14 Φεβρουαρίου, μνήμη των Αγίων Νεομαρτύρων: Νικολάου του εξ Ιχθύος Κορινθίας και του Οσιομάρτυρος Δαμιανού – Βίος.

Ο Άγιος Νικόλαος εξ Ιχθύος Κορινθίας

Πυρ υπερενεγκών Νικόλαε τρισμάκαρ,
γήθεν μετέστης προς μονάς αιωνίους.

Κάτθανε Νικόλαος δεκάτη
πυρί ήδε Τετάρτη.

Αυτός ο γενναίος μάρτυρας του Χριστού Νικόλαος καταγόταν από ένα ασήμαντο χωριό, που ονομάζεται Ψάρι και βρίσκεται στα σύνορα του νομού Κορινθίας. Οι γονείς του ονομαζόταν Ιωάννης και Καλή και ήταν και οι δύο θεοσεβείς. Δώδεκα χρονών και ορφανός, έφυγε από το χωριό του και ήρθε στη Σηλυβρία, η οποία απέχει μια μέρα δρόμο από την Κωνσταντινούπολη.

Έζησε εδώ με φόβο Θεού και αργότερα παντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά, τα οποία ανέτρεφε χριστιανοπρεπώς. Αν και ζούσε μέσα στην φασαρία και την κίνηση, αυτό δεν τον εμπόδιζε να φροντίζει την σωτηρία του. Είχε το επάγγελμά του πλανόδιου παντοπώλη και παράλληλα έδινε ελεημοσύνη στους φτωχούς και εκκλησιαζόταν τακτικότατα. Στο 34ο έτος της βασιλείας του Σουλεϊμάν του Α’ (1520 -1566), κάποιος έπαρχος στην Κωνσταντινούπολη που ονομαζόταν Σινάν, φέρονταν πολύ σκληρά στους υπόδουλους Χριστιανούς, τους ταλαιπωρούσε συνεχώς και τους εκφόβιζε με απειλές. Τότε ο Νικόλαος φθονήθηκε από τους Αγαρηνούς συναδέλφους του, διότι πουλούσε περισσότερα προϊόντα από αυτούς και κατηγορήθηκε ότι ύβρισε τον Μωάμεθ ως ψευδοπροφήτη. Τον έφεραν λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη και αφού στάθηκε μπροστά στο βήμα του επάρχου, χωρίς καθόλου να φοβηθεί, ομολόγησε την χριστιανική πίστη του και έλεγξε ως ψευδή την θρησκεία των μωαμεθανών. Ο έπαρχος διέταξε να τον ραβδίσουν πολλές φορές και μάτωσαν τα νύχια των ποδιών του. Κατόπιν, τον έριξαν στη φυλακή, όπου έμεινε τέσσερις μέρες.

Όταν τον έβγαλαν, άρχισε ο έπαρχος να του τάζει μεγάλες τιμές και αξιώματα, για να τον πείσει να αρνηθεί την πίστη του. Ο άγιος Νικόλαος όμως, έμεινε περισσότερο σταθερός και με κανένα τρόπο δεν υπέκυπτε! Αντίθετα μάλιστα αποκαλούσε τον ψευδοπροφήτη τους τον Μωάμεθ, γιο του διαβόλου. Για αυτό και τον έδεσαν με αλυσίδες από τον τράχηλο, τον έντυσαν με ψάθα και τον έσυραν οι δήμιοι στην πόλη. Επειδή αυτό όμως όχι μόνο δεν τον έκαμψε, αλλά τον δυνάμωσε ακόμα περισσότερο, με διαταγή του επάρχου άναψαν φωτιά στο ιπποδρόμιο και δεν έβαλαν τον άγιο ολόκληρο επάνω, αλλά έκαιγαν λίγο λίγο τις σάρκες του, για να είναι οι πόνοι αφόρητοι και η τιμωρία σκληρότερη.

