Στρατηγική και τακτική στην αρχαία Ελλάδα: οι έννοιες σε σχέση με τους Αθηναίους και τον Φίλιππο – Σαράντου Ι. Καργάκου.

Στο φετεινό μου μάθημα (2008) για τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο, στη Σχολή Πολέμου του Ναυτικού, ορίζοντας τις έννοιες στρατηγική και τακτική, είπα στους μαθητές ότι, grosso modo, στρατηγική είναι να ξέρεις τι έχεις, τι μπορείς και τι θέλεις, και τακτική το π ω ς μπορείς να το πετύχεις. Στο πεδίο της θεωρίας οι έννοιες έχουν διαφορετική νοηματοδότηση: στον τομέα της δράσης συνάπτονται. Χωρίς ανθρώπους ικανούς να σχεδιάσουν, να οργανώσουν και να στοχοθετήσουν, ακόμη και οι πλέον άριστοι στην τακτική, θα μοιάζουν με καλό κολυμβητή που δεν θα ξέρει προς ποίο σημείο να κατευθυνθεί, για να «πιάσει στεριά». Κι από την άλλη, χωρίς επιδεξιότητα σε θέματα τακτικής, και η πλέον έξοχη στρατηγική «est currus sine axe» (= είναι άμαξα χωρίς άξονα).
Στην παλαιά μας εργασία για τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο* ορίζαμε εισαγωγικά τη στρατηγική, υπό μία γενικώτερη θεώρηση, ως την προσφορώτερη χρησιμοποίηση του στρατού για την επιτυχία μιας πολεμικής επιχειρήσεως, εφόσον προφανώς επρόκειτο περί στρατιωτικού συγγράμματος. Άλλ’ η χρησιμοποίηση του στρατού προϋποθέτει πολιτική κατεύθυνση. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που οι εκλεγόμενοι στην Αθήνα στρατηγοί ήσαν πρωτίστως πολιτικοί άρχοντες, και όχι επαγγελματίες στρατιωτικοί. Συχνότατα εκλέγονταν στρατηγοί, αξιόλογοι άνθρωποι με μηδαμινά η καθόλου στρατιωτικά προσόντα. Γενικά, πάντως, στις αρχαίες δημοκρατικές πολιτείες υπήρχε, όπως και στα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη, συνεργασία (δεν θα λέγαμε πάντα αρμονική) ανάμεσα στην πολιτική και στη στρατιωτική ηγεσία.
Ο Φίλιππος —και ακολούθως ο Αλέξανδρος— δεν είχαν τα προβλήματα των δημοκρατικών πολιτειών της Νοτίου Ελλάδος. Λόγω βασιλικού αξιώματος, συνεδύαζαν —και μάλιστα επιτυχώς— την ιδιότητα του στρατηγού και του πολιτικού. Και ως προς αυτό είχαν μία απόλυτη υπεροχή έναντι των Αθηνών. Και αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το παράπονο του Δημοσθένη:
«Το γαρ είναι πάντων εκείνον εν όντα κύριον και ρητών και απορρήτων και άμα στρατηγόν και δεσπότην και ταμίαν» (Α «Ολυνθιακός, 4).
[Το γεγονός ότι εκείνος, ένας μόνον άνθρωπος, ήταν απόλυτος κύριος και γι’ αυτά που μπορούσαν να λεχθούν και για τα απόρρητα, δηλαδή τα μη επιτρεπόμενα να λεχθούν, και συνάμα στρατηγός, πολιτικός άρχοντας και ταμίας (ήταν το στοιχείο της υπέροχης του)]
Σ’ έναν άλλο λόγο του ο Δημοσθένης εύστοχα επεσήμανε ότι ο Φίλιππος
«… επραττεν α δόξειεν αυτώ, ου προλέγων εν τοις ψηφίσμασιν, ουδ’ εν τω φανερώ βουλευόμενος, ουδ’ υπό των συκοφαντούντων κρινόμενος, ουδε γραφάς φεύγων παρανόμων, ουδ’ υπεύθυνος ων ουδενι, αλλ απλώς αυτός δεσπότης, ηγεμών κύριος πάντων» (Κατ Άνδροτίωνος, 235).
