Οι Δωδεκανήσιοι κατά των Ιταλών και των Γερμανών. «Η Ελλάδα είναι πιο Μεγάλη από μένα!»

Οι μαθητές συμφωνούν όλοι και κάνουν αποχή από το μάθημα τής γυμναστικής. Τί ζητάνε; Το γράφουν στην επιστολή προς τον γυμνασιάρχη τους. «Μάς φαίνεται άθλιο και δουλικό να υποταχτούμε. Δε θα παραδεχτούμε ποτέ, με γλώσσα μισητή και με βάρβαρα παραγγέλματα να γυμνάζουμε κορμιά, πού κλείνουν ψυχές πέρα για πέρα ελληνικές!»
Η διαμαρτυρία αυτή έγινε στην Κάλυμνο, στο Γυμνάσιο. Βρισκόμαστε στα χρόνια, πού τα Δωδεκάνησα τα κρατάνε στην κατοχή τους οι Ιταλοί, 1912-1948. Ξεκίνησαν με τη δικαιολογία, ότι προσωρινά θα κρατήσουν τα ελληνικά τούτα νησιά. Το ’χαν υποσχεθεί επίσημα. Κι όμως, έμειναν πάνω από 30 χρόνια, σαν οι πιο σκληροί κατακτητές, πού πέρασαν από τούτο τον τόπο. και δεν ήταν λίγοι… Φράγκοι, Άραβες, Τούρκοι, Ιταλοί στα τελευταία.
650 χρόνια μαύρης σκλαβιάς. Αλλά και 650 χρόνια σκληροί αγώνες απ’ την αδούλωτη ελληνική ψυχή ενάντια στον λογής-λογής κατακτητή.

* * *

«Ότι θυμίζει Ελλάδα, θα εξαφανιστεί!». Αυτό ήταν το πρόγραμμα των Ιταλών για τα Δωδεκάνησα.
Κι άρχισαν από τα σχολεία. Η ιταλική γλώσσα πήρε την πρώτη θέση στη διδασκαλία, ακόμα και στα νηπιαγωγεία. Τα ελληνικά σχολικά τραγούδια τα αντικατέστησαν ύμνοι ιταλικοί. Τούς ήρωες τής ελληνικής επανάστασης, η εικόνα του Μουσολίνι. Η ελληνική ιστορία, η γεωγραφία περιορίστηκαν στο ελάχιστο.
Οι καθηγητές και δάσκαλοι αργότερα πήραν διαταγή, στο μάθημα τής γυμναστικής, να δίνουν τα παραγγέλματα στην ιταλική γλώσσα. Τότε ήταν πού ξεσηκώθηκαν στην Κάλυμνο οι μαθητές… και σαν να μην έφταναν όλα τούτα, το 1937 βγάζουν μια διαταγή, πού απαγορεύουν να διδάσκεται και να μιλιέται η ελληνική γλώσσα στα σχολειά.
Οι μαθητές διαμαρτύρονται έντονα. Πολλοί απ’ τούς δασκάλους και τούς καθηγητές παραιτούνται. Προτιμούν να δουλεύουν στα χτήματα, για να βγάζουν το ψωμί τους, παρά να γίνουν όργανα του κατακτητή. Γονείς αρνούνται να στείλουν τα παιδιά τους σχολειό. Κι όταν η ιταλική Διοίκηση τούς ζητάει το λόγο, έχουν την τόλμη να ομολογήσουν αντρίκια: «Τα παιδιά μας είναι Έλληνες κι ελληνικά θέλουμε να τα μορφώσουμε. Αντρίκια σεις θέλετε να διδάσκεται στα σχολειά μονάχα η ιταλική γλώσσα, να στείλετε τα παιδιά σας!»
Τώρα ήρθε ο καιρός να ξαναζήσει το κρυφό σχολειό. Οι παπάδες στις εκκλησιές, οι δάσκαλοι, κρυφά τη νύχτα, μαζεύουν τα παιδιά. Τούς μαθαίνουν ελληνικά γράμματα. Τούς μιλάνε για την αγάπη στο Χριστό και την ορθόδοξη πίστη μας. Για την Ελλάδα την πατρίδα μας, πού ’χει μια πολύχρονη, δοξασμένη ιστορία. Κι όσο τα Ελληνόπουλα ακούνε και μαθαίνουν, τόσο μέσα τους γιγαντώνει η αγάπη στην πατρίδα, ο πόθος για τη λευτεριά.
Αντρειώνεται η ψυχή τους και στην ηρωική αντίσταση παίρνουν κι εκείνα μέρος. Έτσι πολλές φορές, μικρά παιδιά βρίσκουν το θάρρος να υψώσουν στο χωριό τους την ελληνική σημαία, ενώ, απαγορεύεται αυστηρά απ’ τον κατακτητή. Κι άλλοτε, παίρνουν μέρος σ’ επικίνδυνες αποστολές (κατασκοπείες, σαμποτάζ) με αποτέλεσμα να κάνουν πολλές βλάβες στον εχθρό.

