Μεγάλες επιθυμίες.

Είναι τόσο συνηθισμένη τις πρώτες ημέρες του νέου χρόνου, η ανταλλαγή ευχών. Και είναι τόσο συνηθισμένη η ευχή’ «…και ο,τι επιθυμείς». « Ο,τι επιθυμείς»! Αραγε τι θα μπορούσε κανείς να επιθυμήσει για τον εαυτό του, το καλύτερο, το περισσότερο, στις μέρες μας;

Είναι γεγονός ότι οι επιθυμίες ενός ανθρώπου συμβαδίζουν με την ευρύτητα και τη δυναμική του προσώπου του. Η μεγαλωσύνη κάποιου ή αντιθέτως η μικρότητά του υπαγορεύουν αντιστοίχως και τις επιθυμίες του. Είναι επίσης γνωστό ότι μέχρι μια η δυο γενιές πριν τη σημερινή, οι άνθρωποι μεγάλωναν μέσα σε μια ατμόσφαιρα που καλλιεργούσε ιδέες μεγάλες, πνεύμα ηρωικό. Τοτε οι μεγάλες ιδέες έτρεφαν μεγάλους ανθρώπους. Και οι μεγάλοι άνθρωποι είχαν μεγάλες επιθυμίες, προκειμένου να υπηρετήσουν τις μεγάλες ιδέες…

Η εποχή μας είναι αντιηρωική και αντιιδεαλιστική. Ετσι το θέλει. Είναι η προτίμησή της αυτή. Διότι, αφού μπορούμε να βολευτούμε στα μικρά, γιατί να επιδιώκουμε τα μεγάλα; Τα μεγάλα θέλουν κόπο, στοιχίζουν’ αφού όμως μπορούμε να ζήσουμε και άκοπα, και με λιγότερη εκδαπάνηση, ποιός ο λόγος να βασανιζόμαστε άδικα;

Στις ημέρες μας μιλάμε με υποκοριστικά. Το σπιτάκι μας, η δουλίτσα μας, μια θεσούλα. Ολα είναι μικρά• από τα αυτοκίνητα εκείνα που μπορούν να βολεύονται σε «τρύπες», μέχρι τα μικρόλογα, τα στενά αισθήματα, τις συμφεροντολογικές επιδιώξεις. Πως αυτά μπορούν να δημιουργήσουν μεγάλους ανθρώπους, και πως οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να επιθυμήσουν μεγάλα για τον εαυτό τους; Οι επιθυμίες σήμερα είναι προδιαγεγραμμένες και ετοιμασμένες από άλλους• «Διαλέγουμε πριν από σας για σας». Τι άνθρωποι όμως βγαίνουν μ’ αυτό τον τρόπο, αν όχι χειραγωγούμενοι, νωθροί, χωρίς ανδρεία σκέψη, χωρίς δυνατή θέληση, χωρίς μεγάλες επιθυμίες;

