«…εστώς και θερμαινόμενος» Η άρνηση του Αποστόλου! Πέτρου.

Εφεραν τον Ιησου δεμένο στο εσωτερικό της αυλής του αρχιερέως. Ο «γνωστός τω αρχιερεί» μαθητής, πέρασε μαζί τους. Πισω, «προς τη θύρα έξω», στέκεται και περιμένει ο Πετρος. « Εξήλθεν ουν ο μαθητής ο άλλος… και είπε τη θυρωρω, και εισήγαγε τον Πετρον».
Εκεί, στην πύλη της αυλής, δέχεται την πρώτη επίθεση• «Μη και συ εκ των μαθητών ει του ανθρώπου τούτου»; Στην ερώτηση της παιδίσκης, ο Πετρος τρομάζει, ξεστομίζει δυο λέξεις, «ουκ ειμί», ζητά να ξεφύγει. Βιαστικά απομακρύνεται από τον Ιωάννη και καταφεύγει στον πιο πολυσύχναστο τόπο της αυλής, τον πιο φωτισμένο, για να «κρυφτεί». Ανακατεύεται με τούς δούλους και τούς κλητήρες. Πλησιάζει στην «ανθρακιά» τους «ότι ψύχος ην, και εθερμαίνοντο. Και ην μετ αυτων ο Πετρος, εστώς και θερμαινόμενος».
Την πιο δραματική ώρα της ζωής του Κυρίου του, ο φλογερός μαθητής «κρυώνει». Φοβάται, γίνεται δειλός, κρύβει αυτό που είναι, υποκρίνεται, παρασύρεται σε μια στάση άνανδρη.

Περασε σχεδόν μια ώρα. Λιγο πιο πέρα ο διδάσκαλος δικάζεται, ανακρίνεται, λοιδορείται, ραπίζεται, φέρεται από τον Αννα στον Καϊάφα και ο Πετρος στέκεται ακόμη εκεί κοντά στη φωτιά. Για δεύτερη φορά ο Ιωάννης σημειώνει με τις ίδιες λέξεις την τραγική παρουσία του• « Ην δε Σιμων Πετρος εστώς και θερμαινόμενος»!

Στην «ανθρακιά» δέχεται νέα επίθεση. «Μη και συ εκ των μαθητών αυτού ει;… Ουκ ειμί». Και ύστερα τρίτη φορά πάλι «ουκ εγώ σε είδον εν τω κήπω μετ’ αυτου; πάλιν ουν ηρνήσατο ο Πετρος και ευθέως αλέκτωρ εφώνησεν». Λιτά, χωρίς τούς όρκους και τα αναθέματα, σημειώνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης τις τρεις αρνήσεις του συμμαθητού του, του Πετρου.
« Εγώ Τον αρνήθηκα με όρκους, βεβαίωσα δυνατά για να ακούσουν όλοι ότι δεν Τον ξέρω, πως δεν καταλαβαίνω τι μου λένε, ξεστόμισα κατάρες για τον εαυτό μου, για να πεισθούν οι δούλοι στην αυλή πως ο Χριστός μου είναι άγνωστος», φανέρωσε με οδύνη ξανά και ξανά ο Απόστολος στον Ματθαίο, στον Μαρκο, στον Λουκά.
«Κι ύστερα, εκείνη τη στιγμή που τρίτη φορά έλεγα δεν Τον ξέρω, ακούστηκε το λάλημα του πετεινού… τότε έστρεψε και ο Κυριος το πρόσωπό Του, με κοίταξε στα μάτια. Αλήθεια λες, Πετρο, πως δεν με γνωρίζεις; Τοτε θυμήθηκα κι εγώ το λόγο Του, τον λόγο ότι θα τον αρνηθώ, που δεν τον πίστεψα, τότε κατάλαβα τι έκανα…! Τότε βγήκα έξω από εκείνη την αυλή, και άρχισα πικρά να κλαίω».
«Και εκβαλών έκλαιε», θα γράψει ο Μαρκος.

Αν πήγαινε ο Πετρος σε εκείνη την αυλή πιο κοντά, εκεί που ήταν ο Χριστός ή «ο άλλος μαθητής», ο Ιωάννης, αν δεν έκρυβε τον αληθινό, βαθύ του πόνο, αν έκλαιγε για τον προδότη μαθητή, τη σύλληψη του διδασκάλου, αν έλεγε ποιός πράγματι ήταν, ίσως να κινδύνευε λιγότερο, ακόμη κι αυτή τη φοβερή ώρα. Ισως ακόμη γινόταν σεβαστός κι από τούς άξεστους δούλους, που τόσο φοβάται. Προτίμησε την εξομοίωση μαζί τους, σαν αδιάφορος, σαν ξένος, «εστώς και θερμαινόμενος».

Ποσες φορές αργότερα, ο μεγάλος Απόστολος δεν γύρισε σε εκείνη τη νύχτα. «Και τις ο κακώσων υμάς, εάν του αγαθού μιμηταί γένησθε;». Ποιός μπορεί αληθινά να σας κάνει κακό, εάν γίνετε ακόλουθοι του αγαθού; «Τον δε φόβον αυτών μη φοβηθήτε, μηδέ ταραχθήτε» θα γράψει με ολη τη δύναμη της ψυχής του αργότερα, στις Εκκλησίες της οικουμένης.
Ποτέ δεν ξέχασε εκείνη τη νύχτα και ίσως να φώτισε τούς αποστολικούς του δρόμους ο κορυφαίος του Χριστού μαθητής, ίσως να στήριξε ο στυλος της Εκκλησίας το προνόμιο της μετανοίας κάθε ανθρώπου, στο μεγαλείο της εσωτερικής συντριβής, στην αυτοσυνειδησία του προσωπικού του δράματος στην αυλή του αρχιερέως, όπου «ην… εστώς και θερμαινόμενος».

γ.

Από το περιοδικό: «Η δράση μας», τεύχος Απριλίου 2005.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Άρθρα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.