Λόγος περί αγνώστων Αγίων και ερημιτών του Αγίου Όρους – Αρχιμ. Ιωαννικίου Κοτσώνη.

Κεφάλαιον Γ’ .

Ο Όσιος Ευφρόσυνος ο Συγχωρημένος ο εν τω Ιβήρω.
Εις το Κυριακόν των Καυσοκαλυβίων υπάρχει μία τοιχογραφία ενός αγνώστου Αγίου με την επιγραφήν:
Ο ΟΣΙΟΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΜΕΝΟΣ Ο ΕΝ ΤΩ ΙΒΗΡΩ.
Εις το δεξιόν του χέρι κρατεί ανοικτόν ειλητάριον με την επιγραφήν:
Ο ΕΝ ΑΠΛΟΤΗΤΙ ΚΑΡΔΙΑΣ ΔΙΑΓΩΝ ΚΑΝ ΕΝ ΜΕΣΩ
ΘΟΡΥΒΩΝ Η, ΣΥΓΧΩΡΗΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑ ΚΥΡΙΟΥ.
Φέρει μοναχικά ενδύματα και είναι γονατισμένος εις στάσιν δεήσεως.
Ο συγγραφεύς του βίου του Οσίου Ακακίου του Καυσοκαλυβίτου παπα-Ιωνάς, εις το τέλος της συγγραφής του γράφει περί συγχρόνων του Οσιομαρτύρων και περί αυτού: «…οίτινες ως πολύτιμοι μαργαρίται προς Κύριον εξεδήμησαν, οίος ήτον ο τρισόλβιος Ευφρόσυνος, ος και Συγχωρημένος κοινώς ονομαζόμενος• όστις, ως άλλος ήλιος έλαμψεν εις την σεβασμίαν Μονήν των Ιβήρων, μεταχειριζόμενος την υπερβολικήν απλότητα και βλέπων και λέγων αινιγματωδώς του καθ’ ενός την αφανή της ψυχής του κατάστασιν• ούτινος και το λείψανον εν τω καιρώ της ανακομιδής ουχ ευρέθη. Και έτεροι εν τοις ζώσιν έτι όντες…»
***
Οι τρεις άγνωστοι Άγιοι σπηλαιώτες ασκητές
Ο ασκητής Γέρων Γερμανός, ασκητεύων πλησίον του Ρουμάνου Γέροντος Γερασίμου εις το Χαΐρι της περιοχής της Λαύρας, είδε μίαν νύκτα εις τον ύπνον του τρεις σεβασμίους ερημίτας, λέγοντας εις αυτόν:
-Πρόσεξε, εμείς οι τρεις μένουμε εδώ. Μην μας πειράξεις και να πης και στους άλλους να μην μας πειράξουν.
Ο Γέρων Γερμανός, είπε την αποκάλυψιν αυτήν εις τον περίφημον Πνευματικόν παπα-Νεόφυτον τον Καραμανλήν, ο οποίος ησκήτευε εις το Καρμήλιον Όρος (μία κορυφή δυτικώς της Κερασιάς και υπεράνω του Αγίου Βασιλείου). Ο παπα-Νεόφυτος, ηρεύνησεν επιμόνως με ζήλον και με πόθον πολύν όλα τα σπήλαια και τα ερειπωμένα ασκητήρια της περιοχής. Μετά από ολίγον καιρόν απεκαλύφθησαν οι τρεις εκείνοι ερημίται εις τον ίδιον τον Ρουμάνον Γέροντα ως εξής: Κατευθυνόμενος κάποτε από το ασκητήριόν του, το ευρισκόμενον εις το Χαΐρι, προς το Κελλίον Άγιον Νείλος, δια να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων, ησθάνθη ευωδίαν. Πάντοτε εις το σημείον εκείνο ησθάνετο ευωδίαν, όπως πολλοί πατέρες και ημείς οι ευτελείς και ανάξιοι, διερχόμενοι εκείθεν. Αλλά τότε, ο ευλαβέστατος εκείνος