Η επιστροφή – π. Δημητρίου Μπόκου.

Μια φορά κι έναν καιρό, πολύ μακριά από τη γη, υπήρχε μια παραμυθένια χώρα, γεμάτη πλούτο, φως και ομορφιά, που την έλεγαν Αιθερία. Μια κρυστάλλινη αστείρευτη πηγή κι ένας ήλιος ζεστός και φωτεινός φόρτωναν ολοχρονίς με άφθονα άνθη και καρπούς τα καταπράσινα δέντρα που τη σκέπαζαν.

Εκεί, ανάμεσα σε άλλες φυλές, κατοικούσε και η φυλή των ανθρώπων. Ένας σοφός και καλός άρχοντας, που τους αγαπούσε όλους σαν παιδιά του, βασίλευε στη χώρα. Οι άνθρωποι στην Αιθερία ζούσαν υπέροχα. Χωρίς να αρρωσταίνουν, χωρίς να γεράζουν ποτέ. Χωρίς τίποτε να τους λείπει.

Μα κάποτε στη χώρα αυτή έγινε μια μεγάλη αναστάτωση. Ένας κακός άρχοντας, ο μοχθηρός βασιλιάς της νύχτας, έκαμε πόλεμο εναντίον του βασιλιά της Αιθερίας. Συγκέντρωσε ένα μεγάλο στρατό από τους μαύρους ιππότες του και ανεβαίνοντας από το σκοτεινό υπόγειο βασίλειό του, έφτασε στα πρόθυρα της Αιθερίας. Εκεί προσπάθησε με πολλές υποσχέσεις για τιμές και αξιώματα στο βασίλειό του, να πάρει με το μέρος του τους κατοίκους της. Οι άνθρωποι δεν είχαν κανένα παράπονο απ’ τον καλό βασιλιά τους. Μα ωστόσο, εντελώς ανόητα, στράφηκαν εναντίον του, συμμαχώντας με τον κακό βασιλιά της νύχτας, παρασυρμένοι από τις υποσχέσεις του.

Στη μάχη που ακολούθησε οι λευκοί ιππότες της Αιθερίας, πιστοί φρουροί του βασιλιά που ίππευαν λευκά φτερωτά άλογα, νίκησαν τους μαύρους ιππότες της νύχτας και τους ξανάριξαν στο σκοτεινό τους βασίλειο. Ο καλός βασιλιάς λυπήθηκε πολύ για την ανταρσία των ανθρώπων. Σύμφωνα όμως με τους νόμους της Αιθερίας, έπρεπε τώρα να τους εξορίσει μακριά από τη φωτεινή τους πατρίδα. Έτσι οι λευκοί καβαλλάρηδες τους έφεραν από την Αιθερία στον άγνωστο μέχρι τότε τόπο της εξορίας τους: στη γη.

Οι άνθρωποι ήταν απαρηγόρητοι. Από τη στιγμή που οι χρυσές πύλες της χώρας τους σφάλισαν πίσω τους, ξέσπασαν σε οδυρμό και θρήνο. Οι λευκοί καβαλλάρηδες προσπάθησαν να τους παρηγορήσουν. Τους είπαν να ζουν σύμφωνα με τον νόμο του βασιλιά, να ’χουν αγάπη και να κάνουν το καλό μεταξύ τους.

– Αν ζήτε έτσι, είπαν, όταν θα τελειώνει ο χρόνος της εξορίας σας, εμείς οι ίδιοι θα σας φέρνουμε πάλι στην πατρίδα. Αν όμως κάνετε το αντίθετο, δεν θα μας ξαναδείτε. Οι μαύροι ιππότες θα σας τραβάνε κάτω στο βασίλειο της νύχτας.

Έτσι οι άνθρωποι έμειναν στη γη. Η ζωή τους ήταν πολύ δύσκολη. Η γη ήταν αφιλόξενη. Δεν έμοιαζε καθόλου με την αγαπημένη τους πατρίδα. Έδινε πολύ δύσκολα τους καρπούς της. Έπρεπε να δουλεύουν σκληρά για να ζήσουν. Υπέφεραν πότε από το κρύο και πότε από τη ζέστη. Και οι αρρώστιες τους χτυπούσαν αλύπητα.

