Βίος και διδαχές Γέροντος Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου (1934 – 9 Μαΐου 2019) – Αρχιμ. Ελισσαίου Σιμωνοπετρίτου.

Ομιλία στον Κατανυκτικό Εσπερινό της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως στη Μητρόπολη Καλαμαριάς. 31 Μαρτίου 2019

Να σας ευχηθώ από βάθους καρδίας και να σας παρουσιάσω μερικά στοιχεία από την ζωή, για την ζωή και περί Θεού, του έχοντος εισέτι δύναμιν πνεύματος αλλά επί πολλά έτη ασθενούντος πατρός ημών Γέροντος Αιμιλιανού, δηλαδή λίγα από τα πάμπολλα, όσα έγιναν ανάμεσά μας και όσα τα αυτιά μας άκουσαν και οι άλλοι τα είδαν. Το εγχείρημα φαίνεται απλό και εύκολο αλλά δεν είναι. Γιατί; Ενώ όταν διαβάζεις ή ακούς περί της ζωής του Γέροντος ή τις διδαχές του νιώθεις ανάπαυση και χαρά στην ψυχή σου, νιώθεις μια κίνηση και επιθυμία του Θεού, όταν όμως αγωνίζεσαι να τα διατυπώσεις ή να τα συγκεντρώσεις αισθάνεσαι πόσο φτωχός είσαι και σίγουρα φοβάσαι ότι θα τον μειώσεις. Δεν ξέρεις τι να διαλέξεις. Τι πρώτο και τι δεύτερο. Είναι μακρύς ο δρόμος, διότι βρίσκεσαι να περπατάς πάνω στα ίχνη ενός ανθρώπου που πάσχει να εκπορθήσει την ουράνιο πολιτεία και να ακολουθήσει πιστά τον δρόμο που οδηγεί στη βασιλεία του Θεού. Είναι δύσκολο να σηκώσεις το βάρος της θεοφόρου βιωτής του Γέροντος ή να τιθασεύσεις τη βαρύτιμη κληρονομιά
του, την μοναχική και πνευματική.

Μόνον λοιπόν ως φτωχοί και πένητες πλησιάζουμε σε πράγματα ανώτερά μας και επικαλούμενοι την πατρική ευλογία και σκέπη του. Από τα πάμπολλα όπως είπαμε θα παραθέσουμε λίγα που για λόγους πρακτικούς και ευληπτότερης αφομοιώσεως θα έχουν τα εξής στοιχεία:

Πρώτον, μερικές αδρές βιογραφικές πληροφορίες.

Δεύτερον, η κλ(ή)ίσις του Γέροντος, η αγωγή του Γέροντος και μερικές λίγες βασικές θέσεις του.

Και τρίτον, μαρτυρίες τρίτων περί του Γέροντος.

Και τέταρτον, αν περισσέψει χρόνος, μερικά θαυμαστά γεγονότα.

Ελάτε λοιπόν αδελφοί μου με την ευλογία του Σεβασμιωτάτου μας, να δούμε μαζί και να απολαύσουμε ένα εξαίσιο και εξελισσόμενο θέαμα.

Ο Γέροντας γεννήθηκε το 1934 στην Νίκαια του Πειραιά από ευσεβείς και αγαθούς γονείς, τον Χρήστο (ο τάφος και τα οστά του βρίσκονται στην Σιμωνόπετρα) και την Δήμητρα, μετέπειτα αδελφή Αιμιλιανή στο Μετόχι μας στην Ορμύλια. Η καταγωγή του όμως έχει μικρασιατικές ρίζες όπως κι εσείς.

Ο Γέροντας κληρονόμησε από τον παππού του Αλέξανδρο, που ήταν απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, τα πνευματικά και σωματικά χαρίσματα, και από την γιαγιά – εκοιμήθη ως μοναχή Ευταξία – ανεξάλειπτα πνευματικά βιώματα. Κοντά της ο μικρός Αλέξανδρος εξοικειώθηκε με την Αγία Γραφή, τον Συναξαριστή, το Γεροντικό, πολύ μικρός, σε ηλικία 10-12 ετών, και καρπώθηκε την θαυμαστή διδασκαλία περί προσευχής. Του έλεγε η γιαγιά του:

– Αλέξανδρε, εάν θα είσαι ήσυχος και τα σπλάχνα σου θα κράζουν τον Θεό, ο Θεός θα σε ακούει και θα σου δίνει ό,τι του ζητάς.

Μετά το Δημοτικό, στα Σήμαντρα Χαλκιδικής όπου οι παππούδες του, πήγε πάλι κοντά στους γονείς του, στην Νίκαια. Και έκτοτε ζούσε μια εντελώς προσωπική και μυστική ζωή και επιδιδόταν στη μελέτη του Ευαγγελίου και πατερικών βιβλίων και προσευχόταν με την ευχή του Ιησού όπως του δίδαξε η γιαγιά του, απ’ όπου έπαιρνε αυθεντικές απαντήσεις και θείες εμπνεύσεις για την πορεία της ζωής του. Στο διάστημα αυτό λοιπόν της εφηβικής ή προεφηβικής ηλικίας του δύο φορές έδωσε υπόσχεση αφιερώσεως ώστε να μπορούμε να πούμε ότι από νεαροτάτης ηλικίας ελογίζετο εαυτόν ως ιερό ανάθημα στον Θεό και σφάγιον εθελούσιον.

Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές, λόγω της παρεχομένης εκείνη την εποχή αγωγής και κατευθύνσεως, σκεπτόταν την ιεροσύνη με απώτερο σκοπό την εξωτερική ιεραποστολή. Έκρινε όμως ότι θα ήταν καλύτερα να αρχίσει την προετοιμασία για το σκοπό αυτό σε ένα μοναστήρι. Απευθύνεται τότε στον μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών Διονύσιο – εμείς οι παλαιότεροι τον ξέρουμε πολύ καλά και τον θαυμάζουμε – που μόλις είχε αναλάβει τα ποιμαντικά του καθήκοντα και είχε φήμη φιλομονάχου επισκόπου. Ήλθε στα Τρίκαλα ο Γέροντας το 1960 και ανέθεσε τα καθ’ εαυτόν στον ποιμενάρχη, ο οποίος το 1960 τον έκειρε μοναχό με το όνομα Αιμιλιανός. Ως μοναχός ενεγράφη στο μοναχολόγιο της Ιεράς Μονής Αγίου Βησσαρίωνος Δουσίκου. Στον έρημο και απομονωμένο εκείνο τόπο έζησε σε πλήρη απομόνωση και ησυχία ζητώντας με δύναμη, με σκληραγωγία, και εκτενώς τον Θεόν. Και ο Κύριος στην πρόνοιά του έγινε ευήκοος στις μυστικές κραυγές του. Εστράφη πλέον με όλον του τον πόθο και τις δυνάμεις του στη μοναχική ζωή.

Στο τέλος του 1961 αναλαμβάνει την ηγουμενία στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Μεγάλου Μετεώρου και αγρυπνεί, προσεύχεται αδιαλείπτως και επιδίδεται σε διαρκή μελέτη πατερικών, ασκητικών και εκκλησιαστικών έργων. Είχε πολύ μεγάλη δίψα πνευματική. Κοιτάει και ερευνάει κάθε κείμενο που αναφέρεται στην οργάνωση και λειτουργία του ορθοδόξου μοναχισμού, και μάλιστα του κοινοβιακού εμβαθύνοντας στους μοναχικούς θεσμούς της ορθοδόξου ανατολικής εκκλησίας και στα τυπικά των διαφόρων αρχαίων μονών.

Ενώ η πολιτεία του ήταν καθαρώς ασκητική – ήταν ένας ασκητής – το 1962 ο μητροπολίτης του αναθέτει την διακονία του κηρύγματος, της εξομολογήσεως και της διαπαιδαγωγήσεως της νεότητος στην επαρχία του. Ήρεμος, εύχαρις πάντοτε και προσηνής, ιεροπρεπής και αρχοντικός, λειτουργεί σχεδόν καθημερινώς στο μοναστήρι. Έκτοτε και μέχρι την ασθένειά του ζει και ζωογονείται από τον Άρτο της Ζωής. Στα εξομολογητάρια τον κύκλωνε πλήθος νέων και παιδιών, χάριν των οποίων προσέφερε αφειδώς κόπο, χρόνο, δάκρυα και προσευχή. Δεν είναι πλέον μόνος. Γίνεται ένας πατέρας για πολλούς υιούς και θυγατέρας του Θεού. Ζει και αισθάνεται ως αληθινός απόστολος.

