Θαύματα του Οσίου Σίμωνος του Αθωνίτου: Η ίαση της θυγατέρας του βασιλέως και, ο γιος του βασιλέως που έγινε μοναχός.

Η ίαση της θυγατέρας του βασιλέως

Ήκμαζε δε ούτος ο ιερός Σίμων εις τον ιγ’ αιώνα, εις τους χρόνους οπού εβασίλευαν εις την Ασίαν ο Θεόδωρος ο Λάσκαρης, ο Ιωάννης Δούκας Βατάτζης και ο Θεόδωρος ο Νέος Λάσκαρης1, σύγχρονος ων με τον Νικηφόρον τον Βλεμμύρην, με τον Κωνσταντίνον τον Καβάσιλαν, μεμ τον άγιον Μελέτιον τον Ομολογητήν και Γαλακτίωνα˙ εις τους χρόνους εκείνους διέλαμψεν ως αστήρ λαμπρότατος ο όσιος Σίμων, και έκανε καθ’ εκάστην άπειρα θαύματα, και διαφόρους ασθενείας εθεράπευε, και όχι μόνον όταν εζούσεν, αλλά και μετά την κοίμησιν αυτού˙ καθώς ιάτρευσε και την θυγατέρα του βασιλέως Ιωάννου του επιλεγομένου Ούγγλεσι.

Ούτος ο Ιωάννης2 εβασίλευεν εις το δυτικόν μέρος της Σερβίας, δηλαδή εις την Μπόσιναν και τα πέριξ αυτής μέρη˙ αυτός είχε θυγατέρα δαιμονιζομένην, και ήτον εις μεγάλην λύπην, δια τούτο και πολλάκις εδέετο του Θεού υπέρ αυτής, και τους πλέον εναρέτους οπού ήξευρεν έβανε προς αυτός μεσίτας˙ αλλά θέλοντας ο Θεός να κάμή εκείνο οπού ύστερον έγινε (καθώς θέλομεν το διηγηθούμεν ακολούθως), δεν εισήκουσε τας δεήσεις τους. Απορών δε ο βασιλεύς τι να κάμη, και λυπούμενος, ήκουσεν εν μια των ημερών, οπού έλεγε το δαιμόνιον˙ εις μάτην, ώ βασιλεύ, κοπιάζεις˙ εάν δεν έλθη ο Σίμων από το όρος του Άθωνος, εγώ δεν εβγαίνω. Τότε ο βασιλεύς ευρών τινάς μοναχούς αγιορείτας, εξέταξεν αυτούς περί του αγίου Σίμωνος, και μαθών παρ’ αυτών πάντα τα περί αυτού, και ότι προ ολίγων χρόνων εκοιμήθη εν Κυρίω, και ότι ενεργεί θαύματα καθ’ εκάστην, και αναβλύζει μύρον ο τάφος του, εχάρη πολλά και παρευθύς εισελθών εις την εκκλησίαν του παλατίου του, έπεσεν εις προσευχήν προς τον Θεόν και προς τον Άγιον.

Προσευχομένου λοιπόν του βασιλέως μετά πίστεως και ευλαβείας, και ζητούντος την ίασιν της θυγατρός του παρά του Θεού δια μεσιτείας του οσίου Σίμωνος, εφώναξε το πονηρόν δαιμόνιον, και κλαίον γοερώς έρριψε την κόρην κατά γης, και πολλά σπαράξαν αυτήν, εβγήκεν ευθύς, και έμεινε ανενόχλητος, τη χάριτι του Χριστού, έως τέλους της ζωής της δοξάζουσα τον Θεόν και τον παρ’ αυτού δοξασθέντα θείον Σίμωνα. Ο δε βασιλεύς ιδών το θαύμα και την ταχείαν αντίληψιν του Οσίου, και γνωρίσας καλώς την πολλήν εκείνου προς Θεόν παρρησίαν, δεν έκαμε την ευχαριστίαν προς τον ευεργέτην του με λόγια μόνον ευχαριστήρια, αλλά τι; Γράφει παρευθύς εις την Σύναξιν του Αγίου Όρους, και παρακαλεί θερμώς να του χαρίσουν το μονύδριον του αγίου Σίμωνος, δια να το κτίση βασιλικώς και μεγαλοπρεπώς, προς ανταμοιβήν πρέπουσαν του θείου του ευεργέτου Σίμωνος, και δια να κηρύττεται λαμπρώς το θαύμα του Αγίου οπού έκαμεν εις την θυγατέραν του˙ το οποίον και έγινε μετά γνώμης και αδείας των αγιορειτών, καθώς φαίνεται έως της σήμερον, και μετόχια
πάμπολλα ηγόρασεν εις διαφόρους τόπους, και μετά χρυσοβούλων τα αφιέρωσεν εις την ιεράν μονήν ταύτην.