Λαχταρούσαν μέσα τους την πατρίδα. Δεν έβλεπαν την ώρα να γυρίσουν σ’ αυτήν. Ο καθένας περίμενε ανυπόμονα το τέλος της εξορίας του. Κι όταν ερχόταν αυτή η στιγμή και κάποιος λευκός καβαλλάρης ερχόταν να τον παραλάβει, έπαιρνε γεμάτος χαρά το δρόμο της επιστροφής.

Μα καθώς περνούσαν τα χρόνια, άλλαζαν και οι καιροί. Οι άνθρωποι άρχισαν να συνηθίζουν λίγο-λίγο και τη γη. Η σκληρή και θλιβερή ζωή τους έπαψε να τους πειράζει τόσο πολύ. Σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλαβαίνουν, άρχισε να σβήνει μέσα τους η μεγάλη λαχτάρα για την αγαπημένη τους πατρίδα. Και τέλος ήρθε κάποια στιγμή, που δεν επιθυμούσαν καθόλου πια να γυρίσουν σ’ αυτήν. Συνήθισαν τη γη τόσο πολύ, που την αγάπησαν σαν πατρίδα τους. Δεν ήθελαν να φύγουν ποτέ πλέον απ’ αυτήν. Ιδίως οι νεώτεροι που είχαν γεννηθεί στη γη και μόνο ακουστά είχαν για την άλλη, τη μακρινή πατρίδα τους, την Αιθερία. Οι πιο πολλοί μάλιστα δεν πίστευαν καν πως υπάρχει.

Ο νόμος του βασιλιά τους ξεχάστηκε κι αυτός. Έγιναν αδιάφοροι και κακοί μεταξύ τους. Μα η ζωή τους έτσι δυσκόλεψε πιο πολύ. Ωστόσο ο χρόνος της εξορίας για τον καθένα τελείωνε και ένας-ένας έφευγαν. Οι λευκοί καβαλλάρηδες εμφανίζονταν ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση κι αυτό τους στενοχωρούσε πολύ. Και δεν έφευγαν μόνο οι γέροι, μα και οι νέοι και τα παιδιά. Πράγμα που δεν τους άρεσε καθόλου και μεγάλωνε τη στενοχώρια και τη γκρίνια τους για τον βασιλιά, που όριζε αυθαίρετα, όπως έλεγαν, τον χρόνο της παραμονής τους στη γη.

Ανάμεσά τους ζούσε και μια μάνα με τον μοναχογιό της. Αγάπησε κι αυτή τη γη τόσο πολύ που, όπως όλοι, δεν ήθελε να φύγει απ’ αυτήν. Κόντευε να σβήσει εντελώς κι απ’ τη δική της μνήμη η εικόνα της μυθικής της πατρίδας. Κάποτε όμως το παιδί της αρρώστησε. Και τι δεν έκανε να το γιατρέψει! Η αρρώστια κράτησε μέρες και τυράννησε με φριχτούς πόνους το φτωχό πλάσμα. Τελικά αποδείχτηκε πιο δυνατή απ’ τις φροντίδες της μάνας, που γυρίζοντας στο σπίτι κάποια μέρα δεν βρήκε τον άρρωστο μοναχογιό της. Κατάλαβε. Ο χρόνος εξορίας του παιδιού της έληξε. Οι λευκοί καβαλλάρηδες τον είχαν πάρει. Τον έφεραν πίσω στην πατρίδα.

