Η περίφημη μάχη των οχυρών του Ρούπελ – 6 έως 9 Απριλίου 1941.

Το ιστορικό της μάχης.

Α’ Παγκόσμιος πόλεμος

Πολύ γνωστή από τους δύο παγκοσμίους πολέμους είναι η οχυρή στενωπός του Ρούπελ, που σχηματίζεται μεταξύ του όρους Αγκίστρου και των ανατολικών προσβάσεων του Μπέλες, (μέσα από τη στενωπό αυτή ρέει ο ποταμός Στρυμόνας ενώ κοντά στη βόρεια έξοδο της βρίσκεται η ελληνοβουλγαρική μεθόριος). Λόγω της στρατηγικής της σημασίας, μετά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο κατασκευάσθηκε στη θέση αυτή ανασχετικό σύστημα οχυρών, από τα οποία ισχυρότερο ήταν αυτό του Ρούπελ, που βρίσκεται προς τη βόρεια έξοδο της στενωπού.

Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο καταλήφθηκε στις 26 Μαΐου 1916 από τις βουλγαρογερμανικές δυνάμεις, κάτω από τις εξής συνθήκες: Στις 9.45′ ώρα ο Διοικητής του οχυρού ταγματάρχης Μαυρουδής ανέκοψε την προέλαση 2 βουλγαρικών συνταγμάτων της 7ης Μεραρχίας, τα οποία αφού πέρασαν το πρωί τη μεθόριο, προήλασαν προς το οχυρό. Ο ταγματάρχης Μαυρουδής εκτελώντας διαταγές, άρχισε να βάλλει με το πυροβολικό κατά των συνταγμάτων αυτών, με αποτέλεσμα να ανακόψει την κίνηση τους. Στη συνέχεια όμως μετά από συνεννόηση με τον Υπουργό Στρατιωτικών, διατάχθηκε να παραδώσει το φρούριο, εφ’ όσον το επιτιθέμενο στράτευμα βρισκόταν υπό τη διοίκηση Γερμανού αξιωματικού. Έτσι το οχυρό παραδόθηκε μαζί με το βαρύ οπλισμό του στο Γερμανό αξιωματικό Τιλ.

Β’ Παγκόσμιος πόλεμος

6 Απριλίου

Η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 05.15 της 6ης Απριλίου. Για τον κανονισμό των βολών πυροβολικού είχε μεταφερθεί στα βόρεια του Στρυμόνα ένα δέσμιο στη γη αερόστατο. Η παρουσία του ήταν προκλητική καθώς η ελληνικές δυνάμεις υστερούσαν σε αεροπορική κάλυψη. Ελάχιστα λεπτά αργότερα άρχισαν οι επιθέσεις από αεροσκάφη στούκας. Στόχος τους εκτός από το οχυρό ήταν και το Κέντρο Αντίστασης Καπίνας.

Η γερμανική επίθεση στα ανατολικά του Ρούπελ

Στα ανατολικά του αριστερού υποτομέα του Συγκροτήματος Σιδηροκάστρου, έδρασαν τα τάγματα ΙΙ/125 & ΙΙΙ/125, όπου σύμφωνα με το σχέδιο της επίθεσης έπρεπε πρώτα να καταλάβουν το ύψωμα 350 στο διάκενο των οχυρών Ρούπελ-Καρατάς. Για να μην καταληφθεί το ύψωμα πολέμησαν, η διμοιρία του φυλακίου Κούλας, και του 3ου λόχου προκάλυψης. Το ΙΙ/125 τάγμα πλησίασε, στις 06.40, το ύψωμα 350 και το κατέλαβε με αιφνιδιαστική επίθεση, ακολουθούμενο από το ΙΙΙ/125.

Επίθεση του ΙΙΙ/125 γερμανικού τάγματος

Εκμεταλλευόμενοι τις πτυχώσεις του εδάφους, οι Γερμανοί έφθασαν σε απόσταση 200 μ. από τα έργα του οχυρού Ρούπελ. Οι υπερασπιστές του οχυρού μαζί με την βοήθεια του Καρατάς και του πυροβολικού κατάφεραν να αποκρούσουν και της τρεις επιθέσεις του τάγματος.

