Ο θούριος του Ρήγα Φεραίου.

ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΠΑΝΤΑ ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ…

Ήταν μια συντροφιά από ταξιδιώτες. Κατάκοποι απ’ το δρόμο, σταμάτησαν έξω από ένα χωριό της Μακεδο¬νίας, σ’ ένα χάνι, για να ξαποστάσουν.
Τους υποδέχτηκε ένα γεροδεμένο αγόρι, πρόθυμο να τους ξεκουράσει με ότι βρισκόταν εκεί, στο φτωχικό χάνι.
Και σαν πέρασε λίγο ή ώρα, το παιδί πλησιάζει έναν από τους ξένους και τον ρωτάει με κάποιο δισταγμό:
– Ξέρεις γράμματα;
– Ναι, ξέρω, του αποκρίθηκε ο ταξιδιώτης.
Άστραψαν τα μάτια του αγοριού. Λες και πετούσαν σπίθες απ’ την χαρά του.
Πήγε, τότε, πιο κοντά στον ξένο και με σιγανή φωνή τον παρακάλεσε να βγουν για λίγο μαζί έξω.
Ο ταξιδιώτης, περίεργος να δει, τί τον ήθελε, βγήκε. Μπήκαν στο γειτονικό χωράφι και κάθησαν σε μια μεγάλη πέτρα.
Το παλικάρι έβαλε τότε το χέρι του στον κόρφο κι έβγαλε κάτι, που το ’χε κρεμασμένο σαν φυλαχτό από το λαιμό του. Ήταν μια μικρή φυλλάδα. Με χέρι, που τρέμε από συγκίνηση, την έδωσε στον περαστικό διαβάτη. Τον παρακάλεσε να του διαβάσει ένα κομμάτι απ’ αυτή. Ρίχνει μια ματιά ο ξένος. Τί να δει; Τα τραγούδια του Ρήγα Φεραίου! Κι ανάμεσα τους… Εκείνο το αξέχαστο θούριο, που πυρπόλησε ολόκληρο το σκλαβωμένο Γένος και το ετοίμασε για τον ξεσηκωμό:

«Ως πότε παλικάρια
θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σαν λιοντάρια
στις ράχες, στα βουνά;
………………………
Καλύτερα μιας ώρας
ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια,
σκλαβιά και φυλακή».

Ο ταξιδιώτης δεν ήξερε να τα τραγουδήσει. Τα διάβασε, όμως, με τόση καρδιά, έτσι όπως τα ’νιώθε… Σε κάποια στιγμή, σήκωσε τα μάτια του κι αντίκρισε το παιδί. Η όψη του ήταν ολότελα αλλαγμένη. Τα μάγουλα του, κατακόκκινα. Τα χείλη του έτρεμαν από συγκίνηση. Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του καυτά.
– Πρώτη φορά, παλικάρι μου, ακούς να σου διαβάζουν αυτή τη φυλλάδα; ρώτησε ο ξένος.
– Α, όχι! Κάθε φορά, παρακαλώ τους περαστικούς από δω, να μου διαβάζουν από λίγο. Έτσι το ’χω ακούσει πολλές φορές. Τα περισσότερα τα ξέρω απέξω. Μα, έχει άλλη χάρη, σαν τα’ ακούω και μου τα διαβάζουν.
– και πάντα αισθάνεσαι την ίδια συγκίνηση, όπως τώρα…
– Την ίδια, αποκρίθηκε το παιδί με τη φωνή σπασμένη.

* * *
Με τέτοιο αγνό ενθουσιασμό κι ιερά αισθήματα τα σκλαβωμένα Ελληνόπουλα έτρεφαν την ψυχή τους.
Δεν είχαν αποκάμει ούτε απ’ την αγριάδα του κατακτητή, ούτε απ’ τις πίκρες, που τους πότιζε η σκλαβιά. Ενάντια σ’ όλα αυτά, ύψωναν παλικαρίσια το ανάστημα τους. Ανανέωναν, κάθε στιγμή, την απόφαση τους ν’ αγωνιστούν για τη λευτεριά. Κι όλη τούτη η φλόγα της ψυχής γινόταν θερμή προσευχή στο Θεό – Πατέρα, να δίνει, μέρα με την ημέρα, στον καθένα πιότερη δύναμη κι αντρειοσύνη, για ν’ αγωνιστεί μέχρι τη στερνή πνοή του: «Για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία»!