Και ταύτα μεν τελειώνουν έως εδώ˙ άλλ’ επειδή και η ακόλουθος διήγησις είναι ωραία και ψυχωφελής, δεν είναι δίκαιον να την παραιτήσωμεν, διο και την προσθέτομεν δια την εξ αυτής ωφέλειαν.

Υποσημειώσεις.

1. Ο μεν Θεόδωρος εβασίλευσεν εις τους 1206 χρόνους από Χριστού, ο δε Ιωάννης εις τους 1222, και ο Θεόδωρος ο Νέος εις τους 1255 κατά τον Μελέτιον.
2. Ούτος ο Ιωάννης εβασίλευεν εις τους 1264 από Χριστού.

Ο γιος του βασιλέως που έγινε μοναχός.

Εις τον καιρόν τούτου του βασιλέως Ιωάννου Ούγγλεσι, είχον οι Τούρκοι την καθέδραν της εξουσίας τους εις το Ικόνιον, πόλιν της Ανατολής, και έκαμναν εις τους τόπους των Ρωμαίων βασιλέων μεγάλους αφανισμούς˙ αφ’ ου δε έκαμαν αγάπην με αυτούς, ήλθον και εις τα μέρη της Σερβίας, και ηφάνιζαν και εκείνους τους τόπους και ώρμησαν να πολεμήσουν τούτον τον Ιωάννην˙ και λοιπόν εξ ανάγκης εκινήθη, και αυτός εναντίον τους, ομού με τον αυτάδελφόν του Κράλην, και εις μεν την αρχήν τους ενίκησαν, ύστερον δε λαβόντες θάρρος από την προτέραν νίκην αμερίμνησαν, και τούτο παρατηρήσαντες οι Τούρκοι, ώρμησαν έξαφνα κατ’ αυτών μίαν νύκτα, και άλλους μεν εφόνευσαν, άλλοι δε από την σάστισίν τους έπεσαν μέσα εις τον ποταμόν Ταίναρον, τον νυν λεγόμενον Τούντζαν, και αθλίως επνίγησαν. Μετά δε των άλλων εθανατώθη και ο ίδιος ο βασιλεύς Ιωάννης, και εις το εξής ώρμησαν πλέον ανεμποδίστως οι Τούρκοι εις τους τόπους της Σερβίας, και έκαμαν ανεκδιήγητα κακά.

