Ο Ιησούς ανασταίνει τον γιο μιας χήρας στη Ναϊν – Ιερομ. Κοσμά Δοχειαρίτου.

(Λουκ. ζ’ 11-16)

Ύστερα πήγε ο Ιησούς σε μια πόλη που λεγόταν Ναϊν. Μαζί του ήταν αρκετοί μαθητές του και πολύ πλήθος. Την ώρα που πλησίαζαν στην πύλη της πόλης, έβαζαν ένα νεκρό, τον μονάκριβο γιο μιάς μάνας, που μάλιστα ήταν χήρα. 132 Κόσμος πολύς από την πόλη τη συνόδευε. Όταν είδε τη χήρα ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε και της είπε: «Μην κλαίς».133 Έπειτα προχώρησε, ακούμπησε τη σορό, και αφού στο μεταξύ αυτοί που βαστούσαν το φέρετρο σταμάτησαν, είπε: «Νεαρέ, σε διατάζω να σηκωθείς». Ο νεκρός ανακάθισε κι άρχισε να μιλάει. Ο Ιησούς τότε τον παρέδωσε στη μητέρα του. 134

Όλους τους κυρίεψε δέος και δόξαζαν τον Θεό: «Μεγάλος προφήτης», έλεγαν, «εμφανίστηκε ανάμεσά μας!» και: «Ο Θεός ήρθε να σώσει τον λαό του!». Έτσι διαδόθηκε αυτή η φήμη για τον Ιησού σ’ ολόκληρη την Ιουδαία και στα περίχωρα. 135

ΣΧΟΛΙΑ

(132) Ποίαν θέσιν έχομεν απέναντι του θανάτου;
Α’. Ημείς; Ποίαν θέσιν έχομεν απέναντι του θανάτου; Ιδού!
Είπομεν, ότι ο θάνατος είναι το βεβαιότερον, τρομακτικώτερον πράγμα και η ώρα του αβεβαία. Ενώπιον τοιούτου φαινομένου θα έπρεπε να είχε στραφή σπουδαίως η προσοχή απίστων και πιστών. Και πράγματι. Είσαι άπιστος εις την πέραν του τάφου ζωήν ο αναγιγνώσκων; Νομίζω, ότι πρέπει ο θάνατος να σε απασχολήση σοβαρώς δια τον εξής λόγον. Πρόκειται να χάσης το μάτι σου, το χέρι σου, μια καρφίτσα; Το ενδιαφέρον σου ξυπνά. Πρόκειται να υπερασπισθής την υπόληψίν σου μη τυχόν αύτη εις το μέλλον δυσφημισθή; Το ενδιαφέρον σου διεγείρεται. Αφού διεγείρεται το ενδιαφέρον σου δι’ ένα σου χέρι, δια μίαν καρφίτσαν, δια την υπόληψίν σου μη τυχόν αύτη δυσφημισθή, δεν πρέπει να κινηθή το ενδιαφέρον σου δια τον θάνατον, ο οποίος θα σου αφαιρέση όχι ένα χέρι ή μία καρφίτσα αλλά ολόκληρον τον εαυτόν σου; Είναι λογικόν να έχης τόσην ευαισθησίαν εις τα ελάχιστα, εις την απώλειαν μιας καρφίτσας και αναισθησίαν εις τα μέγιστα, εις τον θάνατόν σου; Ασφαλώς όχι. Ίσως μου είπης, ότι αν ψάξω τα περί του θανάτου μου και πέραν αυτού, τι θα
εύρω;

Απαντώ. Ψάξε και αν μεν εύρης την πέραν του θανάτου ζωήν, θα εύρης το παν. Εάν δεν εύρης, δεν έχεις να χάσης τίποτα. Είσαι που είσαι άπιστος. Επομένως το τρομερόν και βέβαιον του θανάτου και το αβέβαιον της ώρας του, πρέπει να κινήσωσι το ενδιαφέρον παντός ανθρώπου.

