Η μάχη ΤΟΥ Μαραθώνα (12 Σεπτεμβρίου του 490 π. Χ.

«Ώ παίδες Ελλήνων, ίτε,
Ελευθερούτε πατρίδα…
Νύν υπέρ πάντων αγών!»
Αισχύλος.

ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ

Είναι φθινόπωρο του 490 π.Χ. Μια κίνηση παράξενη παρατηρείται στον κάμπο του Μαραθώνα, αθηναίοι στρατιώτες μαζί με 1.000 Πλαταιείς, όλο κάτι σιγοκουβεντιάζουν. Ώρες – ώρες, ρίχνουν ανήσυχα βλέμματά τους στην παραλία. Μα τι, λοιπόν, συμβαίνει; Να, έφτασαν φουσάτα οι εχθροί, οι Πέρσες. Τα καράβια τους αγκυροβόλησαν και μια ανθρωποθάλασσα από στρατιώτες και καβαλαραίους ξεμπαρκάρει. Έχουν βάλει πλώρη για την Αθήνα. Τους λίγους Αθηναίους, στο Μαραθώνα, ούτε κάν τους υπολογίζουν. Μια χούφτα είναι. Πίσω η Αθήνα, που απόμεινε μονάχα με τους γέροντες και τα γυναικόπαιδα, γεμάτη αγωνία, περιμένει. Μην ήρθε η ώρα του αφανισμού;

Στο στρατόπεδο, πάλι, του Μαραθώνα, οι γνώμες είναι διχασμένες. Από τους 10 στρατηγούς, οι 5 υποστηρίζουν πως το καλύτερο είναι να κάνουν πρώτοι αυτή την επίθεση κι ας είναι τόσοι λίγοι. Οι άλλοι 5, όμως, είναι διστακτικοί. Θέλουν να περιμένουν τη βοήθεια απ’ τη Σπάρτη, που θα ’ρχόταν λίγο αργότερα. Γιατί σύμφωνα με τους νόμους τους, οι Σπαρτιάτες έπρεπε πρώτα να περιμένουν να γίνει πανσέληνος και μετά να ξεκινήσουν.

Οι στιγμές είναι δύσκολες. Τότε υψώνει το ανάστημά του ο στρατηγός Μιλτιάδης. Αφού βλέπει πως δεν αλλάζουν γνώμη οι στρατηγοί, που δε θέλουν ν’ αρχίσει η μάχη χωρίς τους Σπαρτιάτες, σοφίζεται κάτι άλλο. Αν πετύχει το σχέδιό του, η πατρίδα σώζεται, αλλιώς…

Είναι νύχτα. Ύπνος δε λέει να κλείσει τα βλέφαρά του. Σηκώνεται. Γλιστράει έξω απ’ τη σκηνή του, σαν σκιά. Πού τάχα να πηγαίνει; Σταματάει στη σκηνή του Καλλίμαχου. Είναι ο πολέμαρχος, ο 11ος στρατηγός, που κι αυτός έχει γνώμη στο συμβούλιο των στρατηγών. Κι είναι η δική του ψήφος που θα παίξει τον αποφασιστικό ρόλο. Να ’ρθε τάχα η ώρα, που ο Καλλίμαχος θα συνδέσει το όνομά του με την παντοτινή δόξα; Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί, ότι ΕΝΑΣ άνθρωπος, εκείνη την ώρα, θα αναμετριόταν με την Ιστορία…

«Καλλίμαχε, ακούγεται βαριά η φωνή του Μιλτιάδη, από σένα κρέμεται η σωτηρία της πατρίδας. Από σένα εξαρτάται αν θα υποδουλωθεί η Αθήνα ή αν θα μείνει ελεύθερη, μνημονεύοντας παντοτινά το όνομά σου. Οι γνώμες μες στο συμβούλιο είναι μοιρασμένες 5 και 5. Οι πέντε θέλουν να περιμένουμε τους Σπαρτιάτες. Οι άλλοι 5 – ανάμεσα σ’ αυτούς είμαι κι εγώ – φοβόμαστε την αργοπορία. Αν λοιπόν κι εσύ ταχθείς με τη δική μου γνώμη και οι θεοί μας βοηθήσουν, τότε η πατρίδα μας θα μείνει ελεύθερη και θα γίνει η πρώτη μέσα στην Ελλάδα…»