Έπραττε όσα φαίνονταν καλά σε αυτόν, χωρίς να τα προανακοινώνει διατυπωμένα σε ψηφίσματα, ούτε φανερά σε δημόσιο χώρο συσκεπτόμενος γι’ αυτά*, χωρίς μάλιστα να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο δίκης εξ αιτίας των συκοφαντών και εξ αιτίας της ενδεχομένης καταμηνύσεως για υποβολή παρανόμου ψηφίσματος και, τέλος, χωρίς να λογοδοτεί για τίποτε σε κανένα. Έτσι παρέμενε άρχοντας, ηγεμόνας, απόλυτος κύριος για όλες τις αποφάσεις και πράξεις του]
Το «προδιδαχθήναι», δηλαδή το να προηγείται συζήτηση, για τη λήψη οποιασδήποτε αποφάσεως στην Εκκλησία του Δήμου, που τόσο έξοχα υμνεί! ο Περικλής στον «Επιτάφιο», δεν υπήρξε ωφέλιμο στους Αθηναίους, ούτε στον Πελοποννησιακό πόλεμο, ούτε στους μετέπειτα πολέμους, και πολύ περισσότερο ούτε στην μετέπειτα αντιμετώπιση του Φιλίππου, διότι αυτός, μέσω των πρακτόρων του, που συμμετείχαν στην Εκκλησία του Δήμου, γνώριζε τις αποφάσεις και τον τρόπο ενεργείας των Αθηναίων. Αντίθετα, οι Αθηναίοι είχαν πλήρη άγνοια για το τι πρόκειται να πράξει και πως θα δράσει ο Φίλιππος. Διότι όλα ήσαν κλεισμένα στο μυαλό του και —το πολύ— στο μυαλό ελαχίστων συνεργατών του. Είναι ενδεικτικά και απολύτως σωστά όσα για το θέμα αυτό γράφει ο G. Τ. Griffith, ένας από τους κορυφαίους Άγγλους στρατιωτικούς ιστορικούς:
«Οι πολιτικές αποφάσεις και η υψηλή στρατηγική, ακόμη και επί ανωτάτου επιπέδου, η απόφαση να προβεί σ αυτές τις ενέργειες, να προβεί σε άλλες αντί αυτών ή να μην κάνει απολύτως τίποτε, στη Μακεδονία εναπόκειντο στον βασιλέα και μόνον, ο οποίος είχε την ελευθερία να συμβουλεύεται όποιον και όταν έκρινε σκόπιμο».* Ο Φίλιππος —παρά τον έκλυτο βίο του— στις κρίσιμες στιγμές διέθετε μια σιωπηλή ανδροπρέπεια. Μπορούσε να αναγκάζει τη σκέψη του να τον υπακούει και αυτό αποτελούσε —και αποτελεί— το ιδεώδες της νοητικής πειθαρχίας τόσο στη μάχη όσο και στην πολιτική. Δεν το θεωρούσε φοβερό το να ηττηθεί σε μια μάχη —κι είχε συχνά ηττηθεί—, απεναντίας θεωρούσε καταστροφικό το να αιφνιδιαστεί και ο ίδιος και ο στρατός του. Ο διάδοχος του ήταν το κάτι άλλο: ένα πλήθος στο πρόσωπο του ενός!

Η Υψηλή Στρατηγική και Τακτική στην αρχαία Ελλάδα

Στα θέματα αυτά έχουμε αναφερθεί εκτενώς σε προηγούμενες συγγραφές μας•** εδώ θα περιορισθούμε να τις εξετάσουμε ακροθιγώς, για να κατανοήσει ο σημερινός αναγνώστης το μέγεθος των στρατιωτικών καινοτομιών των βασιλέων της Μακεδονίας. Σήμερα, αλλά και πάντα, ένας στρατιωτικός ηγέτης κρίνεται από τη δυνατότητα του να αφομοιώνει και να εφαρμόζει προγενέστερες αρχές στρατηγικής, κυρίως όμως όταν δημιουργεί νέες αρχές της λεγομένης Μεγάλης ή Υψηλής Στρατηγικής. Με το τελευταίο εννοούμε την αξιοποίηση κι εκμετάλλευση των έμψυχων και άψυχων πόρων μιας χώρας, για τον εξοπλισμό, εφοδιασμό και την ποιοτική βελτίωση του στρατού, τον υψηλό σχεδιασμό (σκοποί, στόχοι), αλλά και το πότε, που και πως θα κτυπηθεί ο αντίπαλος ή πως με κατάλληλο τρόπο θα αντιμετωπισθεί, εάν επιτεθεί, ώστε, αντί να αιφνιδιάσει, να αιφνιδιασθεί.*