Αφού ο άγιος βασανίστηκε έτσι για πολλή ώρα και δεν μπορούσε πλέον να στέκεται όρθιος, έγειρε το κεφάλι του στα δεξιά και ο δήμιος τεντώνοντας την αλυσίδα (διότι ήταν ακόμη γύρω από τον τράχηλο του μάρτυρα) έκοψε με το ξίφος το κεφάλι του στις 14 Φεβρουαρίου 1554. Το τίμιο σώμα του κάηκε από τη φλόγα και μόνο η κάρα του αγοράστηκε από κάποιον πιστό, αφού πλήρωσε είκοσι χρυσά νομίσματα στον δήμιο, και την έστειλε στη μονή του αγίου Αθανασίου στα Μετέωρα, όπου και βρίσκεται επιτελώντας πολλά θαύματα εις δόξαν Πατρός, υιού και Πνεύματος Αγίου. Αμήν.

Απολυτίκιον.
Ήχος δ’. Ως των Αποστόλων.

Ως των αθλοφόρων ομότροπος, και των εν ανάγκη υπέρμαχος, τω Δεσπότη των όλων ικέτευε, ειρήνην τη οικουμένη δωρήσασθαι, και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος.

Η/Υ ΠΗΓΗ
Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου.

***

Ο νέος Οσιομάρτυς Δαμιανός

Στις 14 Φεβρουαρίου 1568, μαρτύρησε ο Οσιομάρτυρας Δαμιανός

(Από το Νέο Μαρτυρολόγιο Αγ. Νικοδήμου)

Ευαγγελίου καρπόν είληφας μάκαρ,
ω Δαμιανέ, αγχόνη λαβείν τέλος.

Αυτός ο νέος αθλητής του Χριστού, ο Δαμιανός, είχε πατρίδα ένα χωριό που ονομαζόταν Ρίχοβο και βρισκόταν πάνω στα Άγραφα. Γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς και όταν ήταν νέος ακόμα, πόθησε την μοναχική πολιτεία και αφήνοντας τον κόσμο και τα κοσμικά, πήγε στο Άγιο Όρος, στην ιερά μονή του Φιλοθέου και έγινε μοναχός. Κι αφού έμεινε λίγο καιρό στο μοναστήρι, αναχώρησε ησυχαστής, για να αγωνίζεται περισσότερο στις αρετές. Και αφού πήγε σε έναν σημειοφόρο ασκητή, που ησύχαζε σε παράμερο τόπο και ονομαζόταν Δομέτιος, έμεινε μαζί του σχεδόν τρία χρόνια, εργαζόμενος όλες τις αρετές με τόση προθυμία και ακρίβεια, ώστε αξιώθηκε να ακούσει και θεία φωνή που του έλεγε: « Δαμιανέ, δεν πρέπει να ζητάς μόνο το δικό σου συμφέρον, αλλά και των άλλων». Τότε αμέσως άφησε το Άγιο Όρος και πηγαίνοντας στα όρη του Ολύμπου κήρυττε στα χωριά που βρίσκονται εκεί τον λόγο του Θεού με λαμπρή φωνή, διδάσκοντας και παρακινώντας τους Χριστιανούς να μετανοήσουν και να απέχουν από τις αδικίες και από όλες τις άλλες κακίες, και να τηρούν τις εντολές του Θεού, εργαζόμενοι τα καλά και θεάρεστα έργα.

