Η διάγνωσις – Hans Killians.

Όταν είναι κάνεις νεαρός γιατρός, έχει την τάσι να θεωρή τον διευθυντή της κλινικής του σαν μια απόλυτη αυθεντία και να τον βλέπη σαν ενα ημίθεο της Ιατρικής. Αλλά όσο περνάει ο καιρός και μεγαλώνει η πείρα, σχηματίζει κανείς, χωρίς να το καταλάβη, μια δική του γνώμη και μπορεί να πετύχη μια δική του διάγνωσι. Φθάνει όμως κάποια μέρα που η δική του διάγνωσις βρίσκεται αντιμέτωπη με την αντίληψι του διευθυντού ή ακόμη και με την διάγνωσι μιας ιατρικής αυθεντίας άλλης κλινικής. Τέτοιες αντιθέσεις αποτελούν πάντοτε μια στιγμή ιατρικής δοκιμασίας και δοκιμασίας του χαρακτήρος. Ενας άνθρωπος που υποχωρεί μπροστά σε μια τέτοια δοκιμασία και δεν έχει το κουράγιο να υπερασπισθή τη δική του γνώμη, με κάθε κίνδυνο και χωρίς να λαμβάνη ύπ’ όψιν του τον εαυτό του, δεν είναι κατά τη γνώμη μου Ικανός να γίνη ένας καλός γιατρός.

Κάποτε, το όνειρο ενός πεντάχρονου αγοριού, ο εφιάλτης ενός παιδιού, που μέσ’ στη σκοτεινή νύχτα φωνάζει τρομερά, με βοήθησε να σώσω τη ζωή του πατέρα του. Αναψε ένα φως μέσ’ στο σκοτάδι.
Βρισκόμαστε στη μέση μιας σοβαρής εγχειρήσεως: επρόκειτο να αφαιρέσουμε ένα μεγάλο μέρος απ’ το στομάχι του άρρωστου, όταν ένας νοσοκόμος ήλθε κοντά μου ψιθυρίζοντας:
— Κύριε επιμελητά!
— Τι συμβαίνει; ρώτησα κάπως αυστηρά, γιατί υπάρχει ένας άγραφος νόμος σε κάθε καλά ωργανωμένη κλινική, ότι ο χειρουργός δεν πρέπει να ενοχλήται κατά τη διάρκεια της εγχειρήσεως από τίποτε και από κανέναν.
Ο νοσοκόμος μαζεύτηκε από τον αυστηρό μου τόνο, αλλά δεν επτοήθηκε.
— Κύριε επιμελητά, ο καθηγητής κ. Ν. σας παρακαλεί, αμέσως μετά, να έλθετε πάνω στην παθολογική κλινική για να ιδήτε μία επείγουσα περίπτωσι που πρέπει αμέσως να εγχειρισθή. Και προσέθεσε ακόμη :
— Θα πρέπη να είναι μια πέτρα στο χοληδόχο πόρο.
— Καλά, είπα και συνέχισα την εγχείρησι.
Πέτρα στο χοληδόχο πόρο είναι πάντα ένα πολύ επικίνδυνο πράγμα, σκέφτηκα μέσα μου, γι’ αυτό δεν συνέχισα ο ίδιος μέχρι τέλους την εγχείρησι. Μόλις έβγαλα το άρρωστο τμήμα του στομάχου και τακτοποίησα την καινούργια έξοδο, παρακάλεσα τον πρώτο μου βοηθό να κλείση το κοιλιακό τραύμα και να φροντίση για το κυκλοφορικό του ασθενούς. Εγώ ο ίδιος έτρεξα γρήγορα στην παθολογική κλινική στο άλλο μέρος του κτιρίου. Εκεί απέναντι με περίμεναν κιόλας. Ο ιατρός του τμήματος, ένας νεαρός συμπαθητικός συνάδελφος, τα είχε όλα προετοιμάσει. Στο γραφείο του ήταν έτοιμο ένα ολόκληρο πακέττο με τα χαρτιά του άρρωστου : Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων, το ιστορικό του άρρωστου, το θερμομετρικό διάγραμμα και οι ακτινογραφίες. Ο νεαρός συνάδελφος εσχολίασε τις εξετάσεις και μου εξήγησε, ότι επρόκειτο για μια πέτρα στην κυρία έξοδο της χολής, ακριβώς στον χοληδόχο πόρο. Η πέτρα ήταν εκεί σφηνωμένη και ο άρρωστος υπέφερε, μέρες τώρα, από ένα βαρύ επικίνδυνο ίκτερο. Επρόκειτο για μια ολική απόφραξι του χοληδόχου πόρου.
Μια τέτοια πέτρα μπορεί να σχηματισθή ή στη χοληδόχο κύστι ή στα χολαγγεία του ήπατος. Κατόπιν είναι δυνατόν να κατέλθη στον χοληδόχο πόρο μέχρι του σφιγκτήρα, δηλαδή στο σημείο όπου εκβάλλει ο χοληδόχος πόρος στον δωδεκαδάκτυλο, και εκεί να ενσφηνωθή και να απόφραξη την έξοδο. Ο βαρύς ίκτερος ωφείλετο εις την είσοδο της κατακρατουμένης χολής στην κυκλοφορία και είχε φέρει τον άρρωστο σε μια κατάστασι κωματώδη. Τώρα υπήρχε πια χωρίς αμφιβολία κίνδυνος ζωής.
