12 Απριλίου, μνήμη του Οσίου Ακακίου του Καυσοκαλυβίτου: Βίος – Αρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου.

Τη δωδεκάτη του αυτού μηνός (Απριλίου), μνήμη και του Οσίου πατρός ημών Ακακίου του νέου, του Καυσοκαλυβίτου.

Ει και νέος συ Aκάκιε τοις χρόνοις,
Αλλ’ ουν παλαιούς υπερήρας τοις πόνοις.

Ο Άγιος Ακάκιος, ευηρέστησε τω Θεώ, όχι με το αίμά του, αλλά με τα δάκρυά του και την ασκητική ζωή του. Ασκήτεψε στην περιοχή των Καυσοκαλυβίων, στα όρια της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους. Ας ρίξουμε μια ματιά στον υπεράνθρωπο βίο του, που τον έκαμε μάρτυρα τη προαιρέσει και αθλητή της μοναχικής πολιτείας υπερθαύμαστο.

Καταγόταν από ένα χωριό των Θεσσαλικών Αγράφων που ονομάζονταν Γόλιτζα. Τώρα ονομάζεται Άγιος Ακάκιος, προς τιμήν του Αγίου μας.

Γεννήθηκε από γονείς ευλαβείς και κατά την βάπτισί του ωνομάσθη Αναστάσιος. Όταν ήταν νήπιο ακόμη, έχασε τον πατέρα του. Αυτό είχε σαν συνέπεια να μεγαλώση με τον αδελφό του, μέσα σε μεγάλη φτώχεια. Γράμματα δεν έμαθε και λόγω εσχάτης πενίας και λόγω του ότι σχολείο στο χωριό του δεν υπήρχε.

Όμως η χάρις του Κυρίου τον επεσκέφθη άλλως πως. Στα χρόνια εκείνα υπήρχεν η ευλογημένη συνήθεια να διαβάζουν στις εκκλησίες τους βίους των Αγίων. Υπήρχαν βιβλία με τέτοιους βίους μεταφρασμένους στην γλώσσα του λαού. Από αυτά έβαζαν ανάγνωσι στην Εκκλησία, ο κόσμος τα καταλάβαινε, μπαίναν στην καρδιά του και διατηρούνταν έτσι η πίστις του Χριστού.

Αυτούς τους βίους των Αγίων, των Μαρτύρων, των Ασκητών, τους άκουε με πολλή προσοχή ο νεαρός Ακάκιος και κατενύσσετο και εδάκρυζε. Ήδη, αρκετά ενωρίς η καρδία του δόθηκε στον Χριστό, και αποφάσισε να αφιερώση την ζωή του σ’ Αυτόν.

Η μάνα του τον επίεζε με επιμονή να νυμφευθή και να μείνη στο χωριό, αλλά το μυαλό του Αγίου, ήταν αλλού πια. Φεύγει από το χωριό, και έρχεται στα μέρη της Ζαγοράς. Εκεί κοντά στην Μακρυνίτσα υπάρχει μέχρι σήμερα το Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, το επικαλούμενο• της Σουρβιάς. Το είχε χτίσει ο Όσιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω. Εισέρχεται λοιπόν ο Αναστάσιος ως δόκιμος και μετά από πλήρη και κανονική δοκιμασία, αξιώνεται του Αγγελικού Σχήματος. Κείρεται μοναχός, και ονομάζεται Ακάκιος. Εντείνει έτι πλέον τους πνευματικούς του αγώνες, τις νηστείες, την χαμευνία και τις τόσες άλλες αρετές που χαρακτηρίζουν την μοναχική πολιτεία.

Ο πόθος του για κάτι το πιο έντονο, το πιο ασκητικό, τον έκαμε να αφίση την Σουρβιά, και να μεταβή στο Άγιον Όρος. Εκεί, σαν μέλισσα φίλεργος, περιέρχεται όλα τα Μοναστήρια και τα λοιπά ιερά σεμνεία, και συλλέγει το νέκταρ της ασκητικής βιοτής. Όπου άκουε για κάποιον ενάρετο γέροντα ή για κάποιον φημισμένο ασκητή, έτρεχε ως διψώσα έλαφος για να ξεδιψάση στα νάματα των θείων διδασκαλιών του.

Δεν έμεινε χωρίς πειρασμούς, Ο μισόκαλος διάβολος, πολλές φορές επεχείρισε να υποσκελίση τον Άγιον, έχων ως συμμάχους και μερικούς κακόγνωμονες μοναχούς. Όλους όμως τους υπερνίκησε εν τω ενδυναμούντι αυτόν Χριστώ και ταις πρεσβείαις της εφόρου και προστάτιδος του ιερού αυτού τόπου, της Κυρίας, λέγω, Θεοτόκου.