Συ ο αναγιγνώσκων είσαι πιστός; Βλέπεις, ότι ο θάνατος είναι βέβαιος, τρομερός και αβεβαία η ώρα του. Πιστεύεις, ότι θ’ απολογηθής μίαν ημέραν. Ενθυμούμενος την ώραν του θανάτου σου, πόσα πάθη δεν θα σβύσουν, πόσαι εκδικήσεις δεν θα παύσουν, πόσαι επαναστάσεις της σαρκός δεν θα κατευνασθούν, πόσα σχέδιά σου δεν θα τροποποιηθούν, αφού πιστεύης, ότι θα έλθη η ώρα, κατά την οποίαν θα απολογηθής ενώπιον του Θεού; Η ώρα αύτη είναι αβεβαία. Συνεπώς πάσα σκέψις και πράξις σου, η οποία πρόκειται να γίνη, πρέπει να είναι τοιαύτη, ώστε να είσαι εις θέσιν να αποθάνης ανά πάσαν ώραν, αφού δεν γνωρίζης, εάν θα ζήσης αργότερον. Κανόνισε το παρόν, το οποίον ευρίσκεται εις το χέρι σου, δια να μη έχης ανάγκην το μέλλον, το οποίον ανήκει εις τον Θεόν.

Ο θάνατος δεν είναι μόνον τρομερός, διότι καταστρέφει την ζωήν, αλλά είναι δυνατόν να είναι η θύρα της αιωνίου κολάσεως. Εάν είναι τρομερός ο θάνατος, διότι γκρεμίζει την ζωήν, πόσον τρομερός είναι δια σε τον πιστόν, ο οποίος πιστεύεις εις το αιώνιον της κολάσεως, εάν δεν ετοιμασθής καταλλήλως; Εάν προσθέσωμεν, ότι ο θάνατος είναι και η θύρα του Παραδείσου, πόσον τρομερός δια σε, πιστέ, πρέπει να είναι ο θάνατος, όταν λόγω της αμελείας σου, αντί να εισέλθης δια του θανάτου εις την αιώνιον ζωήν, κατέρχεσαι εις την αιώνιον κόλασιν; Ταύτα είναι βέβαια και τρομερά δια σε, όσον αβεβαία και αν είναι η ώρα των.

Επομένως, πιστοί και άπιστοι πρέπει να ενδιαφερθώμεν δια το βέβαιον και τρομερόν του θανάτου και την αβεβαίαν του ώραν, ώστε οι μεν άπιστοι να γίνωσι πιστοί, οι δε πιστοί να τακτοποιήσωσι τον εαυτόν των, εις τρόπον ώστε να είναι έτοιμοι εις πάσαν ώραν να εμφανισθώσιν ενώπιον του Θεού.

Κάθε άνθρωπος έχει τρεις φίλους. Ο ένας τον εγκαταλείπει κατά την ώραν του θανάτου, ο άλλος κατά τον ενταφιασμόν και ο τρίτος τον συνοδεύει πέραν του τάφου. Ο πρώτος είναι τα υλικά αγαθά, ο δεύτερος οι φίλοι του και ο τρίτος τα καλά έργα. Δια τούτο ο άνθρωπος πρέπει να φροντίζη, ώστε ενώ, όταν εγεννήθη, όλοι γελούσαν και αυτός έκλαιεν, όταν αποθάνη οι άλλοι να κλαίουν και αυτός να γελάη. (Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Γιαννακόπουλος.).

Β’. Αλλά ο θάνατος είναι μεγάλος διδάσκαλος. Λέει ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός˙ Σας πέθανε άνθρωπος; Μη τον θάβετε αμέσως. Πηγαίνετε κοντά του, μαζευτείτε γύρω του, διανυκτερεύστε δίπλα του. Όσα θα σας διδάξη ένας νεκρός, δε σας διδάσκουν χιλιάδες ιεροκήρυκες. Επισκεφθήτε το νεκροταφείο. Άκρα σιωπή βασιλεύει˙ στους τάφους, δεν ακούς πλέον καμμία ομιλία. Πού είναι τα κάλλη και η ομορφάδα; Πού τα πλούτη και οι θησαυροί; Πού οι δόξες και οι απολαύσεις; Όλα μηδέν. Ποιός το λέει αυτό; Ο βασιλιάς Σολομών, που και λεφτά και δόξες και απολαύσεις, τα πάντα είχε. Και τον ερώτησαν˙ – Τι κατάλαβες όσο έζησες; Και απήντησε˙ – «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης» (Εκκλ. 1, 2) (Αρχιερεύς, Καντιώτης Αυγουστίνος.).