Από το βιβλίο: «Μικρές στιγμές από Μεγάλη Ιστορία».

Παράβαλε και:
Οι πολύπαιδες – πολύτεκνες οικογένειες των Ελλήνων στην Τουρκοκρατία και στο εικοσιένα.

Ο Θούριος – Ρήγα Φεραίου

ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ: ΓΕΝΝΗΣΗ: Βελεστίνο 1757: ΘΑΝΑΤΟΣ: Βελιγράδι 1798.

Θούριος ήτοι Ορμητικός Πατριωτικός Ύμνος πρώτος, εις τον ήχον, μια ΠΡΟΣΤΑΓΗ μεγαλη.

Ως πότε παλικάρια να ζούμεν στα στενά,
Μονάχοι σα λιοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά;
Σπηλαίς να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
Να φεύγωμ’ απ’ τον Κόσμον, για την πικρή σκλαβιά.
Να χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα, και Γονείς,
Τους φίλους, τα παιδιά μας, κι’ όλους τους συγγενείς.
Καλλιώναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,
Παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά, και φυλακή.
Τι σ’ ωφελεί αν ζήσης, και είσαι στη σκλαβιά,
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ’ ώραν στη φωτιά.
Βεζύρης, Δραγουμάνος, Αφέντης κι’ αν σταθής,
Ο Τύραννος αδίκως, σε κάμει να χαθής.
Δουλεύεις όλ’ ημέρα, σε ό,τι κι’ αν σοι πη,
Κι’ αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.
Ο Σούτζος, κι’ ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
Γγίκας, και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν’ να ιδής.
Ανδρείοι Καπετάνοι, Παπάδες, λαϊκοί,
Σκοτώθηκαν κι’ Αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι’ αμέτρητ’ άλλοι τόσοι, και Τούρκοι, και Ρωμιοί,
Ζωήν, και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά ‘φορμή.
Ελάτε μ’ έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
Να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον Σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
Να βάλλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.
Οι νόμοι νάν’ ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
Και της πατρίδος ένας, να γένη Αρχηγός.
Γιατί κ’ η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
Να ζούμε σα θηρία, είν’ πλιο σκληρή φωτιά.
Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον Ουρανόν,
Ας πούμ’ απ’ την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.
Εδώ συκώνονται οι Πατριώται ορθοί, και υψώνοντες τας χείρας
προς τον Ουρανόν, κάμνουν τον όρκον .

Όρκος κατά της Τυραννίας, και της αναρχίας.

Ω Bασιλεύ του Κόσμου, ορκίζομαι σε σε,
Στην γνώμην των τυράννων, να μην ελθώ ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
Εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσω ζω στον Κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
Για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.
Πιστός εις την Πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
Αχώριστος για νάμαι, υπό τον Στρατηγόν.
Κι’ αν παραβώ τον όρκον, να στράψ’ ο Ουρανός,
Και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.
Τέλος του Όρκου.

