Παροιμίες ανδρών – Γυναικών και, αντιθετικές – Γρηγορίου και Μαρίας Μπούκα.

Αγέρας και γυναίκα δεν κλειδώνονται.
Άντρα θέλω, τώρα τόνε θέλω.
Γυναίκα δίχως φίμωτρο, αλλοί που θα την πάρει.
Γυναίκα του στραβού, για ποιον στολίζεται;
Γυναίκα χωρίς άντρα, πλοίο χωρίς τιμόνι.
Γυναίκες παλεύανε, την αλήθεια λέγανε.
Δώς μου, κυρά, τον άντρα σου και βάστα συ τον κόπανο.
Η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά.
Κάθε τζάκι που καπνίζει έχει και νοικοκυρά.
Στη γυναίκα σου και στ’ άλογό σου, μην απολάς ποτέ τα γκέμια.
Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού.

***

Αντιθετικές.

Αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη.
Άδικη χαρά, δίκαιη λύπη.
Άζωστος τρέχει ο γείτονας κι ο συγγενής ζωσμένος (ο γείτονας έρχεται γρηγορότερα σε ώρα ανάγκης).
Ακαμάτης νιος, γέρος διακονιάρης.
Άκουσά σε κι ίδρωσα, είδα σε κι εξίδρωσα.
Ακριβός στα λάχανα, φτηνός στα παραπούλια.
Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι.
Αλήθεια χωρίς ψέμματα, φαγί χωρίς αλάτι.
Άλλα λέει το βράδυ κι άλλα κάνει το πρωί.
Άλλα τα λεγόμενα κι άλλα τα γενόμενα.
Άλλα λογαριάζω κι άλλα μου λαχαίνουν.
Αλλοί το νιο που δέρνεται, το γέρο που κοιμάται.
Άλλος σπέρνει κι άλλος θερίζει.
Άλλος το μακρύ του κι άλλος το κοντό του.
Αλλού κλαίνε κι αλλού γελάνε.
Αν δεν είναι νωπό, ας είν’ και παστωμένο.
Αν δεν πεινάσουν οι φτωχοί, οι πλούσιοι δεν χορταίνουν.
Αν δεν υπήρχαν οι χαζοί, δεν θα ζούσαν οι έξυπνοι.
Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα.
Αν και δε λείπουν οι χαρές, είναι πολλές οι λύπες.
Αν κελαηδάει ο γάϊδαρος, γκαρίζουν και τ’ αηδόνια.
Ανάθεμα που ‘χει δικούς και περπατεί με ξένους.
Αντάμα κουβεντιάζουμε και χώρια ακούμε (ή απαντάμε).
Από δήμαρχος, κλητήρας.
Από μπρός με δέρνει η μπόρα κι από πίσω η κλαδεύτρα (ή με κόβει η κλαδευτήρα).
Από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι από αγκάθι βγαίνει ρόδο.
Από το ‘να αυτί μπαίνει κι από τ’ άλλο βγαίνει.
Αργυρό το μίλημα και χρυσό το σώπα.
Άσπρος ήλιος, μαύρη μέρα.
Αυτά τα στενέματα θα έχουν και πλατέματα.
Γαρύφαλλο (ή βασιλικός) στη γειτονιά κι αγκάθι με’ στο σπίτι (ή Στον κόσμο τριαντάφυλλο και στο σπίτι αγκάθι).
Δεν έχει ορθή κι ανάποδη.
Δικός σου είν’ ο φούρνος και ξένα τα καρβέλια.
Δώρο, αν είναι και μικρό, μεγάλη χάρη έχει.
Είπε το μακρύ του και το κοντό του.
Εκεί που θα πεις τον Κακογιάννο, πες τον Καλογιάννο.
Έμαθε γυμνός και ντρέπεται ντυμένος.
Εμείς μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε.