Ο νεαρός συνάδελφος ήταν, όπως φαινόταν, πολύ περήφανος για όλες τις εξετάσεις που είχαν γίνει στο τμήμα του, παρ’ όλον ότι ο άρρωστος βρισκόταν μόλις λίγες μέρες εκεί. Ακόμη μου είπε ότι ο καθηγητής του είχε διαγνώσει προσωπικώς: «Ενσφηνωμένος λίθος στον χοληδόχον πόρον» και ότι ο φημισμένος αυτός άνθρωπος με είχε ζητήσει για να πάρω αμέσως τον άρρωστο στη χειρουργική κλινική και να του εγχειρήσω έφ’ όσον η κατάστασίς του ήταν επικίνδυνη.
Από τον τρόπο που ο νεαρός αυτός συνάδελφος μου μιλούσε για τον καθηγητή του και για την αυθεντία του, παρατήρησα πόσο σεβασμό του είχε. Βρισκόταν σ’ εκείνο το στάδιο της εξελίξεως, κατά το οποίον η πίστις στο αλάνθαστο του καθηγητού είναι ακόμη ακλόνητη.
— Λοιπόν, διέκοψα τον μονόλογο του, ας δούμε τότε τον άρρωστο!
Σήκωσε κάπως έκπληκτος τα φρύδια του, με συνώδευσε και μου έδειξε πρόθυμα το δρόμο προς το θάλαμο του αρρώστου. Στο κατώφλι του δωματίου στάθηκα απότομα τρομαγμένος από την όψι που παρουσίαζε ο άρρωστος. Έμεινα σιωπηλός για λίγα δευτερόλεπτα, σαν απολιθωμένος.
Ο άνθρωπος που βρισκόταν μπροστά μας είχε αδυνατίσει, είχε καταντήσει σκελετός και ένα βαθύ κίτρινο χρώμα απλωνόταν, παρόμοια όπως στις μούμιες, πάνω στο σκελετωμένο του πρόσωπο. Φαινόταν σαν φάντασμα. Τέλος προχώρησα σιγά, πιο κοντά στο κρεββάτι, χωρίς ν’ αφήσω τον άνθρωπο απ’ τα μάτια μου, στάθηκα στα πόδια του κρεββατιού και τον παρετηρησα με προσοχή. Σκοτεινοί κύκλοι σχηματίζονταν γύρω στα μάτια του, που ήταν χωμένα βαθιά μέσα στις κόγχες. Το σφιγμένο, ελαφρά μισάνοικτο στόμα του, είχε μιαν έκφρασι πόνου, τα χείλη ήταν ξερά και σκασμένα, η γλώσσα στεγνή.
Οι αισθήσεις μου δούλευαν. Άρχισα να αμφιβάλλω για την διάγνωσι. Η εντύπωσις που μου έκανε ο άρρωστος ήταν πολύ χειρότερη, περισσότερο ανησυχητική και πιο απειλητική απ’ ο,τι θα μπορούσε να ήταν από την διάγνωσι που είχε γίνει και από τις εργαστηριακές εξετάσεις. Αυτό ήταν εκείνο που με ανησυχούσε.
Στάθηκα δίπλα στο κρεββάτι και έπιασα το σφυγμό του: ένιωθες άσχημα, δεν ήταν αρκετά δυνατός και χτυπούσε πολύ αργά. Αυτή η περίπτωσις μου φαινόταν και όλας χωρίς καμμιά ελπίδα. Έθεσα μόνος στον εαυτό μου άλλη μια φορά το ερώτημα: Θα μπορούσε πράγματι μια τέτοια καταστροφή να δημιουργηθή μέσα σε λίγες μέρες από την έμφραξι του χοληδόχου πόρου ή υπήρχε μήπως καμμιά άλλη αρρώστια ;
Πάντοτε προσπαθούσα η άμεση αντίληψις, κοντά στο κρεββάτι του αρρώστου, να αποτελή μια αποφασιστική επίδρασι στη διάγνωσι και στις ενδείξεις. Συμπεράσματα που βασίζονταν μόνο στις εργαστηριακές εξετάσεις δεν με ικανοποιούσαν. Υπάρχουν ακόμη πράγματα που δεν μπορεί κανείς να τα συλλαβή χημικώς, να τα προσδιορίση με φυσικά μέσα και να τα υπολογίση. Εκείνο που μας δίνει το δικαίωμα γενικώς να μιλάμε για μια ιατρική τέχνη, είναι ακριβώς εκείνοι οι αστάθμητοι παράγοντες τους οποίους μονάχα οι υλισταί θέλουν να τους εξοστρακίσουν από το κρεββάτι του αρρώστου: το ένστικτο, η φαντασία, και δεν θα μπορούσα αλλιώς να το χαρακτηρίσω, η αδιάψευστη διαίσθησις για εκείνο που έχει συμβή στο σώμα ενός άρρωστου ανθρώπου και συνεχίζει να εξελίσσεται εκεί μέσα.
Γύρω από το κρεββάτι του αρρώστου, αιωρούνται διαρκώς καλά και κακά πνεύματα. Πρέπει κανείς να μπορή να τα αναγνώριση, πρέπει κανείς να μπορή να τα φαντασθή και να τα νιώση, για να ξεσχίση την παχειά ομίχλη του αόρατου κόσμου. Μπροστά μου κειτόταν ένας άνθρωπος, που ο θάνατος τον είχε επισημάνει. Τα χαρακτηριστικά του είχαν αλλοιωθή. Δεν ένιωθε πια κανείς ότι θα ήταν σε κατάστασι να δώση ξεκάθαρες απαντήσεις.
Νοερώς εξήτασα κάθε άλλη ενδεχομένη περίπτωσι, που θα δικαιολογούσε την ύπαρξι ενός τόσο σοβαρού ίκτερου με μια τόσο ραγδαία κατάπτωσι.