Τι δύσκολη τούτη η ώρα για τον Καλλίμαχο! Οι εχθροί είναι μπουλούκια αναρίθμητα. Κι εκείνοι, τόσο λίγοι! Πώς να πεί το ναι, να ξεκινήσουν; Μα πάλι, αν τους πάρουν φαλάγγι οι Πέρσες; Όσοι μετά ζήσουν, τι την θέλουν μια άτιμη, σκλαβωμένη ζωή… Όχι! Ο Καλλίμαχος πάνω απ’ όλα είναι Έλληνας. Κι η γνώμη του Μιλτιάδη βαραίνει μέσα του. Μα πρέπει ο ίδιος να πει την τελευταία λέξη. Το ΝΑΙ ή το ΟΧΙ. Ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει, ούτε είχε σκεφθεί, πως μπορεί ένας άνθρωπος με την απόφασή του, να παίξει ένα μοναδικό ρόλο μέσα στην Ιστορία. Και να, που για τον Καλλίμαχο έχει φτάσει τούτη η σημαντική στιγμή, τώρα. Τι θα κάνει;…

* * *

12 Σεπτεμβρίου του 490 π.Χ. Στο στρατόπεδο του Μαραθώνα μια κίνηση ασυνήθιστη. Πρωί – πρωί, ο πολέμαρχος προσφέρει θυσία στους θεούς. Και μετά η μάχη αρχίζει. Την επίθεση πρώτοι την κάνουν οι λιγοστοί Αθηναίοι. Γιατί η τελική απόφαση, μετά την ψήφο του Καλλίμαχου, εκεί βάρυνε.

Μέχρι το μεσημέρι η μάχη είναι σκληρή. Χτυπιούνται κατάστηθα. Το αποτέλεσμα. Το ξέρετε. Είναι η λαμπρή δόξα της μάχης του Μαραθώνα, που το τρόπαιο της νίκης του μένει στημένο στους αιώνες, σαν ένα ιερό σύμβολο. Είναι ο θρίαμβος της αδούλωτης ελληνικής ψυχής πάνω στη βία και στην αδικία.

Αν δεν υπήρχε τότε ένας Μαραθώνας, σήμερα, ούτε Ελλάδα ούτε πολιτισμένα κράτη στη Δύση θα υπήρχαν. Γιατί το σχέδιο των Περσών ήταν να κατακτήσουν, ν’ αφανίσουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Όσοι αγωνίστηκαν τότε – που να το φανταστούν – αγωνίζονταν για λογαριασμό όλης της ανθρωπότητας! Κι ήταν ήρωες της μάχης όλοι όσοι πολέμησαν. Απ’ το Μιλτιάδη ως τον τελευταίο στρατιώτη. Μα, πρίν απ’ αυτούς, έδωσε μια δύσκολη και νικηφόρα μάχη ένας άλλος, ο Καλλίμαχος. Με την ψήφο του άνοιξε το δρόμο για τη δοξασμένη νίκη του Μαραθώνα. Και με το αίμα του, πάνω στο πεδίο της μάχης, σφράγισε τη γενναία απόφασή του. Αξίζει να μένει ακέραια η τιμή στον ΕΝΑ, που ’χε τη δύναμη, σε μια τόσο δύσκολη στιγμή της Ιστορίας, να πάρει μια τέτοια ηρωϊκή απόφαση!

