Παπαφλέσσας (η μάχη στο Μανιάκι, 20 Μαϊου 1825) – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Απρίλης του 1825 βρισκόταν στο έβγα του, όταν ο τρομερός Ιμπραήμ, μετά τις πρώτες νίκες του με πολυάριθμα ασκέρια, τέλεια εξοπλισμένα και γυμνα¬σμένα, ανηφόριζε απ’ τη Μεσσηνία κατά το κέντρο του Μοριά. Η επανάσταση έπνεε τα λοίσθια και η μοίρα του έθνους ζυγιαζόταν. Η κυβέρνηση είχε καταφέρει με τα καμώματα της να κλείσει στη φυλακή τους καπεταναίους και τα παληκάρια τους είχαν διασκορπιστεί. Ο εμφύλιος σπαραγμός μάστιζε όλη τη χώρα. Όλοι έβλεπαν το βέβαιο χαμό του έθνους σα θεϊκή κατάρα και κανένας δεν έκανε κάτι για να τον αποσείση. Ανάμεσα τους και ο Παπαφλέσσας, πνιγμένος κι αυτός ως το λαιμό στις πολιτικές δολοπλοκίες. Είχε κατεβεί κι αυτός ως το τελευταίο σκαλοπάτι της σκάλας του κακού.
Αυτός ο τρελόπαπας, ο μπουρλοτιέρης των ψυχών, ο ήρωας, ο γλεντζές, αλλά κι ο μάρτυρας, που είχε μέσα του το Θεό και το διάβολο, που άλλοτε φόραγε το καλιμαύχι και άλλοτε την περικεφαλαία, παράτησε μπροστά σε κείνο το φοβερό εθνικό κίνδυνο το μικρόψυχο και κολασμένο εαυτό του και ντύθηκε τον ήρωα στην αρχή και κατόπιν το μάρτυρα.
Ως υπουργός των Εσωτερικών παραγγέλνει στην κυβέρνηση ν’ αποφυλακί¬σει τον Κολοκοτρώνη και ο ίδιος φεύγει απ’ τ’ Ανάπλι και πάει για την Τριπολιτσά. Έχει πάρει τη μεγάλη απόφαση ν’ αντιταχθεί στον Ιμπραήμ και να τον νικήσει ή να πεθάνει. Στο δρόμο άκουε να κρυφολένε γύρω του οι χωριάτες:
-«Που είνοι ο Γέρος; (ο Κολοκοτρώνης)».
Αυτό του πείραξε λίγο τον εγωισμό του και φεύγοντας απ’ την Τριπολιτσά για τη Μεσσηνία, μπροστά στο μαζεμένο γύρω του λαό είπε:
-«Πηγαίνω να πολεμήσω, πατριώτες, και ή θα νικήσω τον Μπραΐμ, ή θα σκοτωθώ. Και θα μάθετε, σκατόβλαχοι, πως ξέρει και άλλος να πολεμά τους Τούρκους, όχι ο Γέρος μοναχά!».
Απ’ την Τριπολιτσά πήγε στο Λεοντάρι, όπου έσμιξε με το δικό του ασκέρι και του ανηψιού του Δημήτρη Φλέσσα, με 700 νοματαίους. Ύστερα κίνησε για τη Φρουτζάλα και από κεί τραβά για τη Δράίλα, ίσα με εφτά ώρες δρόμο. Εκεί παίρνει γράμμα απ’ τον αδερφό του Νικήτα που τούγραφε πως δεν έπρεπε, πριν συγκεντρώσει πολλές δυνάμεις, να περάσει τα Κοντοβούνα, αλλά να κράταγε τις ορεινές θέσεις στα βουνά της Καλαμάτας, για νάχει ανοιχτό δρόμο πίσω του κατά τη Μάνη. Του απάντησε με τούτο το γράμμα:
«Νικήτα,
Έλαβα την επιστολή σου και εις απάντησιν σου λέγω, ότι δεν είμαι σαν και σε και σαν τον κουμπάρο σου τον Κεφάλα, όπου τρέχετε από ράχη σε ράχη στους Αηλιάδες.