Στην αρχή της θεμελιώσεως της μοναχικής ζωής εις τα Μετέωρα συμβουλεύεται και συνάπτει πνευματικούς δεσμούς με σύγχρονές του οσιακές μορφές. Τον πατέρα Αθανάσιο Χαμακιώτη, τον παπα-Δημήτρη Γκαγκαστάθη, τον όσιο Αμφιλόχιο της Πάτμου, τον Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο, τον πατέρα Σίμωνα τον Αρβανίτη, τον πατέρα Δαμασκηνό του Μακρινού. Την ίδια περίοδο συνδέεται με τους διαπρεπείς νυν Σέρβους ιεράρχας και φοιτητές τότε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πνευματικά τέκνα του αγίου Γέροντος μακαριστού, οσίου πλέον, πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς, τον οποίο θα επισκεφθεί στη Σερβία το 1976 ως καθηγούμενος πλέον της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας. Την ίδια εποχή επισκέπτεται το Άγιον Όρος για να συλλέξει πλούτο εμπειριών και να επισκεφθεί αγίους γέροντες.

Τέλη του 73 η αδελφότης του Μετεώρου μεταφυτεύεται στο Αγιώνυμον Όρος όπου αναλαμβάνει την ηγουμενία της καθ’ ημάς Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας και έκτοτε είμαστε εγκατεστημένοι εκεί. Την εγκατάσταση της μετεωριτικής συνοδείας στον ιερό Άθωνα εχαιρέτισαν οι αγιορείται πατέρες με πολλές ελπίδες. Και όντως, τότε, το 1973, 74, 75 ακολούθησαν και άλλες συνοδείες ώστε να αυξηθούν κατά πολύ οι μοναχοί του Αγίου Όρους. Ο Γέροντας, συγχρόνως με την ασκητική αγρυπνητική ζωή, τη θεία λειτουργία, και τα λοιπά καθήκοντά του επιδόθηκε στην αναδιοργάνωση της εσωτερικής ζωής της νέας αδελφότητος. Με σοφία και διάκριση προσλαμβάνει την αγιορειτική παράδοση και τα υπάρχοντα τυπικά της. Εγκεντρίζει με σεβασμό και αγάπη στην πείρα των παλαιών γερόντων τον νεανικό ενθουσιασμό, την αφοσίωση και τον ζήλο των νεοτέρων μοναχών, αυξάνοντας κατά πολύ την αδελφότητα.

Μετά την τακτοποίηση της συνοδείας του στο Άγιον Όρος φροντίζει για την εγκαταβίωση της συμπηχθείσης γυναικείας αδελφότητος στην Ορμύλια Χαλκιδικής, το 1974, στο μετόχι όπως το ξέρετε του Ευαγγελισμού, όπου σήμερα εκεί μονάζουν οι αδελφές. Ο Γέροντας θεωρούσε ως Σιμωνόπετρα και όλα τα μετόχια. Την Ανάληψη στην Αθήνα, τον άγιο Χαράλαμπο στην Θεσσαλονίκη, στον Πεντάλοφο της Γουμενίσσης, στη Γαλλία τον άγιο Αντώνιο, την Μεταμόρφωση και την Αγία Σκέπη. Για όλα έδειξε ενδιαφέρον, στοργή και συμπαράσταση διότι πολλοί συγκομίζονται εκεί βρίσκοντας στην εκκλησία τόσο κοντά τους και το Άγιον Όρος.

Ιδιαίτερη πρόνοια και επιμέλεια έδειξε για τους προστρέχοντας σε αυτόν ετεροδόξους αλλοδαπούς πολλούς εκ των οποίων εκατήχησε και εβάπτισε και έκειρε. Ανάμεσά τους ο γνωστός, μακαριστός πλέον, π. Πλακίδας και ο π. Ηλίας που είναι στο άλλο μετόχι. Εργαζόμενος κυρίως όμως ως πνευματικός πατήρ της μονής του και της αδελφότητος του μετοχίου στην Ορμύλια, τον περισσότερο χρόνο τον διέθετε στην πληροφορία της διακονίας αυτής όσο και στην εντρύφηση της μοναχικής ζωής, στη φιλτάτη του μόνωση και ησυχία. Η αγάπη του όμως για τον λαό του Θεού και την εκκλησία τον έκανε να ανταποκρίνεται και ενίοτε σε προσκλήσεις των κατά τόπους αρχιερέων ή και άλλων φορέων για ομιλίες ή συμμετοχή σε θεολογικά συνέδρια στην Ελλάδα, στην Κύπρο ή αλλού, έτσι ώστε να μοιράζεται την αληθινή πνευματική εμπειρία του.

Έχοντας πάντα μπροστά του τον Θεό – αυτό ήταν βίωμα δικό του, ήταν πάντοτε μπροστά του ο Θεός – αντιπαρήρχετο με πολλή φυσικότητα και απόλυτη ηρεμία και χαρά κάθε δυσκολία, δεχόμενος τα πάντα ως θεία ευλογία και με την αυτή διάθεση δέχτηκε και την μεγάλη πυρκαϊά τον Αύγουστο του 90 η οποία κατέκαυσε το Άγιον Όρος και απείλησε σοβαρά τη Μονή μας. Στις αρχές του 95 ο κλονισμός της υγείας του δεν του επέτρεψε να συνεχίσει την ηγουμενική του πορεία και έκτοτε εφησυχάζει στο μετόχι της Ορμύλιας ανταναπληρών τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού, εν τη σαρκί αυτού υπέρ του Σώματος του Χριστού ό εστι η εκκλησία και αυτό το κάνει μέσα στη σιωπή του με υπομονή και καρτερία.

Όπως ξέρετε, από τα πολλά που είπε ο Γέροντας – γιατί ουσιαστικά δεν έγραψε, αλλά είπε, κατά το «είπε γέρων» – μερικά είδαν το φως της δημοσιότητος και φυσικά όλα αυτά τα εκδώσαμε μετά την ασθένειά του διότι όταν ήταν ενεργός είναι σίγουρο ότι απέφευγε ταπεινοφρόνως την έκδοσή τους και δεν μας άφηνε. Ο λόγος του Γέροντα χαρακτηρίζεται από το βίωμα, την βαθιά ανάλυση των νοημάτων και το πηγαίον της εκφράσεως. Οι κατηχήσεις του αποτελούν πολύτιμη παρακαταθήκη για τους μοναχούς του. Είναι εύγευστος οίνος και φυσικά τα έχουμε σαν κάτι πολύτιμο για μας και φυσικά και για την εκκλησία. Αυτή λοιπόν συνοπτικά είναι η εξωτερική εικόνα του Γέροντος Αιμιλιανού.

Ας περάσουμε όμως τώρα στην πραγματική γέννησή του. Στην αγωγή του και σε μερικές βασικές πνευματικές θέσεις του. Κάποιος μοναχός του που κατέγραψε αναμνήσεις μας καλεί σε αυτές τις αναμνήσεις να δούμε έναν άνθρωπο ανικανοποίητο από την παρούσα ζωή. Που επιχειρεί να ξεφύγει από τα όρια αυτού του χώρου και του χρόνου και να βρει μια άλλη ζωή που να ανταποκρίνεται στην πείνα και στην δίψα των βαθυτάτων μυχίων του είναι του. Μια ζωή που , όπως έλεγε ο ίδιος, «αξίζει να την ζει κανείς». Μια ζωή αντάξια του ανθρώπου που είναι στολισμένος με νουν και ζωντανή ψυχή.

Μας καλεί ο μοναχός αυτός να δούμε έναν θεοερωτευμένο που μπλέκεται σε μια περιπέτεια όπου χρειάζεται να τα παίξει όλα για όλα ώστε να κερδίσει το πρόσωπο που αγάπησε. Στην περιπέτεια αυτή αρχίζει προκαλώντας πολύ έντονα το αγαπημένο πρόσωπο που μένει επίμονα κρυμμένο – καταλαβαίνετε ποιο είναι αυτό το πρόσωπο, ο ίδιος ο Χριστός – τον προκαλεί λοιπόν ο Γέροντας να του φανερωθεί για να αρχίσουν τον διάλογο. Φτάνει στην πλήρη εξάντληση από τις αδίστακτες προσπάθειες και κραυγές και προσδοκίες και προσμονές. Τότε λοιπόν, μέσα σε αυτόν τον αγώνα, την αγωνία, την άσκηση, έρχεται ο πρώτος ψίθυρος από το κρυμμένο πρόσωπο. Τι του λέει; – Ησύχασε. Είμαι εδώ, δεν χρειάζεται να με ψάχνεις και να φωνάζεις δυνατά. Ησυχάζει πλέον ο αναζητητής και σιγά-σιγά η σιωπή του βαθύνεται μέσα του και τον κατακτά εντελώς καθώς συνοδεύεται με μια θέρμη αγάπης και αγωνίας.