Διείσδυση του ΙΙ/125 γερμανικού τάγματος στα νώτα του Ρούπελ

Οι Γερμανοί του ΙΙ/125 τάγματος υποβλήθηκαν σε παρόμοιες δοκιμασίες, και ήταν ο μόνος πραγματικός κίνδυνος για τις ελληνικές δυνάμεις καθ’όλοι την διάρκεια του αγώνα. Από τους 100 άντρες πέρασαν οι 60 με μια ομάδα βαρέων πολυβόλων και μια ομάδα διαβιβαστών. Οι υπόλοιποι λόχοι του τάγματος γνώρισαν την καταστροφή. Ο 5ος λόχος σχεδόν διαλύθηκε. Ο 8ος κατάφερε να περάσει το βράδυ της 6-7/4 και ενώθηκε με τα υπόλοιπα τμήματα το μεσημέρι της 7/4 με πολύ μεγάλες απώλειες.

7 Απριλίου

Την αυγή της 7ης Απριλίου συγκροτήθηκαν τρεις περίπολοι του Ρούπελ, με αποστολή την εκκαθάριση της περιοχής από τους εχθρούς και την αποκατάσταση της τηλεφωνικής επικοινωνίας. Αποτέλεσμα αυτής της περιπολίας ήταν η σύλληψη 14 αιχμαλώτων με 3 συσκευές ασυρμάτου και 2 όλμους. Επίσης δεν έλειψαν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί. Στις 7-8/4 μάλιστα, τα στούκας χρησιμοποίησαν βόμβες 500 κιλών. Η υποχώρηση των Γερμανών και οι μικρές απόλυες των Ελλήνων υπερασπιστών ανύψωσαν το ηθικό των Ελλήνων. Ο Παπακωνσταντίνου σημειώνει χαρακτηριστικά: «Το ηθικών των στρατιωτών υπέροχον. Τους βομβαρδισμούς και την κόλασιν πυρός υποδέχοντο με ζητωκραυγάς».

Αγώνες εναντίον των Γερμανών στα νώτα του Ρούπελ

Η παρουσία των Γερμανών στα νότια του οχυρού Ρούπελ απασχόλησε τις ελληνικές δυνάμεις. Η διμοιρία αρμάτων που θα ενεργούσε με το απόσπασμα του Παπαχατζή, δεν χρησιμοποιήθηκε λόγω εδαφικών δυσχερειών. Εναντίων των Γερμανών που είχαν καταλάβει το παρατηρητήριο της 7ης πυροβολαρχίας στο ύψωμα Τεπελάρ, κινήθηκαν δύο διμοιρίες του 3ου λόχου υπό των Νιάνου και Παπαχατζή υπό τον ανθυπολοχαγό Καρατζά. Μετά από ολοήμερη μάχη, οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να απωθήσουν τους Γερμανούς στο ύψωμα Γκολιαμά, ανάμεσα στο χωριό Κλειδί και το λόφο των Λουτρών.

8 Απριλίου

Στις 6:00 το πρωί της 8ης Απριλίου το οχυρό Ρούπελ δέχτηκε νέο σφοδρό βομβαρδισμό από την αεροπορία και το πυροβολικό, που συνεχίστηκε όλη την ημέρα. Οι Γερμανοί του ΙΙΙ/125 τάγματος ετοιμάστηκαν για νέα επίθεση με τρεις ομάδες εδάφους και μία διμοιρία σκαπανέων. Για το σκοπό αυτό ενισχύθηκε με δύο διμοιρίες του 13ου και 14ου λόχου.Οι απώλειες του οχυρού την ημέρα αυτή ήταν ένας νεκρός και τέσσερις τραυματίες οπλίτες, ενώ οι υλικές ήταν ελάχιστες. Σημαντικές, αντίθετα, ήταν οι απώλειες του εχθρού.

Ενέργειες για την εξουδετέρωση των Γερμανών στα νώτα του Ρούπελ.

Πιο σοβαρή ήταν η κατάσταση στα νότια του οχυρού, αφού το ΙΙ/125 τάγμα ενισχύθηκε από την κάθοδο των γερμανών δυνάμεων της 5ης Ορεινής Μεραρχίας στα δυτικά του Στρυμόνα.