Δύο αρρώστιες ήλθαν στο μυαλό μου:
Θα μπορούσε να ήταν μια βαρειά δηλητηρίασι του σηκωτιού, μια καταστροφή του ήπατος με διάλυσι των ιστών, όπως το βλέπουμε μερικές φορές ύστερα από μια δηλητηρίασι με χλωροφόρμιο ή τετραχλωριούχο άνθρακα και από άλλες παρόμοιες δηλητηριάσεις και που τις χαρακτηρίζουμε σαν αοξείαν κιτρίνην ατροφίαν του ήπατος». Στις περιπτώσεις αυτές συμβαίνει μια απότομη καταστροφή των κυττάρων του σηκωτιού με ένα βαρύ ίκτερο. Η αρρώστια τελειώνει σχεδόν πάντα με θάνατο. Αλλά θα μπορούσε να πρόκειται ακόμη και για μια φλεγμονή του ήπατος που προήλθε από μια ωρισμένη αιτία. Όπως π. χ. από ένα είδος μικροβιακού σπόρου που έχει το δύσκολο όνομα «ικτεροαιμορραγική σπειροχαίτωσις» και στην οποία κατά τον ίδιο τρόπο εμφανίζεται βαρύς ίκτερος με μια απότομη κατάπτωσι. Τέτοιες περιπτώσεις μας έρχονται πότε-πότε και μερικές απ’ αυτές είχα δει και εγώ ο ίδιος. Και αυτή η μόλυνσις σχεδόν πάντοτε καταλήγει σε θάνατο. Η πρόγνωσις και στις δυό περιπτώσεις ήταν επομένως πολύ άσχημη. Η μολυσματική φλεγμονή του ήπατος έδινε ίσως κάπως περισσότερες ελπίδες.
«Και αυτόν τον άνθρωπο πρέπει να τον εγχείρησης τώρα, να τον εγχείρησης αμέσως τώρα», σκέφτηκα, «γιατί αυτό απαιτεί από σένα κατηγορηματικά ο διευθυντής της παθολογικής κλινικής!» Όλα μέσα μου επαναστατούσαν εναντίον αυτού του εξαναγκασμού, αν και δεν μπορούσα προς το παρόν να αντιτάξω προς τους παθολόγους κανένα αξιόλογο συμπέρασμα και η άρνησίς μου στηριζόταν μονάχα σε ακαθόριστα συναισθήματα. Πως μπορούσα με τη φαντασία μου μονάχα να αντιτάξω τη γνώμη μου σε μιαν αυθεντία ;
Στο τέλος όμως είπα στον βοηθό:
— Σας παρακαλώ στείλτε αμέσως τον άνθρωπο στην κλινική μας, αλλά… το αν θα του εγχειρήσω, ακόμη δεν το ξέρω.
Με κύτταξε έκπληκτος, σχεδόν προσβεβλημένος και ήθελε ν’ αρχίση συζήτησι. Εγώ όμως σηκώθηκα αμέσως για ν’ αποφύγω να έλθω σε αντίθεσι μαζί του. Χαιρέτησα σύντομα και γύρισα πίσω στο χειρουργικό τμήμα.
Λίγο αργότερα με ειδοποίησε μια από τις αδελφές, ότι ο άρρωστος έφθασε από την παθολογική κλινική και ότι τακτοποιήθηκε σ’ ένα μοναχικό δωμάτιο. Αμέσως ανέβηκα επάνω, πέρασα άλλη μια φορά αρκετή ώρα εξετάζοντας τον στο κρεββάτι του και πήρα την απόφασι σ’ αυτήν την τόσο κρίσιμη περίπτωσι να μην αναλάβω μόνος μου την ευθύνη, αλλά να πάρω και τη συμβουλή του διευθυντού. Πήγα λοιπόν απέναντι στο γραφείο του, του ανεκοίνωσα την περίπτωσι και του εξέφρασα όλους μου τους ενδοιασμούς για την εγχείρησι.
— Θα θέλατε να δήτε ο ίδιος μια στιγμή τον άνθρωπο; ρώτησα. Θα με καθησύχαζε αυτό το πράγμα πάρα πολύ.
Τις υποθέσεις που είχα κάμει δεν του τις είπα, γιατί δεν ήθελα με κανέναν τρόπο να τον επηρεάσω.
Ο διευθυντής ήλθε αμέσως μαζί μου και, ακριβώς όπως και εγώ, έμεινε τρομαγμένος μπροστά στο κρεββάτι του αρρώστου, που έσβηνε μέσα σε μια κατάστασι πλήρους κώματος. Κύτταξε για λίγο σκεπτικός το αποσκελετωμένο σώμα με έκδηλα τα χαρακτηριστικά του πόνου, έπιασε λίγο το σφυγμό και ύστερα γύρισε και άφησε μαζί μου σιωπηλός το δωμάτιο. Έξω μου είπε:
— Μην τον εγχειρίζετε. Θα σας μείνη στο τραπέζι. Προσπαθήστε να βρήτε τι έχει και μην επηρεάζεστε από κανέναν..
Κατόπιν επέστρεψε στην κλινική του.