Εμπρός γκρεμός και πίσω ρέμα.
Ένας πέφτει, δέκα σηκώνονται.
Ενώ καλά σ’ ορμήνεψα, στραβά το δρόμο πήρες.
Εσένα σώνει, εμένα περισσεύει.
Ευλογημένα χέρια, καταραμένα στόμα.
Έχει το μέλι στα χείλη και το φαρμάκι στην καρδιά.
Η ανηφόρα θα φέρει την κατηφόρα.
Η γλώσσα κάστρα καταλεί και κάστρα θεμελιώνει.
Η ομόνοια χτίζει σπίτια κι η διχόνοια τα γκρεμίζει.
Ήρθα βασιλιάς και φεύγω δούλος (ή γύφτος).
Ήρθαν άκουροι και φύγαν κουρεμένοι.
Ήρθαν τ’ άγρια να διώξουν τα ήμερα.
Η τριανταφυλλιά κάνει και τριαντάφυλλα και αγκάθια.
Η χάρη θέλει αντίχαρη και πάντα χάρη μένει.
Θεός να σε φυλάει από καινούργιο άρχοντα κι από παλιό διακονιάρη.
Κάθε κακό θυμίζεται, κάθε καλό ξεχνιέται.
Κάθισε στραβά και κρίνε ίσια.
Και παντρεμένος γάϊδαρος και ανύπαντρος γομάρι.
Και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα.
Κάλλιο αφέντης ενός άσπρου, παρά χιλίων άσπρων δούλος.
Κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε.
Κάλλιο ένας φρόνιμος οχτρός, παρά ένας φίλος παλαβός.
Κάλλιο λάχανα με γλύκα, παρά ζάχαρη με πίκρα.
Κάλλιο λάχανα με ειρήνη, παρά ζάχαρη με γρίνια.
Κάλλιο μοναχός, παρά κακά συντροφιασμένος.
Κάλλιο ορθός χωριάτης, παρά ευγενής γονατιστός.
Κάλλιο πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη.
Κάλλιο χήρα κακομοίρα, παρά κακοπαντρεμένη.
Κάλλιο χόρτα με ομόνοια, παρά ψάρια με διχόνοια.
Κι ο αργός κι ο γλήγορος μαζί γιομάτισαν.
Κοντά στα ξερά (ή μαζί με τα ξερά) καίγονται και τα χλωρά.
Κόρδα – φούντα στο σοκάκι, ψωμολίμα στο κονάκι (επίδειξη ανύπαρκτου πλούτου).
Κρύα χέρια, ζεστή καρδιά.
Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε.
Μαζί μιλούν και χώρια καταλαβαίνουν.
Μάθαμε ξυπόλυτοι και ντρεπόμαστε ποδεμένοι.
Μακρύ δρόμο και λίγο ψωμί.
Μάχαιρα έδωσες, μάχαιρα θα λάβεις.
Μεγαλώνει το γομάρι και κονταίνει το σαμάρι.
Μέλι δείχνει, φαρμάκι ετοιμάζει.
Μένα τηράει και σένα βλέπει.
Με το βελόνι τα μαζώνουμε και με το φτυάρι τα σκορπούμε.
Μη δεις ψηλό και φοβηθείς, κοντό κι αναθαρρέψεις.
Μια στο καρφί και μια στο πέταλο.
Μικρά φιλέματα, μεγάλα δολώματα.
Μικρό δόλωμα πιάνει μεγάλο ψάρι.
Μου ‘ κανες τη μέρα δάκρυ και τη νύχτα συμφορά.
Προς γκρεμός και πίσω ρέμα.
Μπροστά σου σε καλολογούν και πίσω σου σε θάβουν.
Να ζήσει όποιος μ’ έβρισε, να σκάσει όποιος μου το ‘πε.
Ξένος πόνος, ξένα γέλια.
Ο ανόητος σκέφτεται το αύριο, ενώ σο σοφός απολαμβάνει το σήμερα.
Ο κακός γείτονας κάνει καλό νοικοκύρη.
Ο κόσμος το ‘χει βούκινο (ή τούμπανο) κι εμείς κρυφό καμάρι.