* * *

Όσο ο καιρός περνάει κι οι Ιταλοί βλέπουν, πώς μάταια αγωνίζονται να ξεριζώσουν τον Ελληνισμό απ’ τα νησιά, τόσο γίνονται και πιο σκληροί. Φυλακίζουν, μαστιγώνουν, βασανίζουν τούς Έλληνες πατριώτες. Άλλοτε προσπαθούν να τούς κερδίσουν με υποσχέσεις. Άδικος κόπος. Δεν ξέρουν, πώς ο Έλληνας μένει πιστός στα ιερά τής Φυλής του, έστω κι αν γι’ αυτά χρειαστεί να θυσιαστεί.
«Ότι θυμίζει Ελλάδα, θα εξαφανιστεί». Αυτό ήταν το σχέδιο του κατακτητή. Γι’ αυτό μπήκαν στα σχολειά μας. Απαγόρευσαν την εθνική μας γιορτή. Την ελληνική σημαία. Άλλαξαν τα ονόματα των νησιών. Απαγόρευσαν τα ελληνικά χρώματα, ακόμα και στα υφάσματα! Χτύπησαν την ορθόδοξη πίστη μας. Πήραν στα χέρια τους τις βιομηχανίες, το εμπόριο. Έβαλαν φόρους αβάσταχτους στο λαό…
Τα πάντα μηχανεύτηκαν, για να εξοντώσουν το ελληνικό στοιχείο απ’ τα Δωδεκάνησα. Τί πέτυχαν; Ν’ αφανίσουν πολύ πληθυσμό. Να του καταστρέψουν το βιός του. Να σκορπίσουν γύρω τους το θανατικό…
Παρ’ όλα αυτά, τον κεντρικό τους στόχο δεν τον πέτυχαν. Την ελληνική ψυχή, όχι μονάχα δεν την εξουδετέρωσαν, αλλά αντίθετα. Τής έθρεψαν πιο πολύ την απόφαση για ηρωική αντίσταση, για αγώνα μέχρι θανάτου.
* * *