Στάθηκα. Την εγχείρησι την είχε προς το παρόν αποκλείσει και ο ίδιος ο διευθυντής, αλλά ολόκληρο το βάρος της ευθύνης, για τη διάγνωσι και τη θεραπεία, βάραινε τους ώμους μου. Ένα ήξερα ξεκάθαρα: Έπρεπε άλλη μια φορά να γίνη μια απεγνωσμένη προσπάθεια να εξηγήσουμε τι πραγματικά συνέβαινε. Και πάντως είχαμε τελείως αποκλείσει την απόφασι των παθολόγων να τον εγχειρήσουμε. Σχεδόν εξουθενωμένος πήγα στο δωμάτιο μου και βυθίστηκα μελετώντας λεπτομερώς για μια φορά ακόμη το ιστορικό του αρρώστου. Ίσως θα εύρισκα κάποιο καινούργιο σημείο να στηριχτώ. Αυτό ήταν η μοναδική ελπίδα που μου απέμενε, γιατί με τον ίδιο τον άρρωστο δεν μπορούσε πια κανείς να κουβεντιάση. Δεν βρήκα τίποτε το αξιόλογο. Το μόνο που βρήκα ήταν η διεύθυνσις του σπιτιού του αυτό ήταν όλο. Ερχόταν από ένα κοντινό χωριό και απεφάσισα να δώσω μερικές πληροφορίες στη γυναίκα του και να την παρακαλέσω να έλθη να μας επισκεφθή. Ισως από την κουβέντα μαζί της ανακάλυπτα κάποιο στοιχείο, που θα μου έδειχνε την αιτία αυτής της αινιγματικής αρρώστιας.
Κατόπιν πήγα πάλι επάνω στον κίτρινο άρρωστο και έκαμα μια άσκοπο λήψι αίματος. Το έστειλα αμέσως για εξέτασι στο Μικροβιολογικό Ινστιτούτο μ’ ένα σημείωμα. Εξήγησα ότι το αίμα προήρχετο από έναν άρρωστο με βαρύ ίκτερο. Υπήρχε υπόθεσις ενσφηνωμένου χολόλιθου, έτσι έγραφα αλλά η κατάστασις του αρρώστου ήταν τόσο απειλητική, που ήταν δυνατόν να πρόκειται για μια βαρειά λοιμώδη νόσο με ίκτερο ή για μια δηλητηρίασι με καταστροφή του ήπατος. Παρεκάλεσα λοιπόν να εξετάσουν ορρολογικώς όσο το δυνατόν συντομώτερα το αίμα, γιατί από αυτό εξηρτώντο όλα τα μέτρα που έπρεπε να λάβουμε.
Και αυτή η εξέτασις αυτό το ήξερα καλά δεν μου έδινε μεγάλες ελπίδες επιτυχίας, αλλά δεν έπρεπε κανείς ίσως να αφήση τίποτε ανεξέταστο, αν ήθελε να σώση τον άνθρωπο.
Αργά το απόγευμα έπρεπε να πάω στην παθολογική κλινική για να ιδώ μια άλλη σοβαρή περίπτωσι. Στο διάδρομο συνήντησα κατά τύχην τον διευθυντή της κλινικής, έναν ωχρό κάπως ξεπλυμένο άνθρωπο. Με είδε από μακρυά, με σταμάτησε και μου έκανε δριμύτατες επιπλήξεις:
— Μου είπαν, κύριε συνάδελφε, ότι παρελάβατε τον άρρωστο με το χολόλιθο, αλλά παρ’ όλον ότι επειγόντως σας το ζήτησα, δεν τον χειρουργήσατε αμέσως. Πως επιτρέψατε στον εαυτό σας ένα τέτοιο πράγμα ;
Ο καθηγητής ήταν βαθιά δυσαρεστημένος. Με κύτταξε μ’ ένα βλέμμα εξουθενωτικό και πρόσθεσε:
— Θα πρέπη να ξέρετε γιατρέ ότι σκεφθήκαμε πάρα πολύ τη διάγνωσι προτού σας δώσουμε τον άρρωστο. Δεν δικαιολογείται το ότι ξαναρχίσατε πάλι από την αρχή, εκεί απέναντι στη χειρουργική κλινική, τις βασικές μας εξετάσεις, και χάνετε πολύτιμο χρόνο. Δεν θάπρεπε να σας είναι άγνωστο ότι μια πέτρα στον χοληδόχο πόρο είναι υπερβολικά επικίνδυνη και ότι η κατάστασις του αρρώστου επιβάλλει μεγάλη φροντίδα Μ’ έναν τόνο βαθιά εξοργισμένο είπε ότι η στάσις μας ήταν αναμφισβήτητα η έκφρασις μιας αδικαιολόγητης δυσπιστίας.
Δεν τον άφησα χωρίς απάντησι, και του είπα ήρεμα και με κάθε αντικειμενικότητα ότι την απόφασι για την εγχείρησι θα μπορούσε μόνος ο χειρουργός να την πάρη, γιατί εκείνος φέρει ολόκληρη την ευθύνη.
Προσπάθησε να με διακόψη αλλά εγώ συνέχισα να του εξηγώ τους ενδοιασμούς μου και πρόσθεσα ότι έδειξα στον διευθυντή μου την περίπτωσι του αρρώστου και εκείνος απέκλεισε την άμεση επέμβασι.
—Έχουμε την υποψία κ. καθηγητά, ότι μπορεί και να πρόκειται για καμμιά άλλη αρρώστια!
Τότε έχασε τελείως την αυτοκυριαρχία του, μου έκοψε απότομα την κουβέντα και βρυχήθηκε:
— Αυτό είναι τελείως αδύνατον! Είναι πραγματικά ανήκουστο δεν μπορείτε να ενεργήτε έτσι!
Μανιασμένος μου γύρισε την πλάτη και έφυγε. Είχε θεωρήσει την αντικειμενική μου άρνησι σαν μια αδιάντροπη αλαζονεία.