Εγώ άπαξ ωρκίσθην να χύσω το αίμα μου εις την ανάγκην της πατρίδος, και αυτή είναι η ώρα. Εύχομαι δε εις τον Θεόν πρώτη μπάλα του Ιμβραήμ να με πάρη εις το κεφάλι, διότι σας γράφω να ταχύνετε τον ερχομό σας και σεις μου γράφετε κουραφέξαλα.
Νικήτα, πρώτη και τελευταία επιστολή μου είναι αυτή, Βάστα την να τη διαβάζης καμμιά φορά, να με θυμάσαι και να κλαις.
Παπαφλέσσας»
Φαίνεται καθαρά απ’ αυτό το γράμμα πως συνειδητά τράβαγε για το θάνα¬το.
Ο στρατός του τώρα έφτανε τους 1500. Είχε όμως ευχάριστες ειδήσεις πως θα του έρχονταν και άλλοι καπεταναίοι, ο Δημήτρης Πλαπούτας απ’ τον Αετό με 1600 παληκάρια, ο αδερφός του ο Νικήτας με 700 και άλλοι απ’ την Αρκαδία με 2000.
Μόλις έμαθε ο Παπαφλέσσας πως ξεκίνησε ο Ιμπραήμ απ’ το Ναυαρίνο, rώτησε «τους εντοπίους ποίος τόπος, βουνόν ή χωρίον είναι υψηλόν, ώστε να bλέπει το Νεόκαστρον και όλοι του είπαν ότι είναι του Παιδεμένου και Μανιάκι». Και δίχως να χάσει καιρό φεύγει με τ’ ασκέρια του και σε δυο ώρες πριν απ’ το ηλιοβασίλεμα, φτάνει στο Μανιάκι. Ήταν όλοι κατακουρασμένοι και πέσανε να κοιμηθούν.
Την αυγή έστειλε καραούλια κατά το Μαγκλαβά, τη ράχη, πάνω απ’ το χωριό Βλαχόπουλο, ν’ αγναντέψουν τον κάμπο και το δρόμο για την Πύλο. Και ο ίδιος με τους άλλους αρχηγούς κι ένα Γάλλο φιλέλληνα, ανέβηκαν για να διαλέξουν τις θέσεις που θα πιάναν.
Στέκονται στον ψηλότερο απ’ τους τρεις λόφους του Μανιακού. Εκεί κάνουν συμβούλιο. Ο ανιψιός του Ηλίας Φλέσσας και ο φίλος του ο Παναγιώτης ο Κεφάλας προτείνουν να πιάσουν θέσεις ψηλότερα στο βουνό απάνω, που είχαν σταθεί κιόλας από φόβο οι περισσότεροι απ’ τους άνδρες του. Εκεί θα μπορού¬σαν να κρατήσουν τον πόλεμο κανα – δυό μέρες ώσπου να φτάσει η βοήθεια που ήλπιζαν.
-«Εγώ, τους λέει ο Παπαφλέσσας, δεν ήρθα εδώ να μετρήσω το στρατό του Μπραίμη, πόσος είναι, από τα ψηλώματα- ήρθα να πολεμήσω. Ούτε τρελλάθηκε ο Μπραΐμης να χασομεράη εκεί που δεν ελπίζει να κερδήση νίκη, μα θα τραβήξη ίσα κατά την Τριπολιτσά, κι εγώ τότε θα μείνω να μαζεύω από πίσω τα καρφοπέταλά του. Αν όμως τον κρατήσω εδώ στο Μανιάκι, γλυτώνω το Μωριά, γιατί θα τον κάμω να πισωγυρίση, όπως ο Δράμαλης, ειτεμή, θα πλήρωση ακριβά το αίμα μου και θα το συλλογιστή καλά ύστερα να μπη στην καρδιά του Μωριά.
Καθίστε εδώ να πεθάνουμε σαν αρχαίοι Έλληνες!».