Περιπλανώμενος στο Άγιον Όρος προς αναζήτησιν καταλλήλου ερημικής γωνιάς, έφθασε εις τα έσχατα όρια του Άθω, στην περιοχή των Καυσοκαλυβίων. Ήταν τότε τόπος εντελώς ερημικός. Από πάνω η κορυφή του Άθω, από κάτω η σχεδόν πάντοτε φουρτουνιασμένη θάλασσα. Βράχοι αλίκτυποι, γκρεμοί απότομοι, τόπος αλίμενος, αφιλόξενος. Λίγοι θάμνοι που αγωνίζονταν να ριζώσουν στον γρανίτη, η θάλασσα από κάτω να βρυχάται μανιασμένη. Ο βοριάς να σφυρίζει συνεχώς ανάμεσα στα λίγα δέντρα. Τόπος άγριος, χειμώνας βαρύς. Τα χιόνια του Άθωνος να φθάνουν ως την θάλασσα και το κύμα να παίζη μαζί τους. Να μην ξέρης ποιό είναι το χιόνι και πιο το κύμα. Στις σπηλιές της στεριάς αγρίμια, στις σπηλιές της θάλασσας φώκιες.

Τόπος τραχύς, έρημο από ανθρώπινη παρουσία. Καυσοκαλύβια ωνομάσθηκαν γιατί ένας πολύ παληός Άγιος, ο Μάξιμος, έζησε εκεί. Και θέλοντας να αισθάνεται ότι είναι πάροικος και ξένος σ’ αυτήν την γη, έστηνε μια καλύβα και μετά την έκαιγε. Και μετά άλλη…άλλη…

Έμεινε λοιπόν ο Άγιός μας στα υψηλότερα μέρη των Καυσοκαλυβίων, στην Μεταμόρφωσι, για είκοσι ολόκληρα χρόνια. Εκεί σκάλιζε ξύλινα κουτάλια που τα αντήλλασε με παξιμάδι και άλλα αναγκαία από τα γειτονικά Μοναστήρια της Μεγίστης Λαύρας και του Αγίου Παύλου. Ετρέφετο με ξερό ψωμί, νερό, άγρια χόρτα και αγριοκάστανα από τα γειτονικά δάση. Έτρωγε δε κάθε δύο η τρεις ημέρες.

Μετά τα είκοσι χρόνια, επειδή εκεί ψηλά το κλίμα ήταν βαρύ, και ανυπόφορο, κατέβηκε προς την θάλασσα. Βρήκε την σπηλιά που κάποτε και για ένα διάστημα έζησε ο Άγιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης. Ήταν η τελευταία επί γης κατοικία του.

Έκεί αύξησε τους πνευματικούς του αγώνες. Διήρχετο ως άσαρκος. Ξεχνούσε να φάη για πολλές ημέρες. Η τροφή του ήταν χόρτα αποξηραμένα και τριμμένα και νερό βρόχινο. Το χειμώνα μάζευε το νερό σε μια πήλινη στάμνα. Το καλοκαίρι ερχόταν ένα θαυμαστό σύννεφο, που άφινε άφθονη δροσιά, και μ’ αυτή γέμιζε το σταμνί.

Σαν τον Μεγαλο Αντώνιο, πολεμούσε μερα-νύχτα με τους δαίμονες. Αλλ’ ο μακάριος Ακάκιος, θεωρούσε τις προσβολές, και τις επιθέσεις τους ως βέλη νηπίων και ούτε που τους λογάριαζε καθόλου.

Στα χρόνια αυτά, ήλθε και έμεινε μαζί του για αρκετό καιρό, ο Οσιομάρτυς Ρωμανός, ο εξ Αντρανόβης Καρπενησίου. Αγωνίζονταν και οι δύο σαν εντελώς άσαρκοι. Ο Ρωμανός είχε κατά νουν μόνο το μαρτύριο. Γι’ αυτό ο Γέροντάς του, βλέποντάς τον να λειώνη απεφάσισε να τον αφίση να πάη, να μαρτυρήση. Έκαμαν και οι δύο εντατική προσευχή, και κατόπιν χωρίσθηκαν, δίδοντας ο ένας στον άλλο, μια συγκινητική υπόσχεσι: Συμφώνησαν, ο μεν Άγιος Ακάκιος να επικαλήται με θέρμη τον Άγιο Θεό, ώστε ο υποτακτικός του να επιτύχη το ποθούμενο, να μαρτυρήση δηλαδή για την αγάπη του Χριστού• ο δε Άγιος Ρωμανός, εάν μαρτυρήση να πρεσβεύη στον Κύριο για την σωτηρία της ψυχής του Γέροντός του και να τον αξιώση ο Θεός να παραμείνη στην σπηλιά του μέχρι τον θάνατό του. Ακόμη συμφώνησαν να παρακαλούν και οι δυο τον Θεό, να τους κατατάξη στον Παράδεισο και τους δύο μαζί.

