλλο. Ήταν σωστά, οι καλύβες όμως όχι.
Τρεις καλύβες ήταν γκρεμισμένες και σκόρπιες. Το νερό συνεπήρε τα κλαδιά τους μαζί με πολλά πράματα που ήταν μέσα.
Πήρε μερικά σκεπάσματα, το ράφι, δυο τενεκέδες και δυο καρβέλια ψωμί. Το κουτί του Σπύρου ούτε η θύελλα το πήρε.
Ο Σπύρος όμως το πήρε και πέταξε μόνος του όλες τις σκουριές που είχε μέσα. Από την ώρα που βρήκε την πέτρα, συλλογίζεται να μην ξαναμαζέψη πράματα που δε χρειάζονται.
«Και σεις πού κρυφτήκατε;» ρώτησε ο Μαθιός.
-«Μας έπιασε όλους μαζί εδώ μέσα» απάντησαν. «Φράξαμε την πόρτα μ’ ένα στρώμα, και το κρατούσαμε ώρα πολλή με δύναμη. Η καλύβα όμως δεν έσταξε καθόλου, κι έτσι γλυτώσαμε…».
Οι λοτόμοι όταν έστηναν τις καλύβες, είχαν φροντίσει ακόμη και για τις μπόρες. Μια καλύβα, τη μεγαλύτερη, τη σκέπασαν με χράμι, υφασμένο από τραγίσιο μαλλί˙ αυτό δεν το περνά τίποτα.

Το βράδυ, από ένα χωριάτη που πέρασε και πήγαινε στην Πέτρα, έμαθαν πως η θύελλα πιο κάτω έκανε καταστροφή. Πάει το Πουρνάρι!
Μεγάλη νεροποντή που ήρθε από τις ράχες, έπνιξε τα καλαμπόκια, τα καπνά και τα τριφύλλια του. Το νερό που κατέβασε ο χείμαρρος έσπασε ένα γεφύρι και από κει ώρμησε μέσα στο χωριό. Έπεσαν σπίτια στο Πουρνάρι, πνίγηκαν γίδια και πρόβατα, ακόμη κι αγελάδες. Λένε πως τρεις Πουρναρίτες, εκεί που πάλευαν να γλιτώσουν τα σπίτια των, τους πήρε το νερό.
Ακούοντας αυτή την καταστροφή τα παιδιά έμειναν αμίλητα και λυπημένα. Ο χωριάτης όμως κούνησε το κεφάλι του και είπε για τους Πουρναρίτες:
«Αφού δεν άφησαν ρίζα ξερή στις ράχες, ποιός τους έφταιξε; Οι ίδιοι τόφεραν το νερό που τους έπνιξε».
Ένα μήνυμα.
Απόψε νειρευόμουνα,
-μητέρα, μητερίτσα μου-,
ψηλόν πύργον ανέβαινα,
σε περιβόλι έμπαινα
και δυο ποτάμια με νερό,
-ξήγα, μητέρα μ’ τ’ όνειρο.
Ο πύργος είν’ ο άντρας μου,
το περιβόλι ο γάμος μου.
Τα δυο ποτάμια με νερό
είναι το συμπεθερικό.
Η Αφρόδω ακούστηκε να τελειώνη το τραγούδι που είχε αρχίσει μια φορά.
Η φωνή της ήταν λυγερή και παραπονιάρικη, σαν το λάλημα της φλογέρας.
Τόλεγε λυπημένα, τόλεγε και χαρούμενα, ώσπου το τραγούδι έσβησε μέσα στο λόγγο.

«Άκου, η Αφρόδω!» είπε ο Δημητράκης στο Λάμπρο, καθώς έκαναν το μάθημα.
-«Την παντρεύομε» είπε ο Λάμπρος.
-«Αλήθεια;» ρώτησε ο Δημητράκης, σα να μην το πίστεψε.
-«Τη δίνομε πέρα σ’ ένα χωριό, που το λένε Περιστέρι σ’ άλλο βουνό».
-«Πότε;»
-«Την άλλη Κυριακή».
Ο Δημητράκης πήγε να το πη αμέσως στ’ άλλα παιδιά. Καλύτερα να μην το είχαν μάθει. Είναι συλλογισμένα, είναι πολύ λυπημένα.

Μόνο ο Λάμπρος δεν είναι λυπημένος. Το νου του τον έχει στο βιβλίο. Σφίγγει το καλαμάρι που του χάρισαν τα παιδιά, κρατεί καλά την πένα και γράφει.
Μόνος του γράφει. Κάθεται, συλλογίζεται, και κείνα που έχει μέσα στο κεφάλι του, τα λέει στο χαρτί.
Η βροχή πήρε κάμποσα πράματα, πήρε και τη ζάχαρη˙ δεν πήρε όμως το τετράδιο του Λάμπρου.