Βαθιά στενοχωρημένος απ’ τη σκηνή συνέχισα το δρόμο μου, εξήτασα εκείνον τον άρρωστο για τον οποίον με είχαν προσκαλέσει, ξαναγύρισα όμως πολύ γρήγορα στην κλινική μου, πήγα στον διευθυντή και του ανεκοίνωσα την πορεία των πραγμάτων. Μου έγνεψε κουρασμένα με το χέρι του και μου είπε:
—Ωχ, αφήστε τα αυτά τώρα. Δεν είναι η πρώτη φορά που παθολόγοι και χειρουργοί έχουν διαφορετική γνώμη!

* * *

Το βράδυ ήλθε η γυναίκα του αρρώστου. Μου φάνηκε πρόωρα γερασμένη και βασανισμένη από τις φροντίδες. Το μαύρο μαντήλι που είχε στο κεφάλι της άφηνε να φαίνωνται μερικές γκριζωπές τούφες μαλλιών. Δεν ήλθε μόνη. Έφερε μαζί το πεντάχρονο αγόρι της. Όταν με είδε άρχισε να κλαίη. Και του παιδιού τα μάτια ήταν δακρυσμένα. Όπως φαίνεται η μητέρα είχε πιστέψει ότι την φωνάξαμε, γιατί ο πατέρας πέθανε. Προσπάθησα να την καθησυχάσω, αλλά παρετήρησα ότι δεν έδινε πίστι στα λόγια μου και εξακολουθούσε να αμφιβάλλη. Γι’ αυτό την πήρα μαζί μου και την άφησα να ιδή για λίγο τον άνδρα της. Εκείνος ήταν βυθισμένος σε λήθαργο, ανέπνεε βαριά, δεν ανεγνώριζε κανέναν. Τους άφησα και τους δυό να τον ιδούν από την ανοιχτή πόρτα και μετά τους πήρα στο γραφείο μου. Έπιασα απ’ το χέρι τον μικρό και εκείνος με άφησε να τον οδηγώ χωρίς αντίστασι. Ήταν ένα πολύ χαριτωμένο αγοράκι με σκούρα μαλλιά, με όμορφο κανονικό χωριάτικο πρόσωπο. Έβλεπε κανείς ότι το παιδί ήταν καλοδιατηρημένο. Φορούσε καθαρά φροντισμένα ρούχα.
Ο μικρός άρχισε να κλαίη. Δάγκωνε σπασμωδικά τα χείλη του και τα δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα του. Η μητέρα θεώρησε ίσως ότι έπρεπε να ζητήση συγγνώμη και να μου δώση μια εξήγησι. Παρηγορώντας του μικρό, που έκρυβε το πρόσωπο του μέσ’ στο φουστάνι της μου είπε σιγαλά:
— Του μικρού του κόστισε πολύ. .. είναι τόσο συνδεδεμένος με τον πατέρα του… απόψε τη νύχτα φώναζε στον ύπνο του δυνατά, φώναζε τρομερά… και έκλαιγε… μόλις και μετά βίας μπόρεσα να τον ησυχάσω!
Αυτό με εξέπληξε. Πήρα τον μικρό προς το μέρος μου, του χάιδεψα το κεφάλι και τον ρώτησα:
— Λοιπόν, γιατί έκλεγες απόψε ;
Το παιδί σώπασε μια στιγμή και μετά απήντησε:
— Για τον ποντικό … ονειρεύτηκα το μεγάλο ποντικό! Σιγά και πολύ προσεκτικά προχώρησα πάρα κάτω.
— τον ποντικό; ονειρεύτηκες έναν ποντικό, έτσι; Και τι ποντικός ήταν αυτός;
Ύστερα από μικρό δισταγμό απήντησε:
— Ναι, ήταν εκείνος ο κακός ποντικός, που δάγκωσε τον πατέρα! Ήμουν με τον πατέρα έξω για ξύλα και καθώς ο πατέρας πετούσε κάτω τα κλαριά των δένδρων, τότε είδα εγώ τον μεγάλο ποντικό και φώναξα στον πατέρα: «πρόσεξε πατέρα! ένας μεγάλος ποντικός!» αλλά ο ποντικός είχε κιόλας πηδήσει πάνω στο πόδι του και τον δάγκωσε. Ο πατέρας σήκωσε το παντελόνι του και κύτταξε. Και είδα στη γάμπα του μια μικρή δαγκωματιά με αίμα!
— Πότε έγινε αυτό; ρώτησα τη γυναίκα. Και πήρα την απάντησι:
—Πριν από τέσσερις εβδομάδες… τόσο περίπου, γιατρέ! Και εγώ είδα τις δυό πληγές, ήταν αρκετά μεγάλες! Είδα ακόμη ότι ο άνδρας μου έπλυνε το δάγκωμα. Ο μικρός ήταν δίπλα του και κύτταζε.