Η κατάσταση χειροτέρεψε για την ελληνική πλευρά γιατί η Ομάδα Μεραρχιών διέταξε τα τάγματα του 41 Συντάγματος Πεζικού να επιστρέψουν στης αρχικές τους θέσεις μάχης. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη καθώς η επόμενη προγραμματισμένη ενέργεια ήταν η διάβαση του Στρυμόνα από την 5η Ορεινή Μεραρχία.

9 Απριλίου

Το οχυρό Ρούπελ υπέστη βομβαρδισμούς πυροβολικού και αεροπορίας και την ημέρα αυτή. Μέχρι το μεσημέρι οι βομβαρδισμοί ήταν μικρής έντασης αλλά από τις 14:00 μετατράπηκαν σε σφοδρούς. Στις 12:30, όμως, όταν επρόκειτο να εφορμήσουν τα τμήματα κρούσης, το ελληνικό πυροβολικό εξαπέλυσε στους χώρους εξόρμησης το φονικό πυρ, οπότε προκλήθηκαν πολλές και βαριές απόλυες στους Γερμανούς. Μετά από αυτό, τα γερμανικά τμήματα άρχισαν να οπισθοχωρούν. Οι απόλυες του οχυρού ήταν πέντε νεκροί και έντεκα τραυματίες. Στις 17:00 προσήλθαν Γερμανοί κήρυκες, για να γνωστοποιήσουν την συνθηκολόγηση του ΤΣΑΜ, ζητώντας την παράδοση του οχυρού.

Ο διοικητής του, Ταγματάρχης Γεώργιος Δουράτσος απάντησε ότι τα οχυρά δεν παραδίδονται αλλά καταλαμβάνονται, και ότι θα συνεχίσει τον αγώνα στερούμενος άλλων διαταγών. Ο κήρυκας διαβεβαίωσε στην στρατιωτική του τιμή ότι δεν επρόκειτο για απάτη και όρισε συνάντηση για την 6:00 της επόμενης 10/4. Το οχυρό επικοινώνησε με τη Μεραρχία όπου κοινοποίησε την συνθηκολόγηση. Η αντίδραση των ανδρών του οχυρού ήταν ότι ο αγώνας έπρεπε να συνεχιστή. Την επομένη 10 Απριλίου 1941, έλαβε χώρα η παράδοση του οχυρού. Τα γερμανικά τμήματα «μας εσεβάσθησαν και μας ετίμησαν», σύμφωνα με την έκθεση Πλευράκη. Έξω από το οχυρό ήταν παραταγμένο γερμανικό τμήμα που απέδωσε τιμές. Ο εντεταλμένος για την παραλαβή του οχυρού Γερμανός αξιωματικός συγχάρηκε τον διοικητή του, Ταγματάρχη Γεώργιο Δουράτσο, επιβεβαιώνοντας τα συγχαρητήρια και το θαυμασμό των ανωτέρων του. Τόνισε μάλιστα ότι για τους Γερμανούς αποτελούσε τιμή και υπερηφάνεια ότι είχαν ως αντίπαλο έναν τόσον ηρωικό στρατό. Σχετικά με τις απόλυες των εμπολέμων στον αριστερό υποτομέα του Συγκροτήματος Σιδηροκάστρου, ο Πλευράκης σημειώνει στην έκθεση του: «Αι απώλειαι ασήμαντοι έναντι τοιούτου αγώνος, περιορισθείσαι σε 4 νεκρούς αξιωματικούς και 40 άνδρες τραυματίες’ 2 αξιωματικοί και 150 άνδρες. Απεναντίας του αντιπάλου βαρύτατε, ως μαρτυρούν τα υπάρχοντα νεκροταφεία, ας αποσιωπώ δια λόγους σκοπιμότητος».

ΠΗΓΗ
http://www.roupel.gr/history.html

Δύο από τους επιζώντες της Μάχης των Οχυρών «ξεδιπλώνουν» στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τις μνήμες εκείνων των ημερών

Ήταν η 6η Απριλίου του 1941, όταν οι Γερμανοί, καθώς έβλεπαν να καταρρέει η Ιταλία, το ασθενέστερο μέρος της συμμαχίας του Άξονα, αποφάσισαν να επέμβουν και στην Ελλάδα, έπειτα από τις σχετικές προπαρασκευαστικές ενέργειες στα βόρεια σύνορα.