Μετά, ο Ρωμανός, έγινε μεγαλόσχημος μοναχός, και έφυγε για το μαρτύριο. Ο Άγιος Ακάκιος ενέτεινε ακόμη τους αγώνες της ασκήσεώς του. Μετά το μαρτύριο, ο Άγιος Ρωμανός, εφαίνετο στον ύπνο του και στο ξύπνιο του λευκοφορεμένος, ιλαρός και γελαστός, ενισχύοντας και παρηγορώντας τον.

Ο Άγιος, σαν μοναδική του περιουσία, είχε ένα παληόρασο. Το φορούσε μόνο όταν κάποιοι έρχονταν να τον δουν και να πάρουν την ευχή του. Έφευγεν ως από πυρός, τους επαίνους των ανθρώπων, γιατί ήξερε ότι εξ αυτών πολλοί των μοναχών έπεσαν εις έπαρσιν και υπερηφανεία.

Σε κάποιο βαρύ χειμώνα, έπεσε τόσο πολύ χιόνι, που ο Άγιος έτρεμε από το κρύο. Ανάβει φωτιά μέσα στην σπηλιά, και προσπαθεί να ζεσταθή, αλλ’ εις μάτην. Όσο πλησίαζε στην φωτιά, τόσο αισθανόταν τα μέλη του πιο παγωμένα. Κατάλαβε τότε, ότι αυτό το πάγωμα των μελών του δεν ήταν φυσικό, αλλά τέχνασμα του πονηρού. Πετάει την φωτιά, και την σβήνει. Βγαίνει γυμνός στα χιόνια, οπότε μια θαυμαστή δύναμις τον περιέβαλε με θαλπωρή, και θερμότητα.

Η φήμη του Αγίου δεν άργησε να διαδοθή στα πέρατα της Ορθοδοξίας. Άρχισαν λοιπόν, να καταφθάνουν πάμπολλοι για να ευλογηθούν, να ακούσουν τις διδαχές του η απλώς μόνον να τον δουν από κοντά. Να δουν τον ουράνιο άνθρωπο και επίγειον Άγγελον.

Αξιώθηκε να αποκτήση πνευματικόν χάρισμα. Αξιώθηκε επίσης να γνωρίζη όσους τον πλησίαζαν, αν ζούσαν με αρετή, η αν περνούσαν την ζωή τους με αμαρτίες.

Πολλοί, έρχονταν πλησίον του, για να διδαχθούν την μοναχική ζωή. Εκτός του προρρηθέντος Ρωμανού, και άλλοι δύο Οσιομάρτυρες ηυτύχησαν να προετοιμασθούν από τον Άγιο, να ενισχυθούν για το μαρτύριο και να πάρουν την ευχή του. Ήσαν οι Οσιομάρτυρες Νικόδημος και Παχώμιος ο Ρώσος.

Ολίγον κατ’ ολίγον, η έρημος γίνεται πόλις. Γύρω από την σπηλιά, συγκεντρώνονται και άλλοι μοναχοί. Καλύβες άρχισαν να κτίζωνται μέσα στα βαθουλώματα των βράχων. Μοναχοί που ελκύσθηκαν από την αγιότητα του Ακακίου θέλησαν να γίνουν μαθηταί του, να μείνουν κοντά του. Η πέτρα ήταν άφθονη. Οι καλόγηροι ήσαν μάστοροι οι ίδιοι. Έχτισαν πεζούλια, έστησαν καλντερίμια, έχτισαν καλύβες, ωκοδόμησαν εκκλησίες, κουβάλησαν χώμα στους ώμους, διαμόρφωσαν κήπους, ίσιασαν γκρεμούς, έπηξαν καλιάς, έχτισαν φωληές, και έτσι έλαβε μορφη η μέχρι σήμερα αξιοθαύμαστη και χαριέστατη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων.