(133) Περί δακρύων.

Σας έδειξα τα δάκρυα τα ανωφελή και τα δάκρυα τα ευεργετικά. Και τώρα θα σας δείξω τα πολυτιμότερα δάκρυα. Ποια είναι αυτά; Θα το πω, αλλά θα το αισθανθήτε; Ή ο λόγος μου θα φύγη σαν βλήμα που αποστρακίζεται; Είναι τα δάκρυα που μακαρίζει ο Χριστός. Ενώ σήμερα είπε «Μη κλαίε», σε άλλη περίπτωση είπε˙ «Μακάριοι οι κλαίοντες νυν, ότι γελάσετε». (Λουκ. 6, 21). Χριστέ, τι λές; Από το ένα μέρος «Μη κλαίε», κι από το άλλο ότι είναι ευτυχισμένοι όποιοι κλαίνε; Τι δάκρυα είναι αυτά; Είναι τα δάκρυα για τις αμαρτίες μας, τα δάκρυα της μετανοίας. Πρέπει να κλαίνε οι αμαρτωλοί. Και ποιος παρακαλώ, δεν είναι αμαρτωλός;

Στη Μικρά Ασία, μεταξύ των προσφύγων του Πόντου, λεγόταν το εξής. Ο Θεός στον ουρανό κάλεσε μια μέρα τους αγγέλους και τους είπε: Κατεβήτε στη Γη, φτερουγίστε παντού, κι ό,τι ωραίο δήτε, να μου το αναγγείλετε. Οι άγγελοι πέταξαν σ’ ανατολή και δύσι, βορρά και νότο, και συνέλεξαν ό,τι ωραίο είδαν˙ διότι δεν έχει η ανθρωπότης μόνο βαρβαρότητες, έχει και καλοσύνες. Όταν παρουσιάστηκαν ενώπιον του Κυρίου καθένας έλεγε και μία ωραία πράξη που είδε. Όλα ήταν καλά. Τέλος παρουσιάστηκε ένας άγγελος και λέει˙ – Εγώ έφερα ένα δάκρυ. – Τι δάκρυ; Τον ρωτάει ο Παντοδύναμος˙ – Το πήρα από τα μάτια ενός ληστού˙ τον είδα σ’ ένα λόγγο, που είχε γονατίσει και έκλαιγε μετανοημένος για τα εγκλήματά του. Τότε ακούστηκε φωνή˙ – Αυτό είναι το ωραιότερο στον κόσμο!… Κι αμέσως το δάκρυ που κρατούσε ο άγγελος, έγινε διαμάντι και φώτισε τη γη.

Τέτοια δάκρυα ζητάει ο Θεός, αγαπητοί μου. Και δε θα μας δικάση διότι αμαρτάνουμε˙ το αμαρτάνειν είναι ανθρώπινο˙ θα μας δικάση διότι δεν μετανοούμε. Ωραιότερο πράγμα από τη μετάνοια δεν υπάρχει. Ας κλαίμε λοιπόν με μέτρο τον θάνατο των προσφιλών προσώπων. Ας χύνουμε δάκρυα για την ανθρωπίνη δυστυχία. Αλλά προ παντός ας δακρύζουμε για τις αμαρτίες μας. Τότε τα δάκρυα που πέφτουν στη γη θα γίνουν ρόδα και τριαντάφυλλα, που θα τα βρούμε μια μέρα στον κήπο του Θεού, δοξάζοντες Πατέρα Υιόν και άγιον Πνεύμα εις αιώνας αιώνων˙ αμήν.