Έτσι, όταν το 1940 ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, τα Δωδεκάνησα ήταν έτοιμα… Δωδεκανήσιοι, πού βρέθηκαν στη μάνα Ελλάδα, σαν εθελοντές, με μια καρδιά πήγαν για το μέτωπο. Συμβολικό δεν είναι, ότι ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός, πού έπεσε ηρωικά στο πεδίο τής μάχης, ήταν Δωδεκανήσιος; Ο Αλέξανδρος Διάκος…
Όσοι πάλι ζούσαν στα μαρτυρικά Δωδεκάνησα, κάνουν την αντίσταση τους πιο αποφασιστική. Αγωνίζονται, οργανώνονται σε ομάδες μαχητικές. Κατασκοπεύουν τον εχθρό με την ελπίδα ζωντανή, πώς το τέλος τής σκλαβιάς τους φτάνει… Πώς ροδίζει η αυγή τής λευτεριάς.
Σ’ ένα χωριό, στα Δωδεκάνησα μια ολόκληρη οικογένεια βάλθηκε να φτιάξει το λάβαρο του αγώνα για την λευτεριά. Όλοι οι χωριανοί πρόσφεραν τον οβολό τους, για νά αγοραστεί τό με¬τάξι και τ’ άλλα υλικά. Οι κοπέλες το κεντούν το βράδυ. Κι ο μικρότερος του σπιτιού ο Δημητράκης, 9 χρονών παιδί, στενοχωριέται, πού δεν έχει κι εκείνος τίποτα να δώσει. Να, όμως, πού φτάνουν Χριστούγεννα. Βγαίνει, λοιπόν, να πει τα Κάλαντα. Μάζεψε αρκετά χρήματα.
– Τί θα τα κάνεις; τον ρωτάει ο μεγάλος του αδερφός, ο Χρήστος. Θέλεις να σου πάρουμε μια φορεσιά η ένα ζευγάρι παπούτσια;
– Τίποτα απ’ αυτά, λέει το παιδί, αποφασιστικά. Τα λεφτά τα δίνω για την Πατρίδα! Ν’ αγοράσετε μετάξι για το λάβαρο. Έτσι θα νιώσω, ότι έχω κι εγώ ένα κομματάκι σ’ αυτό το ιερό λάβαρο!…
Όταν το λάβαρο τέλειωσε, με πολλή προφύλαξη το πήγαν σ’ ένα μοναστήρι, για να λειτουργηθεί. Σαν τέλειωσε η θεία Λειτουργία, το σήκωσε ο παπα-Γιάννης απ’ την άγια Τράπεζα, πού το ’χε αποθέσει και δίνοντας το στο Χρήστο, του είπε:
«Εύχομαι μια μέρα να μάς αξιώσει ο Θεός να το σηκώσουμε λεύτεροι στην εκκλησιά μας!».Το πήρε μετά το παλικάρι ευλαβικά, έσκαψε στον τοίχο του σπιτιού του, και το φύλαξε!

* * *

Όλοι μυστικά έχουν δώσει τον όρκο «λευτεριά η θάνατος». Γι’ αυτό κάθε μέρα με την παλικαριά τους χτυπάνε αλύπητα τον κατακτητή στα αεροδρόμια, στις στρατιωτικές του βάσεις, παν¬τού όπου μπορούν… Μέχρι πού φτάνουμε σ’ ένα πρωινό του Σεπτέμβρη, το 1943. Τα νησιά γεμίζουν από προκηρύξεις στην ελληνική και ιταλική γλώσσα. «Ή Ιταλία υπέκυψε και συνθηκολόγησε με τούς συμμάχους…». Σωστό πανηγύρι σε πόλεις και χωριά. Μα τα βάσανα τους ακόμα δεν τελειώνουν. Έχουν απομείνει οι Γερμανοί, πού όσο κι αν είναι λιγοστοί, δεν παραδίδουν τα όπλα. Μα ούτε οι Δωδεκανήσιοι το βάζουν κάτω, μέχρι να κερδίσουν την μάχη τής λευτεριάς.