Ο γερμανικός στρατός βρισκόταν στο απόγειό του, τόσο από πλευράς έμψυχου υλικού όσο και τεχνολογικών δυνατοτήτων. Οι ελληνικές δυνάμεις κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν αυτόν τον στρατό με ελάχιστη ξένη υποστήριξη και με την συντριπτική πλειοψηφία των εμπειροπολέμων δυνάμεων στα βουνά της Ηπείρου. Η μόνη τους ελπίδα διαφαινόταν στη νεοσύστατη αμυντική γραμμή οχυρώσεων, γνωστή ως «γραμμή Μεταξά», και πράγματι, οι υπερασπιστές της αναδείχθηκαν αντάξιοι της πανίσχυρης προστασίας που αυτή τους πρόσφερε.

Τις ημέρες αυτές της Μάχης των Οχυρών, οι υπερασπιστές τους αντιστάθηκαν με απαράμιλλη ανδρεία, προκαλώντας το θαυμασμό ακόμη και των αντιπάλων τους. Χαρακτηριστικά ήταν τα λόγια τα ίδια του Χίτλερ, ο οποίος, με ομιλία του στις 4/5/1941, στο Ράιχσταγκ, είπε: «Η ιστορική δικαιοσύνη με υποχρεώνει να διαπιστώσω ότι, από όλους τους αντιπάλους που αντιμετωπίσαμε, ο Έλληνας στρατιώτης ιδίως, πολέμησε με ύψιστο ηρωισμό και αυτοθυσία. Συνθηκολόγησε μόνο όταν η συνέχιση της αντίστασης δεν ήταν πλέον δυνατή».

Κάθε χρόνο, στις αρχές του μηνός Απριλίου, η επέτειος της Μάχης των Οχυρών τιμάται σε ειδικές εκδηλώσεις, στα οχυρά της Νυμφαίας, του Εχίνου και του
Λίσσε, παρουσία των θρησκευτικών, πολιτικών και στρατιωτικών αρχών της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.

Δεν είναι λίγες οι φορές που στις ετήσιες αυτές εκδηλώσεις προσέρχεται και αντιπροσωπεία Γερμανών πολεμιστών της 72ης μεραρχίας, για να καταθέσει στεφάνι τιμής στους νεκρούς αντιπάλους της.

Το ΑΠΕ-ΜΠΕ ερεύνησε διάφορες πηγές για τα γεγονότα των ημερών εκείνων (Γενικό Επιτελείο Στρατού/ Διεύθυνση Ιστορίας, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δράμας, Περιοδικό «Πόλεμος και Ιστορία», Βικιπαιδεία) και μίλησε με δύο από τους ελάχιστους επιζώντες της Μάχης των Οχυρών, τον 92χρονο σήμερα Τάκη Παπαδημητρακόπουλο, πρόεδρο του Πανελληνίου Συνδέσμου Πολεμιστών των Οχυρών Μακεδονίας και Θράκης, λοχία διαβιβάσεων του συγκροτήματος «Καραντάγ» (μαύρο βουνό) και τον 94χρονο Χαράλαμπο Σπυριδόπουλο, από το Δασωτό Κ. Νευροκοπίου Δράμας, οι οποίοι «ξεδίπλωσαν» μνήμες από τα όσα συνέβησαν τότε, μέσα από τη δική τους «ματιά».

—————————————

Αναμνήσεις από το πεδίο των μαχών

—————————————-

Ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη του Τάκη Παπαδημητρακόπουλου είναι οι αναμνήσεις από τη μάχη του υψώματος Αγίου Κωνσταντίνου Δράμας (8-9 Απριλίου 1941).

Τα ξημερώματα της 6ης Απριλίου 1941, βρίσκουν τον κ. Παπαδημητρακόπουλο, έφεδρο Λοχία Διαβιβάσεων του Συγκροτήματος Καραντάγ, μία αλυσίδα οχυρών (Μαλιάγκα – Περιθώρι -Παρταλούσκα – Ντάσαβλι – Περσέκ – Μπαμπαζώρα), μέσα στο στρατηγείο, όταν άρχισε η εισβολή των γερμανικών δυνάμεων στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο.

Η γερμανική επίθεση στον τομέα Καραντάγ εκδηλώθηκε, όπως θυμάται ο πρώην λοχίας, χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού, ενώ τα τμήματα προκαλύψεως συμπτύσσονται κανονικά.