Μέσα στο μυστήριο αυτής της βαθιάς και σιωπηλής εντρυφήσεως αντιλαμβάνεται κάτι για πρώτη φορά ο Γέροντας. Αντιλαμβάνεται να έρχεται από πίσω του – τρόπον τινα να του κλείνει τα μάτια – και να τον ρωτάει μυστικά:  Μάντεψε ποιος είμαι! Ο ίδιος αναρωτιέται.  Ποιος να είναι άραγε; Μήπως είσαι ο τάδε φίλος μου; Μήπως ο τάδε;  Όχι!  Μήπως είσαι ο Θεός μου;

Είμαι! Εγώ είμαι, απαντά το κρυμμένο πρόσωπο. Του λύνει τα μάτια. Έρχεται μπροστά του. Ανοίγει τα χέρια και τον αγκαλιάζει. Τον ρωτάει:  Εσύ είσαι ο Θεός μου που σε ψάχνω;  Ναι, εγώ είμαι. Δεν με γνωρίζεις; Τόσον καιρό με φωνάζεις και τώρα ρωτάς ποιος είμαι; Μένει έκθαμβος για πολύ αφού ο φίλος χάθηκε πάλι. Είδε για πρώτη φορά «όν ηγάπησε η ψυχή του». Τον είδε. Πώς τον είδε; Εκείνος ξέρει. Είδε. Τι είδε; Είδε το λαμπρότατο φως. Αλλά όταν έμεινε πάλι μόνος το βίωμά του εξελίχθηκε και άλλαξε. Άρχισε τότε μια περιπέτεια που δεν την φαντάστηκε ποτέ. Τι έγινε δηλαδή; Το φως εκείνο τον έκανε να δει θέλοντας και μη τον εαυτό του. Τον εσωτερικό εαυτό του. Μετά το ολόλαμπρο θέαμα είδε το ολοσκότεινο θέαμα, το θέαμα του εαυτού του. Το είδε καθαρά μέσα στο φως. Δεν το ήξερε. Νόμιζε, όπως νομίζει ο καθένας μας, ότι ήταν σπουδαίος πνευματικός. Ανώτερος. Τώρα βλέπει την αλήθεια, ενώ ως τώρα έπεφτε έξω. Είχε απατηθεί. Δεν αντέχει αυτήν την αλήθεια. Δεν μπορεί να την παραδεχτεί.

Όλοι λέμε ότι είμαστε αμαρτωλοί. Αλλά κάτι μέσα μας μάς λέει ότι είμαστε και κάτι. Έχουμε αυτά τα χαρίσματα. Είμαστε ικανοί. Είμαστε το ένα, είμαστε το άλλο. Αλλά έχουμε μέσα μας αυτήν την αδυναμία, το σκότος. Τότε ο Γέροντας κλαίει και πονάει. Συγχρόνως θυμάται και τον αγαπημένο φίλο του. Τα βιώματά του αναμοχλεύουν και εκείνος ο κρυμμένος φίλος του αρχίζει να του κάνει μυστικές προκλήσεις, του κάνει όπως λέμε αντεπίθεση.

Αν θέλεις τη φιλία μου, είναι ανάγκη να παραδεχτείς τη γύμνια σου. Αν την παραδεχτείς θα σε γεμίσω με όλα τα καλά και θα διώξω από πάνω σου κάθε ασχήμια και κάθε κακία. Να πως ξεκινάει αδελφοί μου η αληθινή μετάνοια. Η αληθινή γνώσις του εαυτού μας.  Αν όχι, αν δεν την παραδεχθείς αυτήν τη γύμνωση και πεις ότι είσαι κάτι, τότε θα μένεις όπως είσαι. Αν αποφασίζεις να κρύβεις την αλήθεια για τον εαυτό σου και να μην την παραδέχεσαι, θα φύγω, θα απουσιάσω. Με κόπο ο αναζητητής αποφάσισε το «Ναι». Η χαρά ξαναήλθε στην ψυχή. Μέσα στην ταπεινωμένη πλέον ύπαρξη κυριάρχησε το σκίρτημα του ηγαπημένου.  Ναι, αυτός είμαι. Έλα, λοιπόν, Εσύ, ο λαμπρός, το φως. Έλα, και ντύσε με. Ντύσε την γυμνή ψυχή μου. Το βίωμα εξελίσσεται. Ξαναέρχεται Εκείνος και πάλι ξαναπλημμύρισε το φως. Αλλά τώρα το φως μπήκε βαθιά μέσα του. Φώτισε όλα τα σκοτάδια, τις πιο κρυφές σπηλιές της καρδιάς.  Παραδέχεσαι λοιπόν ότι είσαι μηδέν και Εγώ το παν για σένα; Αν ναι, είμαι μαζί σου.

Στο εξής λοιπόν, δεν έχουμε απλώς εξέλιξη του βιώματος αλλά μια καινούργια ζωή. Σε εκείνη την κρισιμότατη στιγμή της ολοκληρωτικής αυτογνωσίας που το «ναι» ή το «όχι» θα είχε αιώνιες διαστάσεις ο Γέροντας Αιμιλιανός ένιωσε μέσα του αγάπη για τον Θεό και παραδέχτηκε την νέκρα τη μεγάλης πτώσεως του ανθρώπου. Κατάλαβε πώς έπεσε ο άνθρωπος και κατάλαβε τι είναι ο τραυματισμός της ανθρωπίνης φύσεως.

Με πανηγυρική λοιπόν διάθεση δόθηκε όλος στον ηγαπημένο του Χριστό χωρίς καμμία προϋπόθεση. Νίκησε τον παντοδύναμο. Κέρδισε τον πολύτιμο μαργαρίτη. Έγινε έτοιμος για κάθε υπακοή σε Αυτόν, για κάθε υπηρεσία που θα του ζητήσει, για κάθε θέλημά του. Γέμισε από όλες τις χάρες και τις αρετές του Παναρέτου. Προπαντός λαβώθηκε από την απερίγραπτη αγάπη, την κραταιά ως θάνατον. Όλο και περισσότερο διψά να εισχωρήσει ολόκληρος και για πάντα μέσα στο μυστήριο του Θεού. Να γίνει ένα με Αυτόν. Ο υπερκόσμιος φίλος, ως παντοδύναμος, τον αρπάζει και τον μεταφέρει εκεί επάνω- όπως πολλές φορές έλεγε ο ίδιος – «εκεί επάνω». Είχε το βίωμα του «εκεί επάνω». Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές. Παρά την ολοσχερή επιθυμία του να μείνει για πάντα «εκεί επάνω» πάντοτε επέστρεφε κάτω στη γη, ανάμεσα στα παιδιά του και στους ανθρώπους. Ακόμη δεν ανέβηκε – Κύριος οίδε γιατί – στα ποθητά σκηνώματα. Η θεϊκή βουλή του Θεού τον θέλει ακόμη ανάμεσά μας.

Όλα αυτά, ψάχνοντας με προσοχή, -και νομίζετε ότι σας λέω κάτι πολύ μυστικό – ψάχνοντας με προσοχή, τα συναντάς συνεχώς στα κείμενα του Γέροντα που τα περιγράφει με λεπτομέρειες και τα αποκαλύπτει κάπως κρυμμένα. Για να ξυπνήσουν τη δίψα για πνευματική ζωή σε όσους το θέλουν. Όπως όλοι οι άγιοι πατέρες προτρέπουν όμως, καλό είναι να μην αρχίσει κανείς αμέσως να αναζητά αυτά τα βιώματα. Όχι. Όλοι πρέπει να αρχίσουμε από το να νιώσουμε το πρώτο βίωμα ότι είμαστε γυμνοί, αμαρτωλοί, σκοτάδια έχουμε μέσα μας. Από την ταπείνωση, την υπακοή, την άσκηση, και όλα θα επακολουθήσουν μόνα τους.

Αυτή λοιπόν αδελφοί μου είναι η κλ(ή)ίσις του Γέροντος Αιμιλιανού. Έκτοτε αυτό το γεγονός, αυτή η εμπειρία, η συνεχόμενη εμπειρία, καθορίζει την πορεία του που είναι συνεχώς μυστική ένωσις με τον Θεό και επηρεάζει το φρόνημα και την αγωγή που δίδει και εμπνέει στους άλλους. Ποια είναι η εντύπωση όλων μας; Η εξωτερική στάσις του Γέροντα έδειχνε έναν αξιοπρεπή άνθρωπο. Αυτοκυριαρχημένο. Άθικτο από κατώτερες ανθρώπινες αδυναμίες. Και στο πρόσωπό του έβλεπες να αστράφτει μια ζωντανή διάνοια, γεμάτη ευστροφία και ειρηνική ετοιμότητα. Σε μία προσωπική συνάντηση μαζί του την εποχή εκείνη που ήλθαμε στο Άγιον Όρος είπε ότι το μόνο νόημα ή το κυριότερο που ήθελε να έχει το μοναστήρι ήταν να είναι μια αγαπημένη οικογένεια. Πάνω από τα προσωπικά βιώματα του καθενός – προσέξτε τα αυτά – για όλους, από την εκκλησία, από την ενορία, από τους ιερείς, από τους επισκόπους, από τις οικογένειες, πάνω από την προσωπική ζωή, και πάνω από τον προσωπικό δρόμο που θα ακολουθούσε ο καθένας μας, εκείνο που έχουμε ως μεγαλύτερο
σκοπό μας ήταν η πνευματική αγάπη μεταξύ μας.