Να τι έγραψε προχτές στο τετράδιό του: «Είμαι ο Λάμπρος Πέλεκας του Αντωνίου από Γρανίτσα, του δήμου Απεραντίων.
»Έχω και την Αφρόδω αδερφή, και σκύλο το Μούργο. Και παππούλη το Γεροθανάση. Και δάσκαλο το Δημητράκη. Κι ένα σουγιά.
»Τα γίδια είναι άταχτα ζωντανά. Τα καλά παιδιά πηγαίνουν στο σκολειό και μαθαίνουν να γράφουν. Το πουρνάρι έχει τον καλύτερο ίσκιο. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, εφτά, οχτώ, εννιά, δέκα. Έχω και καλαμάρι.
»Άγιος ο Θεός, αμήν.
»Λάμπρος Πέλακας του Αντωνίου από Γρανίτσα».
Αυτά τα είχε γράψει ο Λάμπρος. Όλοι οι τσοπάνηδες, που είναι στα Τρίκορφα και στ’ άλλα βουνά, κι ο Γεροθανάσης μαζί, δεν ξέρουν τόσα γράμματα!
Στο μοναστήρι.
Στο ψηλό μοναστήρι το Άι- Λια, έξω από την αυλόπορτα, στέκονται οι καλόγεροι και κοιτάζουν μακριά. Οι κάμποι και οι λόφοι απλώνονται από κάτω, και πιο πέρα λάμπει το ποτάμι της Ρούμελης σαν ασημένιο. Κάπου κάπου ένας καλόγερος σηκώνει αργά το δεξί χέρι και δείχνει πέρα.
Πάντα στο ίδιο ψήλωμα στέκονται τέτοιες ώρες, από τον καιρό που μπήκαν στο μοναστήρι. Αγναντεύουν από κει τους τόπους που είναι πράσινοι το χειμώνα και ξανθοί το καλοκαίρι. Κι έτσι παρηγοριούνται που δεν βλέπουν ανθρώπους. Πενήντα οχτώ σωστά χρόνια κοιτάζει από κείνο το ψήλωμα ο ηγούμενος ο πάτερ Ιωσήφ…

«Κάποιοι μας έρχονται» είπε ένας καλόγερος, και έδειξε με το χέρι του κάτι ανθρώπους, που ανέβαιναν τον ανήφορο προς τον Άι- Λιά.
Είναι τα παιδιά μαζί με τον κυρ Στέφανο. Έρχονται στο μοναστήρι να προσκυνήσουν, όπως το ήθελαν από τόσον καιρό.
Ευχαριστήθηκε ο ηγούμενος, όταν έφτασαν και του είπαν πως έρχονται να λειτουργηθούν.
«Κοπιάστε, τους είπε, στο ηγουμενείο».
Πρώτα πέρασαν από την εκκλησιά να προσκυνήσουν. Ήταν παλιά η εκκλησιά, ίσαμε τετρακοσίων χρόνων. Άναψαν το κερί τους, προσκύνησαν κι ύστερα ανέβηκαν στου ηγουμένου».
«Τί νέα φέρνετε από τον κόσμο;» ρώτησε ο ηγούμενος.
-«Από την ερημιά ερχόμαστε, πάτερ» του απάντησε ο κυρ Στέφανος.
Και διηγήθηκε σ’ αυτόν και στους καλογέρους που ήρθαν εκεί, το ταξίδι των παιδιών στο βουνό. Οι καλόγεροι, που σπάνια βλέπουν ανθρώπους, άκουαν με προσοχή τις ιστορίες των παιδιών, το ανέβασμα στον Αραπόβραχο και το χάσιμο του Φάνη, σα να άκουαν καλό παραμύθι.
«Να που έγινες και συ μια φορά ερημίτης σαν κι εμάς» είπε ο πάτερ Δανιήλ του Φάνη. Και τον εχάιδεψε.

Ο κελάρης έφερε το δίσκο με το γλυκό και με το κρύο νερό. Κι όταν ξεκουράστηκαν τα παιδιά, βγήκαν να ιδούν το μοναστήρι. Γύρισαν στο περιβόλι, που το φυτεύουν και το σκαλίζουν οι καλόγεροι. Πήγαν στις συκιές κι έκοψαν γλυκά σύκα. Είδαν πάρα πέρα τις καρυδιές και τις βελανιδιές, είδαν και τα ορθά κυπαρίσσια, που στέκουν από εκατό χρόνια και φυλάγουν το μοναστήρι.

Από το βιβλίο: Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου «Τα ψηλά βουνά». Αναγνωστικό Γ’ Δημοτικού. Αθήναι 1918.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.