Εκείνη η μέρα πέρασε χωρίς να κάμουν τίποτα. Το απόγεμα της άλλης ειδοποιούν τα καραούλια ότι οι Αραπάδες τραβάνε για τα Χίλια Χωριά. Ο Παπα¬φλέσσας σκέφτεται πως είναι πιθανό ο Ιμπραήμ να περάσει απ’ τα πεδινά χωριά της Μεσσηνίας και να αιχμαλωτίσει τον άμαχο και αμέριμνο πληθυσμό. Προστά¬ζει να μαζευτούν γύρω του, όσοι ξέρουν γράμματα, να γράψουν επιστολές και να τις στείλουν στα χωριά να φύγουν οι κάτοικοι στα βουνά για να γλιτώσουν. Γράφει και στους αρχηγούς που του έταξαν βοήθεια να βιαστούν να ‘ρθούνε. Αλλά πάλι μονολογεί μόνος του:
-«Τι τα θέλουμε αυτά; Ώσπου να πάνε οι ταχυδρόμοι, θάχει φτάσει ο
εχθρός και θάχουν τελειώσει όλα!».
Ύστερα προστάζει τα παλικάρια ν’ ανάψουνε πολλές φωτιές για να φανταστούν οι Αραπάδες πως το ελληνικό στρατόπεδο είναι μεγάλο και να μην τολμή¬σουν να προχωρήσουν. Και πραγματικά φοβήθηκε ο Ιμπραήμ και πέρασε τη νύχτα στα Χίλια Χωριά.
Νύχτωσε καλά και όλοι έπεσαν να κοιμηθούν ανάμεσα στις πέτρες, τυλιγμέ¬νοι στις κάπες τους. Ανάμεσα τους και ο Παπαφλέσσας. Εκεί ήρθε να τον δεί ο Αμερικανός φιλέλληνας Χάου. Τον φιλοξένησε με ψωμί χωριάτικο, κρέας, τυρί και κρασί. Δυο τρεις απ’ τους άλλους οπλαρχηγούς τους έκαμαν παρέα στο φαΐ και στο κρασί. Σε μια στιγμή ο Παπαφλέσσας λέει:
-«Αύριο, τέτοια ώρα, θα δειπνάμε με τον Πλούτωνα!».
Οι άλλοι αρχηγοί κοιτάχτηκαν λυπημένοι. Κι ο Παπαφλέσσας που τους είδε, τους λυπήθηκε και πρόσθεσε:
-« Ή θάμαστε νικηταί!…».
Ξημέρωσε η άλλη μέρα. Απ’ το πρωί άρχισαν να φτιάχνουν ταμπούρια. Τρία θα ήταν. Το πιο βορεινό θα το έπιανε ο Παπαφλέσσας, το δεύτερο ο ανιψιός του ο Δημήτρης Φλέσσας και το ακόμα νοτιότερο ο Πιέρος Βοϊδής με τους Μανιάτες. «Ο τόπος όπου έγιναν τα οχυρώματα ταύτα, ήσαν πλάγια, και όχι ράχες, ούτε κορυφή, δια να εμποδίσουν τον εχθρόν να μην συγκεντρούται όπισθεν». Και η απόσταση ανάμεσα στα ταμπούρια και στα μέρη που θα στέκονταν ο εχθρός ήταν μικρή κι έτσι οι δικοί μας «δεν είχον ούτε το απαιτούμενονχρόνον να γεμίζουν δις και τρις τα όπλα των», γράφει ο Φωτάκος.
Είχαν περάσει δυο ώρες μετά την ανατολή του ήλιου και ακόμα δεν είχαν τελειώσει τα οχυρά. Και να, ξαφνικά ο Ιμπραήμ με τ’ ασκέρια του φάνηκε πάνω απ’ το βουνό και το χωριό Σκάρμιγκα και πάνω απ’ το Κεφαλόβρυσο κάπου μια ώρα μακριά.
Οι Έλληνες μόλις είδαν τα εχθρικά φουσάτα ν’ ανεβαίνουν σα φουσκοθαλασσιά το βουνό, σωστή βουβή, παγερή φοβέρα, τα χρειάστηκαν. Και κάποιος είπε:
-«Έχετε άλογον, καβαλάτε ύστερον και φύγετε!».