Όλα καλά, αλλά νερό δεν υπήρχε. Το βρόχινο δεν ήταν αρκετό για χτίσιμο, για πότισμα. Και πως θα ζούσαν τόσοι άνθρωποι; Ο Όσιος, βλέποντας ότι οι πατέρες επληθύνοντο, και οι ανάγκες αυξάνονταν, κατάλαβε ότι υπήρχε άμεσως ανάγκη νερού. Προσηυχήθη εκτενώς και του απεκαλύφθη που υπήρχε φλέβα. Έσκαψαν κατά την υπόδειξι του Αγίου και ανέβλυσε ύδωρ διαυγέστατο και άφθονο, που μπορεί και μύλο να κινήση. Αυτή η πηγή, υδρεύει και αρδεύει και κάνει καταπράσινη όασι την Σκήτη μέχρι και Σήμερα.

Μεταξύ των πολλών αρετών και κατορθωμάτων του Αγιου, εθαυμάζετο ιδιαίτερα η νίκη του κατά του ύπνου. Κοιμόταν μισή ώρα το εικοσιτετράωρο, καίτοι ήτο γέρων πλέον και έπασχεν από κήλη. Τον υπόλοιπο χρόνο προσευχόταν.

Το πιο παράδοξο από όλα ήτο πως ενώ ήταν αγράμματος, διάβαζε κατανοώντας καλά αυτά που διάβαζε. Κατανούσε και τα πιο δυσνόητα βιβλία, κυρίως την Αγία Γραφή. Το Πανάγιον Πνεύμα που εσόφισε τους αγραμμάτους αλιείς φώτιζε και τον Άγιο ώστε να μπορεί να αναγινώσκη, να εννοή και να διδάσκη τα θεία λόγια.

Εκείνη την εποχή (αρχές του 18ου αι.), Πατριάρχης Ιεροσολύμων ήταν ο πολύς Χρύσανθος. Ανήρ μεγάλης μορφώσεως και στα θεολογικά, και στα εξωτερικά, την Φυσική, την Αστρονομία κ.λ.π. Ήτο δε, και συγγραφεύς έργων θεολογικών, αστρονομικών κ.λ.π. Αυτός λοιπόν ο ευλαβέστατος και φωτισμένος Πατριάρχης, έμαθε για τις αρετές και τα θαύματα του Αγίου και ήλθε στο Άγιον Όρος επί τούτω, να πάρη την ευχήν του. Με πολύν κόπον έφθασε στα Καυσοκαλύβια και βρήκε τον Άγιο στην σπηλιά του. Συζήτησαν για ώρες πολλές, πάνω στα άρρητα μυστήρια της Εκκλησίας μας και εις τα εις σωτηρίαν της ψυχής μας συντείνοντα. Κατενόησε το υψηλόν της διακρίσεως, την όντως αγίαν ζωήν, και το φωτισμόν του Αγίου και έφυγε γεμάτος θαυμασμό. Στα κατοπινά χρόνια, εκήρυττε όπου και αν πήγαινε: Είδα ένα νέο Προφήτη Ηλία και ένα νέο Βαπτιστή Ιωάννη. Είδα πολύ περισσότερα από όσα ήκουα για αυτόν.

Σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις που είχε ο Άγιος με τον μαθητή του Ιωνά (που αργότερα κατέγραψε τον βίο και τα θαύματά του) εκμηστηριευόταν ότι πολλες φορές, έβλεπε, είτε νοερώς είτε εν εκστάσει τον γλυκύτατόν του Ιησούν. Και τότε, η καθαρή καρδία του γέμιζε από άφατη γλυκύτητα.

Έγινε ο Άγιος χειραγωγός στην εν Χριστώ ζωή, εκατοντάδων ανθρώπων. Η Σκήτη των Καυσοκαλυβίων παραμένει μέχρι σήμερα αψευδής μάρτυς των αγώνων και της οσιακής του ζωής.

Αλλ’ έφθασε ο καιρός να μεταβή σ’ Αυτόν που τόσον ηγάπησε. Πλήρη ημερών, στην ηλικία των εκατών ετων, εκοιμήθη τον Οσίοις πρέποντα ύπνον. 1730 σ. ε. Απριλίου 12.

Άπειρο πλήθος μοναστών και μιγάδων, κληρικών και λαϊκών, έσπευσε να προπέμψη τον Όσιο. Σ’ όλο το Άγιον Όρος εγένετο κοπετός μέγας για την απώλεια τέτοιου μεγάλου Πατρός. Η σπηλιά του παραμένει μέχρι τώρα πηγή Σιλωάμ, για κάθε ευλαβή προσκυνητή της.

Από το βιβλίο: (Αρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου: Οι Άγιοί μας, Ι. Μ. Τατάρνης Ευρυτανίας, χ.χ.3)

Η/Υ ΠΗΓΗ:
voutsinasilias.blogspot.gr

Παράβαλε και:
12 Απριλίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Αρτέμονος: Συναξάριον, Ακολουθία.

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.