ασκητής, ησθάνθη εντονωτάτην την ευωδίαν. Απεφάσισε, λοιπόν, να ερευνήσει από που εξήρχετο η ευωδία και παρεκάλεσε τους Αγίους να του φανερώσουν τα άγια λείψανα. Εις το μέρος αυτό υπήρχεν ένα πεζούλι. Παραμέρισε τους λίθους, με τους οποίους είχε κτισθή η ξερολιθιά του πεζουλίου, και οπίσω από τους συσσωρευμένους λίθους εφάνη το άνοιγμα ενός σπηλαίου. Από εκεί εξήρχετο η ευωδία. Προσεπάθησε να εισέλθη εις το σπήλαιον, αλλά ηφνιδιάσθη όταν άκουσε φωνήν:
-Μην μας ανησυχής! Είμαστε τρεις. Ζούσαμε εδώ. Δεν θέλουμε να μας πειράξει κανείς. Ο αγαθός και ενάρετος Γέρων έκλεισεν το άνοιγμα του σπηλαίου πάλιν και έφυγε δοξάζων τον Θεόν και τους αφανείς εκείνους Αγίους, τα άγνωστα κρίνα της αγιορειτικής ερήμου, αποκαλύψας το σημείον του σπηλαίου μόνον εις τον μαθητήν του Ιλαρίωνα. Ο Ρουμάνος Γέρων Γεράσιμος έζησεν εις το Όρος 40 έτη.
***

Ο δόκιμος μοναχός Ιάκωβος ο Βούλγαρος.
Εις την Καλύβην, κάτωθεν του Κυριακού των Καυσοκαλυβίων, προ πολλών ετών ήλθεν και υπετάγη εις ένα αυστηρόν Έλληνα Γέροντα, ο δόκιμος Βούλγαρος ονόματι Ιάκωβος. Ο Ιάκωβος επεθύμει να ζη περισσότερον ασκητικόν βίον και δια τούτο ήρχετο τας νύκτας εις τον Νάρθηκα του Κυριακού και προσηύχετο κάτωθεν της εικόνος της Αγίας Τριάδος.
Μία νύκτα, εις καιρόν που ήτο πανσέληνος, εκεί που προσηύχετο, ήκουσε βήματα ανθρώπου. Εκρύβη επιτηδείως και είδε να εισέρχεται εις τον Νάρθηκα ένας γυμνός Γέροντας με λευκοτάτην γενειάδα και μαλλιά. Σταύρωσε την πόρτα της εκκλησίας, η οποίαν ήνοιξεν αυτομάτως, εισήλθε εις τον ναόν, προσεκύνησεν τας ιεράς εικόνας και επέστρεψεν. Σταύρωσε πάλιν την πόρταν, η οποία έκλεισε μόνης με θείαν ενέργειαν και ήρχισε να ανηφορίζει εις τον δρόμον από την Σκήτην προς την Κερασιάν.
Ο δόκιμος μοναχός Ιάκωβος, νικηθείς από τον θαυμασμόν και την περιέργειαν, ηκολούθησεν αθορύβως τον άγνωστον εκείνον ερημίτην βήμα προς βήμα. Έφθασαν εις τον Σταυρόν και τότε έστριψαν δεξιά και ηκολούθησαν, ο ένας όπισθεν του άλλου, το μονοπάτι προς την κορυφήν του Άθω. Όταν ο ερημίτης έφθασεν εις την εκκλησίαν της Παναγίας, ο δόκιμος με ταχύτερον βήμα εφανερώθη έμπροσθέν του, του έβαλε στρωτήν μετάνοιαν και τον παρεκάλεσε, δακρυρροών, να τον παραλάβει μαζί του ως υποτακτικόν. Του είπε τότε ο άγνωστος ερημίτης:
-Δεν μπορείς, τέκνον μου, να μείνεις εδώ.
Ο Ιάκωβος επέμενε και έβρεχε το χώμα με τα δάκρυά του.