Τ’ ακούει ο Παπαφλέσσας και φωνάζει αμέσως το γραμματικό του Τισαμενό. Τον προστάζει να πάρει αμέσως τ’ άλογο του κι όλους τους ψυχογιούς του εξόν απ’ το Μιχάλη Σταϊκόπουλο και να πάει στην αντικρινή ράχη. Μα να και κάμποσοι στρατιώτες λογαριάζοντας πως είναι σίγουρα χαμένοι, παρατάνε τα πόστα τους, πέφτουν στο «Κρυόρεμα» και φεύγουν. «Έφυγαν δε υπέρ τους χίλιους». Κινήθηκε όμως αμέσως το ιππικό του Ιμπραήμ σε δυο κολόνες. Μια τράβηξε δεξιά για να εμποδίσει τυχόν βοήθειες και η άλλη αριστερά. Και οι δικοί μας βρέθηκαν κυκλω¬μένοι. Ο Παπαφλέσσας «ενόμισε τούτο μεγάλον ευτύχημα, δια να συνέλθουν όλοι ομού οι Έλληνες και να πολεμούν καλλίτερα και αποφασιστικώτερα, και να μη λιποτακτούν». Μαζεύει γύρω του όλο τ’ ασκέρι που τ’ απόμεινε και αρχίζει να μιλά για να το γκαρδιώσει. Θυμίζει τις νίκες στο Βαλτέτσι, στο Λεβίδι, στη Γράνα, στα Δερβενάκια και καταλήγει:
-«Όπου νάναι φτάνουν δεκαπέντε χιλιάδες δικοί μας να μας βοηθήσουν. Ο Πλαπούτας και όλοι οι Αρκαδιανοί, ο αδερφός μου ο Νικήτας, ο Κατσάκος και άλλοι Μανιάτες. Σε μια ώρα θάναι δώ. Και θα είναι
ολοτρόγυρα του Ιμπραήμ να τον χτυπούν από τις πλάταις… Σήμερον η πατρίς περιμένει από ημάς την δόξαν της δια της νίκης ταύτης…».
Πριν τελειώσει τον λόγο του μερικοί απ’ τους καπεταναίους «ιδόντες τον προφανή κίνδυνον» παρακινούσαν τον ανιψιό του Δημήτρη να του πει να κάμουν γιουρούσι και διασπώντας τις εχθρικές γραμμές να γλιτώσουν όσοι τα καταφέρουν. «Κανείς, όμως, δεν ετόλμα να του εκστομίση τοιούτον τι κατά πρόσωπον».
Τότε τον επλησίασεν ο Κεφάλας και ο Παπαγεώργης και του λένε από αέρος όλων των καπεταναίων, πως αυτή ήταν η τελευταία τους ευκαιρία να σωθούν. Ο Παπαφλέσσας απαντά στον Κεφάλα:
-«Έχασα τας ελπίδας μου. Άλλως πως σε εκτιμούσα».
Και γυρίζοντας προς τον Παπαγιώργη, τον πιάνει από τα γένια και του λέει:
-«Μου τα ντρόπιασες, Παπαγιώργη!». Και συνέχισε απευθυνόμενος και στους δυό:
-Σε είχα για καλύτερο, μωρέ Κεφάλα! Και σένα, Παπαγιώργη! Που θα πάμε να φύγουμε; Έχουμε ταχτικό στρατό να βγούμε απ’ τα ταμπούρια μας και να υποχωρούμε πολεμώντας; Δεν ξέρεις, Παπαγιώργη, πως ο άταχτος στρατός, άμα βγει απ’ το ταμπούρι, σκορπάει κι ο καθένας πιάνει δρόμο δικό του και τότε πέντε καβαλάρηδες του Ιμπραήμ θα μας σφάξουνε λίγους – λίγους; Και ποιο θάναι το αποτέλεσμα; Να δειλιάσει το έθνος και να ψυχωθεί ο εχθρός. Τι φοβά¬σαι, Παπαγιώργη; Εσύ ξέρεις όλη την αλληλογραφία μου- είναι δυνατόν ύστερ’ από δυο ώρες να μην έρθει εδώ πέντε χιλιάδες στρατός δικός μας; Κι αν άλλοι δεν έρθουν, ο Πλαπούτας δε θα λείψει. Πιστεύω αδίσταχτα πως θα είμαστε νικηταί… Αλλ’ αν, ο μη γένοιτο, νικηθούμε, θ’ αδυνατίσουμε τη δύναμη του εχθρού, πολλούς θα χάσει, και τον αγώνα μας θα τον ονομάσουν λεωνίδειον μάχη!