ΜΕΤΑ ΤΗ ΝΙΚΗ

Οι λόχαγοι, οι Μαραθωνομάχοι βλέπουν τους νικημένους Πέρσες να μπαίνουν στα καράβια τους και να φεύγουν. Ελεύθεροι πιά τώρα μπορούν να γιορτάσουν, να χαρούν τη νίκη τους. Κι όμως, τι συμβαίνει; Μές στο στρατόπεδο, ανάμεσα στα τραγούδια και στις χαρές, μια είδηση φτάνει, σαν αστραπή. Οι Πέρσες δε φεύγουν για την πατρίδα τους. Γι’ αλλού έχουν βάλει πλώρη. Για το Σούνιο…

Ο Μιλτιάδης δε χάνει ούτε στιγμή. Δεν είναι καιρός, τώρα για χασομέρια και επινίκια. Αφού ο εχθρός πάει κατά την Αθήνα, πρέπει αμέσως να φύγουν. Να προλάβουν, πριν ο περσικός στόλος μπεί στο Φάληρο. Γιατί, τότε, θα ’ναι αργά…

Ο στρατός όμως είναι κατάκοπος. Ως τώρα πολέμαγε. Κι ύστερα, να μη χαρούν τούτη την περίλαμπρη νίκη! Τους σωρούς τα λάφυρα! Να μη πανηγυρίσουν ένα τέτοιο θρίαμβο! Ναι, αλά ο εχθρός σαλπάρισε. Κι αν αυτοί μείνουν εδώ για να γιορτάσουν, αύριο η Αθήνα , τα σπίτια τους, οι γυναίκες, τα παιδιά, οι γονείς τους θ’ αφανιστούν κάτω απ’ το φονικό μαχαίρι του εχθρού. Κι αιτία θα ’ναι η δική τους αργοπορία.

Όχι λοιπόν, χωράει αναβολή. Η πατρίδα τους καλεί, τώρα σε νέες θυσίες. Ο Μιλτιάδης δίνει το πρόσταγμα. Κι οι Μαραθωνομάχοι – που βρήκαν, στ’ αλήθεια, τέτοια δύναμη – ξεκινούν για την Αθήνα. Με τ’ άρματα στους ώμους, με τον ιδρώτα να λούζει το μέτωπό τους, βιάζονται να φτάσουν. Η πόλη τους καρτερεί ανυπόμονα. Αν αργήσουν, ποιος ξέρει, μές στη νύχτα που ζυγώνει τι μπορεί να συμβεί…

Η λαχτάρα να υπερασπίσουν τα ιερά και τα όσια της πατρίδας τους, λές και τους δίνει φτερά στα πόδια. Επτά ώρες περπατούν, τρέχουν θα ’ταν πιο σωστό να πεί κανείς. Και να, που οι πρώτοι αγναντεύουν τον ιερό βράχο, την Ακρόπολη. Στ’ αντίκρισμά του, παίρνουν νέο κουράγιο. Σε λίγο, η ματιά τους φτάνει ως πέρα, στα νερά του Σαρωνικού. Κι εκεί, τι βλέπουν! Τον Περσικό στόλο με πλώρη για το Φάληρο! Μα ακόμη τα καράβια έχουν δρόμο μπροστά τους. Ενώ οι Μαραθωνομάχοι φτάνουν στην πόλη. Πρόλαβαν πρώτοι! Αναθαρρεύει τώρα ο λαός. Τους αγκαλιάζουν σαν σωτήρες τους. Όχι, τώρα δε φοβούνται, αφού ο στρατός έφτασε απ’ το Μαραθώνα, πρίν τα περσικά καράβια μπούν στα νερά του Φαλήρου.

Οι Μαραθωνομάχοι στρατοπεδεύουν, έτοιμοι για καινούργια μάχη, αν ο εχθρός τολμήσει να πατήσει τα χώματα της Αθήνας.