Αραγε υπάρχει σήμερα εκείνος που θα τολμούσε να επιθυμήσει κάτι σαν αυτό που επιθύμησε μια φορά ο Δαβίδ; η έστω που θα μπορούσε να κατανοήσει το ύψος και την ευγένεια εκείνης της επιθυμίας του; που δε θα τη χλεύαζε; Βρισκόταν σε πόλεμο ο Δαβίδ με τους Φιλισταίους. Οι αλλόφυλοι είχαν καταλάβει τη Βηθλεέμ – τη γενέτειρά του – και τα περίχωρα. Και ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση εναντίον της Ιερουσαλήμ. Τοτε λοιπόν, ένα πρωινό, προτού ακόμα αρχίσουν οι εχθροπραξίες, είδαν οι στρατηγοί και οι στρατιώτες του τον βασιλιά τους σιωπηλό, μελαγχολικό, με το κεφάλι στραμμένο προς τους λόφους της Βηθλεέμ, της πατρίδας του. Διστακτικοί οι ίδιοι να τον ρωτήσουν για την αιτία της περισυλλογής του, τον άκουσαν κάποια στιγμή να αφήσει έναν αναστεναγμό και να μονολογήσει. «Ποιος θα μου δώσει να πιώ νερό από το πηγάδι της Βηθλεέμ;». «Και επεθύμησε Δαυϊδ και είπε. Τίς ποτιεί με ύδωρ εκ του λάκκου του εν Βηθλεέμ;» (Β. Βασ. Κγ. 15). Να πιεί νερό επιθύμησε ο Δαβίδ. Αλλ’ αποκλειστικά από κείνο το νερό που τώρα το έπιναν οι εχθροί, ενώ κάποτε το έπινε ο ίδιος, όταν μικρό παιδί βοσκούσε τα κοπάδια του πατέρα του Ιεσσαί στούς λόφους της Βηθλεέμ. Μονο εκείνο το νερό διψούσε τώρα ο Δαβίδ. Και κανένα άλλο νερό δεν μπορούσε να του σβήσει εκείνη τη δίψα. Διψα ιδιότροπη, αλλόκοτη δίψα. Μα τόσο ευγενική!

Ιδιότροπη επιθυμία, αδιανόητη, ανόητη για την τεχνοκρατική και ευδαιμονιστική κοινωνία μας. Γιατί να επιθυμήσεις κάτι τόσο δύσκολο, τόσο κοπιαστικό, τόσο επικίνδυνο, τη στιγμή που μπορείς να το έχεις εύκολα, άκοπα, με ασφάλεια; Εδώ ακριβώς βρίσκεται το ερώτημα. Μεσα σ’ αυτήν την κοινωνία που όλα σου προσφέρονται άφθονα, εύκολα, «προκάτ», χωρίς να χρειαστεί να καταβάλεις προσπάθεια, να σηκωθείς από τη θέση που βρίσκεσαι, να αφήσεις για λίγο την ασφάλειά σου, εσύ μπορείς να επιθυμήσεις κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτά; Η σκέψη σου μπορεί να κατευθυνθεί σε κανάλι που ποτέ μέχρι τώρα δε χρησιμοποίησε;

-Ποια ψυχή θα βρεθεί σήμερα, που θα επιθυμήσει να μετουσιώσει σε βίωμά της το ευαγγελικό «μακάριόν εστι διδόναι μάλλον η λαμβάνειν» σε όλες τις παραμέτρους του; που θα ποθήσει όχι μόνο να δίνει, αλλά να δίνεται στον άλλο, τη στιγμή που όλοι κοιτούν πως θα αρπάξουν! -Ποια ψυχή θα βρεθεί σήμερα που θα επιθυμήσει να πάρει η ίδια τη δεύτερη θέση, προκειμένου ο διπλανός της να πάρει την πρώτη; Να σταθεί στο παρασκήνιο, ενώ ετοίμασε τα πάντα, για να βρεθεί στο προσκήνιο ο άλλος! Να σβήσει η ίδια, να εκλείψει, προκειμένου να φανεί ο τρίτος! -Ποια ψυχή θα βρεθεί σήμερα που θα σκιρτήσει να συκοφαντηθεί η ίδια, για να αθωωθεί ο ένοχος; Να πληρώσει η ίδια, για να απολυθεί ο παραβάτης! Να πονέσει, για να ανακουφισθεί ο υπεύθυνος! Να νιώσει το σφίξιμο, τον εγκλεισμό, για να ελευθερωθεί ο στενοχωρημένος!