Μα η μάνα δεν άντεξε τον χωρισμό του. Η καρδιά της σχίστηκε σε χίλια κομμάτια. Ο βαθύς πόνος διεμβόλισε θανάσιμα την ψυχή της. Σπαραχτικός ο θρήνος της αντηχούσε νυχτόημερα στις ερημιές. Και μια καυτή οργή ανέβαινε από τα έγκατά της, θολώνοντας με αναθυμιάσεις πνιγηρές τη σκέψη της και τα αισθήματά της. Στάζοντας πίκρα το βλέμμα της πλανιόταν μακριά, πέρα απ’ τις βουνοκορφές, πάνω απ’ τα σύννεφα, όπου, καθώς έλεγαν, βρισκόταν η μυθική τους πατρίδα. Φώναζε με την ελπίδα, πως ο άσπλαχνος βασιλιάς που όριζε τη μοίρα τους, την άκουγε.

– Μου τον στέρησες! Γιατί; Τι μου άφησες τώρα; Βολοδέρνω μονάχη μου πια! Κι αυτός; Ένα παιδάκι ήταν! Γιατί βιάστηκες να μου τον πάρεις; Και γιατί να τον βασανίσεις έτσι; Τι έφταιγε το αθώο πλάσμα για να υποφέρει; Είσαι σκληρός! Άδικος και σκληρός!

Μα κάποια βραδιά, που είχε ξαναπιάσει για πολλοστή φορά το πικρό μοιρολόγι της, ένα δυνατό χλιμίντρισμα αλόγου τάραξε την ησυχία της νύχτας. Σύγκαιρα η πόρτα της άνοιξε και η αδρή σιλουέττα ενός λευκού καβαλλάρη διαγράφτηκε στο άνοιγμά της. Τα ’χασε. Ήρθε λοιπόν η ώρα της επιστροφής της;

– Όχι ακόμα! είπε διαβάζοντας τη σκέψη της ο λευκός καβαλλάρης. Θα ’ρθεις μόνο να δεις.

Της ένευσε να ακολουθήσει. Η μάνα κοίταζε άναυδη. Η μιλιά της είχε κοπεί. Βάδισε πίσω του υπνωτισμένη. Την ανέβασε στη ράχη του φτερωτού του αλόγου κι αμέσως σηκώθηκαν όλοι στον αέρα. Το άλογο έσκιζε με ασύλληπτη ταχύτητα τους αιθέρες. Πέταξαν προς την ανατολή, πάνω απ’ τα σύννεφα, αφήνοντας μακριά πίσω τους τη γη. Και τότε, αστράφτοντας μέσα σε υπέρλαμπρο φως, μια χώρα με απερίγραπτη ομορφιά φανερώθηκε μπρος τους. Η μάνα κοίταζε μαγεμένη. Ώστε υπήρχε στ’ αλήθεια η χώρα αυτή! Το μυαλό της είχε σταματήσει. Ρουφούσε μόνο μ’ όλη της την ψυχή το ανέκφραστο όνειρο που ζούσε.

Το άλογο πάτησε στο χώμα, ο λευκός καβαλλάρης ξεπέζεψε. Την πήρε από το χέρι και προχώρησε ως εκεί, όπου μεγάλες αψίδες έκλειναν στο κέντρο τους έναν ψηλό θρόνο. Εκεί καθόταν ο βασιλιάς. Ο ιππότης υποκλίθηκε με σεβασμό.

– Καλώς την πονεμένη μάνα!

Ο βασιλιάς μίλησε ήρεμα, υποβλητικά. Έπειτα σηκώθηκε, κατέβηκε τα σκαλιά του θρόνου του και την πλησίασε. Έπιασε το χέρι της μάνας, έσκυψε και το φίλησε. Εκείνη τινάχτηκε ξαφνιασμένη.

– Τιμώ και σέβομαι τη μάνα που πονάει, της είπε. Μπροστά στον πόνο της θέλω να σκύψω κι εγώ, δε ντρέπομαι να γονατίσω κι ας είμαι βασιλιάς. Και τώρα πες μου, ρώτα με, ζήτα μου ο,τι θες.

Ένοιωσε να ’ρχεται ξανά η φωνή της.

– Ας ήταν να τον δω μονάχα, βασιλιά μου! είπε και η καρδιά της γέμισε λαχτάρα.