Ο δε υιός του βασιλέως Ιωάννου, ή από τους μεγάλους φόβους, ή από την καλήν του γνώμην δια την σωτηρίαν του, άφησε τα βασίλεια, και επήγεν ως εις λιμένα σωτήριον εις το Άγιον Όρος, και προσκυνήσας αγνώριστος τα εκεί μοναστήρια και ασκητήρια, ήλθε τέλος πάντων και εις το εδικόν του μοναστήριον του αγίου Σίμωνος˙ εκεί δε ελθών έστειλε τον πορτάρην προς τον ηγούμενον, να του φανερώση πως έχει να του ειπή λόγον˙ και απελθών εκείνος ανήγγειλεν εις τον ηγούμενον ότι ένας νεανίας, την όψιν ωραίος, το σχήμα φοβερός, κατά τα φορέματα πτωχός, κατά τον λόγον εύτακτος, κατά τας αποκρίσεις φρόνιμος, και κατά το φαινόμενον θεοφοβούμενος και δούλος Χριστού, ζητεί να συνομιλήση με την αγιωσύνην σου˙ ο δε ηγούμενος είπεν εις τον πορτάρην, ας έλθη˙ και εισελθών και ειπών εκείνο που ήθελεν, έμεινεν εις το μοναστήριον ικανάς ημέρας˙ και ιδών την ευταξίαν των μοναχών, την ταπείνωσιν, την ευτέλειαν των φορεμάτων, την υπακοήν κατά πάντα εις τον ηγούμενον, την προθυμίαν εις τας ακολουθίας, την σιωπήν, την τάξιν της Εκκλησίας
και τα λοιπά, εδόξασε τον Θεόν˙ και τότε προσκαλεσθείς από τον ηγούμενον ερωτάται, εάν τον αρέση το μοναστήριον και οι τάξεις του˙ ο δε νέος απεκρίθη, πολλά καλά μου αρέσουν, πάτερ.

Λοιπόν (τον ερωτά πάλιν), μένεις και εσύ εδώ, ως και οι λοιποί, δια την ελπιζομένην βασιλείαν του Χριστού; Ναι, απεκρίθη, μένω με την αγίαν σου ευχήν. Τον ερωτά πάλιν ο ηγούμενος˙ ποίον εργόχειρον ηξεύρεις να κάμνης, τέκνον; Ο δε απεκρίθη, κηπουρός είμαι, πάτερ˙ και λοιπόν μένεις έως τέλους της ζωής σου, να σκάπτης, να φυτεύης, να ποτίζης και κοπιάζης χειμώνα και καλοκαίρι εις τον κήπον δια την αδελφότητα, ή μάλλον ειπείν δια τον Χριστόν; Υπόσχομαι, του απεκρίθη, όλα αυτά να τα κάμνω˙ και βαλών μετάνοιαν, εδιωρίσθη εις τον κήπον˙ μετά δε τριών χρόνων δοκιμασίαν, έγινε μοναχός, προκόπτων καθ’ εκάστην, και αναβάσεις τιθέμενος εν τη καρδία αυτού, κατά τον Δαβίδ, ταπεινούμενος και υπακούων εις όλους τους αδελφούς.

Τί το εντεύθεν; Δεν υπέφερεν ο εχθρός της σωτηρίας των ανθρώπων διάβολος, να βλέπη το βασιλέως τον υιόν κηπουρόν, με τόσους κόπους και με τόσην ταπείνωσιν˙ λοιπόν αρματώνεται κατ’ αυτού με όλη του την πανοπλίαν˙ και πρώτον μεν έσπειρεν εις αυτόν πονηρούς λογισμούς, και άρχισε να μετανοή δια το έργον οπού εκαταπιάσθη, και να συλλογίζεται, ότι δεν τελειώνει ογλήγορα, αλλά έχει να απεράση με αυτό όλη του η ζωή˙ έπειτα και εις μίσος των αδελφών τον ενίκησε, και εις αμέλειαν της προσευχής και των άλλων της ασκήσεως έργων τον έφερε, και άλλα πολλά του επροξένησεν˙ όμως δεν ευχαριστείται να τον πολεμή από ένα μέρος μόνον, αλλά κινεί και από το άλλο μέρος τους αδελφούς να οργίζωνται και να θυμώνουν κατ’ αυτού, και να τον υβρίζουν, πως είναι ανάξιος του έργου οπού υπεσχέθη, πως εν αμελεία εργάζεται τους κήπους, πως έγινε προς αυτούς αίτιος σκανδάλων και ταραχών˙ και ταύτα μεν ο εχθρός, ο δε μακάριος εις μεν τους αδελφούς άλλον λόγον δεν έλεγε, παρά τούτον μόνον,
συγχωρήσατέ μοι, πατέρες, και θέλω βάλω τώρα αρχήν καλήν του έργου˙ προς δε τον διάβολον αρματώθη με το ανίκητον άρμα του Χριστού, το Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με˙ με τούτο το βέλος επλήγωνε κάθε ώραν τον σατανάν, και εδίωχνεν εις όλας τας ημέρας της ζωής του πάσαν την δύναμιν του εχθρού˙ και τοιουτοτρόπως αγωνιζόμενος, ενίκησε κατά κράτος τον αντίπαλον διάβολον, και έγινεν εις όλον το ύστερον δοχείον των αρετών και σκεύος εκλεκτόν του αγίου Πνεύματος˙ τόσον που ηξιώθη και αποκαλύψεως θείας περί του τέλους και της προς Θεόν εκδημίας του˙ διότι εφάνη εις αυτόν ο Κύριος ημών, και τον επροσκάλεσε να υπάγη να κληρονομήση την ουράνιον βασιλείαν, αντί της προσκαίρου βασιλείας οπού εκαταφρόνησεν.