Όταν ήλθε στο μοναστήρι ο παπα Εφραίμ, πρώτη φορά στη Σιμωνόπετρα, ένιωσε μόλις μπήκε – όπως είπε ο ίδιος, δεν είναι δικά μου λόγια – το πνεύμα της αγάπης που επικρατούσε. Και φυσικά το κέντρο εμπνεύσεως αυτής της αγάπης ήταν ο Γέροντας. Ο Γέροντας ήταν η πηγή αυτού του αγαθού. Ο εμπνευστής, και όχι μόνο ο εμπνευστής αλλά και ο συντηρητής, ο άγρυπνος φύλακας των ψυχών μας. Ήταν ο πόλος γύρω από τον οποίον στρέφονταν όλες οι ψυχές με θαυμασμό, αγάπη, αγόγγυστα και αλόγιστα.

Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα ακούγαμε τις συνάξεις όπου παρουσίαζε τον ουράνιο πλούτο και όποιος ήθελε ή μπορούσε, αγόραζε τα πιο ωραία και τα πιο ακριβά αγαθά. Επίσης, απολαυστικό ήταν το θέαμα ή το ακρόαμα όταν λειτουργούσε. Μια μυσταγωγία πραγματική η θεία λειτουργία. Μια φωτιά ζωντανή. Μία προφητεία. Ένα ανεκλάλητο βίωμα. Λέξεις που λέω τώρα και που και αυτές δεν μπορούν να εκφράσουν αυτό που όλοι ένιωθαν και νιώθουμε. Ο λόγος του και η θεία λειτουργία του αποκάλυπταν μπροστά στα μάτια μας το μεγαλείο της ψυχής του. Η διδασκαλία του έτεινε να είναι μια μυσταγωγική αποκάλυψη, παρά μια μελέτη ή συμβουλευτική που έβγαινε από τα κείμενα που ερμήνευε. Εμείς βέβαια, όπως γίνεται συνήθως, αναζητούσαμε κάτι πιο χαμηλό, πιο κατανοητό, πιο ανθρώπινο, θέλοντας να ρωτήσουμε, όπως πάντα γίνεται αυτό, «Και τι πρέπει να κάνω τώρα;». Το δικό του όμως ενδιαφέρον ήταν πώς να ανυψώσει τις ψυχές μας πνευματικά. Συνδύαζε άριστα τα νοήματα του κειμένου με τα δικά του βαθιά βιώματα.

Πίστευε απόλυτα ότι τα λόγια που δεν βγαίνουν από βίωμα πνευματικό και δεν είναι καρπός εμπειρίας δεν θα μπορούσαν να ωφελήσουν πολύ τις ψυχές. Να φτάσεις σε αυτά τα βιώματα δεν ήταν και δεν είναι εύκολο, και αν ακόμη επιστρατεύσεις όλες σου τις δυνάμεις. Γι αυτό, και για μας, και για σας, ο δρόμος της υπακοής ήταν ο καλύτερος, πώς δηλαδή να ταυτιστείς μαζί του. Ποτέ όμως δεν άκουγες να λέει ο Γέροντας την λέξη «υπακοή» για να μην δημιουργήσει την ιδέα περί πνευματικής ζωής ότι αυτή βασίζεται σε καταπιεστικά αισθήματα υποταγής. Τέτοια αισθήματα ήταν το πιο αντίθετο με το πνεύμα που εκείνο που ήθελε να μας μεταδώσει.

Εν τούτοις, τίποτε δεν εκτιμούσε περισσότερο από ένα ελεύθερο, εκούσιο, θεληματικό και χαρούμενο, γεμάτο αγάπη δόσιμο της ψυχής στο θέλημα του Γέροντα. Αν ήταν ένας έτσι, ήταν άνθρωπος κατά την καρδίαν του. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν το πρώτο που άκουγε κανείς από το στόμα του Γέροντα όταν τον συναντούσες στο εξομολογητάριο ήταν: «Να είσαι χαρούμενος». Σε αυτό δεν άλλαξε καθόλου μέχρι σήμερα. Καταλάβαινες ότι σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να αφήσεις μέσα στην ψυχή σου έστω και την παραμικρή στενοχώρια. Η χαρά ήταν ένα κεφαλαιώδες ζήτημα της αγωγής του Γέροντα. Χωρίς αμφιβολία, η στενοχώρια είναι μια μεγάλη μάστιγα. Αλλά και οι πατέρες, ιδίως οι ασκητικοί πατέρες, τονίζουν ότι το πάθος της λύπης είναι δεινό, είναι φοβερό, δαιμονικό, βασανιστικό εμπόδιο για την πνευματική πρόοδο. Στην εποχή μας ιδιαίτερα, μαστίζει τις ψυχές. Και ο Χριστός, η πρώτη κουβέντα που είπε μετά την Ανάστασή Του ήταν «Χαίρετε» στις Μυροφόρες. Όμως η χαρά μπορεί να είναι ανάλογη με την κατάσταση της κάθε ψυχής. Μπορεί να είναι κάτι το
επιφανειακό και πολύ φθηνό. Μπορεί να είναι όμως και κάτι πολύ βαθύ και πνευματικό.

Εν τούτοις, ούτως ή άλλως, ευθύς εξαρχής συναντούσες στον Γέροντα ένα πνεύμα αισιοδοξίας. Για τους περισσότερους ήταν πολύ δύσκολο να έχουν πλούτον χαράς, ενώ για άλλους αυτή η προτροπή για χαρά και αισιοδοξία, γινόταν αφορμή να εκδηλώνουν την ψυχική τους διάχυση, τρόπον τινά να κάνουν πως χαίρονται. Περιττό να πούμε ότι εννοούσε ο Γέροντας όχι αυτήν την χαρά, αλλά την εσωτερική χαρά, την πνευματική. Την χαρά μιας τακτοποιημένης καταστάσεως. Άνθρωπο στεναχωρημένο και μάλιστα μοναχό τον θεωρούσε πιο αποτυχημένο από κάθε άπιστο. Μερικές φορές έκανε όμως μια εξαίρεση, συγκατάβαση, για ορισμένους ανθρώπους που εκ χαρακτήρος είχαν μια κλίση προς την μελαγχολία ή προς την σοβαρότητα με την έννοια του αυστηρού και αγέλαστου. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις τέτοια πρόσωπα κατάφερναν και ξεπερνούσαν εντελώς ή σε έναν μεγάλο βαθμό αυτήν τους την δυσκολία και αποκαλυπτόταν από κάτω μία εκλεκτή και ταπεινή ψυχή στην οποία ο Γέροντας έδειχνε μια ιδιαίτερη εκτίμηση και αγάπη.

Όταν άκουγε κανείς αυτήν του την προτροπή «Να είσαι χαρούμενος», αν ήταν λιγάκι μυαλωμένος άνθρωπος, κατανοούσε αμέσως ότι στο βάθος κρυβόταν να εγκαταλείψει ολοκληρωτικά τον εαυτό του στο Χριστό. Να τον παραδώσει στον Χριστό. Για όσους ακολούθησαν την μοναχική ζωή μπορώ να πω ότι ήταν σκληρός και ανυποχώρητος στο θέμα αυτό εκτός αν αποφάσιζαν να διώξουν από το νου τους την στενοχώρια. Εκείνος που παρέδωσε τον εαυτό του πραγματικά στον Θεό κατέχει μια αναφαίρετη χαρά που δεν μπορεί να την σκιάσει κανένα πρόβλημα. Καμιά δυσκολία δεν τον στενοχωρεί γιατί έτσι εναποθέτει όλα του στον Θεό. Όμως έκανε διάκριση μεταξύ στενοχώριας και θλίψεων διότι είναι καλές οι θλίψεις χάριν του Χριστού. Ενώ το πάθος της λύπης φανερώνει ότι υπάρχει μέσα στην ψυχή μας ένας εγωισμός. Αυτό είναι το ένα της αγωγής του.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό της αγωγής του, όπως το αισθανθήκαμε, ήταν το ανδρικό φρόνημα. Ήταν σαν φυσικό επακόλουθο του προηγουμένου. Όταν άκουγε κανείς την προτροπή περί χαράς κατανοούσε επίσης ότι έπρεπε να ξεπεράσει όλες του τις αδυναμίες, όχι μόνο το πάθος της λύπης. Επομένως έπρεπε να επιστρατεύσει όλες του τις δυνάμεις. Να ξεσηκώσει τον εαυτό του από κάθε ραθυμία και να έχει μια αλύγιστη ανδρεία σε ό,τι και αν του συμβεί. Αλλά και αυτήν τη γενναιότητα που πολύ έντονα προέτρεπε να έχουν όσοι τον πλησίαζαν – φαίνεται σε όλες τις πνευματικές ομιλίες του – πολλοί την παρεξηγούσαν και την θεωρού(σα)ν ίσως σαν μια σκληρότητα στην συμπεριφορά ή επιμονή στη γνώμη μας. Όμως την σκληρότητα αυτή και την επιμονή, ο Γέροντας τα κατέκρινε και τα καυτηρίαζε με πολλή σφοδρότητα. Ανδρεία και γενναιότητα ζητούσε στην προσωπική ζωή του καθενός. Στον πνευματικό αγώνα. Στην άσκηση. Στη αγρυπνία. Στην προσευχή. Ζητούσε γενναία αντιμετώπιση της αρρώστιας, του θανάτου, των αποτυχιών ή και των πτώσεων σε σφάλματα ακόμη και
σε αμαρτίες.