* * *

Μάρτιος 1945.
Γερμανοί στρατιώτες με τα πρόσωπα αγριεμένα τοιχοκολλάνε κάτι χαρτιά έξω απ’ τα σπίτια και στα καφενεία. Είναι γραμμένα στα ελληνικά. Από πάνω γράφουν: Επικήρυξη. και συνεχίζουν: «Από το στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου Κοσκινού δραπέτευσαν δυό Έλληνες αξιωματικοί. Όποιος τούς συλλάβει η βοηθήσει για τη σύλληψη θ’ αμειφθεί με 50.000 λιρέτες. Όποιος τούς δει και δεν το ανακοινώσει η τούς φυγαδεύσει, θα εκτελεστεί αυτός και η οικογένεια του».
Την επικήρυξη αυτή τη διαβάζει κι ένας νέος, πού ’χει υποσχεθεί στους αξιωματικούς νά τούς φυγαδεύσει. Δέ λογαριάζει τή ζωή του. Άλλο είναι το δίλημμα του. Έχει το δικαίωμα να θυσιάσει τούς γονείς του, τ’ αδέρφια του, χωρίς να τούς ρωτήσει;
Συγκεντρωμένη όλη η οικογένεια το βράδυ, ακούει απ’ το στόμα του μεγαλύτερου παιδιού τους, το σχέδιο του…
– Αν θέλουμε να βγούμε μια μέρα από την καταφρόνια του σκλάβου και να δούμε λευτεριά, πρέπει να ξεγραφτούμε όλοι από τον κατάλογο των ζωντανών και να λογαριαστούμε πεθαμένοι, απαντάει ο πατέρας. Πήγαινε, παιδί μου, με την ευχή μου, να βοηθήσεις τούς αξιωματικούς… Μη λογαριάσεις ούτε την ζωή σου ούτε και την δική μας, γιατί την προσφέρουμε για την Πατρίδα!
Κι η μάνα συμπληρώνει:
– Πήγαινε, παιδί μου, με την ευχή μου και τής Παναγιάς και βάλε τα δυνατά σου, να τελειώσεις το έργο, πού ανάλαβες.
Η άλλη μάνα (ή Ελλάδα) είναι πιο μεγάλη από μένα!
Από κοντά και τα μικρότερα αδέρφια, του δίνουν κουράγιο, ότι θα πετύχει στην αποστολή του, αφού κάνει κάτι πού είναι δίκαιο και το θέλει ο Θεός.
Καί το σχέδιο πράγματι πέτυχε. Οι αξιωματικοί φυγαδεύτηκαν. Κι ας περιπολούσαν τρείς μέρες μάταια οι Γερμανοί σ’ ολόκληρη την περιοχή για να τούς πιάσουν…

* * *

Να, γιατί η τόσο οργανωμένη εχθρική απειλή και προπαγάνδα διαλυόταν, σαν ιστός αράχνης. Γιατί, σε κάθε της πλεκτάνη κι επίθεση, βρισκόταν μπρος σ’ ένα άπαρτο οχυρό. Στην αδούλωτη ελληνική ψυχή, πού με το όραμα τής λευτεριάς ήξερε, πώς ν’ αγωνίζεται, πώς ν’ αντιστέκεται, πώς να πεθαίνει… Πάντα όρθια! Ώσπου σήμανε η μεγάλη ώρα.
Στις 7 Μαρτίου 1948 τα Δωδεκάνησα, σαν άξια παιδιά τής μάνας Ελλάδας, ξαναγύριζαν στη μητρική αγκαλιά της, ύστερα από 650 χρόνια σκληρής ορφάνιας!

* * *

Όμως, ο ξεσηκωμός κι η αντίσταση δεν είναι μονάχα χρέος γι’ αυτούς πού ζουν στη σκλαβιά. Είναι το ίδιο χρέος – γιατί όχι και προνόμιο – του καθένα.
Γιατί και τώρα, στην ελεύθερη πατρίδα, είναι πολλοί – άλλοι φανερά κι άλλοι ύπουλα – πού κάνουν το ίδιο καταστρεπτικό έργο, θέλοντας να ξεριζώσουν, ιδίως απ’ τις νεανικές καρδιές ότι άγιο κι ιερό: ΘΡΗΣΚΕΙΑ – ΠΑΤΡΙΔΑ – ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ.
Εδώ θα φανεί ποιος είναι αληθινά αντρωμένος. Όποιος τη ζωντάνια του τη δίνει για τέτοιες γενναίες αντιδράσεις. Για να κρατάει την ψυχή του αδούλωτη, ελληνική. Άπαρτο κάστρο. Όποιος βάζει το στήθος του μπροστά κι αποστομώνει με την πύρινη γλώσσα τής αλήθειας καθένα, πού τολμάει να μολύνει τα ιδανικά τής Φυλής. Ιδανικά, πού ’χουν φτάσει ως εμάς, σαν ιερή κληρονομιά, με αίμα και θυσίες των ηρωικών πάτερων μας.

Από το βιβλίο: «Μικρές στιγμές από μεγάλη ιστορία». Εκδόσεις, Αδελφότις Θεολόγων, η «ΖΩΗ».

Παράβαλε και:
Σταύρωση και ανάσταση των Ελλήνων της Δωδεκανήσου – Κωνσταντίνου Χολέβα, Πολιτικου Επιστήμονος.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.