Αυτά είπε και οι άλλοι καπεταναίοι τον άκουγαν με σκυμμένο κεφάλι. Άμα τελείωσε ο Βοϊδής Μαυρομιχάλης είπε:
-«Πάμε εις τα ταμπούρια μας, κι όποιος θα μείνει από εμάς, ας ακούει των γυναικών τα μοιρολόγια!».
Και πήγαν όλοι εξόν απ’ τον Κεφάλα που τον βρήκαν αργότερα οι Αραπάδες και τον λόγχισαν. Την ίδια τύχη είχαν και όσοι άλλοι έφυγαν.
Ο Παπαφλέσσας μπήκε στο ταμπούρι του, ανέβηκε σε μια πέτρα που ήταν σιμά σε μια αγριαχλαδιά κι αγνάντεψε κατά τη μεριά του εχθρού. Ο Ιμπραήμ είχε διατάξει να κινηθούν πρώτα οι ακροβολιστές και οι καραβινοφόροι και ύστερα το άτακτο ιππικό. Όταν οι πρώτοι πλησίασαν στα οχυρώματα άρχισαν ν’ ακροβολίζονται από δω και από κει για να εμποδίσουν τους Έλληνες να φύγουν. Άλικος βάφτηκε ο λόφος απ’ τις στολές των Αραπάδων, πήξανε τα άρματα και τα μπαϊράκια. Οι Αραπάδες ύστερα μοιράστηκαν σε τάγματα και λόχους. Ο Ιμπραήμ στάθηκε πάνω σ’ ένα λοφίσκο απέναντι απ’ τα οχυρώματα. Και σε λίγο πρόσταξε δυο χιλιάδες ασκέρι να πιάσει θέσεις πίσω απ’ τα ελληνικά οχυρώματα, ανατολικά, κατά την Ανδρούσα. Θα συνοδεύονταν και άπό οχτακόσιες καβαλάρηδες για να εμποδίσουν οποιαδήποτε βοήθεια θα έρχονταν στους Έλληνες. Άφησε και ένα μέρος ανοιχτό, στον κλειό που έκαμε, για να τολμήσουν οι Έλληνες να φύγουν κατακεί και να τους κατακάψει το ιππικό του. Ήταν ένα έξυπνο στρατηγικό δόλωμα. Το κατάλαβε ο Παπαφλέσσας και μουρμούρισε:
-«Βρωμάραπα, θα ιδείς σε λίγο, αν έχουμε όρεξη να φύγουμε! Δε θα ντουφεκίσετε, φώναξε στους δικούς του, αν δε ρίξω πρώτα εγώ!». Και όταν έφτασαν οι Αραπάδες σε απόσταση ως μισού «τίρου» τουφεκιού: -«Βαρείτε!» φώναξε και έριξε αυτός πρώτος.
Άρχισε φονική μάχη. Σε τόσο μικρή απόσταση του εχθρού λίγα βόλια πήγαιναν χαμένα. Μια ώρα κράτησε ο ακροβολισμός. Αντάριασε ο τόπος απ’ τον καπνό της μάχης. Έφτασε το μεσημέρι και η ζέστα τσουρούφλιαζε. Ο Ιμπραήμ πρόσταξε να αποσυρθεί πιο πίσω ο στρατός να ξανασάνει, να γευματίσει και να δροσιστεί. Οι νεροκουβαλητάδες πηγαινοέρχονταν δίνοντας νερό στους διψα¬σμένους μαχητές. Λίγο πιο πίσω ο Ιμπραήμ είχε καλέσει τους αξιωματικούς του σε συμβούλιο. Και μελετούσαν την καινούργια έφοδο.