Με την ανδρεία και την γενναιότητα εννοούσε να είναι κανείς πίσω από κακομοιριασμένες καταστάσεις, πάνω από φόβους και δειλίες. Γενικώς απέφευγε να χρησιμοποιεί τη λέξη «υπομονή» γιατί δεν ήθελε να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα με την παθητική υπομονή αλλά με τρόπο δυναμικό. Με την ενεργητική, θα λέγαμε, υπομονή. Αυτό το νόημα μας ενθουσίαζε ιδιαιτέρως. Και έκανε πολλούς εκείνη την εποχή να δείξουν με τις πράξεις τους κατορθώματα όχι συνηθισμένα. Αλλά η ισορροπημένη ανδρεία ήταν κάτι δυσκολώτερο από τα μεγάλα αυτά ασκητικά κατορθώματα διότι όπως προαναφέραμε οι περισσότεροι λόγω απειρίας ή λόγω της νεαρής μας ηλικίας ξεπέφταμε σε υπερβολές ή σε μια κακώς νοούμενη ανδρεία εκφράζοντας μάλλον τους εγωισμούς μας. Αυτή λοιπόν η νεανική ζωηρότητα και φρεσκάδα στις εκδηλώσεις του διατηρήθηκε ακμαία μέχρι το 1984 περίπου. Από τότε έως και την περίοδο που αρρώστησε σιγά-σιγά άλλαξε αρκετά και η υγεία του φυσικά κλονίστηκε σοβαρά. Μιλώντας περί ανδρικού φρονήματος πάντοτε το συνέδεε με τον πνευματικό αγώνα. Όλα τα
άλλα τα θεωρεί κατώτερα κατορθώματα. Μια φορά έλεγε σε κάποιον μοναχό ότι μια απλή προσευχούλα – που όλοι την κάνετε και να μην περιφρονείτε τις μικρές προσευχές σας – αξίζει ασυγκρίτως περισσότερο από όλες τις δραστηριότητες που μπορεί να προσφέρει ένας μοναχός. Όχι μια φορά, έλεγε, αλλά χίλιες φορές. Και το αναφέρει συνεχώς στις ομιλίες του.

Άλλο χαρακτηριστικό της αγωγής του είναι η τόσο παρεξηγημένη ελευθερία. Όσο παράξενο και αν φαίνεται, εκείνη την εποχή η λέξη ελευθερία έτεινε να σημαίνει σχεδόν αμαρτία. Και αυτό φαινόταν σαν ένας νεωτερισμός, η ελεύθερη αγωγή του Αιμιλιανού. Πράγματι, ο Γέροντας μιλούσε περί ελευθερίας, αλλά δυστυχώς οι πολλοί δεν κατανοούσαν τίποτε άλλο από όσα έλεγε παρά μόνο το νόημα «είμαι ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω». Και βέβαια, πρίν από όλα, αυτό είναι το νόημα της ελευθερίας. Κάποιος πρέπει να κάνει αυτό που θέλει και να μην είναι διχασμένη προσωπικότητα. Να ξέρει τι θέλει και τι κάνει.

Παραδείγματος χάριν, έρχεσαι στο μοναστήρι και θέλεις να γίνεις μοναχός. Εννοείται ότι πρέπει να ξέρεις τι θέλεις και να κάνεις αυτό που θέλεις. Αμέσως- αμέσως ένας που έχει λίγο μυαλό καταλαβαίνει ότι με τη λέξη ελευθερία πέφτει πάνω σου μία μεγάλη ευθύνη. Στην ακολουθία του μοναχικού σχήματος ερωτάται ο προερχόμενος αν θέλει να γίνει μοναχός ελεύθερα από την ιδίαν προαίρεσιν ή από καμία ανάγκη, καμία βία. Αυτό το στοιχείο είναι πολύ βασικό. Όχι μόνο για την μοναχική ζωή αλλά και για την οικογενειακή ζωή και για την πνευματική ζωή. Εκουσίως και με επίγνωση πρέπει να προσφέρει κανείς τον εαυτό του στον Θεό. Εκουσίως να κάνει υπακοή. Και φυσικά είναι μεγάλο πράγμα η υπακοή. Εκουσίως να κάνει νηστεία. Αγρυπνία εκουσίως. Εκουσίως να ταπεινώνεται. Εκουσίως να κάνει τα πάντα.

Ειδικά για τον Γέροντα, αυτή η εκούσια ελευθερία είχε μια τεράστια σημασία. Του ήταν αδύνατον να αναγκάσει κάποιον να κάνει οτιδήποτε μέχρι λεπτομερείας. Του ήταν αδύνατον να διατάξει. Ουδέποτε βγήκε διαταγή από το στόμα του. Όσο εύκολο ήταν να τον πλησιάσει κανείς υποτακτικός του άλλο τόσο εύκολο επίσης ήταν να απομακρυνθεί. Όλοι όσοι τον εγκατέλειψαν ως πνευματικό τους συνεχίζουν να τον εκτιμούν γιατί όταν ήρθαν σε αυτόν βρήκαν στοργή και εγκάρδια υποδοχή και όταν έφυγαν τους αποχαιρέτισε φιλικά και ξέρουν ότι δεν είναι κάποιος που τους κρίνει. Το στοιχείο της όντως αυτής αρχοντικής ελευθερίας νομίζω ότι είναι το πιο χαρακτηριστικό της αγωγής του Γέροντα. Οπωσδήποτε είναι το πιο γνήσιο τεκμήριο ότι ο Γέροντας γνώρισε πολύ πλούσια την επίσκεψη της χάριτος του Θεού η οποία, όπως τονίζει ιδιαίτερα ο ίδιος στις ομιλίες του, ουδέποτε έρχεται στην ψυχή αναγκαστικά. Μην προσπαθείς ποτέ να επιβάλλεις κάτι. Γι αυτό και ο Γέροντας στις ομιλίες του επαναλάμβανε: «ένας ηγούμενος ποτέ δεν είναι χωροφύλακας».

Πιθανόν και εμάς τους ίδιους μας σκανδάλιζε η ελευθερία του αυτή και ίσως να νιώθαμε την ανάγκη να έχουμε πάνω μας έναν που να μας ελέγχει. Συνέβαινε πολλές φορές μπροστά του να γίνονται διάφορες αταξίες ή κάποιος να λέει λόγια θυμωμένα μπροστά του και αυτός έδειχνε σαν να μην έβλεπε ούτε άκουγε. Σαν να ήταν εντελώς ξένος και άσχετος και σαν να μην είχε καθόλου το δικαίωμα να επέμβει για να επιβάλλει την τάξη. Σαν να μην ήταν αυτός ο ειδικός που έπρεπε να ασχοληθεί.

Από αυτό λοιπόν το πνεύμα των τριών στοιχείων, της χαράς, του φρονήματος αυτού του ανδρείου, και της ελευθερίας, προκύπτουν, καρποφορούν τα εξής: Η ευγένεια και η λεπτότητα στη συμπεριφορά του. Ήταν κάτι που το διέκρινε κανείς αμέσως. Στις σχετικές προτροπές του στο θέμα αυτό τόνιζε ότι δεν είναι καθόλου δευτερεύον ζήτημα. Σε μία ομιλία του λέει ότι ο άνθρωπος που βρίσκεται σε πολύ υψηλή πνευματική κατάσταση, αν από απροσεξία φερθεί σκληρά σε κάποιον έστω και μία φορά, αν πληγώσει μια ψυχή, τότε νιώθει όλα του τα πνευματικά κατορθώματα ένα μηδενικό. Και πήγαν όλα χαμένα. Ακόμη και σε μας φερνόταν πάντοτε με σεβασμό και ευγένεια.