Το επίπεδο της Στρατηγικής, τουλάχιστον απ όσα έχουν διδάξει οι κορυφαίοι θεωρητικοί του πολέμου, όπως ο ημέτερος Πολύαινος,ο Κινέζος Σουν Τσου και ο Πρώσσος Κλαούζεβιτς και σε νεώτερη εποχή ο διογκωμένης αξίας Βρεττανός Λίντελ Χαρτ, καθορίζεται, ιδίως σε περιόδους πολέμου, από την ικανότητα του ηγέτη και των συνεργατών του, ώστε να κτυπηθεί ο αντίπαλος στην κατάλληλη χρονική στιγμή και σε καίρια σημεία, κατά προτεραιότητα αλλ’ όχι κατά κανόνα, ευπαθή, ώστε να καμφθεί και να υποκύψει. Το αν πρέπει να συντριβεί, γράφαμε τότε, ολικώς ή μερικώς, είναι θέμα Υψηλής Στρατηγικής, δηλαδή πολιτικής σκοπιμότητας. Συγκεκριμένα, ο Φίλιππος μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), δεν επεδίωξε τη συντριβή αλλά τη φιλία των Αθηναίων, όχι γιατί χρειαζόταν αυτή τη φιλία αλλά γιατί χρειαζόταν το στόλο των Αθηναίων, προκειμένου να διενεργήσει εκστρατεία στην Ασία•. Αντίθετα, δύο χρόνια μετά, ο Αλέξανδρος κατέστρεψε συθέμελα τη Θήβα, διότι έκρινε ότι στρατηγικοί λόγοι επέβαλαν να μην αφήσει (πλην της Σπάρτης) και άλλη μια πόλη να δρα εχθρικά στα νώτα του ως δεύτερο μέτωπο.
Η διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων είναι θέμα ενός άλλου κλάδου της στρατιωτικής τέχνης που ονομάζεται Τακτική (από το ρήμα τάττω-τάσσω – παρατάσσω). Είναι η τεχνική της παρατάξεως και της κατάλληλης κινήσεως των πολεμικών δυνάμεων για την κατανίκηση του αντιπάλου. Στρατηγική και Τακτική συχνά, όπως προείπαμε, συγχέονται, όχι τόσο στον τομέα της θεωρίας όσο στον τομέα της δράσης. Στηρίζονται και οι δύο σε αρχές και αξιώματα που βγήκαν από τη μελέτη του παρελθόντος. Ιδίως του ελληνικού παρελθόντος, χωρίς αυτό να ενέχει ίχνος σωβινιστικού κομπασμού. Απλώς, το ελληνικό «δαιμόνιο», όπως πρωτοπόρησε σε όλους τους τομείς της πνευματικής, καλλιτεχνικής και πολιτικής δράσης, πρωτοπόρησε και στον τομέα της Τακτικής, λόγω των αλλεπάλληλων και αδιάλειπτων —δυστυχώς— πολέμων, που διεξήγαγαν, —κυρίως αναμεταξύ τους— οι Έλληνες.
Προ του 6ου π.Χ. αι., οι μάχες ήσαν άπλες συγκρούσεις συμπαγών όγκων που συνήθως είχαν σχήμα πλινθίου• ενός τετραπλεύρου με ακαθόριστο όγκο. Οι Έλληνες έθεσαν τις βάσεις της επιστημονικής διεξαγωγής του πολέμου. Για το λόγο αυτό η πρώτη εφαρμογή άρχων στρατιωτικής τακτικής εμφανίζεται στην αρχαία Ελλάδα. Η ελληνική φάλαγξ, δημιούργημα της σπαρτιατικής στρατιωτικής ιδιοφυΐας,* υπήρξε η μεγαλύτερη στρατιωτική καινοτομία του αρχαίου κόσμου, αλλά με πολλές παραλλαγές και των νεωτέρων καιρών. Τη σπαρτιατική φάλαγγα μιμήθηκαν και όλες οι άλλες ελληνικές πόλεις. Η φάλαγγα δεν στηρίζεται στην αρχή της πυκνότητας – πάντα η παρατάξιμη δύναμη των Ελλήνων ήταν αριθμητικά περιορισμένη – αλλά στην αρχή της ευκαμψίας και της δυνατότητας ελιγμών. Η συνήθης παράταξη ήταν η ακόλουθη: μπρος από τη φάλαγγα που συνήθως είχε βάθος 5-6, συχνά και 8 ανδρών, τοποθετούνταν οι ψιλοί (ελαφρά οπλισμένοι) που λειτουργούσαν κυρίως ανιχνευτικά και δοκιμαστικά. Στα πλάγια τοποθετούνταν – κυρίως για κάλυψη – οι ιππείς. Οι ελληνικές πόλεις του Νότου, κυρίως Σπάρτη, Αθήνα, Κόρινθος, δεν έδωσαν βαρύτητα στο ιππικό. Στους δικούς τους στρατούς το πέλμα του οπλίτη υπερίσχυσε της οπλής.