Οι γερμανικές δυνάμεις επιτίθενται ταυτόχρονα σε όλα τα οχυρά, αλλά αντιμετωπίζουν σθεναρή αντίσταση από τους Έλληνες μαχητές.

Ο κ. Παπαδημητρακόπουλος θυμάται χαρακτηριστικά: «Έπειτα από σκληρές μάχες, στις τρεις τη νύχτα της 8ης προς 9ης Απριλίου 1941″, ένας Γερμανικός Λόχος του 105ου Συντάγματος Πεζικού της 72ης Γερμανικής Μεραρχίας, ο οποίος το πρωί είχε δώσει πολύ σκληρή μάχη στο Οχυρό Κρέστη, τόλμησε και πέρασε από δύσβατη και αφύλακτη ορεινή διάβαση, νοτίως της Κ. Βροντούς, και επετέθη αιφνιδιαστικά στην κορυφή του υψώματος Αγίου Κωνσταντίνου(υψ.964). Αιφνιδίασε την εκεί στις παρυφές της, την κορυφή του λόφου εγκαταστημένου 1ου ουλαμού της 3ης Πυροβολαρχίας της Δ1 Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού του Ταγματάρχη Γεωργίου Κουρούκλη. Με τους πρώτους πυροβολισμούς του εχθρού, οι άνδρες της Πυροβολαρχίας σκόρπισαν και κρύφτηκαν στους γύρω θάμνους. Με μεγάλη προσπάθεια κατάφεραν να τους αποκρούσουν με αντεπιθέσεις διαρκείας».

Ένα άλλο περιστατικό που έμεινε χαραγμένο στη μνήμη του είναι αυτό της 9ης Απριλίου 1941, όταν το πρωί πληροφορήθηκε από την Αεράμυνα της Θεσσαλονίκης, ότι την είχαν καταλάβει τα γερμανικά τανκς:

«Τότε, στις 3.30 μετά το μεσημέρι, είπα στους τηλεφωνητές και τους εγκαταστάτες των τηλεφωνικών γραμμών να πάρουν τα όπλα τους και τα πράγματά τους, καθώς και τα δικά μου και να παρουσιασθούν στο Στρατηγείο του Συγκροτήματος.

Εγώ, έμεινα στο τηλεφωνικό κέντρο με την ελπίδα πως κάποιος θα μας θυμηθεί. Μάταια όμως. Όλες οι γραμμές προς τα Οχυρά ήταν νεκρές. Στις 3.20, ξεκίνησα και εγώ για το Στρατηγείο, ενώ η μάχη συνεχιζόταν. Ήμουν στο μέσον της διαδρομής όταν σταμάτησαν οι πυροβολισμοί. Απόλυτη σιωπή. Σταματάω σε ένα λασπώδες νεροφάγωμα για να βγάλω την αρβύλα μου από την λάσπη, και γυρίζω το πρόσωπο μου προς τον λόφο του Αγίου Κωνσταντίνου. Βλέπω ένα Γερμανικό Λόχο, σε παράταξη «κατ’ ανδρα», με το όπλο «παρά πόδας» και τον επικεφαλής της παράταξης να κρατεί στο αριστερό του χέρι υψωμένη μία λευκή σημαία. Παράδοση. «Αιχμαλωσία Γερμανικού Λόχου»!

Δεν συνειδητοποίησα αμέσως σε ποιο μεγάλο ιστορικό γεγονός ήμουν θεατής. Με συνέφεραν όμως αμέσως οι… φωνές των στρατιωτών από όλες τις γύρω πλαγιές… Παραδίδονται, παραδίδονται… Ζήτω ο Ελληνικός Στράτος… Ξεπετάχτηκαν και όλοι έτρεχαν να ανεβούν στον Λόφο του Αγίου Κωνσταντίνου να δουν τους Γερμανούς!».

Από τις ημέρες εκείνες, ο κ. Παπαδημητρακόπουλος θυμάται και τις τελευταίες στιγμές στα Οχυρά, μετά τη συνθηκολόγηση, μια συνθηκολόγηση που, όπως είπε, οι ήρωες μαχητές την αντιμετώπισαν με διαφορετικά συναισθήματα.