* * *

Είχε για καλά νυχτώσει, όταν οι Πέρσες αγκυροβολούσαν στο λιμάνι του Φαλήρου. Ό,τι έχασαν στο Μαραθώνα, πίστευαν, πως θα το κερδίσουν τώρα. Το πρωί με τα ξημερώματα, θα βγαίναν στη στεριά. Ποιος θα τους εμπόδιζε; Αφού όλοι όσοι μπορούσαν να πάρουν όπλα, ήταν στο Μαραθώνα; Δε βλέπουν την ώρα πότε να περάσει τούτη η νύχτα. Τους περιμένει τέτοια δόξα αύριο… Μα σαν φτάνει το πρωί κι ετοιμάζονται να βγουν απ’ τα καράβια, τι βλέπουν! Απέναντί τους στρατοπεδευμένοι έτοιμοι γι αμάχη εκείνοι, που στη χθεσινή μέρα με την ορμή τους, πέρα κει στο Μαραθώνα, τους αφάνισαν. Οι Μαραθωνομάχοι!

Στ’ αντίκρισμα τούτο το αναπάντεχο, τα χάνουν. Που να τολμήσουν να βγούν στη στεριά, όσο θυμούνται τη χθεσινή τους πανωλεθρία στο Μαραθώνα.

Σηκώνουν λοιπόν τα πανιά και διπλά τώρα ντροπιασμένοι, φεύγουν για την Περσία!

Η Αθήνα μπορεί πια τώρα ξένοιαστη να γιορτάσει τη σωτηρία της. Οι εχθροί ξεμάκρυναν, αποτραβήχτηκαν. Πάνε για τη μακρινή τους πατρίδα.

Κι όσο σκέπτεται η Αθήνα πώς τη λευτεριά της τη χρωστάει στην αγρύπνια των παιδιών της, που δεν ξένοιασαν μετά την πρώτη τους νίκη στο Μαραθώνα! Αν δεν έδιναν προσοχή πως τα καράβια του εχθρού πάνε κατά το Σούνιο… Αν ξεχνιόντουσαν πάνω στο γλέντι και στο θρίαμβο της νίκης… Αν λίγες ώρες καθυστερούσαν να ξεκινήσουν… Αν για λίγο ανέβαλαν να πάρουν το δρόμο για την Αθήνα, τι τρομερό! Θα πήγαινε χαμένη κι η νίκη του Μαραθώνα. Άδικα, τότε, το αίμα που χύθηκε εκεί, οι θυσίες τόσων παιδιών της. Κι ακόμα, αν εκείνη την κρίσιμη ώρα τα παιδιά της δεν ήταν αποφασισμένα κι έτοιμα να ξεκινήσουν, ούτε για την κατοπινή Ελλάδα θα υπήρχε το δοξασμένο τρόπαιο του Μαραθώνα, που μένει παντοτινά μια απ’ τις πιο λαμπρές σελίδες της ιστορίας της. Μα όχι! Οι Μαραθωνομάχοι, το ’δειξαν, πως όχι μονάδα πάνω στη μάχη ξέρουν να πολεμάνε σαν ήρωες. Αλλά, σε κάθε στιγμή, είναι έτοιμοι να κάνουν το καθήκον τους, χωρίς αναβολή. Κι όταν ακόμα ξέρουν, πως τους περιμένουν νέοι κόποι κι ιδρώτες. Γιατί όχι, και θυσίες. Με αυτή την αγρύπνια
τους ολοκλήρωσαν οι Μαραθωνομάχοι τη νίκη τους, χαρίζοντας τη λευτεριά και την αθάνατη δόξα στην πόλη τους.

Πώς λοιπόν, η Αθήνα του 490 π.Χ. να μη χαίρεται, να μη καμαρώνει, που στην αγκαλιά της κλείνει τέτοια παιδιά! Και πώς να μη παίρνει θάρρος στη σκέψη, πώς και μελλοντικά τούτα τα παιδιά της, έτσι όπως είναι άγρυπνα, θα δίνουν την κάθε στιγμή ολοπρόθυμα το «παρόν», όπου κι αν η φωνή της τα καλέσει!

Από το βιβλίο: «Μικρές στιγμές από μεγάλη Ιστορία», εκδόσεις, Αδελφότης Θεολόγων, η «ΖΩΗ”.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.