Έκαμε νόημα ο βασιλιάς αμέσως και στη στιγμή μια φάλαγγα ολόκληρη ιππέων με ολόλευκες στολές και με χρυσά σπαθιά που άστραφταν στο φως, φάνηκε να ’ρχεται με ελαφρό καλπασμό. Πλησίασαν, άνοιξαν σε δυό γραμμές και πήραν θέση δεξιά κι αριστερά του θρόνου. Ο αρχηγός ξεπέζεψε και στάθηκε στη μέση, γέρνοντας με σεβασμό απέναντι στον βασιλιά. Ήταν ένα ψηλό παλληκάρι που φεγγοβολούσε ομορφιά. Ένας υπέροχος λευκός καβαλλάρης! Ήταν ο γιος της!

– Μάνα, ο γιος σου! είπε αργά ο βασιλιάς. Και γυρίζοντας στον νέο,

– Παιδί μου, η μάνα σου!

Μέσα σε μια κραυγή χαράς μάνα και γιος αγκαλιάστηκαν. Έκλαψαν για ώρα πολλή από χαρά. Κι όταν η μεγάλη συγκίνηση γαλήνεψε,

– Κράτα με τώρα εδώ κι εμένα, βασιλιά μου! ικέτεψε η μάνα.

– Όχι ακόμα, απάντησε εκείνος. Δεν τέλειωσε ο χρόνος της δικής σου εξορίας. Θα γυρίσεις για λίγο ακόμα στη γη. Κάμε λίγη υπομονή.

– Καταλαβαίνω τώρα πως η σοφία σου ξεπερνάει τα πάντα, βασιλιά μου, είπε η μάνα. Θα δεχτώ το θέλημά σου πλέον με χαρά. Θα υπομείνω όσο θέλεις, αρκεί μετά να χαίρομαι τον γιο μου εδώ για πάντα. Αλλά πριν φύγω, λύσε μου την απορία. Γιατί τον πήρες τόσο γρήγορα από κοντά μου;

– Ήταν η ώρα του για να τον φέρω πίσω. Δεν θα ωφελούσε να ζήσει άλλο ούτε αυτόν ούτε εσένα.

– Μα πως γίνεται αυτό; Μικρό παιδί ήτανε! Και γιατί να υποφέρει τόσο;

– Πράγματι, δεν έφταιγε σε τίποτε. Ο πόνος του δεν ήταν τιμωρία του για κάτι, αλλά οι εξετάσεις του, ο δικός του αγώνας για να κερδίσει εδώ τη θέση την αξιοζήλευτη που είδες. Για λίγο πόνεσε, μα η ανταμοιβή του είναι πολλαπλάσια. Θα χαίρεται για πάντα τώρα εδώ. Όμως αν έμενε κι άλλον καιρό στην εξορία του, θα ’ταν καταστροφή και για τους δυό σας. Μα αυτό δεν θα ’θελες, νομίζω, να το ξέρεις.

– Μα τώρα είναι που δεν πρόκειται να ησυχάσω από την αγωνία. Τι θα γινόταν, βασιλιά μου;

– Αφού λοιπόν το θες τόσο πολύ, ας το μάθεις! είπε ο βασιλιάς κι άπλωσε μπρος το χέρι του.

Μια πορφυρή κουρτίνα άνοιξε απέναντί τους. Στα έκπληκτα μάτια της άρχισε να ξετυλίγεται αμέσως μια παράξενη εικόνα. Ολοζώντανα μπροστά της έβλεπε το τι έμελλε να συμβεί, αν ζούσε ο γιος της περισσότερο στη γη, κοντά της. Τι τρομερό είδε η ταλαίπωρη μάνα; Τι ήταν αυτό που θα συνέβαινε;

Είδε λοιπόν τον εαυτό της και τον γιο της σε μιαν ερημιά, να ταξιδεύουν εξαντλημένοι κάτω απ’ τον καυτό ήλιο. Το νερό τους είχε τελειώσει. Η μάνα δεν άντεχε άλλο. Αποκαμωμένη έπεσε στη γη.

– Παιδί μου, προχώρα εσύ που μπορείς λίγο καλύτερα. Πιο πέρα που αρχίζει το δάσος έχει μια πηγή. Φέρε νερό.