«Ο Διοικητής του Συγκροτήματος Καραγντάγ, συνταγματάρχης Γεωργιος Σαλβάνος, από την Περίθεια Κέρκυρας, ήθελε να μη παραδοθεί με όλη την δύναμη του Συγκροτήματος, αλλά τον έπεισε να πειθαρχήσει ο Αντιστράτηγος Π. Δέδες, Διοικητής της ομάδας Μεραρχιών του ΤΣΑΜ (Μεραρχίας 14η και 18η)» σημειώνει και προσθέτει: «Σε εφαρμογή της διαταγής συνθηκολόγησης όλα τα τμήματα του Συγκροτήματος Καραντάγ, συγκεντρωθήκαμε το απόγευμα της 9ης Απριλιου 1941 στο 28ο χιλιόμετρο της δημόσιας οδού Κάτω Βροντού -Σέρρες, πλην της δυνάμεως των Οχυρών Περιθώρι, Παρταλούσκας, Μαλιάγκας. Εκεί, ο Σαλβάνος αναζήτησε τον Δεκανέα Πετρίδη και τον συνεχάρη, όπως και εγώ. Μετά από πολλά χρόνια, ψάχνοντας τον τόμο της εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ.133/15-5-1946,σελίς 814) διάβασα τα παρακάτω:
«Αργυρούν Αριστείον Ανδρείας». Εις τον μόνιμο Δεκανέα ΠΕΤΡΙΔΗΝ ΝΕΟΚΛΗ του Λόχου Διοικήσεως του Συγκροτήματος Καραντάγ. Δια την ηρωικήν μέχρις αυτοθυσίας απόδοσιν επί του πεδίου της μάχης εν τη ενασκήσει των καθηκόντων του κατά τας επιχειρήσεις εν Μακεδονία επί της Γραμμής των Οχυρών από 6-10 Απριλίου 1941″».

Ο κ. Παπαδημητρακόπουλος χαρακτηρίζει «σταθμό εθνικό» και «άθλο» τη Μάχη των Οχυρών, και στέλνει ένα μήνυμα προς τους νέους: «Από εκείνη θα παραδειγματίζονται οι γεννεές των Ελλήνων που θέλουν να είναι Έλληνες στους αιώνες. Από εκείνη τη μάχη, όπως και από εκείνες της Βορείου Ηπείρου του 1940-41, θα εμπνέονται οι νέοι της Ελλάδος, όσοι και όταν απολυτρωθούν από τα «καινά δαιμόνια. Στην μνήμη εκείνην θα βρίσκουν τον ψυχικό λυτρωμό και την ψυχική ανάταση για να δώσουν κάποιο ιδανικό νόημα στον αγώνα της ζωής τους».

Ανάλογες μάχες έγιναν και στα υπόλοιπα οχυρά του Συγκροτήματος Καραντάγ, με ηρωικές προσπάθειες των Ελλήνων μαχητών, που εξέπληξαν ακόμη και τους ίδιους τους εισβολείς. Όπως αυτή, που μας ανέφερε ο 94χρονος Χαράλαμπος Σπυριδόπουλος: «Ήταν η ώρα 5.15 της 6ης Απριλίου 1941, όταν δεχθήκαμε ξαφνικά πυρά από ένα λόχο Γερμανών που είχε εισβάλει από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Εμείς, η διμοιρία μου, για να μην αιχμαλωτισθούμε γυρίσαμε στο οχυρό Μάλιαγκα. Στη συνέχεια τους αφήσαμε να μπούνε σε ένα στενωπό που κατέληγε στο Λεκανοπέδιο του Κ. Νευροκοπίου, με αποτέλεσμα να τους αποδεκατίσουμε με τα πυρά μας. Σε αυτή τη μάχη, αιχμαλωτίσθηκαν 250 Γερμανοί, τους οποίους οδήγησαν στο Οχυρό Παρταλούσκα, μεταξύ Περιθωρίου-Κ. Βροντούς».

———————————————

Τα οχυρά τις ημέρες εκείνες του πολέμου

———————————————

Η οχυρωμένη τοποθεσία που ξεκίναγε από την ανατολική όχθη του Αξιού ποταμού και έφθανε, κατά μήκος της μεθορίου με την Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία, μέχρι τις δυτικές όχθες του Νέστου ποταμού, αποτελούσε ένα αντιστάθμισμα, στην ανισότητα των αντιπάλων δυνάμεων.