Τους έδιωξα και τους δυό σε λίγο. Επί τέλους είχα βρει τις ενδείξεις που ζητούσα για το τι μπορούσε να ήταν: ένα δάγκωμα αρουραίου δηλαδή μια μόλυνσις. Έτρεξα πάνω στο Μικροβιολογικό Ινστιτούτο και έφθασα μέχρι τον ίδιο τον καθηγητή, τον διευθυντή του Ινστιτούτου. Του ανεκοίνωσα την περίπτωσι και την πιθανή διάγνωσι. Ο καθηγητής με άκουσε με προσοχή και φρόντισε ο ίδιος αυτή τη φορά για τις ορρολογικές εξετάσεις. Είπε να δοκιμάσουν τον ορρό του άρρωστου με διάφορα τέστ ορρών. Γι’ αυτή τη δουλειά θα χρειάζονταν φυσικά κάμποσες ώρες. Γύρισα λοιπόν, ύστερα απ’ τη συζήτησί μας, πίσω στην κλινική, στον άρρωστο μου. Λέγω στον άρρωστο μου και τύχω σκεφθή αυτό το πράγμα, γιατί αν στα χέρια του γιατρού βρίσκεται η ζωή και η υγεία του κάθε ενός αρρώστου, αυτός ο φτωχός ξυλοκόπος ήταν κατά έναν εντελώς ιδιαίτερο τρόπο δικός μου άρρωστος. Το οριστικό αποτέλεσμα δεν θα μπορούσαμε να το είχαμε πριν απ’ την άλλη μέρα το πρωΐ και επομένως προς το παρόν έπρεπε με προσωρινά μέσα να προσπαθήσουμε να μην χειροτερέψη η κατάστασις.
Ολόκληρη τη νύχτα έμεινα στο δωμάτιο του αρρώστου. Του κάναμε μια μετάγγισι στην αρχή και μετά συνεχίσαμε με έναν σακχαρούχο ορρό ενδοφλεβίως, γιατί ήξερα ότι η σάκχαρις προφυλάσσει τα ηπατικά κύτταρα από πολλών ειδών καταστροφές. Έκτος αυτού, κατά διαστήματα, του δίναμε φάρμακα για την καρδιά και για το κυκλοφορικό. Του δώσαμε ακόμη και οξυγόνο. Παρεπονείτο ότι διψούσε, όπως πολλοί άρρωστοι σε παρόμοιες περιπτώσεις. Είπα να του δώσουν ελεύθερα χυμό φρούτων και κονιάκ με αυγό. Του έκανε καλό.
Όλα αυτά βέβαια δεν αποτελούσαν καμμιά ειδική θεραπεία, αλλά δεν μπορούσαμε ν’ αρχίσουμε θεραπεία προτού έχουμε την οριστική ορρολογική διάγνωσι. Τουλάχιστον κατορθώσαμε να περάση ο άνθρωπος την κρίσιμη νύχτα. Η κατάστασίς του μέχρι το πρωί δεν είχε αξιόλογα επιδεινωθή.
Φυσικά μου ήταν ξεκάθαρο ότι και σε περίπτωσι που η διάγνωσίς μου θα επεβεβαιώνετο, οι ελπίδες να τον σώσουμε ήταν ελάχιστες. Ήξερα όμως ακόμη ότι μερικοί άνθρωποι είχαν ζήσει ύστερα από μια τέτοια μόλυνσι.
Κατά τα ξημερώματα άφησα τον άρρωστο, πεθαμένος απ’ την κούρασι και εξουθενωμένος. Στο γραφείο μου έπεσα με τα ρούχα στον καναπέ και θα έπρεπε ν’ αποκοιμήθηκα γιατί λίγο μετά τις 8 το πρωί με ξύπνησε μια αδελφή λέγοντάς μου ότι χτυπούσε το τηλέφωνο του γραφείου μου. Σηκώθηκα απότομα και έπιασα το ακουστικό. Με έκπληξί μου κατάλαβα ότι ήταν ο ίδιος ο καθηγητής στο τηλέφωνο. Μου μιλούσε απ’ το Μικροβιολογικό Ινστιτούτο και μου είπε:
— Έχετε απόλυτο δίκιο κ. συνάδελφε. Ο ορρός του αρρώστου μας συγκολλάται εντονώτατα με το αντιδραστήριο του Weil. Επομένως πρόκειται για ίκτερο του Weil, οφειλόμενο στο δήγμα του ποντικού. Δεν υπάρχει πια καμμιά αμφιβολία. Η συγκόλλησις είναι θετική 1:1600. Θα σας στείλω σε λίγο γραπτώς την απάντησι.
Τον ευχαρίστησα εγκάρδια μ’ ένα αίσθημα Ικανοποιήσεως. «Τι θα γινόταν αν είχες εγχειρήσει τον άνθρωπο;» αναρρωτιόμουν αδιάκοπα. Θα είχα ανοίξη την κοιλιά, θα έψαχνα για την πέτρα, θα ξανάψαχνα και δεν θα την έβρισκα και κατόπιν, όπως φαίνονταν τα πράγματα με την αξιοθρήνητη κατάστασι του αρρώστου, θα μου έμενε πάνω στο χειρουργικό τραπέζι.
Ήλθε τέλος η στιγμή που θα μπορούσα να προχωρήσω στην καταπολέμησι αυτής της φρικτής μολύνσεως με ειδικά μέσα. Σήμερα βέβαια θα ήταν σχετικά απλό και σίγουρο πράγμα, αλλά τότε δεν ήξερε ακόμη κανείς ότι οι μύκητες της μούχλας θα μπορούσαν να παραγάγουν τα πιο αξιόλογα θεραπευτικά μέσα. Και η σκέψις του τι μπορούσα να κάνω μ’ έφερνε στην πιο μεγάλη αμηχανία, γιατί δεν υπήρχε κανένα σίγουρο μέσον. Όπως και αν είχαν τα πράγματα, βρισκόταν στη διάθεσί μου ο ειδικός ορρός κατά της νόσου του Weil και απ’ αυτόν τον ορρό θα χρησιμοποιούσα τώρα επί ημέρες, ολόκληρες δόσεις. Κατόπιν μου ήλθε η σκέψις ότι θα μπορούσε κανείς να κατορθώση κάτι στο τέλος με τα παράγωγα του αρσενικού. Σκέφτηκα το Salvarsan μ’ αυτό όμως έπρεπε να προχωρώ προσεκτικά, λόγω της καταστάσεως του ήπατος. Salvarsan είχαμε, αλλά τον ορρό του Weil έπρεπε να τον κατασκευάσουμε. Ευτυχώς ο καθηγητής είχε κάμει μια ωρισμένη προμήθεια, την οποίαν ευχαρίστως έθετε στην διάθεσί μου.