Η φάλαγγα, ένας σιδερένιος μηχανισμός —λόγω του μεταλλικού οπλισμού των στρατιωτών «από κορυφής μέχρις ονύχων»— εκινείτο σαν συμπαγής όγκος κατά του αντιπάλου, με προτεταμένα τα δόρατα, με βήμα ρυθμικό, ρυθμιζόμενο από την κρούση ειδικών μουσικών οργάνων. Μετά τη χρήση των δοράτων, άρχιζε η μάχη «εκ του συστάδην», μάχη σώμα με σώμα, όπου τον πρώτο λόγο είχαν ο «ωθισμός» και η χρήση των ξιφών. Ο μεγαλοφυής νους του Μιλτιάδη φέρνει την πρώτη επανάσταση στον τομέα της Τακτικής. Στον Μαραθώνα ενισχύει τα άκρα και αδυνατίζει το κέντρο, έτσι που κατά την επίθεση η φάλαγγα του να λάβει σχήμα ηλάγρας (- τανάλιας) και να κλείσει μέσα στις «δαγκάνες» της τον αντίπαλο.*
Η φάλαγγα, όπως είχε ήδη διαμορφωθεί —κυρίως η λακωνική— που είχε δοκιμασθεί στα Μηδικά αλλά και στον «βροτολοιγό» (=ανθρωποφθόρο) Πελοποννησιακό πόλεμο, δεν ήταν εύκολο να νικηθεί από τους τότε τρόπους μάχης. Αλλά στη διάρκεια του Βοιωτικού-Κορινθιακού πολέμου (395/4 – 386 π.Χ.), που διαδέχθηκε τον Πελοποννησιακό πόλεμο, θα εμφανισθεί ένας άλλος Αθηναίος στρατηγός, που η στρατιωτική του καινοτομία βρήκε την καλύτερη εφαρμογή όχι μόνον τότε, αλλά και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κυρίως όμως στο σημερινό καιρό. Πρόκειται για τον Ιφικράτη, που «είναι ο πρώτος στην ιστορία που οργάνωσε και διεύθυνε μονάδες καταδρομών, που είναι γνωστές στη σύγχρονη ορολογία με την ισπανική ονομασία commandos ».** Χάρη στους λεγόμενους «Ιφιχράτειους στρατιώτες» με τις «Ιφιχράτειες υποθέσεις», ο πρωτοπόρος Αθηναίος στρατηγός εφάρμοσε την τακτική του αιφνιδιασμού και της ενέδρας και μπόρεσε να νικήσει μεμονωμένα τμήματα σπαρτιατικού στρατού, τόσο στην Πελοπόννησο όσο και στην περιοχή της Αβύδου. Εκείνος, όμως, που άλλαξε ριζικά τη μορφή του πολέμου, κάνοντας «αναδιανομή» των δυνάμεων της φάλαγγας, είναι ο «Κλαούζεβιτς της αρχαιότητας», όπως τον έχω ονομάσει, ένας φιλόσοφος στρατηγός, ο Επαμεινώνδας, που οι Σπαρτιάτες με τις συνεχείς νίκες τους επί των Θηβαίων, τον εδίδαξαν πως θα τους νικήσει! Ο Επαμεινώνδας είναι ο δημιουργός της περίφημης Λοξής Φάλαγγας, που συνιστά, μέχρι σήμερα, μια μεγάλη επανάσταση στον τομέα της τακτικής,* χάρη στην οποία ένας αριθμητικά ασθενέστερος, αλλά και εκγυμνασμένος στρατός, μπορεί να νικήσει έναν αριθμητικά υπέρτερο και επίσης δοκιμασμένο στρατό. Η τακτική της Λοξής Φάλαγγας, εντελώς συνοπτικά, συνίσταται στην υπερενίσχυση του ενός άκρου —συνήθως του αριστερού— με σκοπό την άμεση δημιουργία ρήγματος και πλευρική κρούση του αντιπάλου.