Τα δάκρυα της μετανοίας, αγαπητοί μου, είναι τα μόνα που ωφελούν και σώζουν. Αυτά έχυσε ο Δαυίδ ο προφήτης που αμάρτησε˙ σηκωνόταν τη νύχτα, έκλαιγε και μούσκευε το προσκέφαλό του στα δάκρυα. Αυτά έχυσε η αμαρτωλός γυναίκα της Μεγάλης Τρίτης, που τα ανέμιξε με τα μύρα και τα εσπόγγισε με τα μαλλιά της κεφαλής της. Αυτά έχυσαν και δύο γυναίκες που εορτάζουν στις 8 Οκτωβρίου. Ανοίξτε τα βιβλία και διαβάστε. Την ημέρα αυτή γιορτάζουν δύο τέως πόρνες. Η μία είναι η οσία Πελαγία. Ήταν μία από τις διαβόητες αμαρτωλές της εποχής, αλλά κατόπιν μετενόησε. Κλείστηκε σ’ ένα κελλί, και τρία ολόκληρα χρόνια δεν πέρασε μέρα χωρίς να κλάψη. Τα μάτια εκείνα, που πετούσαν φωτιές της κολάσεως, που ήταν αγκίστρι του διαβόλου και κατέβαζαν ψυχές στον Άδη, γίνανε βρύσες του ουρανού που έσταζαν δάκρυα πολύτιμα. Η άλλη πόρνη είναι η αγία Ταϊσία. Μετενόησε κι αυτή και έφυγε στην έρημο. Και όλον τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής της έλεγε μετά δακρύων το: «Κύριε του ουρανού, ελέησε κι εμένα την αμαρτωλόν». (Αρχιερεύς, Καντιώτης
Αυγουστίνος.)

(134) Ανάστασις νεκρών.

Ώ άπιστε άνθρωπε! Ίδε την φύσιν. Ίδε τον σπόρον του γεωργού. Κάθε κόκκος που θάπτεται τον χειμώνα μέσα εις τους κόλπους της γης και σαπίζει δια να βλαστήση την άνοιξιν και να γίνη ένας ωραίος στάχυς που υψώνει την κεφαλήν του προς τα άνω, δεν νομίζεις ότι είναι ένας άφωνος κήρυξ του μυστηρίου της Αναστάσεως; Ερωτάς πώς ανίστανται οι νεκροί; Άλλ’ εκείνος που διατάσσει τους νεκρούς σπόρους να εγερθούν και να αποτελέσουν τας πρασίνας εκείνας θαλάσσας των πεδιάδων, εκείνος θα διατάξη και τα νεκρά μας σώματα να εγερθούν εκ των τάφων των. Περί του διασήμου φυσιοδίφου Μπυφφόν λέγεται, ότι, όταν ό θάνατος επλησίαζε και η οικογένειά του γύρω από την κλίνην του περίλυπος είχε συγκεντρωθεί, αυτός παρεκάλεσε να τον σηκώσουν και να τον μεταφέρουν εις τον κήπον του που ευρίσκετο κάτω από την οικίαν του. Ήτο χειμών και ο κήπος ήτο έρημος. Ο διάσημος φυσιοδίφης έδειξε τα γυμνά δένδρα και είπε: Ιδού ο θάνατος. Άλλ’ υπάρχει κανείς που αμφιβάλλει ότι τα δένδρα αυτά θ’ ανοίξουν και πάλιν; Και δι’ εμέ, όστις μετ’ ολίγον
αποθνήσκω και εισέρχομαι τρόπον τινά εις την παγεράν του θανάτου ατμόσφαιραν, ας μη αμφιβάλλη τις, ότι το σώμα μου θ’ αναστηθή απείρως ωραιότερον και ακμαιότερον από ό,τι τώρα το αφήνω. «Μία άνοιξις του Θεού μας περιμένει…». Η φύσις λοιπόν η οποία ανοίγεται ενώπιόν μας ως ένα εικονογραφημένο βιβλίον του Θεού μας κηρύσσει την ανάστασιν των νεκρών.