Και απ’ τη μεριά των Ελλήνων οι οπλαρχηγοί μαζεύτηκαν στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα. Συνομίλησαν, φιλονίκησαν και στο τέλος του λένε:
-«Καλά ήτο να φύγωμεν κατά το μέρος της Αγιας», ότι «οι καβαλλαραίοι ολίγους θα σκοτώσουν από ημάς- έχομεν το βουνόνβοηθόν στεκόμεθα εις τα ριζώματα και πολεμούμεν. Να φύγωμεν τώρα, όπου οι Τούρκοι έχουν ανάπαυσιν και τρώγουν ψωμί- μίαν φωτιάν θα φάμεν, θα σκοτωθώμεν, όχι περισσότεροι των 50 ή 100, οι δε άλλοι θα σωθώμεν και προπάντων θα σώσωμεν και εσέ δια να χρησιμεύσης εις άλλην περίστασιν».
Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι του Παπαφλέσσα. Άναψε και ξέσπασε:
-«Εγώ σας είπα και πρώτα και τώρα σας λέω, την φευγάλα μην την βάλετε διόλου εις τον νου σας, διότι ημείς χανόμεθα άδικα, αν θα πέσωμεν απάνω εις την φωτιάν του εχθρού. Εγώ δεν πηγαίνω να παρα¬δώσω τους Έλληνας μόνος μου εις το αδιάκοπον πυρ του τακτικού! Έπειτα σας είπον, ότι ημείς περιμένομεν την βοήθειαν, η οποία γνωρίζε¬τε, ότι θα φθάση ώραν την ώραν: πηγαίνετε εις τας θέσεις σας». Έτσι και έγινε.
Ο Ιμπραήμ διατάζει έφοδο. Δυο πελώρια κύματα Αραπάδων, το ένα κοντά στο άλλο, ξεσηκώνονται με τρομερή βουή και χύνονται στα ελληνικά ταμπούρια. Σπάνε τα μούτρα τους, όμως, και πισωγυρίζουν όσοι είχαν μείνει ζωντανοί. Ετοιμάζονταν και για τρίτο γιουρούσι, όταν ακούστηκαν μπαταρίες πίσω απ’ τα ελληνικά ταμπούρια, κατά το βορρά, απ’ όπου οι Έλληνες πρόσμεναν να ρθει ο Πλαπούτας. Αλαλαγμός χαράς στα ελληνικά ταμπούρια. Μα είναι απατηλή ελπί¬δα.
Ο Ιμπραήμ ακούει τις τουφεκιές και τις χαρές των Ελλήνων και καταλαβαίνει πως πρέπει να βιαστεί προτού έρθει άλλη βοήθεια. Και στέλνει όλους τους βαθμοφόρους του πίσω απ’ το στρατό που θα έκανε το γιουρούσι να χτυπούν και να σκοτώνουν όποιον εγκαταλείπει τη μάχη. Και τώρα οι Αραπάδες δεν είχαν να διαλέξουν άλλο από τον τρόπο του θανάτου τους.
Τέσσερις εφόδους κάνουν και αφήνουν σωρούς τα πτώματα. Ο τόπος αντάριασε, βάφτηκε το χώμα κόκκινο από το αίμα. Τα εχθρικά φουσάτα ρίχτηκαν μέσα στα ελληνικά ταμπούρια. Τότε τα ντουφέκια σώπασαν κι ακούονταν αριές πιστολιές, τα κούφια χτυπήματα των γιαταγανιών και οι βρισιές, τα λαχανιάσματα και τα βογγητά πόνου.
Ο Δημήτρης Πλέσσας μην ακούοντας πια ντουφέκι απ’ το ταμπούρι του μπάρμπα του τρέχει με γυμνό σπαθί να τον βοηθήσει.