-Γύρισε πίσω στον Γέροντά σου. Κάνε υπακοή και θα σωθής, του είπε. Όποιος δεν έχει την Θείαν Χάριν, δεν είναι δυνατόν να υπομείνει το μέρος αυτό. Και γνώριζε ότι σε λίγο θα σε πάρει ο Κύριος από αυτή την ζωή. Κατέβη ο Ιάκωβος, διηγήθηκε εις τον Γέροντά του τα διατρέξαντα, επήγεν εις τον Πνευματικόν, ητοιμάσθη δια τον θάνατον και μετά τρεις εβδομάδας, ανεπαύθη εν Κυρίω. Εφημολογήθη ότι κατά την ανακομιδήν του, μετά τρία έτη, τα οστά του ευωδίαζαν.
***
Ο άφαντος και άγνωστος κεκοιμημένος ερημίτης.
Έχουν παρέλθει περίπου 50 έτη από τότε που συνέβη το ακόλουθο γεγονός:
Ένας ευλαβής προσκυνητής, εκ Κρήτης ορμώμενος, ξεκίνησε να επισκεφθή το Άγιον Όρος και να συναντήσει τον ξάδελφόν του π. Ευθύμιον, ασκούμενον εις την ησυχαστικήν Καλύβην, η οποία ευρίσκεται εις το νοτιώτερον μέρος της Μικράς Αγίας Άννης. Από τον αρσανά της Αγίας Άννης ήρχισε μία οδοιπορίαν εις άγνωστα μονοπάτια, μέσα από κατσάβραχα και κρημνούς, έως ότου έφθασεν εις τοποθεσίαν, καλουμένην «Πείναν». Από εκεί υπήρχεν αδιέξοδον. Ηναγκάσθη να ανηφορίσει και τελικώς, μετά από μεγάλην οδύσσειαν, ευρέθη εις το Ησυχαστήριον των Αρχαγγέλων, εκεί όπου ο Κρητικός Αγάπιος Λάνδος έγραψεν το βιβλίον «Αμαρτωλών Σωτηρία». Από εκεί δε κατήλθεν εις την Καλύβην του συγγενούς του.
Όταν έλαβε τας πρώτας αναπνοάς δια την ανάπαυσίν του, μετά τόσην περιπλάνησιν και την πρώτην φιλάδελφον φιλοξενίαν, είπε εις τον π. Ευθύμιον:
-Πες μου, ξάδελφε, εκείνον τον πεθαμένον που είδα εκεί πέρα στα βράχια, μέσα σε μία σπηλιά, πότε θα τον θάψετε; Θέλω και εγώ να ιδώ πως θάβετε τους πεθαμένους εδώ στο Άγιον Όρος.
Όταν ήκουσε ο π. Ευθύμιος δια κάποιον κεκοιμημένον και δια σπηλιάν, μαζί με τον προσκυνητήν και τον Γέροντα Κυπριανόν τον χρυσοχόον, ήρχισαν να ψάχνουν, σπιθαμή προς σπιθαμή, όλα τα μέρη εκείνα, αλλά δεν εύρον πουθενά τίποτε. Μόνον, όταν περίπου έδυεν ο ήλιος, ησθάνθησαν να εξέρχεται από τους βράχους εκείνους ευωδία μοσχολιβανιού, την οποίαν και άλλας φοράς είχεν αισθανθή ο Γέρων Κυπριανός.
Εν τω μεταξύ, ο προσκυνητής βεβαίωνε:
-Να, εδώ δίπλα σ’ αυτό το δένδρο ήταν η σπηλιά. Εμπήκα μέσα και είδα πάνω σ’ ένα νεκροκράββατο, που εκοιμάτο ένας σεβάσμιος Γέροντας. Στην αρχή δεν κατάλαβα ότι ήταν πεθαμένος. Εν συνεχεία πλησίασα, είδα ότι είχε στο κεφάλι του ένα σταυρό, την εικόνα της Παναγίας και ένα αναμμένο καντήλι. Έκανα τον σταυρό μου, προσκύνησα τρεις φορές, και αισθάνθηκα ευωδία μοσχολίβανου. Έφυγα με τον λογισμόν, ότι δεν θα είχατε προλάβει να τον θάψετε την ημέρα εκείνη.