Άλλο που πρόσεχε πάρα πολύ ήταν το να τοποθετεί και να τακτοποιεί τον καθένα στη θέση και στο μέτρο του. Μας βοηθούσε πάρα πολύ να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και μας υποδείκνυε τις απαιτήσεις που θα έπρεπε να έχουμε από τον εαυτό μας. Εδώ χρειαζόταν πολλή ταπείνωση εκ μέρους μας για να αποδεχθούμε τον εαυτό μας και την κατάστασή μας. Συχνά ζητάμε όλοι μας να πετύχουμε ή να αποκτήσουμε εκείνα που μας υπαγορεύει η φαντασία μας ή ο εγωισμός μας και δεν μας αρέσει ο εαυτός μας. Θέλουμε ό,τι δεν μας ανήκει. Θέλουμε ό,τι βλέπουμε να λάμπει στους άλλους. Ενώ ο εαυτός μας μάς φαίνεται μικρός και ανάξιος και θα θέλαμε να τον αλλάξουμε με κάποιον άλλο. Γι αυτό το ζήτημα έδινε μεγάλη σημασία παρ’ ότι θα έλεγε κανείς είναι κάτι που αφορά έναν αρχάριο μοναχό που ακόμη δεν έχει εισέλθει έστω και λίγο στον κόσμο των πνευματικών εμπειριών. Το θεωρούσε ως μία βασική προϋπόθεση για να μπορέσει να προοδεύσει η ψυχή στην πνευματική ζωή. Με πολλή προσοχή και στοργή εισερχόταν στα εσώτατα της ψυχής μας και μάς τοποθετούσε στην θέση που μάς άρμοζε και πνευματικά και σωματικά.

Πολύ θαυμάζουμε την οξύτητα της διοράσεως που είχε στο να κατανοεί μια ψυχή. Κάποτε μας είπε ότι ζήτησε από τον Θεό το διορατικό χάρισμα. Και μια άλλη φορά που δύο αδελφοί συζητούσαμε μαζί του μας είπε ότι όλα όσα ζήτησε από τον Θεό τα έλαβε. Να σημειώσουμε εδώ ότι εκείνο που θάμβωνε κυριολεκτικά αμέσως μόλις τον αντίκρυζε κανένας ήταν μια θαυμάσια και λαμπρή αγνότητα. Στο μοναστήρι είχαμε αυτό το θεσπέσιο θέαμα διαρκώς μπροστά μας.

Ο παπα Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, όταν τον επισκέφτηκε την πρώτη φορά, είπε ότι ο Γέροντας Αιμιλιανός είναι ένα αστραφτερό διαμάντι καθαρότητος. Μερικές φορές που μας εξηγούσε ο Γέροντας την έννοια της αγνότητος τόνιζε ότι είναι μια καθαρότητα πνευματική και όχι απλώς σωματική, που δεν επιδέχεται το παραμικρό νόημα σαρκικότητος. Αλλά το παράξενο είναι ότι βλέποντας αυτόν τον ίδιο καταλάβαινες περισσότερο τι σημαίνει αγνότητα παρά αν άκουγες τις εξηγήσεις του. Την αγνότητα, όπως την εννοούμε συνήθως, την θεωρούσε απλώς σαν μια φυσική και φυσιολογική κατάσταση. Ο παπα Εφραίμ όπως σας είπα, ο ασκητής των Κατουνακίων, μιλούσε προπαντός γι αυτήν την αγγελική καθαρότητα και λαμπρότητα του Γέροντα. Μεταξύ των άλλων είπε ότι μέχρι έναν βαθμό καθαρότητος μπορούσε κι αυτός να φτάσει. Ποτέ όμως δεν θα μπορούσε να φτάσει εκείνη την αγνότητα που είδε στον Γέροντα Αιμιλιανό.

Για εμάς που ζήσαμε κοντά του από τα παιδικά μας χρόνια είναι φυσικό να μιλάμε σήμερα συνεχώς για την έκτακτη δωρεά να βρεθεί ένας τέτοιος άνθρωπος στην πορεία μας πάνω σε αυτόν τον κόσμο. Από τότε που τον γνωρίσαμε και συνδεθήκαμε μαζί του μπήκε στη ζωή μας ένα καινούργιο στοιχείο. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τον εαυτό μας χωρίς να αναφερθούμε σε αυτόν. Μέσα μας άρχισε να κυλάει, όπως στις φλέβες το αίμα, η διδασκαλία του και τα λόγια του. Άκουσα πάρα πολλούς να το τονίζουν αυτό σαν να συνέβαινε μόνο σε αυτούς. Ο Γέροντας μας τα έλεγε όλα αυτά και επικαλούμαστε το όνομά του, αλλά μερικές φορές αυτό μπορεί να είναι και εγωισμός. Ότι είσαι δηλαδή κοντά σε έναν τέτοιο Γέροντα. Προσωπικά ποτέ δεν θα μπορούσα να καυχηθώ ότι εφάρμοσα τη διδασκαλία του έστω και αν παρατηρούνται μέσα στο πνεύμα μας παρόμοια φαινόμενα. Ούτως ή άλλως – για να επαναλάβω τα ίδια – οφείλουμε άπειρες ευχαριστίες στο Θεό για την παρουσία του στη ζωή μας. Άραγε, χωρίς αυτόν θα ήμαστε σήμερα μοναχοί;

Θα ήθελα να τονίσω και κάτι άλλο που επίσης όλοι μας το θαυμάζουμε στον Γέροντα. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη οξύνοια που είχε στα διοικητικά ζητήματα. Έλεγε πολύ χαρακτηριστικά: «Άγιο βρίσκεις. Διοικητή δεν είναι εύκολο να βρεις». Το διοικητικό ζήτημα σε ένα μοναστήρι είναι θέμα. Ο Γέροντας είναι φορέας ενός πνευματικού κύρους. Είναι ο πνευματικός πατέρας. Είναι αντιπρόσωπος του Χριστού. Είναι γιατρός, μεσίτης, προφήτης, παραδεκτός από όλους. Αλλά ένα μοναστήρι δεν παύει να είναι και ένα σύνολο ανθρώπων με αδυναμίες. Και επομένως έχει μεγάλη σημασία το να κατέχει ο Γέροντας το ιδιαίτερο χάρισμα της διοικήσεως με την κοινή έννοια. Δηλαδή, να είναι ένας πραγματικός φορέας διοικήσεως. Με δυο λόγια, ήξερε να ελέγχει. Αλλά, και να καταστέλλει. Αλλά, και να δίνει πρωτοβουλίες. Ήξερε να καταστέλλει τις οξύτητες μεταξύ των μοναχών. Να πετυχαίνει εκείνο που βλέπει ότι είναι σωστό με τρόπο ώστε να γίνεται αποδεκτό χωρίς αντιδράσεις. Να ξέρει να επαινεί. Να ξέρει να θυμώνει. Αλλά και ταυτόχρονα να ειρηνεύει αμέσως.
Να μπορεί να διακρίνει τις σπουδαιότερες υποθέσεις από τις δευτερεύουσες και να δίνει βαρύτητα στις πρώτες.

Ο Γέροντας τα είχε όλα αυτά πολύ πλούσια. Πίσω από όλα φυσικά κρυβόταν η αγάπη και το ενδιαφέρον για την ανύψωση των ψυχών. Γι αυτό στα μοναστήρια μας, μπορούμε να το πούμε, και μέχρι σήμερα, δεν υπήρξαν ποτέ σημαντικά προβλήματα. Όταν μας μιλούσε περί ηγουμένων, και όπως φαίνεται και στον Κανονισμό που έγραψε, πολύ τόνιζε το διοικητικό χάρισμα του ηγουμένου. Πάντως, για να συντομεύσω, γιατί βλέπω πως πέρασε η ώρα, είναι μια παράγραφος του διοικητικού χαρίσματος του Γέροντα, πολύ σημαντικό αυτό: ήξερε να παρουσιάζει τον εαυτό του μπροστά μας ως τύπον Χριστού. Είχε τη συναίσθηση του αξιώματος αλλά και ότι του ανέθεσε ο Θεός το καθήκον να είναι στη θέση αυτή. Πολλές φορές τότε μας μιλούσε για τον Απόστολο Παύλο ο οποίος επικαλείτο το αποστολικό αξίωμα. Αυτό μας έκανε να τον ξεχωρίζουμε από τους άλλους και φυσικά να τον προτιμούμε.