Ο λόγος είναι αργυρός και η σιωπή χρυσάφι.
Όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια.
Όλοι γνωρίζουν το καλό, μα λιγοστοί το πράττουν.
Ο μικρότερος πρώτος στο νερό και ο μεγαλύτερος πρώτος στην κουβέντα.
Όποιος αγοράζει περιττά, πουλεί τα αναγαία.
Όποιος δεν είδε κόλαση, παράδεισο δε βλέπει.
Όποιος δεν έχει κεφάλι (ή μυαλό ή νου), έχει πόδια.
Όποιος δε φυλάει τα μικρά, χάνει και τα μεγάλα.
Όποιος ζητάει ( ή γυρεύει) τα πολλά, χάνει και τα λίγα.
Όποιος θέλει να παινιέται, μόνος του κατηγοριέται.
Όποιος πολύ απλώνεται, γρήγορα μαζεύεται.
Όποιος σκάφτει το λάκκο του άλλου, πέφτει ο ίδιος μέσα.
Όποιος φυλάει τα παλιά, γλιτώνει τα καινούργια.
Όπου ‘ναι κατάρα, ευχή δε χωρεί.
Όπως μικρομάθει, δε γερονταφήνει.
Όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος.
Όταν πήγαινες, εγώ γύριζα.
Ό,τι είναι στραβό σήμερα, θα είναι αύριο ίσιο.
Ούτε κρύο, ούτε ζέστη.
Πέρυσι περπατούσαμε και φέτος μπουσουλάμε.
Πέρυσι ψόφησε, φέτος βρώμισε.
Πίσω να πάει ντρέπεται, μπροστά να πάει φοβάται.
Πολλά κατέχεις, μα λίγα σ’ ωφελούνε.
Πολλοί θέλουνε πολλά κι ο μοναχός απ’ όλα.
Πουλάω μέρα κι αγοράζω νύχτα.
Ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει!
Σαν το μπόϊ σου βρίσκω, σαν τη γνώμη μου δεν βρίσκω.
Σηκωθήκαν τα ποδάρια, να βαρέσουν το κεφάλι.
Σπεύσε βραδέως.
Στη μικρή βρυσούλα πίνει κανείς πιο εύκολα νερό, παρά στη μεγάλη.
Στο καλάθι δε χωρεί και στην κόφα περισσεύει.
Στο μέλι πάνε πολλοί, στο ξύδι κανένας.
Στον ουρανό το γύρευα και στη γη το βρήκα.
Στους άσπρους χρόνους μάζευε, να ‘χεις να τρως στους μαύρους.
Τα μικρά δεν ήθελες, τα μεγάλα γύρευες.
Τα πολλά τα χέρια ευλογημένα, τα πολλά τα στόματα καταραμένα.
Τα στερνά τιμούν τα πρώτα.
Της νύχτας τα καμώματα, τα βλέπει η μέρα και γελά.
Τί μου γλυκοπικρογίνεσαι;
Το γεμάτο στομάχι δεν καταλαβαίνει τ’ άδειο.
Το ρόδο και το αγκάθι είναι ενωμένα, όπως η λύπη κι η χαρά.
Το τυρί το θωρείς, μα τη φάκα δε τη θωρείς;
Το ψωμί κινάει τα δάκρυα, το ψωμί τα σταματάει.
Τον πλούτο πολλοί εμίσησαν, τη δόξα ουδείς.
Των μεγάλων τα παθήματα, των μικρότερων γεφύρια.
Φειδωλός στα αναγκαία και στα περιττά περίσσιος.
Φωνάζει ο κλέφτης, για να φύγει ο νοικοκύρης.
Χίλιοι ντυμένοι δε γδύνουν ένα γυμνό.

Από το βιβλίο: «Αγροτικές Παροιμίες», των: Γρηγορίου και Μαρίας Μπούκα.
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ
ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗΣ

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.