Αφού εκινητοποίησα όλα αυτά τα μέσα, έτρεξα επάνω στον διευθυντή της χειρουργικής κλινικής. τον βρήκα στο δωμάτιο του. Μόλις ετοιμαζόταν για μια εγχείρησι. Αυτό όμως δεν μ’ εμπόδισε να τον πλησιάσω:
— Ξέρετε τι έχει στην πραγματικότητα ο κίτρινος άνθρωπος; του είπα ξαφνικά.
Ο Διευθυντής άκουγε με πολύ ενδιαφέρον και είπε:
— Ναι, λέγετε λοιπόν.
— Έχει ίκτερο του Weil. Η ορρολογική αντίδρασις είναι εντονώτατα θετική και πράγματι προ 4 εβδομάδων τον δάγκωσε ένας αρουραίος. Μου τηλεφώνησε ο ίδιος ο καθηγητής και μου στέλνει σε λίγο και την απάντησι.
Τότε ανασηκώθηκε ο διευθυντής και μουρμούρισε:
—Αυτό είναι άνω ποταμών ! Πηγαίνετε τώρα αμέσως επάνω στους παθολόγους και ανακοινώστε τους αυτή την έκπληξι. Θα ήταν πράγματι ωραία Ιστορία, αν είχατε εγχειρήσει τον άρρωστο!
Αν και πάρα πολύ συμμεριζόμουν τις απόψεις του καθηγητού μου, η παραγγελία που μου έδινε δεν μου ήταν καθόλου ευχάριστη γιατί το πλανάσθαι είναι ανθρώπινον και η σκέψις να υποδείξω δημοσία σ’ έναν φημισμένο γιατρό μια τόσο βαρειά διαγνωστική πλάνη, πράγμα τόσο λυπηρό για κείνον, με λυπούσε πολύ. Πρέπει να ομολογήσω ότι εδίστασα κάπως να εκτελέσω την παραγγελία, αλλά στο τέλος αποφάσισα, παρ’ όλ’ αυτά, να πάω στην παθολογική κλινική για να ανακοινώσω στους παθολόγους την σωστή διάγνωσι.
Δεν μπορούσα να έχω το θράσος να κρίνω ένα φημισμένο άνθρωπο, αλλά ήθελα μόνον να του δώσω να καταλάβη ότι εμείς οι χειρουργοί δεν παραιτούμεθα ποτέ από τα δικαιώματα μας και τις υποχρεώσεις μας να μορφώνουμε ιδίαν γνώμην και να ενεργούμε αναλόγως. Αυτός ήταν ο λόγος, που νίκησε την δυσκολία μου και με έκανε να ενεργήσω χωρίς να έχω καμμιά ιδιαίτερη σκέψι ούτε για το πρόσωπο μου ούτε για την κατάστασι. Έβαλα την απάντησι του καθηγητού στην τσέπη μου και ανέβηκα επάνω. Πέρασα την όμορφη είσοδο της παθολογικής κλινικής και πήγα σ’ ένα απομακρυσμένο τμήμα όπου, όπως μου είπαν, εκείνη την ώρα ο διάσημος γιατρός έκανε επίσκεψι μαζί με τους βοηθούς του.
Μου άνοιξαν την πόρτα και βρέθηκα σ’ ένα πλήθος 30—40 Ιατρών, βοηθών και από τα δύο φύλα, υποβοηθών και αδελφών. Από το κέντρο του κύκλου όλων αυτών των ανθρώπων άκουσα τη φωνή του καθηγητού που δίδασκε. Όταν με είδαν σχημάτισαν ένα είδος διαδρόμου. Ο καθηγητής γύρισε, διέκοψε τον λόγο του και με υπεδέχθη με έναν παγερό και σχεδόν ειρωνικό τρόπο:
—Ω, οποία έκπληξις! Οποία αυθεντία εν τω μέσω ημών. Τι ωραία μας φέρνετε ιατρέ ;
Γρήγορα και στεγνά του απήντησα.
— Θα σας ενδιαφέρει ξάπαντος να μάθετε από το τι υποφέρει ο άνθρωπος με το βαρύ ίκτερο.
— Ναι. Λοιπόν ; ψιθύρισε σιγά.
—Έχει ίκτερο του Weil.
—Αποκλείεται! φώναξε υπερβολικά εκνευρισμένος. Αυτό αποκλείεται τελείως, καταλαβαίνετε ; Τελείως αποκλείεται!
— Είναι ίκτερος του Weil, κύριε καθηγητά, τον διώρθωσα. Ο διευθυντής του Μικροβιολογικού Ινστιτούτου μου τηλεφώνησε σήμερα το πρωί ο ίδιος και παρακαλώ, εδώ είναι το πρωτότυπο της απαντήσεώς του, τα ορρολογικά συμπεράσματα και η διάγνωσις: ίκτερος του Weil. Και ακόμη κάτι κύριε καθηγητά: τον ξυλοκόπο, προ 4 εβδομάδων, όπως ξέρουμε τώρα, τον δάγκωσε ένας αρουραίος. Έτσι εξηγείται ίσως η περίπτωσις. Δεν τον εγχείρησα! πρόσθεσα.