Σ’ Ανατολή και Δύσι, και Νότον και Bοριά,
Για την Πατρίδα όλοι, νάχωμεν μια καρδιά.
Στην πίστιν του καθ’ ένας, ελεύθερος να ζη,
Στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζύ.
Βουλγάροι, κι’ Αρβανήτες, Αρμένοι και Ρωμιοί,
Αράπιδες, και άσπροι, με μια κοινή ορμή.
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
Πως είμασθ’ αντρειωμένοι, παντού να ξακουσθή.
Όσ’ απ’ την τυραννίαν, πήγαν στη ξενητιά,
Στον τόπον του καθ’ ένας, ας έλθη τώρα πια.
Και όσοι του πολέμου, την τέχνην αγροικούν,
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυράννους να νικούν.
Η Ρούμελη τους κράζει, μ’ αγκάλαις ανοιχταίς,
Τους δίδει βιο, και τόπον, αξίαις και τιμαίς.
Ως πότ’ Οφφικιάλος, σε ξένους Bασιλείς.
Έλα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.
Κάλλιο για την Πατρίδα, κανένας να χαθή,
Ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πλιο εχθροί,
Αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ’ εθνικοί.
Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
Εκείνοι και δικοί μας, αν είναι ας χαθούν.
Σουλλιώταις, και Μανιώταις, λιοντάρια ξακουστά,
Ως πότε σταις σπηλαίς σας, κοιμάσθε σφαλιστά.
Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
Κι’ Αγράφων τα ξευτέρια, γεννήτε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσατε για μια,
Και αίμα των τυράννων, ρουφήστε σα θεριά.
Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
Με τ’ άρματα στο χέρι, καθ’ ένας ας φανή.
Το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,
Μικροί μεγάλ’ ομώστε, τυράννου τον χαμόν.
Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
Ο βάρβαρος ώς πότε, θε να σας τυραννή.
Μη καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
Χωθήτε στο μπογάζι, μ’ εμάς κ’ εσείς μαζί.
Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των Νησιών,
Σαν αστραπή χυθήτε, κτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης, και της Νίδρας, θαλασσινά πουλιά,
Καιρός είν’ της Πατρίδος, να κούστε την λαλιά.
Κι’ όσ’ είστε στην Αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
Οι Νόμοι σάς προστάζουν, να βάλλετε φωτιά.
Μ’ εμάς κ’ εσείς Μαλτέζοι, γεννήτ’ ένα κορμί,
Κατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.
Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει σας πονεί,
Ζητά την συνδρομήν σας, με μητρικήν φωνή.
Τι στέκεις, Παζβαντζίουγλου, τόσον εκστατικός;
Τεινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.
Τους μπούφους, και κοράκους, καθόλου μη ψηφάς,
Με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Σηλίστρα, και Μπραΐλα, Σμαήλι και Κυλί,
Μπενδέρι, και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.
Στρατεύματά σου στείλε, κ’ εκείνα προσκυνούν,
Γιατί στην τυραννίαν, να ζήσουν δεν ‘μπορούν.
Γγιουρτζή πλια μη κοιμάσαι, συκώσου με ορμήν,
Τον Μπρούσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.
Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς,
Πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.
Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής,
Στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.
Του Μισιργιού ασλάνια, για πρώτη σας δουλιά,
Δικόν σας ένα Μπέι, κάμετε Bασιλιά.
Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλ’ ας μη φανή,
Για να ψοφήσ’ ο λύκος, οπού σας τυραννεί.
Με μια καρδιάν όλοι, μία γνώμην, μία ψυχή,
Κτυπάτε του τυράννου, την ρίζαν να χαθή.
Ν’ ανάψωμεν μία φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
Να τρέξ’ από την Μπόσνα, και ώς την Αραπιά.
Ψηλά στα μπαϊράκια, συκώστε τον Σταυρόν,
Και σαν αστροπελέκια, κτυπάτε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχασθήτε, πως είναι δυνατός,
Καρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγώ κι’ αυτός.
Τρακόσιοι γκιρτζιαλίδες, τον έκαμαν να διή,
Πως δεν ‘μπορεί με τόπια, μπροστά τους να ευγή.
Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;
Ξυπνήσατε μην είσθε, ενάντιοι κ’ εχθροί.
Πώς οι Προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
Για την ελευθερίαν, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτζι κ’ ημείς, αδέλφια, ν’ αρπάξωμεν για μια,
Τ’ άρματα και να βγούμεν, απ’ την πικρή σκλαβιά.
Να σφάξωμεν τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
Και Χριστιανούς, και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς, και του πελάγου, να λάμψη ο Σταυρός,
Και στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.
Ο Κόσμος να γλυτώση, απ’ αύτην την πληγή,
Κ’ ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την Γη.
Πέρας μεν ώδε,
Η δε αυ πράξις τέρας.

(από το Επαναστατικά τραγούδια του Ρήγα και ο ύμνος στον Μποναπάρτε του Περραιβού. Η έκδοση της Κέρκυρας 1798, ΚΕΜΝΕ 1998)

Παράβαλε και:
Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν – Διονυσίου Σολωμού.

Ο Ρήγας Φεραίος, γεννήθηκε το 1757 στο Βελεστίνο της Θεσσαλίας. Οι έλληνες διανοούμενοι που ζούσαν στην εξορία, του έδωσαν το όνομα Φεραίος επειδή η πόλη του, το Βελεστίνο, ονομαζόταν, στην αρχαιότητα, Φεραί.