– Μάνα, φοβάμαι τους ληστές. Έχουν τα λημέρια τους στο δάσος.

– Έχε τον νου σου μη σε δουν. Μα, αν δεν πας, θα πεθάνουμε.

Ο γιος προχώρησε στο δάσος, μα οι ληστές τον πήραν είδηση και τον κυνήγησαν. Τον βάλαν στο σημάδι με τα τόξα τους. Τα αδύναμα πόδια του δεν τον πήγαν μακριά. Δε μπόρεσε να τους ξεφύγει. Η μάνα είδε που αργούσε κι ανησύχησε. Ξεκίνησε με κόπο να τον ψάξει. Τον πρόλαβε ετοιμοθάνατο.

– Μάνα, με σκότωσες! της είπε με παράπονο πάνω στο ξεψύχημά του.

Δάκρυα κι ενοχές αδυσώπητες έπνιξαν τη δυστυχισμένη μάνα. Τα λογικά της θόλωσαν. Η απελπισία ξέσχισε την καρδιά της. Σπρωγμένη απ’ τον ανείπωτο πόνο της, όρμησε έξαλλη σ’ ένα βαθύ φαράγγι και γκρεμίστηκε. Μα εκεί παραμόνευαν άγρυπνοι οι μαύροι καβαλλάρηδες του σκοτεινού βασιλιά. Αυτοστιγμεί την άρπαξαν και με αλαλαγμούς άγριας χαράς την έσυραν στ’ ανήλιαγο βασίλειο της νύχτας.

– Φτάνει! πετάχτηκε στριγκλιά η φωνή της απ’ τα στήθια της και σωριάστηκε στα πόδια του βασιλιά. Φτάνει, βασιλιά μου, κατάλαβα. Εγώ η ίδια θα ’στελνα τον γιο μου στον χαμό. Και θα χανόμουνα μετά για πάντα κι εγώ. Αχ, βασιλιά μου! Από τι κακό μας έσωσες! Κι εγώ σε καταριόμουνα που μου τον πήρες!

– Για το καλό σας το ’κανα, είπε ο βασιλιάς. Να σας γλυτώσω απ’ την καταστροφή που θα γινόταν παρά τη θέλησή σας. Δεν γίνεται βέβαια με όλους έτσι. Άλλοι καταστρέφουν με τη θέλησή τους τη ζωή τους, σε άλλους γίνονται οι άλλοι αιτία. Κι εγώ αγρυπνώ για να προλάβω, όπου και όσο γίνεται, το κακό. Μα μη νομίζεις πως διορθώνονται όλα.

– Αχ! Και πως θα ζήσω τώρα μ’ αυτή τη φρίκη στο μυαλό μου!

– Δεν πρόκειται να γίνει αυτό, μην ανησυχείς! Δεν θα παιδεύεσαι με πράγματα που ήταν να γίνουν, μα δεν έγιναν.

Ο βασιλιάς άπλωσε ξανά το χέρι του. Η κουρτίνα κινήθηκε και, καθώς ξανάκλεινε αργά, έσβηνε οριστικά και το φριχτό όραμα από τη θύμηση της μάνας.

Ο λευκός καβαλλάρης την ξανάφερε στη γη. Μα τώρα η καρδιά της πετούσε ανάλαφρη. Πέρασε τον υπόλοιπο χρόνο της εξορίας της στη γη με χαρωπή, γαλήνια υπομονή. Κι όταν ο λευκός καβαλλάρης ξαναφάνηκε στην πόρτα της, δεν τρόμαξε καθόλου.

– Καιρός ήταν! του είπε με χαμόγελο. Σε περίμενα!

Εκείνος την ανέβασε στο φτερωτό του άλογο και, τρέχοντας σαν αστραπή, την έφερε κοντά στον γιο της, στη φωτεινή πατρίδα τους πάνω απ’ τα σύννεφα.

Πάσχα 2010

Από την εφημερίδα: «Αντιϋλη»

Κατηγορίες: Γενικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.