Αλλά ο μισόκαλος διάβολος παρακίνησε πολλούς από τους λεγόμενους Χριστιανούς, που ήταν ασεβείς και στις πράξεις τους, και κατηγορούσαν τον Άγιο, λέγοντας πως είναι πλάνος και απατεώνας και τον κατέτρεχαν με διάφορους τρόπους, σχεδιάζοντας και να τον φονεύσουν. Ο Άγιος όμως, μιμούμενος τον Χριστό, έδωσε τόπο στην οργή και αφού αναχώρησε από εκεί, πήγε στα μέρη του Κισσάβου και της Λάρισας, και κήρυττε τον λόγο του Θεού. Κι αφού έπαθε κι εκεί τα ίδια, αναχώρησε για τα ψηλά μέρη των Αγράφων, και εκεί δίδασκε τους Χριστιανούς να μένουν σταθεροί στην πίστη τους και να τηρούν τις εντολές του Κυρίου. Ο διάβολος όμως δεν ησύχασε, αλλά κι εκεί ξεσήκωσε κατά πάνω του Αγίου μερικούς ανευλαβείς και αθεόφοβους και τον κατέτρεχαν, ονομάζοντάς τον πλάνο και ψευδομοναχό. Κι έτσι, αφήνοντας κι αυτά τα μέρη ο Άγιος, γύρισε στον Κίσσαβο και για να μην υπάρχουν ταραχές, έκτισε εκεί ένα Μοναστήρι, και μαζί με άλλους μοναχούς, ανέπεμπε στον Θεό τις ευχές του κάθε μέρα. Όμως κι εκεί πήγαιναν πολλοί για να ωφελούνται στην ψυχή από τις ψυχωφελείς διδασκαλίες του, διότι ήταν πολύ γνωστικός και γεμάτος από θεία χαρίσματα.

Πηγαίνοντας όμως μια φορά, για κάποιες ανάγκες του Μοναστηριού, σε ένα χωριό που ονομάζεται Βουλγαρίνη, πιάστηκε από μερικούς Αγαρηνούς και παραδόθηκε στον εξουσιαστή της Λάρισας, στον οποίο ανέφεραν ότι εμποδίζει τους Χριστιανούς να μην πουλάν και να μην αγοράζουν την Κυριακή, και τους διδάσκει να μένουν σταθεροί στην πίστη του Χριστού. Τότε ο εξουσιαστής πρόσταξε να τον δείρουν άγρια, να του βάλουν βαριές αλυσίδες στον τράχηλο και τα πόδια και να τον ρίξουν στη φυλακή. Και δεκαπέντε μέρες τον βασάνιζε με σκληρά και διάφορα βασανιστήρια, και πότε με φοβέρες, πότε με κολακείες και ταξίματα, τον παρακινούσε να αρνηθεί την πίστη του Χριστού. Κι αφού δεν μπορούσε να τον μεταπείσει σε αυτό, αλλά βλέποντάς τον μάλιστα να ελέγχει με γενναιότητα τη θρησκεία και τον προφήτη τους, και με πολλή παρρησία κήρυττε τον Χριστό αληθινό Θεό, και πως είναι πρόθυμος να υπομείνει για την αγάπη του μύρια βάσανα, άναψε ολόκληρος από θυμό, και αμέσως προστάζει να θανατωθεί πρώτα με τη φούρκα, κι έπειτα να ριχτεί στη φωτιά. Παίρνοντάς τον λοιπόν οι δήμιοι τον κρέμασαν. Επειδή όμως ένας από αυτούς χτύπησε τον Μάρτυρα στο κεφάλι με ένα τσεκούρι, κόπηκε το σκοινί και έπεσε ο Μάρτυρας στη γη μισοπεθαμένος. Κι εκείνοι παίρνοντάς τον ακόμα ζωντανό, τον έριξαν στη φωτιά και τη στάχτη του την έριξαν στον ποταμό Πηνειό, και έτσι έλαβε ο μακάριος Οσιομάρτυρας Δαμιανός τον στέφανο του Μαρτυρίου.
Με τις πρεσβείες του μακάρι να γλυτώσουμε κι εμείς από τις παγίδες του εχθρού και να αξιωθούμε της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.

Απόδοση στα νέα Ελληνικά από τον Συναξαριστή Νεομαρτύρων
των Εκδόσεων Ορθοδόξου Κυψέλης Γεώργιος Τέζας – Φιλόλογος

Η/Υ ΠΗΓΗ
Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου.

Περισσότερα για το συναξάριο της ημέρας βλέπε και στον:
ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗ

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.