Αλλά η αλήθεια περί της αναστάσεως των νεκρών εξαιρετικήν, περίοπτον λαμβάνει θέσιν εις τας σελίδας της Κ. Διαθήκης. Ο Κύριος εν πρώτοις με τον κατηγορηματικώτερον τρόπον διεβεβαίωσε τους ακροατάς του: «Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι έρχεται ώρα, και νυν εστίν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του Υιού του Θεού και οι ακούσαντες ζήσονται˙ Μη θαυμάζετε τούτο˙ ότι έρχεται ώρα εν η πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής αυτού» (Ιω. 5, 25-29). Ο δε κορυφαίος των Αποστόλων, ο Απόστολος Παύλος, ομιλών από του επισημοτέρου βήματος του Αρχαίου ειδωλολατρικού κόσμου, από του βήματος του Αρείου Πάγου, ύψωσε την φωνήν του και εκήρυξε μεταξύ των άλλων αληθειών και την αλήθειαν της αναστάσεως των νεκρών. Ακροαταί του υλισταί, Επικούρειοι φιλόσοφοι έχοντες ως δόγμα ζωής το «φάγωμεν, πίωμεν αύριον γαρ αποθνήσκομεν», εις το σημείον αυτό της ομιλίας εξέσπασαν εις γέλωτας μη πιστεύοντες εις ανάστασιν˙ αλλά οι γέλωτες και οι καγχασμοί και οι διωγμοί και τα μαρτύρια δεν εστάθησαν ικανά να ανακόψουν το αποστολικόν
κήρυγμα, του οποίου θεμελιώδες άρθρον ήτο και η αλήθεια αύτη, η οποία συμπεριελήφθη κατόπιν εις το Σύμβολον της Πίστεως ως το 11ον άρθρον: ΠΡΟΣΔΟΚΩ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΝΕΚΡΩΝ. Και όχι μόνον η διδασκαλία του Χριστιανισμού επί του θέματος τούτου είναι σαφής, μη αφήνουσα ουδεμίαν αμφισβήτησιν, αλλά και θαύματα περιφανή της Κ.Δ. σαλπίζουν και επιβεβαιώνουν την μεγάλην αυτήν αλήθειαν της πίστεώς μας.

Αλλά εκείνο το οποίον περισσότερον εξ όλων των θαυμάτων της Κ.Δ. δημιουργεί εις την συνείδησιν των χριστιανών απόλυτον πεποίθησιν ότι οι νεκροί θα αναστηθούν, είναι η ένδοξος ανάστασις του Ιησού Χριστού. Αυτή είναι το αρραγές θεμέλιον επάνω εις το οποίον επαναπαύονται όλαι αι ελπίδες και προσδοκίαι του χριστιανικού κόσμου. Διο και ο Απόστολος Παύλος με τόνον θριαμβευτικόν αναφέρει την Ανάστασιν του Κυρίου και γράφει προς τους Κορινθίους: «Νυνί Χριστός εγήγερται εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο». (Α’ Κορ. 15/20) (Αρχιερεύς, Καντιώτης Αυγουστίνος.)

Β. Και προσελθών ήψατο της σορού, (οι δε βαστάζοντες έστησαν), και είπε˙ Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι (Λουκ. ζ’, 14).
Δια τι ο Θεάνθρωπος, παραβλέψας τον Ιουδαϊκόν νόμον, όστις εκήρυττεν ακάθαρτον τον απτόμενον του νεκρού σώματος ή της οικίας ή των σκευών αυτού, επλησίασεν εις τον νεκρόν, και ήγγισε την σορόν, ήτοι το λεγόμενον ξυλοκράββατον; (Αριθ. ιθ’, 14-15).
Σκοπόν είχεν ο νόμος την τελείαν αποχήν πάντων των νεκρών έργων της αμαρτίας και μάλιστα του φόνου˙ διότι, εάν η μόνη ψηλάφησις του νεκρού ή της οικίας και των σκευών αυτού ελογίζετο αμαρτία, πόσον μεγαλυτέρα αμαρτία εκρίνετο ο φόνος; Καθώς λοιπόν ο Θεάνθρωπος εθεράπευσε την συγκύπτουσαν και τον έχοντα ξηράν την χείρα εν τη ημέρα του Σαββάτου (Λουκ. ιγ’, 11), εξελέγξας συγχρόνως την περί του Σαββάτου Ιουδαϊκήν δεισιδαιμονίαν, ούτω, όταν έμελλε να αναστήση τον υιόν της χήρας (Αυτ. ζ’, 14), παρέβλεψε χωρίς δισταγμόν την περί της ακαθαρσίας διαταγήν, διδάσκων, ότι το έλεος είναι ανώτερον από την νομικήν παρατήρησιν.