Η οχυρωματική γραμμή της Ελλάδας στην περιοχή εκείνη αποτελούνταν κυρίως από σήραγγες που κατέληγαν σε παρατηρητήρια, πυροβολεία και πολυβολεία. Σκοπός των οχυρών, που άρχισαν να κατασκευάζονται τον Ιούλιο του 1936, ήταν να εμποδίσουν τη διέλευση του εχθρού από στρατηγικά σημεία, για όσο το δυνατό μεγαλύτερο διάστημα. Οι κατασκευές είναι τόσο ανθεκτικές, ώστε έχουν επιβιώσει μέχρι και σήμερα και κάποιες μάλιστα χρησιμοποιούνται ακόμη.

Το εσωτερικό φωτιζόταν κυρίως με λάμπες πετρελαίου αλλά είχαν εγκατασταθεί και κάποιες ηλεκτρικές γεννήτριες, ενώ ο εξαερισμός επιτυγχάνεται τόσο με τεχνητές όσο και με φυσικές μεθόδους.

Το κάθε οχυρό αποτελούσε στο σύνολό του ένα περίκλειστο έργο από ένα ή περισσότερα στεγανά συγκροτήματα, ικανό να αμυνθεί προς κάθε κατεύθυνση. Περιλάμβανε σκέπαστρα, πυροβολεία, πολυβολεία, ολμοβολεία, βομβιδοβολεία, παρατηρητήρια, έργα παραλλαγής και παραπλάνησης, πολλαπλές εισόδους και εξόδους. Οι υπόγειες εγκαταστάσεις κάθε οχυρού περιλάμβαναν διοικητήριο, θαλάμους αξιωματικών, θαλάμους οπλιτών, τηλεφωνικό κέντρο, μαγειρείο, δεξαμενές νερού, χώρους υγιεινής, αποθήκες τροφίμων (για 15 μέρες), χειρουργείο, φαρμακείο, συστήματα αερισμού, φωτισμού (γεννήτριες, λάμπες πετρελαίου, φακούς κ.ά.), αποχέτευση, εξωτερικές θέσεις μάχης, αντιαρματικά κωλύματα, θέσεις αντιαεροπορικών όπλων, οδικό δίκτυο, κ.ά.

Η αμυντική αυτή οχύρωση αποτελεί το μέγιστο τεχνικό έργο της Ελλάδας κατά τον περασμένο αιώνα. Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια και συνολικά 1,5 δισ. Δραχμές για να κατασκευαστούν τα οχυρά αυτά, που τον Απρίλη του 1941, όταν εισέβαλαν οι γερμανικές δυνάμεις, ήταν 21 στον αριθμό.

——————–

Τα οχυρά σήμερα

——————–

Το οχυρό Ρούπελ είναι το μεγαλύτερο συγκρότημα της οχυρωμένης τοποθεσίας κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Βρίσκεται στις δυτικές πλαγιές του όρους Τσιγγέλι, στον ποταμό Στρυμόνα, και μαζί με το οχυρό Παλιουριώνες εξασφάλιζαν τη στενωπό Ρούπελ.

Το στενό που σχηματίζεται από το όρος Τσιγκέλι, στα νοτιοδυτικά του ορεινού όγκου Όρβηλος, και από το όρος Σουλτανίτσα (ανατολικό μέρος της οροσειράς Μπέλες) έχει κατεύθυνση προς τον νότο και στενεύει όλο και περισσότερο.

Το στενό Ρούπελ οχυρώθηκε εκ νέου με συνολικό ανάπτυγμα καταφυγίων 1.849 μ. και μήκος στοών 4.251 μ., σε μια σειρά στεγανών συγκροτημάτων και μεμονωμένων έργων.

Περιλαμβάνει συνολικά 138 έργα οχύρωσης. Το οχυρό ήταν εξοπλισμένο με 7 αντιαρματικά πυροβόλα, 25 οπλοπολυβόλα και 53 βομβιδοβόλα.

Στις μέρες μας είναι άριστα διατηρημένο και υπάρχουν αίθουσες που έχουν τη δυνατότητα να φιλοξενήσουν ένα σύνταγμα, καθώς διαθέτουν όλη την απαραίτητη υποδομή, φούρνους, εστιατόρια κ.λ.π.