Μεγάλες επιθυμίες, υψηλές, ευγενικές. Επιθυμίες ζωής! Επιθυμίες που δεν έχουν να κάνουν με κανένα κέρδος υλικό, γήινο, ανθρώπινο. Ανταποδότη τους έχουν τον Θεο και τα δώρα που ο ίδιος κομίζει στις μεγάλες ψυχές που τολμούν να επιθυμήσουν τόσο υψηλά. Δώρα ακατανόητα στους πολλούς, όσο αδιανόητες και οι επιθυμίες αυτές. Δώρα ασύμβατα, όσο ασυμβίβαστες και οι επιθυμίες. Δώρα υψηλά, αντάξια της μεγαλωσύνης των επιθυμιών. Η Αγία Γραφή παρουσιάζει το ύψος των θείων αυτών δωρεών με μια εικόνα. Οσοι καρτερικά περιμένουν από τον Κυριο να λάβουν τη δικαίωση των επιλογών τους αυτών στη ζωη, λέει, «αλλάξουσιν ισχύν, πτεροφυήσουσιν ως αετοί» ( Ησ. Μ. 31). Θα νιώσουν νέες δυνάμεις μέσα τους και θα αισθανθούν να βγάζουν φτερά. Φτερά! Τι ωραιότερο, υψηλότερο, ευγενέστερο θα μπορούσε να επιθυμήσει άνθρωπος για τον εαυτό του! Μ’ αυτά τα φτερά πλέον μπορεί να πετά σε άλλες σφαίρες, σε άλλες διαστάσεις. Εκεί έχει να επιθυμήσει άλλα, ανώτερα ακόμα. Μενει να τα δούμε.

Νεες δυνάμεις νιώθει μέσα του ο άνθρωπος εκείνος που τόλμησε στη ζωη του να επιθυμήσει μεγάλα, υψηλά, ευγενικά. Νεες δυνάμεις και μια παράδοξη πτεροφυΐα, «ώστε αναβήναι και υψωθήναι και μετεωροπορήσαι»1. Και είναι αυτά τα δώρα του Θεού στις ψυχές με τις μεγάλες επιθυμίες. Διότι Αυτός είναι «ο εμπιπλών εν αγαθοίς την επιθυμίαν σου, ανακαινισθήσεται ως αετού η νεότης σου» (Ψαλ. Ρβ. 5). Μ’ αυτά τα φτερά του αετού, τα φτερά του Αγίου Πνεύματος, ο άνθρωπος μπορεί τώρα να πετά στα αχανή πλάτη και μήκη και βάθη και ύψη της θεϊκής ατμόσφαιρας, και να ξεναγείται στα απόρρητα θεία μυστήρια. Σ’ αυτή την κατάσταση ο άνθρωπος βλέπει με γενικότερη θεώρηση τα πάντα. Ανοίγει το πνεύμα του, πλατύνεται ο νους του, η καρδιά του, για να μπορέσει να δει «α οφθαλμός ουκ είδε» και ν’ ακούσει όσα «ους ουκ ήκουσε» και να επιθυμήσει εκείνα που «επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη». Ξεναγός του καθίσταται το Αγιον Πνεύμα, το Οποίο «πάντα ερευνά, και τα βάθη του Θεού» και τα αποκαλύπτει στον «πνευματικό» άνθρωπο. Τοτε ο «πνευματικός», δηλαδή ο εμφορημένος και αναγεννημένος από το Πνεύμα άνθρωπος, φτάνει στη θέση να «ανακρίνει πάντα» (Α. Κορ. Β. 9-10, 15). Ολοι οι κόσμοι, όλες οι πραγματικότητες, φυσικές και υπερφυσικές, γήινες και ουράνιες, ανθρώπινες και θείες, είναι ανοιχτές μπροστά του, και μπορεί να διεισδύει σ’ αυτές και να τις ερευνά. Διότι σ’ αυτόν έχει δοθεί «πνεύμα σοφίας και αποκαλύψεως… εις το ειδέναι» «τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού» ( Εφ. Α. 17, 18. Λουκ. Η. 10). Τη στιγμή που ο κόσμος εγκλωβίζεται σ’ ένα στείρο καιροσκοπισμό, ο άνθρωπος των μεγάλων επιθυμιών είναι σε θέση να εισδύσει στα «σημεία των καιρών» (Ματθ. Ι. 3) και να γίνει γνώστης του μυστηρίου της οικονομίας του Θεού, όπως αυτό ξεδιπλώνεται στον ρου της ιστορίας για τη σωτηρία του ανθρώπου και τον ανακαινισμό του κόσμου.