-«Γύρισε πίσω στο ταμπούρι σου, κράτα!» τον προστάζει ο Παπαφλέσσας, από μια πέτρα πλάι στην αγριαχλαδιά, όπου πολεμούσε με το γιαταγάνι του στο χέρι. Μα ώσπου να γυρίσει, οι Αραπάδες του έχουν πιάσει το δικό του ταμπούρι. Χτυπάει, χτυπιέται και πέφτει νεκρός με πολλούς άλλους.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και τα τρία ταμπούρια έχουν κοκκινίσει από το αίμα και τα ρούχα των Αραπάδων. Όσοι Έλληνες μπόρεσαν να γλιτώσουν ρίχτηκαν σ’ ένα ρέμα. Ήταν βαθύ και δε μπορούσε το εχθρικό ιππικό να τους ζυγώσει. Τους περίμενε όμως στο έβγα του. Ρίχτηκαν πάνω τους με τα σπαθιά στα χέρια και λίγοι γλίτωσαν.
Η μάχη στο Μανιάκι ήταν απ’ τις φονικότερες του Αγώνα. Οχτακόσιοι νεκροί Έλληνες και χίλιοι διακόσιοι Αραπάδες, χώρια οι λαβωμένοι που αργοπέθαναν στα νοσοκομεία των κάστρων.
Σιγά σιγά σκόρπισε ο καπνός της μάχης. Οι Αραπάδες τότε βάλθηκαν να σκυλεύσουν τους σκοτωμένους. Ύστερα άρχισαν να τους κόβουν τ’ αυτιά για να πάρουν μπαξίσι. Και μάλωναν μεταξύ τους «ποίος απ’ αυτούς να έχη περισσότε¬ρα».
Κατέβηκε και ο Ιμπραήμ στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα. Έκαμε πρώτα ντουάδες στον Αλλάχ και ύστερα πρόσταξε να του φέρουν το κουφάρι του Παπαφλέσσα. Το βρήκαν ακέφαλο ανάμεσα από ένα σωρό άλλα κουφάρια Ελλή¬νων και Αραπάδων. Βεβαιώθηκε ο Ιμπραήμ πως εκείνο ήταν το κουφάρι του Παπαφλέσσα απ’ τον ψυχογιό του Μιχάλη Σταϊκόπουλο και τότε πρόσταξε να βρουν και το κεφάλι του. Και όταν το βρήκαν, είπε να δέσουν το κεφάλι στο λαιμό, να πλύνουν τα αίματα, τον ιδρώτα και τη λάσπη από πάνω του και να τον στηρίξουν σ’ ένα ξύλο όρθιο. Αφού έγιναν όλα αυτά ο νεκρός φαινόταν σαν ζωντανός. Ο θάνατος δε μπόρεσε να του αφαιρέσει την αδάμαστη έκφραση του.
Τότε ο Ιμπραήμ στάθηκε ακίνητος και άφωνος κάμποσο και τον κοίταζε. Και ύστερα, λένε, πως τον φίλησε. Και γυρίζοντας στους παριστάμενους αξιωματι¬κούς του είπε:
«Χούα κάαν ράγκελ σάολιχ ουά σιγκαά!» (Αυτός ήταν ένας αληθινός άνδρας). Και συνέχισε στη γλώσσα του: «Καλλίτερον ήτο να επαθαίναμε άλληντόσην ζημίαν, αλλά να τον επιάναμεν ζωντανόν διότι πολύ ήθελε μας χρησιμεύση».
Έτσι χάθηκε ο μεγάλος και φλογερός απόστολος της λευτεριάς μας. Κατάφερε στο Μανιάκι να πετάξει από πάνω του όλα τα παράσιτα που βασανίζουν όλα τ’ ανθρώπινα πλάσματα και να βρείτον πραγματικό του εαυτό, τον Παπαφλέσσα της Βοστίτσας. Και πήρε επάξια τη θέση του και στην ιστορία. Δίπλα απ’ το Λεωνίδα και το Διάκο.
Και το πανηγύρι του Μανιακού είχε τελειώσει. Δε βάσταξε ούτε μια μέρα. Έφτασε όμως για ν’ ανατριχιάζουν στο άκουσμα του γενιές και γενιές.

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.