Ο γερο-Γεώργιος του Φανερωμένου.

%ce%93%ce%b5%cf%81%ce%bf-%ce%93%ce%b5%cf%8e%cf%81%ce%b3%ce%b7%cf%82-%ce%a6%ce%b1%ce%bd%ce%b5%cf%81%cf%89%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82

Θα μας μείνει αλησμόνητη η περίπτωσις του πατρός Γεωργίου (Κοζάκος Δήμου εκ Σουφλίου Θράκης, γέννησις 1902, προσέλευσις 1925, κουρά 1928, κοίμησις 1982), Γέροντος του Κελλίου του Αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου, στα βορειοδυτικά των Καρυών, που, στην πανήγυρι του 1982, μπαινόβγαινε στην εκκλησία του φτωχού Κελλιού του και παρακαλούσε τους ψάλτας «να ψάλουν πιο καλά», και έκανε και εξόδεψε τα πάντα του για εκείνη την τράπεζα, για να ευχαριστηθούν οι αδελφοί περισσότερο από κάθε άλλη φορά, γιατί ο αυστηρότατος νηστευτής και προορατικός Γέροντάς του, γερο-Ευλόγιος (εκοιμήθη το 1948), του είχε προείπει, τότε που ήταν καλογέρι ακόμη: «Θα πεθάνεις όταν γίνεις 80 χρονών». Έλεγε δε στους Πατέρες ο γερο-Γεώργιος: «Πατέρες, περπατάω τα 80 μου, δεν θα ξαναγιορτάσω στην γη τον Άϊ-Γιώργη μου και θέλω να τον ευαρεστήσω εφέτος περισσότερο από όλες τις άλλες φορές. Γι’ αυτό σας παρακαλώ, ψάλτε και ευχαριστηθήτε και εσείς μαζί μου. Συγχωρέστε με και Θεός σχωρέσει εσάς».

Πράγματι, το ίδιο έτος, το 1982, ημέρα Κυριακή, και ώρα 11η προμεσημβρινή, ο γερο-Γεώργιος παρέδωσε το πνεύμά του, 6 μήνες μετά από εκείνη την πανήγυρι.
Κατά μία επίσκεψή του, το 1980, σε εμένα για εξομολόγηση, που αποκάλυψε το εξής:
-Δέσποτα, έχω πνευματικό τον …, στον οποίο εξομολογούμαι τα πάντα. Με έχει σε καλή σειρά, και με διαβεβαιώνει να ελπίσω σε σωτηρία. Με την άδεια και την σύμφωνη γνώμη του ήρθα στην αρχιερωσύνη σου, γιατί δεν έχει άλλο ανώτερο πρόσωπο στην γη η Εκκλησία μας, να ζητήσει πνευματική συμβουλή και ευλογία.
Τα τελευταία χρόνια, συμβαίνουν σε μένα παράξενα πράγματα. Μπαίνω στο εκκλησάκι μου, αρχίζω την ευχή, και αμέσως γλυκαίνεται η ψυχή μου• και δεν ξέρω ύστερα πόσες ώρες περνάνε…

Πρώτα ήταν διαφορετικά, με κυβερνούσε ο άγιος Γέροντας• του έκανα τυφλή υπακοή, που λένε, και ήμουν ήσυχος. Από τότε όμως που τον πήρε ο Θεός κοντά Του, και κυρίως σε τούτα τα τελευταία χρόνια, τα μπέρδεψα όλα και δεν ξέρω τι με γίνεται. Και στον κήπο και στα πεζούλια, όταν σκάβω, λέω την ευχή, αλλά ξέρω τι κάνω και συμμαζεύομαι μέσα όταν ψηλώσει ο ήλιος και με πιάσει η ζέστη. Όταν όμως μπαίνω στην εκκλησία, δεν είναι το ίδιο…

Να, μπαίνω, ας πούμε για τον Όρθρο, πολύ νύχτα ακόμα, όπως συνηθίζουμε• προσκυνώ τις εικόνες και βλέπω ύστερα τα καντήλια και αν είναι κανένα σβησμένο
το ανάβω. Με τραβάει ύστερα να δω πολύ προσεκτικά την εικόνα του Ιησού Χριστού μας. Αρχίζω ύστερα την ευχή. Στην αρχή την λέω καθαρά, με το στόμα, την
καταλαβαίνω όλη. Ύστερα τα χάνω, ούτε εικόνα βλέπω ούτε τα χείλη μου αισθάνομαι να λένε τίποτα. Μόνο που ειρηνεύουν όλα και μου φαίνεται σαν να λέγεται η ευχή μέσα μου, την ακούω και την καταλαβαίνω κατακάθαρα μέσα εδώ, και ευχαριστιέμαι, πολύ ευχαριστιέμαι. Όταν σταματάει, είναι ήδη χαραυγή, και πολλές φορές ψηλωμένος ο ήλιος. Πάει λοιπόν η Ακολουθία. Το ίδιο και όταν μπαίνω για Εσπερινό, με πιάνει η νύχτα και Εσπερινό δεν κάνω. Το ίδιο παθαίνω και μπροστά στην εικόνα της Παναγίας μας. Την αγαπώ πολύ. Μ’ αρέσει πολύ να την αντικρύζω, και αρχίζω το «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», και από εκεί τα ίδια. Έχω και τον φόβο μη και πέσει από τα χέρια μου το καντηλοκέρι και κάψω την εκκλησία του Άϊ-Γιώργη μου και καγώ και εγώ, γι’ αυτό το σβήνω και το αποθέτω παρ’ εκεί, προτού αρχίσω την ευχή.

(επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, Γράμματα και Άρματα στον Άθωνα, έκδοσις Λαυριώτικου Κελλίου Αγίων Πάντων, Άγιον Όρος, 2000)

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Περί Αγίου Όρους: 09 Οκτωβρίου 2016

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.