Επλησίασε λοιπόν χωρίς φόβον εις τον νεκρόν, και έθηκε τας χείρας αυτού επί του κραββάτου˙ και οι μεν βαστάζοντες τον νεκρόν και περιπατούντες εστάθησαν, εμποδισθέντες από την θείαν δύναμιν του Κυρίου Ιησού Χριστού˙ αυτός δε εξεβόησε την παντοδύναμον και παντεξούσιον φωνήν «Νεανίσκε, σοι λέγω, Εγέρθητι»˙ ελάλησε προς τον νεκρόν, καθώς ομιλούμεν μετά των ζώντων˙ εφώνησε τον άπνουν, καθώς φωνάζομεν τους υπνούντας και κοιμωμένους˙ «Νεανίσκε, είπε, σοι λέγω», προς σε τον νεκρόν, και ουχί προς άλλον ζώντα λαλώ˙ Εξέγειρε, ανάστα εκ των νεκρών. (Αρχιερεύς, Θεοτόκης Νικηφόρος.)

135 Αυτό που έγινε με τον νεανίσκο, που θαύμασαν όλοι και έλεγαν ότι «προφήτης μέγας εγήγερται εν ημίν» (Λουκ. 7,16), δεν το έκανε μόνο μια φορά ο Χριστός. Ανέστησε και το κορίτσι του Ιαείρου, πήγε και στον τάφο του φίλου του Λαζάρου και είπε «Λάζαρε, δεύρο έξω» (Ιωάν. 11, 43). Όσο λοιπόν βέβαιοι είμαστε ότι ανέστησε αυτούς, τόσο βέβαιοι να είμαστε ότι θ΄αναστήση και εμάς.

Μια μέρα στα νεκροταφεία – ναι, να είστε ακραδάντως πεπεισμένοι – , αγγελική σάλπιγξ θα σαλπίση˙ Νεκροί, αναστηθήτε! Τι σημαίνει αυτό για μας; Πέντε πράγματα.
1.Μετά την ανάστασι μας περιμένει κρίσις.
2.Θα προηγηθή ο θάνατος. Άλλ’ αγνοούμε την ώρα του.
3.Αφού υπάρχει ανάστασις, μην κλαίμε για τον θάνατο. Τα κλάματα δεν είναι δείγμα πίστεως.
4.Να μην κλαίμε για το θάνατο, να κλαίμε για τις αμαρτίες. Αμάρτησες ως άνθρωπος: κλαίε.
5.Δεν αρκεί όμως να μετανοούμε μόνο˙ πρέπει και να εξομολογούμεθα.

Άλλ’ εκτός αυτών των νεκρών που είναι θαμμένοι στα νεκροταφεία, υπάρχουν κι άλλου είδους νεκροί. Ποιοί είναι αυτοί; Όπως νεκρώνεται το σώμα και δεν αισθάνεται τίποτα, έτσι και η ψυχή. Ο σωματικός νεκρός μάτια έχει αλλά δε βλέπει, αυτιά έχει αλλά δεν ακούει, χέρια – πόδια έχει αλλά δεν τα κουνάει˙ μένει ακίνητος. Όπως λοιπόν υπάρχουν νεκροί σωματικώς, υπάρχουν και νεκροί ψυχικώς. Ποιοί είναι οι ψυχικώς νεκροί; Είναι οι «νεκροί τοις παραπτώμασι» που λέει ο απόστολος Παύλος (Εφ. 2, 1, 5 –Κολ. 2, 13). Πρόκειται για τη νέκρα της αμαρτίας. (Αρχιερεύς, Καντιώτης Αυγουστίνος.)

Από το βιβλίο: «Ιησούς Χριστός: Βίος, Διδασκαλία, Θαύματα», Α’ τόμος, του Ιερομονάχου Κοσμά του Δοχειαρίτου.

Ιερόν Δοχειαρίτικον Κελλίον, Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Αγιον Ορος 2011.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Κυριακή Γ. Λουκά – ανάστασις του υιού της χήρας της Ναϊν.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Άρθρα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.