Εξακόσια χρόνια πριν από την έλευση του Χριστού στον κόσμο, ένας άνδρας με μεγαλωσύνη ψυχής και ακεραιότητα χαρακτήρος, ένας άρχοντας – διοικητής του πλουσιότερου βασιλείου του αρχαίου κόσμου, της Βαβυλώνας, «έδωκε το πρόσωπον αυτού προς Κυριον τον Θεόν του εκζητήσαι προσευχήν και δεήσεις εν νηστείαις και σάκκω και σποδώ». Ο προφήτης Δανιήλ τη μεγαλωσύνη του δεν την έδειχνε μόνο στις ενέργειες και τις αποφάσεις του, αλλά και στην αναφορά του προς τον Θεο. Δεν αρκούνταν σε μια τυπική σχέση με τον Θεο. Ηθελε από Αυτόν πολλά πράγματα, μεγάλα. Ζητούσε τη σοφία, την αποκάλυψη. Επιθυμούσε να εισδύσει στο μυστήριο της οικονομίας του Θεού για τη σωτηρία του έθνους του. Γι’ αυτό και η προσευχή του είχε πόνο, λαχτάρα, κραυγή. Τα λόγια της δεήσεώς του, μια έκχυση των πιο ευγενικών αισθημάτων της φλεγομένης από αγάπη καρδιάς του (βλ. Δαν. Θ. 3-19). Ο Δανιήλ είχε μεγάλες επιθυμίες. Γι’ αυτό και αξιώνεται από τον Θεό να λάβει την ονομασία αυτή, με την οποία θα μείνει επώνυμος στούς αιώνες. « Ανήρ επιθυμιών» (Δαν. Θ. 23). Και την ονομασία αυτή του την αποδίδει ο αρχάγγελος Γαβριήλ, σταλμένος από τον Κύριο της δόξης, προκειμένου να τον ξεναγήσει στα βάθη της θείας σοφίας και οικονομίας. Ο «ανήρ επιθυμιών» γίνεται «διδακτός Θεού», και σ’ αυτόν, μόνο σ’ αυτόν, αποκαλύπτεται και ο αριθμός των ετών που υπολείπονται, μέχρι να πραγματοποιηθεί η ένσαρκος οικονομία του Θεού στον κόσμο, η ενανθρώπηση και η σταύρωσή του (βλ. Δαν. Θ. 24-27).

Στις ημέρες μας, που παράλληλα προς το «μυστήριον του Θεού» ( Αποκ. Ι. 7) για τη σωτηρία του κόσμου, διενεργείται και το «μυστήριον της ανομίας», με την αμαρτία να κρατύνεται, το ψεύδος να επικρατεί, τη διαφθορά και την κοινωνική αδικία να εξαπλώνεται, μόνον ο πνευματέμφορος άνθρωπος είναι σε θέση να δώσει μια ερμηνεία σε όλα αυτά, τη στιγμή που για άλλους τα ίδια φαινόμενα καθίστανται πρόσκομμα και σκάνδαλο, και αφορμή να ψύχεται η αγάπη τους (βλ. Ματθ. Κδ. 12). Ο «ανήρ επιθυμιών των του Πνεύματος», αίρεται πάνω από την καθημερινότητα και τις τριβές των περιστάσεων, και με την οξυμμένη όρασή του, όραση αετού, μπορεί να «ανακρίνει» και να «συμβιβάζει» αυτά (βλ. Α´ Κορ. Β. 15, 16). Κι όχι μόνον αυτά. Με τα φτερά του αετού ο αναγεννημένος και ανακαινισμένος από το Πνεύμα άνθρωπος μπορεί να πλησιάζει κοντά στον ηλιακό δίσκο. Και ατενίζοντας με τη δυνατή και καθαρή ματιά του το άσπιλο φως, να ικανοποιεί τις πιο υψηλές του επιθυμίες. « Αετώ δε τούς ανακαινουμένους παρείκασεν (=εξομοίασε), ορνίθων απάντων όντι υψηλοπετεστάτω και βασιλικωτάτω, και ταις του ηλίου μαρμαρυγαίς μόνω λαμπρώς ενατενίζειν δυναμένω»2. Μια γοητεία υπερκόσμια, μια τρυφή μοναδική.