***
Οι 12 άγνωστοι ερημίται κάτωθεν του Άθω
Το έτος 1977-78 Δικαίος της Σκήτης Αγίας Άννης ήτο ο μοναχός Κύριλλος. Τον Σεπτέμβριον μήνα φιλοξένησεν εις το Κυριακόν έναν Λιβανέζο Ορθόδοξον Χριστιανόν, ο οποίος ήλθεν ως πρόσφυξ εις την Ελλάδα, λόγω του πολέμου της πατρίδος του. Επιθυμία σφοδρά του ευλαβούς Λιβανέζου προσκυνητού ήτο να αναβή εις τον Άθωνα. Πρωΐ-πρωΐ, λοιπόν, με τας οδηγίας του Δικαίου, ξεκίνησε δια την μεγάλην και κοπιώδη ορειβασίαν και το βράδυ της ιδίας ημέρας επέστρεψεν εις το Κυριακόν της Σκήτης. Την επομένην, μετά την Θείαν Λειτουργίαν, διηγήθη, με τα ολίγα ελληνικά του, το ακόλουθον θαυμαστόν περιστατικόν.
Εις την τοποθεσίαν «Βαβύλα», κάτω από την κορυφήν, όπου αρχίζει ο μεγάλος κατήφορος, εστάθη προς στιγμήν να αναπαυθή και κατόπιν να συνεχίσει την πορείαν.
Την ώραν εκείνην, προσπαθών να εύρη τόπον κατάλληλον να αναπαυθή, αίφνης βλέπει εμπρός του ένα σπίτι, από το οποίον εξήρχοντο δύο σεβάσμιοι ερημίται, που μόλις τον αντίκρυσαν, τον καλοδέχθησαν, του προσέφερον σύκα νωπά, φρέσκα και κρύο νερό. Τόση ήτο η νοστιμιά και η γλυκύτης που ησθάνθη, ώστε δεν ηδύνατο να τα περιγράψει, συγχρόνως δε όλη η κόπωσίς του εξηφανίσθη.
Μέσα εις το Καλύβι των διέκρινε 10 ακόμα σεβασμίους μοναχούς, οι οποίοι εστηρίζοντο, ο καθείς εξ αυτών, εις μίαν γυριστήν μονόξυλον ράβδον, το λεγόμενον τεμπελόξυλον, και με το κομβοσχοίνί των όλοι προσηύχοντο. Του είπαν, εις ερώτησίν του, ότι είχαν πολλά χρόνια διαμονής εκεί, ότι δεν είχαν άλλην εργασίαν, παρά μόνον προσηύχοντο δι’ όλον τον κόσμον.
Όλα αυτά και άλλα πολλά, εκίνησαν την περιέργειαν και τον θαυμασμόν του Λιβανέζου προσκυνητού. Μάλιστα, έλεγεν, ότι τους έβλεπεν να έχουν όλοι των την ιδίαν ηλικίαν. Ακούσαντες ο Δικαίος και οι άλλοι πατέρες της Σκήτης, κατεπλάγησαν και όλοι μαζί έδωσαν δόξα και αίνον και μεγαλωσύνην τω Θεώ, τω «θαυμαστώ εν τοις Αγίοις Αυτού».
***
Το άφθαρτο λείψανον άγνωστου ερημίτου.
Μεταξύ της περιοχής της Μεγίστης Λαύρας και των Καυσοκαλυβίων, εζούσε προ πολλών ετών ένα γεροντάκι, ονόματι Πανάρετος. Κάποτε, του ήλθεν ο λογισμός να κάνει εμπρός εις το Καλυβάκι του ένα μικρόν κήπον δια σωματικήν άσκησιν, αλλά και δια μίαν παράκλησιν από τα κηπευτικά εις την απαράκλητον έρημον. Μετά αγώνα και ιδρώτα πολλών ημερών, δια να σκάψει το πετρώδες εκείνο μέρος, ησθάνθη μίαν ημέραν ότι το σκαπτικόν εργαλείόν του χτύπησε πάνω εις μίαν πλάκαν.
Με πολύ κόπον ανεσήκωσεν την πλάκαν και τι να ίδη; Ένας τάφος με ένα λείψανον, ενδεδυμένον ιερά άμφια, ωσάν να είχεν ενταφιασθή την προηγουμένην, που ανέδιδε θαυμασίαν, άρρητον ευωδίαν.