Σήμερα, είναι επισκέψιμη μία στοά των οχυρών, ένα μικρό μουσείο, το περίπτερο των επισκεπτών, το παρατηρητήριο και το Ηρώο πεσόντων. Περπατώντας στους θαλάμους και στους πλευρικούς διαδρόμους της στοάς, ο επισκέπτης «αισθάνεται» τις στιγμές της μάχης, καθώς υπάρχουν αναπαραστάσεις με ομοιώματα και μεγαφωνική εγκατάσταση που αναπαράγει πυροβολισμούς, εκπυρσοκροτήσεις πυροβόλων, επιθέσεις αεροπλάνων, εκρήξεις βομβών και οβίδων.

Στο μουσειακό χώρο του περιπτέρου, υπάρχουν εξαρτήματα οπλισμού, στολές, μετάλλια του ελληνικού και του γερμανικού στρατού και φωτογραφίες που απεικονίζουν τις μάχες του 1941 και τους μαχητές του οχυρού σε ώρες ξεκούρασης ή δράσης, ενώ στην αίθουσα «Ήχος και Φως» παρουσιάζεται η μάχη των οχυρών με οπτικοακουστικό σύστημα.

Στο ύψωμα κοντά στην Κοινότητα Οχυρού, μόλις 2 χιλιόμετρα από το Κάτω Νευροκόπι, «στέκεται» το απόρθητο φρούριο Λίσσε. Το χωριό μέχρι το 1936 ονομαζόταν Λίσσα, που στα βουλγάρικα σημαίνει περίβλεπτος, ωστόσο εκείνη την εποχή μοιάζει να γίνεται… ανταλλαγή των ονομάτων και το οχυρό παίρνει το όνομα Λίσσε, ενώ το χωριό μετονομάζεται σε Οχυρό!

Το οχυρό αυτό είναι το μόνο διατηρημένο και επισκέψιμο στην περιοχή του Κ. Νευροκοπίου, αφού τα υπόλοιπα καταστράφηκαν την περίοδο της γερμανοβουλγαρικής κατοχής. Είναι κατασκευασμένο σε βραχώδη λόφο ύψους 220 μέτρων. Το ανάπτυγμα των υπόγειων καταφυγίων του ήταν 790 μ. και το μήκος των στοών του 960 μ., ενώ 300 σκαλοπάτια συνέδεαν το πολυώροφο οικοδόμημα. Η φρουρά του οχυρού αποτελούταν από 469 άνδρες και διέθετε 10 απλά και 5 διπλά πολυβολεία, 4 αντιαρματικά, 2 ολμοβολεία, 3 πυροβολεία, 3 διπλά βομβιδοβολεία, 8 παρατηρητήρια και 9 εξόδους.

Στο σημείο έχει ανεγερθεί ένα μικρό Μουσείο, που έχει ανακαινισθεί το 2002 και είναι ανοιχτό για το κοινό” τα εκθέματά του περιλαμβάνουν οπλισμό, (πιστόλια, πολυβόλα, όλμους, χειροβομβίδες κλπ.) που ανήκουν στον ελληνικό και γερμανικό στρατό, στολές, μετάλλια και προσωπικά αντικείμενα στρατιωτών και αξιωματικών. Επίσης, στο προαύλιο υπάρχουν κανόνια του Ελληνικού στρατού τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την υπεράσπιση των οχυρών.

Το οχυρό Νυμφαίας απέχει 17 χιλιόμετρα από την Κομοτηνή, με στοές που αναπτύσσονται σε τρία επίπεδα και μπορούσαν να «φιλοξενήσουν» μέχρι 500 άτομα.

Οι στοές του αναπτύσσονται σε τρία επίπεδα, το πάχος των τοίχων σε μερικά σημεία φθάνει τα 2,5 μέτρα και οι συνολικοί χώροι του επαρκούσαν για πεντακόσια περίπου άτομα.

Στην αίθουσα του Μουσείου εκτίθενται στολές, ελληνικά και γερμανικά παράσημα, φωτογραφίες και αντίγραφα εφημερίδων, όπλα και άλλα στρατιωτικά κειμήλια.

(ΆΡΘΡΟ του Γιάννη Ιωαννίδη)
3 Απριλίου 2009 (10:54 UTC+2)

ΠΗΓΗ
http://omogeneia.ana-mpa.gr/press.php?id=5773

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.