Ο νεαρός Ρήγας, πολύ νωρίς εγκαταλείπει το Βελεστίνο. Ζει μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως, Βλαχίας και Βιέννης, όπου εργάζεται ως έμπορος ή γραμματικός σε διαφόρους ηγεμόνες της Βλαχίας, διευρύνοντας έτσι την μόρφωσή του.

Επηρεασμένος βαθιά από την Ορθόδοξη – Ρωμέϊκη παράδοσή του περισσότερο, και λιγότερο από την Γαλλική Επανάσταση, όπως εσφαλμένα διατείνονται πολλοί, είναι ο πρώτος που πιστεύει στη δυνατότητα εξεγέρσεως του ορθοδόξου γένους, που είχε γενικά από το 1453 στερηθεί την ελευθερία του αλλά και στην απελευθέρωση όλων των εθνοτήτων της Βαλκανικής χερσονήσου από τον Οθωμανικό ζυγό. Οι χώρες αυτές θα μπορούσαν να συνυπάρξουν σ’ ένα μοναδικό πολυεθνικό κράτος, όχι ομοσπονδιακό, με κοινή γλώσσα την ελληνική η οποία είχε ήδη καθιερωθεί στα σχολεία, στο εμπόριο, στην τυπογραφία και στην αστική τάξη των χωρών αυτών. Ψυχή και συνδετικός κρίκος του κρατικού αυτού μορφώματος θα ήταν η Ορθόδοξη πίστη και παράδοσή του.

Ο Ρήγας διακρίνεται ως λόγιος και συγγραφέας, ενώ παράλληλα προετοιμάζει εντατικά το διαφωτιστικό και επαναστατικό του πρόγραμμα. Μεταφράζει λογοτεχνικά, επιστημονικά και πολιτικά κείμενα από τα γαλλικά και τα γερμανικά. Σχεδιάζει την Επιπεδογραφία της Κωνσταντινουπόλεως (1796), τη Νέα Χάρτα της Βλαχίας και μέρους της Τρανσυλβανίας (1797), τη Γενική Χάρτα της Μολδαβίας και των γειτονικών επαρχιών (1797) και την Χάρτα της Ελλάδος (1797, 12 φύλλα διαστάσεων 50 Χ 70 το καθένα).

• Εμπλουτίζει τους χάρτες με ιστορικά στοιχεία, παραθέτει στα τοπωνύμια της εποχής τα αντίστοιχα αρχαία ελληνικά, αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα και σε σημαντικά πρόσωπα, σχεδιάζει αρχαία νομίσματα και αναπαράγει αρχαία επιγράμματα.

• Γράφει ποιήματα και πατριωτικά τραγούδια του, που μοιράζει ή απαγγέλλει ο ίδιος, διεγείροντας το μίσος των υπόδουλων αναγνωστών για τον κατακτητή. Ο «Θούριος», το πιο γνωστό από τα πατριωτικά τραγούδια του, ήταν το γ΄ μέρος του «Επαναστατικού Μανιφέστου», ενός τετρασέλιδου εντύπου που ο Ρήγας τύπωσε σε 3000 αντίτυπα. Απευθύνεται όχι μόνο στους Έλληνες αλλά και σε όλους τους καταπιεσμένους λαούς των Βαλκανίων.

…«Ως πότε παλικάρια να ζούμε στα στενά…. Καλλιώναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή»…

Ο Ρήγας Φεραίος δεν πρόλαβε να τελειώσει το έργο του, να δει δηλαδή να πραγματοποιούνται τα όνειρά του. Προδομένος, βρήκε τραγικό θάνατο, δολοφονημένος από τους Τούρκους στο Βελιγράδι. Προχωρώντας προς τον θάνατο είπε στους συντρόφους του: «Εγώ έσπειρα πολλούς σπόρους, άλλοι θα δρέψουν τους γλυκούς καρπούς».

Σήμερα, περισσότερο από 200 χρόνια μετά τον θάνατό του, ζούμε ελεύθεροι και θυμόμαστε την παρακαταθήκη που άφησε: «όποιος συλλογάται ελεύθερα, συλλογάται καλά».

Ι. Χ. Π.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.