Μισόν περίπου αιώνα, ασκητεύων ο π. Πανάρετος εκεί, δεν είχεν ακούσει δια την ζωήν η τον θάνατον κάποιου μεγάλου ερημίτου, όπως ήτο ο Άγιος αυτός εντός του τάφου. Μετά την πρώτην έκπληξιν ήρχισε να κλαίει προσευχόμενος: «Άγιε του Θεού, φανέρωσέ μου ποιός είσαι, πόσα χρόνια έζησες εδώ εις την έρημον. Σ’ ευχαριστώ διότι ηξίωσας εις εμέ τον ανάξιον να φανερώσεις την αγιωσύνη σου».
Ηγρύπνησεν ο ευλαβέστατος Γέρων εις την προσευχήν και διελογίζετο να αναφέρει το μέγα εύρημά του εις την Μονήν της Μεγίστης Λαύρας. Περί την πρωΐαν, όμως, αποκοιμηθείς, βλέπει εις τον ύπνον του τον εν λόγω άγνωστον Άγιον, ο οποίο με αυστηρότητα του λέγει:
-Τι σκέπτεσαι, αββά, να κάνεις;
-Άγιε του Θεού, είχα τον λογισμόν να ειδοποιήσω το Μοναστήρι της Λαύρας να έλθουν να σε πάρουν, διότι εδώ είσαι λησμονημένος και περιφρονημένος, απήντησεν έντρομος.
-Δεν εκάμαμε μαζί τους αγώνες και πως συ θέλεις να ρυθμίσεις και να μετακομίσεις το λείψανόν μου. Εδώ ηγωνίσθην 50 έτη και περισσότερα. Βάλε με σε παρακαλώ στην θέση μου και τοποθέτησε την πλάκα στον τάφο και δεν θα φανερώσεις όσο ζης τίποτε εις ουδένα.
Ξύπνησε ο Γέρων Πανάρετος, κάλυψε τον τάφον και ησύχασε, πάντοτε προσευχόμενος εις τον ανώνυμον Άγιον. Οταν εγήρασεν, ήλθεν και κατώκησεν εις τα Καυσοκαλύβια. Και ολίγον προ του θανάτου γνωστοποίησε το γεγονός εις τους πατέρας, χωρίς να φανερώσει την τοποθεσίαν και άλλας λεπτομερείας.
***
Τα τρία άφθαρτα λείψανα.
Σκάπτων εις το ξηροκάλυβόν του ο μεγάλος ερημίτης Δαμασκηνός ο Αγιαννανίτης, άνωθεν της Καλύβης της Αγίας Τριάδος, εύρεν τρία ακέραια άγια λείψανα, εκπέμποντα άρρητον ευωδίαν. Σκεπτόμενος περί την 1ην βυζαντινήν ώραν να ειδοποιήσει το κοινόν της Σκήτης και την Μονήν της Μ. Λαύρας, περί τούτου του εξαισίου ευρήματος, εν προσευχή ων, βλέπει έμπροσθέν του τρεις ουρανίους ανθρώπους, οι οποίοι με αυστηρόν βλέμμα, του είπαν:
-Εάν ηθέλαμεν, γερο-Δαμασκηνέ, την δόξαν των ανθρώπων, δεν θα είχαμε έλθει να καθήσουμε στα βράχια αυτά, όπου υστερούμεθα και αυτό το νερό για την αγάπη του Χριστού και για την Βασιλεία των Ουρανών. Δια τούτο να πάρεις τα τρία λείψανα και να τα τοποθετήσεις σε άλλον τόπον, να μένουν εκεί, έως της ώρας της Κοινής Αναστάσεως.
Τούτο και έπραξεν ο ευλαβής ερημίτης, μετά φόβου και χαράς, τοποθετήσας ταύτα εις γνωστόν μεν εις αυτόν, άγνωστον δε σημείον εις τους πατέρας της Σκήτης.
***

Από το βιβλίο: Αθωνικόν Γεροντικόν, του Αρχιμανδρίτου Ιωαννικίου Κοτσώνη.

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Περί Αγίου Όρους.blogspot.gr: 01 Απριλίου 2017

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.