Έγινε ένα διάλειμμα ένα πολύ οδυνηρό διάλειμμα. Δεν μιλούσε κανείς.
Κατόπιν είπε ο διάσημος άνθρωπος με μια ελαφρά ειρωνική φωνή:
—Ω! μου φαίνεται ότι πρέπει κανείς να σας πάρη στα σοβαρά.
—Παρακαλώ, είπα, υπεκλίθην και έφυγα.
Πίσω μου κυριαρχούσε σιωπή• ήξερα όμως ότι από δω και πέρα είχα έναν ακόμη εχθρό μέσα στην κλινική.
Το άσχημο αυτό Ιντερμέτζο δεν με απησχόλησε για πολύ, γιατί τώρα είχε αξία μονάχα το να αναλάβω τον αγώνα για τη ζωή του αρρώστου, του δικού μου αρρώστου. Ήταν ένας αγώνας, που κράτησε πολλές ημέρες και νύχτες. Όλοι εκείνοι που έλαβαν μέρος σ’ αυτόν, ταλαντεύονταν διαρκώς ανάμεσα στην ελπίδα και στην απογοήτευσι.

Οπωσδήποτε παρετηρήσαμε, ύστερα από 8 ημέρες, ότι η λειτουργία του ήπατος επανερχόταν και μαζί της έφερνε σιγά – σιγά μια βελτίωσι. Ο βαρύς ίκτερος χανόταν όλο και πιο πολύ, το δέρμα γινόταν πιο ανοιχτό, μονάχα τα μάτια έμειναν για πολύ ακόμη κίτρινα. Ο πυρετός κατέβηκε. Η απάθεια, που είναι τόσο χαρακτηριστική σ’ αυτούς τους αρρώστους, χανόταν από μέρα σε μέρα. Έγινε ζωηρότερος. Μπορούσαμε σε λίγο να σταματήσουμε τα ειδικά φάρμακα και να περιοριστούμε μόνο σε μια δίαιτα για το σηκώτι. Μόνον σάκχαρι είπα να του δίνουν για πολύν καιρό ακόμη. Ήθελα, τις βλάβες του σηκωτιού, που θα έμεναν ενδεχομένως, να τις ελαττώσω όσο ήταν δυνατόν περισσότερο. Ο άρρωστος μου πήγαινε καλύτερα, αλλά τώρα άρχισε ο μικρός του γιος να μας ανησυχή. Η μητέρα ήλθε μια μέρα απελπισμένη και μου είπε ότι το παιδί της ήταν πολύ νευρικό, δεν είχε ύπνο και φώναζε τη νύχτα διαρκώς, γιατί το βασάνιζε το όνειρο του ποντικού. Σκέφτηκα για μια στιγμή και την παρεκάλεσα να μου φέρη μια μέρα τον μικρό. Εκείνη ήλθε ύστερα από λίγες ημέρες και εγώ πήρα το παιδί μόνο στο γραφείο μου, το έβαλα να καθήση σε μια βαθειά πολυθρόνα και του είπα, όσο πιο στοργικά μπορούσα:
— Κύτταξε, απ’ αυτά που μου είπες συ μόνος σου, ότι τον πατέρα σου τον δάγκωσε ένα κακό ποντίκι, μπορέσαμε να σώσουμε τη ζωή του πατέρα σου. Το καταλαβαίνεις αυτό ;
Του επανέλαβα αυτή την εξήγησι πολλές φορές και του εξήγησα ακόμη ότι:
—Εσύ είχες ονειρευτή το ποντίκι. Ο καλός Θεός σου είχε στείλει αυτό το όνειρο για να μου το πης. Έτσι για πρώτη φορά έμαθα από τι είχε αρρωστήσει τόσο βαριά ο πατέρας σου.
Κατόπιν τον χάιδεψα, τον πήρα από το χέρι και τον έφερα στη μητέρα του.
Κάποια μέρα είδαμε πια οριστικά, ότι ο άρρωστος μας είχε πράγματι περάσει τη βαρειά αρρώστια, την αρρώστια απ’ το δάγκωμα του αρουραίου, τον περιβόητο ίκτερο του Weil. Επί τέλους μπορούσε να μας αφήση.

Η γυναίκα του και το παιδί του ήλθαν και τον πήραν. Και η μητέρα μου διηγήθηκε ευτυχισμένη ότι τώρα ο μικρός ήταν πάλι πολύ ήσυχος και κοιμόταν τις νύχτες χωρίς να ονειρεύεται.
Τους συνώδευσα μέχρι την πόρτα του νοσοκομείου.
Σε κάθε κλινική υπάρχει ένα διαρκές πήγαινε – έλα. Ο χαιρετισμός και ο αποχαιρετισμός ακολουθούν ο ένας τον άλλον, καθένας με το ιδιαίτερο χρώμα του, σε μια ατέλειωτη ποικιλία. Ποτέ όμως δεν θα ξεχάσω τα ευτυχισμένα καστανά μάτια του μικρού που με κύτταζαν καθώς έβαλε το ζεστό παιδικό του χεράκι μέσα στο δικό μου και με μια κάπως τρεμάμενη φωνή μου είπε:
—Ο Θεός να σας ανταμείψη γιατρέ.

Από το βιβλίο: «Πίσω μας στέκει ο Θεός» του HANS KILLIANS.
Μετάφρασις: Δ/ρος Αγλαίας Μπιμπή – Παπασπυροπούλου. Έκδοσις δεκάτη.
Εκδόσεις «Η Δαμασκός». Αθήναι 2006.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.