Αλλά και ο σύνδεσμος ενός ανθρώπου με τον τάδε πνευματικό και όχι με τον δείνα αν δεν είναι κάτι το εντελώς ανθρώπινο, είναι ένα μυστήριο. Ο ένας υποτακτικός βλέπει στο Γέροντά του ένα θεϊκό όραμα. Ένας άλλος όμως δεν βλέπει τίποτε σε αυτόν αλλά βλέπει στον δικό του εκείνα που ο προηγούμενος βλέπει στον δικό του γέροντα. Το ουσιαστικότερο όμως στοιχείο στην αγωγή του Γέροντα ήταν ότι τα πάντα απέβλεπαν στην ανύψωση της ψυχής. Στην μυστική επαφή της ψυχής μας με τον Θεό. Η χαρά, η ανδρεία, η τακτοποιημένη ψυχική κατάσταση, η καλή και τέλεια συμπεριφορά, η αγνότητα, και τα άλλα που αναφέραμε είναι τα εξωτερικά κάπως γνωρίσματα της αγωγής. Τα «άγια των αγίων» είναι η προσωπική πνευματική ζωή του πνευματικού τέκνου. Και για το Γέροντα αυτό σημαίνει – όχι αποκλειστικά και απόλυτα αλλά κυρίως – νυχτερινή ζωή.

Στις ομιλίες του αναφέρει πολύ συχνά από τότε που τον συναντήσαμε μέχρι τώρα εκείνο που τόσο επιγραμματικά μας έλεγε τότε, «Δεν μπορεί να υπάρξει δένδρο χωρίς ρίζες. Έτσι δεν μπορεί να υπάρξει και πνευματική ζωή χωρίς νυχτερινή προσωπική ζωή προσευχής και μελέτης». Πρόκειται για τον προσωπικό κανόνα των μοναχών. Παραλείπω τι σημαίνει κανόνας γιατί θα αργήσουμε. Σημειώνω μόνο ότι ο Γέροντας στην κοινοβιακή ζωή στο μοναστήρι τρία ήταν τα κλειδιά που είχε: την λατρεία, την προσωπική προπαντός νυχτερινή ζωή, και το διακόνημα. Υπάρχουν λοιπόν αυτά που σας είπα για την αγωγή. Υπάρχουν και άλλες ενδιαφέρουσες θέσεις του Γέροντος για πνευματικά ζητήματα. Ελλείψει χρόνου όμως θα αναφερθώ μόνο σε δύο. Τον Γέροντα τον διέκρινε – και το τονίζω αυτό ιδιαιτέρως για τους επισκόπους και τους ιερείς μας – βαθύ εκκλησιαστικό φρόνημα. Τα πάντα τα ανήγαγε και τα ανέφερε στην εκκλησία. Γι αυτό είχε – όλοι το θυμούνται αυτό – απεριόριστο σεβασμό στους αρχιερείς.

Όπως λέει ο πρώην Ερζεγοβίνης Αθανάσιος Γιέφτιτς σε ένα κείμενο για τον Γέροντα, ο π. Αιμιλιανός έδειχνε την εκκλησιαστική συνείδηση και τον μοναχισμό εντός της εκκλησίας και όχι έναν μοναχισμό που θα μιλήσει αμέσως για ιδιοτροπίες, για ειδική άσκηση, για πράγματα που συνήθως όταν οι μοναχοί μιλούνε τα απολυτοποιούν ή τα ξεχωρίζουν από την εκκλησία. Είναι άνθρωπος ο Γέροντας πιστός και πιστεύει σε αυτά που ζει. Τον διακρίνει η πιστότητα στην παράδοση αλλά και η ελευθερία ως προς την παράδοση. Κατέβαινε ο Γέροντας – λέει πάλι ο δεσπότης – σαν τον άγιο Βασίλειο στην πόλη, ως ηγούμενος, και κήρυττε, εξομολογούσε και αυτό είχε καλές επιδράσεις και στον ίδιο τον μοναχισμό. Δεν ήταν ιεραποστολικός μοναχισμός για δράση, αλλά ήταν εκκλησιαστικός. Και αν δεν ακτινοβολεί και στον κόσμο, στην εκκλησία δηλαδή, και διά της εκκλησίας στον κόσμο, τότε σαν κάτι να λείπει από τον μοναχισμό. Είναι λοιπόν ο μοναχισμός του Γέροντος γνήσιος εκκλησιαστικός μοναχισμός.

Άλλωστε είναι γνωστό το κομμάτι του εσωτερικού κανονισμού της Ορμύλιας που λέει πως ο μοναχός αν και ζει με τον δικό του ρυθμό ζει ουσιαστικώς εν τη εκκλησία, για την εκκλησία, ως καρδιά, ή ένα μέλος του σώματος. Και δεν εκτιμάται από την ανάπτυξη δραστηριότητος αλλά κυρίως από την εραστική αναζήτηση του Θεού. Έτσι οι μοναχοί, με τον δικό τους τρόπο γίνονται θεοειδείς και ελκύουν και τους άλλους προς την θεία ζωή. Αυτό δεν είναι και το έργο της εκκλησίας; Δηλαδή, η σωτηρία των ψυχών; Όλοι εργαζόμαστε για τη δική μας σωτηρία και για τη σωτηρία των άλλων.

Το άλλο είναι ο μυστικισμός του Γέροντα. Και φυσικά δεν έχει καμία σχέση η λέξη μυστικισμός με αυτήν την ανατολικής σοφίας. Επειδή λοιπόν αυτή η ανατολική σοφία λέει ότι ο δικός μας μυστικισμός είναι χαμηλής ποιότητος μπροστά στον δικό τους γιατί εκεί δεν υπάρχει διάκριση καλού και κακού, ούτε η διάκριση μεταξύ θεϊκού και δαιμονιώδους. Μια ξεκάθαρη σατανική, φανταχτερή δυναμική εκδήλωση θεωρείται θεϊκή μεγαλουργία. Ένα ψέμμα, και ο άνθρωπος πιστεύει πιο πολύ στη φαντασία απ’ ότι στην πραγματικότητα.

Στον μυστικισμό του Γέροντα βλέπουμε πλούσια τη θεϊκή γνησιότητα, ξένη προς κάθε τι που αντίκειται στην αγαθότητα του Θεού. Βλέπουμε τον γνήσιο μυστικισμό που μόνο μέσα στην ευαγγελική διδασκαλία και πίστη υπάρχει. Πάντως πρέπει να παραδεχθούμε, έχουν ένα δίκιο αυτοί που μιλάνε, ότι δεν έχουμε μυστικισμό. Και αυτό είναι σημαντικό να το ξέρουμε. Γιατί ο Γέροντας Αιμιλιανός με πικρία μίλησε μερικές φορές για τις χριστιανικές εκείνες τάσεις όπου αυτός ο μυστικισμός θεωρείται σαν κάτι άχρηστο και στη θέση του μπαίνει ένας χριστιανικός ακτιβισμός, μια υπερδραστηριότητα για ένα πειθαρχημένο ηθικό σύστημα χωρίς τη μυστική βίωση του Χριστού. Έλεγε χαρακτηριστικά, «Ο Ντοστογιέφσκι, αυτός ο περίφημος συγγραφέας, ονόμαζε ελβετικές ιδέες τις χριστιανικές αρετές χωρίς τον Χριστό». Και μένει ο χριστιανός ένας καλός άνθρωπος που μπορεί να κάνει ακόμη και σπουδαία πράγματα αλλά ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα.

Κάποτε ο Γέροντας Αιμιλιανός είπε ότι η μεγαλύτερη – και αυτό είναι πολύ σημαντικό να το ακούσουμε πολύ καλά σήμερα – αίρεση που υπάρχει σήμερα στον χριστιανισμό είναι αυτή η νοοτροπία και πίστη ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι ευαγγελικές και πατερικές διδασκαλίες περί προσευχής, περί απαθείας, περί ενώσεως με τον Θεόν, και τα όμοια που μπορεί να τα βρει κανείς μέσα ακριβώς στις διδαχές του.

Για μας λοιπόν που ακούσαμε την ίδια την διήγηση αυτών των θεοερωτικών θα λέγαμε βιωμάτων του, αποτελούν την βαθύτατη νοσταλγία της ψυχής μας. Αδυνατούμε να λησμονήσουμε εκείνη τη γεμάτη, ένθεο φωνή, με πάθος. Εκείνη την αποκάλυψη της αληθινής συναντήσεώς του με τον Θεό. Τους εναγκαλισμούς του με τον Θεό, της ενώσεώς του με τον Θεό. Αυθόρμητα μαρτυρούμε αυτό χωρίς να σημαίνει κάτι το ιδιαίτερο. Δεν είναι όμως οι δικές μας μαρτυρίες αλλά και άλλων πολλών. Υπάρχει η πολλή προσωπική αλληλογραφία που εκεί θα φανερωθούν πολλά. Ποιες είναι αυτές οι μαρτυρίες; Σας αναφέρω και τελειώνω.