Όθεν ασθενήσας ολίγον, απέστειλεν ένα των αδελφών, να ειπή εις τον ηγούμενον να του ειπή λόγον μυστικόν˙ ο δε ελθών προς αυτόν είπε˙ τι έχεις τέκνον; Δια τι με επροσκάλεσες; Σε επροσκάλεσα, πάτερ, απεκρίθη, ότι ο Χριστός με προσκαλεί να υπάγω προς αυτόν μετά ολίγην ώραν, να απολαύσω τον μισθόν μου κατά τα έργα μου˙ ήξευρε λοιπόν, πάτερ, ότι εγώ είμαι ο βασιλεύς και κτίτωρ ταύτης της ιεράς μονής˙ εγώ είμαι ο υιός του βασιλέως Ιωάννου. Και ταύτα ακούσας ο ηγούμενος κατεπλάγη, και εθαύμασε την τελείαν αυτού υπακοήν και ταπείνωσιν˙ και πώς, τέκνον μου, του λέγει, δεν μας το εφανέρωσας, μόνον το απεσιώπησας; Πώς δεν μου το ανήγγειλας κατά μυστικόν τρόπον, ότι εσύ είσαι εκείνος, οπού δια μέσου σου κατοικούμεν ημείς εδώ; Ο δε απεκρίθη, και ανίσως σας το έλεγα, ότι είμαι ο βασιλεύς, δεν ήθελα κερδίσω τον Κύριον και Θεόν μου Ιησούν Χριστόν, διότι δια μέσου της τιμής οπού ηθέλετε μου αποδίδετε, εκινδύνευα να χάσω την σωτηρίαν μου˙ και ταύτα ειπών, εκοιμήθη. Ποιήσαντες δε αγρυπνίαν ολονύκτιον οι αδελφοί, έθαψαν το
πρωί εκείνο το πολύαθλον σώμα του βασιλέως μεν πρότερον, ύστερον δε του κηπουρού γενομένου δια τον Κύριον, μετά υμνωδιών, θυμιαμάτων τε και φωτοχυσίας μεγάλης, εν τω κοιμητηρίω των αδελφών, καθώς αυτός παρήγγειλε, δοξάζοντες τον Θεόν οπού τον ενεδυνάμωσεν ούτω καλώς να αγωνισθή, και αντί της επιγείου βασιλείας οπού άφησε, να γένη κληρονόμος της ουρανίου βασιλείας.

Και τα μεν περί του υιού του βασιλέως Ιωάννου τοιαύτα, ακούσατε δε και ολίγα τινά θαυμάσια του οσίου Σίμωνος από τα πολλά οπού ετέλεσε μετά ταύτα, δια να γνωρίσετε πόσην παρρησίαν έχει προς Θεόν ο Άγιος, και έπειτα θέλομεν τελειώσωμεν την διήγησιν.

Από το βιβλίο: ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΙΚΑ 1. Ο Βίος του Αγίου Σίμωνος του Αθωνίτου. Έκδοση Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, Άγιον Όρος 2013

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Βίος και πολιτεία του Οσίου Σίμωνος του Αθωνίτου: Ακολουθία, Χαιρετισμοί.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.