Οι Μακεδόνες, από την εποχή ήδη του Αρχελάου Α’ (413-399 π.Χ.). κυρίως όμως από την εποχή του Φιλίππου Β’ (359-336 π.Χ.), θα αξιοποιήσουν και θα τελειοποιήσουν στο έπακρο όλες αυτές τις τακτικές, επί πλέον, επηρεασμένοι από τους Θεσσαλούς, θα δώσουν ιδιαίτερη έμφαση στη χρήση του ιππικού. Ο Φίλιππος ξεπέρασε τους Θηβαίους, που διέθεταν τότε τον καλύτερο στρατό ξηράς, στο συντονισμό πεζικού και ιππικού. Η χρήση του ιππικού, mutatis mutandis (^τηρουμένων των αναλογιών), ήταν για τις τότε συνθήκες ο,τι και η χρήση των αρμάτων μάχης στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον «Πόλεμο των έξι ήμερων». Ξεπέρασε ακόμη, ως προς το σχηματισμό της φάλαγγας, και τους Λακεδαιμονίους, τόσο στο θέμα του οπλισμού όσο και στο θέμα της αποστολής που είχε κάθε μονάδα και συνολικά όλος ο στρατός κατά τη διεξαγωγή της μάχης (βλ. παρακάτω).

Η έμμεση προσπέλαση

Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα μετά την έκδοση των στρατιωτικών βιβλίων του σερ Μπάζιλ Λίντελ Χαρτ. Με βάση τα όσα ελέχθησαν παραπάνω, έγινε σαφές ότι βασικό στοιχείο τακτικής κατά τη διεξαγωγή της μάχης, από το σχηματισμό της φάλαγγας και εξής, ήταν η προσπέλαση που συνίσταται στην άμεση και κατά μέτωπο προσβολή του αντιπάλου στρατού. Οι μεγαλοφυέστεροι στρατηλάτες, από την εποχή του Επαμεινώνδα και μετά (με προδρόμους τον Μιλτιάδη και τον Ιφικράτη) απέφευγαν την άμεση και προτιμούσαν την έμμεση προσπέλαση. Μερικώς συμφωνώ με τον άλλοτε θεωρούμενο μεγάλο θεωρητικό του πολέμου Λίντελ Χαρτ, που διατύπωσε, αλλά με απόλυτο τρόπο, το δόγμα: «Η ιστορία της στρατηγικής είναι μια αλληλουχία εφαρμογής και αναπτύξεως της έμμεσου προσπελάσεως».*
Η μελέτη των μεγάλων πολέμων της ιστορίας έχει καταδείξει την υπεροχή της έμμεσου προσπελάσεως επί της άμεσου. Και τούτο γιατί η έμμεση προσπέλαση απαιτεί μια πνευματική υπεροχή για την εφαρμογή της. Προϋποθέτει όχι απλώς ένα γενναίο ηγέτη αλλά στρατηγό – φιλόσοφο, που ξέρει να επιτυγχάνει τη χαλάρωση, το μούδιασμα, την αμηχανία, την απραξία και τελικά την παραπλάνηση του αντιπάλου, ώστε συχνά να τον απομακρύνει από τη θέση που έχει προκρίνει για μάχη.
Με την έμμεση προσπέλαση αποφεύγεται η μετωπική επίθεση εναντίον αντιπάλου καλά τοποθετημένου, καλά οχυρωμένου και επιδιώκεται η υπερφαλάγγιση με πλευρικές κινήσεις, έτσι που ν’ ανευρίσκεται η πιο εύτρωτη πλευρά για επίθεση. Ο Φίλιππος θα αποδειχθεί αριστοτέχνης σε όσα αναφέραμε παραπάνω. Ο γυιός του Αλέξανδρος, που θ’ αφομοιώσει ενωρίτατα όλα τα στρατιωτικά διδάγματα του πατέρα του, θα εφαρμόσει μεθόδους και τακτικές, που χρησιμοποιούνται ως σήμερα, πλην της αεροπορίας! Χωρίς πάντως να του λείψουν οι «πτηνοί στρατιώτες», δηλαδή οι στρατιώτες με φτερά, όπως λέγονται σήμερα ποιητικά οι αλεξιπτωτιστές. Ύστερα πρέπει ν’ αναφέρουμε και το θέμα του οπλισμού. Τα μέσα επιθέσεως, όπως συμβαίνει σε κάθε καιρό, γρήγορα στο μακεδονικό στρατό ξεπέρασαν τα αμυντικά μέσα των Νοτίων Ελλήνων και των Περσών.
Αυτό θα φανεί έντονα στη μάχη του Υδάσπη, όπου ο Αλέξανδρος, με παραπλανητικές κινήσεις, απεμάκρυνε τον Πώρο από τη θέση που είχε προκρίνει για μάχη.

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου, «Μέγας Αλέξανδρος: άνθρωπος φαινόμενο» (τόμος πρώτος). Κυκλοφορήθηκε από την εφημερίδα «Real News», το 2014.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.