Πρώτον, του πατριάρχη μας του οικουμενικού, στο γράμμα του το 2002, με την ευκαιρία των εγκαινίων του καθολικού της Ορμύλιας, γράφει «όντως η προσωπικότης του Γέροντος και πνευματικού πατρός υμών Αιμιλιανού είναι αξία πάσης τιμής, ευγνωμοσύνης και αγάπης δι όσα εν φόβω Θεού και ζεούση καρδία κατηργάσθη και με την βοήθεια του Θεού επέτυχε κατά την μακράν αυτού εν τοις ιεροίς κοινοβίοις διακονίαν (σημ. δηλαδή στα Μετέωρα, στη Σιμωνόπετρα και στην Ορμύλια) αναδειχθείς κτήτωρ, και ανακαινιστής αυτών και εμπνεύσας τον θείον έρωτα προς την αγαθήν μερίδαν. Και διά πλειάδος μοναχών ή μοναζουσών που επόλισαν την έρημον». Και εύχεται ο Θεός να του δωρίσει κάθε ευλογία.

Η μητέρα του διηγείται: Τον ρώτησα μια μέρα:  Τι θα κάνεις παιδί μου όταν μεγαλώσεις; Τι σκέπτεσαι; Σκέπτεσαι να παντρευτείς; Ήταν τότε που θα έμπαινε στο πανεπιστήμιο. Απαντά ο Γέροντας:  Ο γιός σου δεν παντρεύεται. Θα παντρευτεί τον Χριστό. Η μητέρα:  Χριστός και Παναγία! Παντρεύεται ο Χριστός; Μόνο που δεν λιποθύμησα, είπε. Θυμόμουν κάποιους μοναχούς στη Χίο που δεν μου άρεσαν.  Τέτοιος παιδί μου θα γίνεις; Και απαντά εκείνος:  Όχι μητέρα! Εγώ θα γίνω αξιοπρεπής. Να μου δώσεις την ευχή σου διότι από 12 ετών που ήμουν στην γιαγιά και με έντυνε παπαδάκι πήγα στην εικόνα του Χριστού και έκανα μετάνοια και είπα «Αξίωσέ με Χριστέ μου να μεγαλώσω μια μέρα και να βάλω αυτό το ευλογημένο ράσο». Λοιπόν, θα μου δώσεις μητέρα την ευχή σου;  Τι ευχή να σου δώσω; Χάνεται παιδί μου το όνομά μας. Δεν έχω άλλο αγόρι.  Αφού δεν μου δίνεις την ευχή σου – λέει ο μικρός Αλέξανδρος – εγώ θα φύγω και δεν θα έχεις γιο πλέον.

Ο σεβασμιότατος Αθανάσιος Γιέφτιτσ, όταν μια φορά μετά το 1995 – ο Γέροντας είχε φύγει λόγω υγείας από τη Σιμωνόπετρα – μπήκε μέσα στο Συνακτικό του ηγουμενείου όπου όλη η αδελφότης τον περιμέναμε, είδε τη φωτογραφία του Γέροντα εκεί που υπάρχει και είπε: «Πάντοτε Γέροντα είσαι χαρούμενος, με το χαμόγελο στα χείλη». Επίσης είπε και τα εξής: «Το μεγάλο ύψος της πνευματικής ζωής του Γέροντος οφείλεται σε τρία πράγματα. Πρώτον, επειδή ήταν Μικρασιάτης. Δεύτερον, από την αρχή ζούσε γνήσια και αληθινή την πνευματική ζωή. Και τρίτον, τον έλουσε η θεία χάρις». Είπε για τον όσιο Ιουστίνο Πόποβιτς και τον Γέροντα ότι ήταν μεγάλες μορφές της εκκλησίας.

Μία αλλοδαπή αφού έμαθε ελληνικά και άρχισε να διαβάζει τα βιβλία του Γέροντος μου γράφει: «Άλλο πράγμα είναι τα βιβλία του Γέροντα. Δεν εκφράζεται. Σου μιλάει στην καρδιά. Σε γεμίζει και σε παρηγορεί. Σου δίνει πόθο και ενθουσιασμό να τα κάνεις όλα. Είναι αληθινός θησαυρός. Μέσα σου, χωρίς να το καταλάβεις, σου δίνει και σου καλλιεργεί τον νουν Χριστού. Δεν χορταίνω, όσο και να διαβάζω».

Τέλος, ο μακαριστός Γέροντας Μωυσής σε ένα έμμετρο κείμενο για τον Γέροντα γράφει: «Γνώρισα το Γέροντα στην Αθήνα το 1972. Αμέσως μου έκανε εντύπωση η σοβαρότητά του. Κυρίως ήταν αυτό που δεν έλεγε και όχι αυτό που ακουγόταν. Όταν έκραζε στην αγία Μαγδαληνή, όταν μάλωνε σιωπηλά με τον Χριστό, – σημ. μάλωνε, αυτό σημαίνει πραγματική σχέσις με τον Χριστό, να κράζεις, να μαλώνεις, να διαμαρτύρεσαι, να αγαπάς και να υποτάσσεσαι – όταν ερχόταν στο κελί μου που ασθενούσα βαριά και καθόταν ώρα δίχως να μιλά, και να μου λέει τα απαραίτητα:  Η ασθένεια θα σε σώσει παιδί μου. Μιλούσε πιο πολύ η ζωή του, το ειρηνικό του πρόσωπο, το βιωμένο του παράδειγμα. Η ζωή του Γέροντα ήταν ένα κλειστό βιβλίο. Σε ελάχιστους δόθηκε η ευλογία της μελέτης του. Άφησε την γνώση του μόνο στον Θεό. Ήταν πάντοτε προσεκτικός, μετρημένος, τακτικός, φρόνιμος, συνετός. Το στέρεο βήμα του, οι κινήσεις των χεριών, ο τρόπος του βήχα του, ακόμα και της αναπνοής του, ιδίως την ώρα της θείας λειτουργίας στο Άγιο Βήμα, στο πρώτο στασίδι, στον
θρόνο, στην τράπεζα, κάτι ξεχωριστό, κάτι ιερό».

Βλέπετε πόσο ωραία τα λέει ο π. Μωυσής; Αυτά και άλλα πολλά γράφει ο π. Μωυσής. Υπάρχουν άραγε μετά από όλα αυτά που σας είπα θαυμαστά γεγονότα; Χρόνο δεν έχουμε. Υπάρχουν. Αυτά είναι κρυμμένα στα βιβλία κάτω από τις γραμμές. Και άλλα από αυτά ανήκουν στο μέλλον και δεν είναι του παρόντος να τα πούμε. Σήμερα λοιπόν το πύρινο στόμα είναι στην αγαπημένη του παιδιόθεν σιωπή. Ο δυναμικός Γέροντας που ανόρθωσε χιλιάδες ψυχές φέρει επάνω του τα σύμβολα της αδυναμίας. Αλλά μαζί, την θεϊκή ευλογία και χάρι τα οποία πλούσια διανέμει κάθε μέρα στα παιδιά του, στα μοναστήρια του, στο μοναχισμό, στην τροφό αγία μας εκκλησία. Αυτό που ο Θεός έδωσε στον Γέροντα πονάει πολύ. Αλλά το έλεος του Θεού είναι πάνω από πολλές ζωές. Είναι μεγάλος ο Γέροντας αλλά όπως λέει ο άγιος Χρυσόστομος «και αν Παύλος είσαι (σημ. και αν είσαι ο απόστολος Παύλος) είσαι άνθρωπος (σημ. όπως όλοι δηλαδή οι άγιοι της εκκλησίας)». Άλλωστε η φωνή του Γέροντα μάς προτρέπει για τα δύσκολα.

Λέει λοιπόν και τελειώνουμε με αυτό: «Αν θέλουμε να ανήκουμε στον Θεό θα είναι σκληρή η οδός μας. Το πάθος, η δύσκολη πορεία, είναι ο δρόμος των Αποστόλων. Των πατέρων, των αγίων. Ο μόνος δρόμος που υπάρχει προς τον ουρανό. Να αγαπώμε τα σκληράς οδούς του Κυρίου. Οιαδήποτε και αν είναι η δυσκολία που μπορεί να παρουσιασθεί». Με χαρά, με ενθουσιασμό, να είμαστε έτοιμοι να υποφέρουμε. Τότε θα χορταίνουμε καθημερινά, θα χορταίνουμε Θεό και χάρη. Ας έχουμε την ευχή του και εύχομαι να στέλνει πλούσια κάθε μέρα την ευλογία του τώρα και σε αυτήν την Τεσσαρακοστή, και σε αυτό το Πάσχα, και σε όλο το μήκος της ζωής σας.

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Πεμπτουσία.gr

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.