Πανω από τις αισθητές επιθυμίες και απολαύσεις, και την ποταπή ηδονοθηρία του κόσμου, ο πνευματικός άνθρωπος περιπολεύει στο χώρο των νοητών ηδονών, «ένθα… η απέραντος ηδονή των καθορώντων του προσώπου του Θεού το κάλλος το άρρητον»3. Εδώ πλέον λαμβάνει χώρα η ικανοποίηση των υψηλοτέρων εφέσεων του ανθρώπου. Και καθώς σ’ αυτόν δόθηκε να είναι «φυσικώς επιθυμητικός των καλών», των ωραίων, δεν είναι δυνατόν να επιθυμήσει κάτι ωραιότερο, αφού δεν υπάρχει τίποτε «θαυμασιώτερον του θείου κάλλους». Ο ουρανοφάντωρ Βασίλειος εξηγεί. « Αρρητοι παντελώς και ανεκδιήγητοι του θείου κάλλους αι αστραπαί” ου παρίστησι λόγος, ου δέχεται ακοή. Καν εωσφόρου αυγάς είπης, καν σελήνης λαμπρότητα, καν ηλίου φως, πάντα άτιμα προς εικασίαν της δόξης (του Θεού)… Τούτο το κάλλος σαρκίνοις μεν οφθαλμοίς αθεώρητον, ψυχή δε μόνη και διανοία καταληπτόν, είπου τινά περιέλαμψε των αγίων (=εάν τυχόν φώτισε κάποιον από τούς αγίους), αφόρητον του πόθου το κέντρον αυτοίς εγκατέλιπεν»4. Ένα «κέντρον», κεντρί «αφόρητον», που δεν αφήνει τον άγιο να ησυχάσει.

Ο άγιος επιθυμεί μεγάλα. Ο Θεός «εμπίπλησι» τις επιθυμίες του. Η ικανοποίηση αυτών των επιθυμιών του γεννά ακόμα μεγαλύτερες. Ποθοι που συνεχώς πληρούνται και διαρκώς αναρριπίζονται. Μια αλυσίδα επεκτεινόμενη αενάως. Που τέρμα της έχει την «ατέλεστον τελειότητα» του Θεού. Εκεί που βρίσκεται η κατασίγαση όλων των εφέσεων του ανθρώπου. Η θεία «κατάπαυσις». Η «ανακεφαλαίωσις» των πάντων «εν τω Χριστώ» (βλ. Εβρ. Δ. 11, Εφ. Α. 10). Εκεί που «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Κολ. Γ. 11). «Τω δε δυναμένω υπέρ πάντα ποιήσαι υπερεκπερισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν… αυτώ η δόξα εν τη εκκλησία εν Χριστώ Ιησού εις πάσας τας γενεάς του αιώνος των αιώνων» ( Εφ. Γ. 20-21).

—————-

1. Ευσεβίου Καισαρείας, Υπομνήματα εις Ησαϊαν, κεφ. Μ., στιχ. 27-30, ΒΕΠΕΣ 23, 170.
2. Μ. Αθανασίου, Εξηγήσεις εις τους Ψαλμούς, ΕΠΕ 7, 90.
3. Ανωνύμου, Ευχή ευχαριστήριος μετά την θείαν Μετάληψιν.
4. Μ. Βασιλείου, Οροι κατά πλάτος Β´, 2, ΕΠΕ 188, 190.

Από το περιοδικό, Η Δράσις μας, τεύχη Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου 2007.

Κατηγορίες: Άρθρα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.