«Την ώρα, ψυχή, του τέλους εννοήσασα και την εκκοπήν της συκής δειλιάσασα, το δοθέν σοι τάλαντον φιλοπόνως έργασαι, ταλαίπωρε, γρηγορούσα και κράζουσα• Μη μείνωμεν έξω του νυμφώνος Χριστού».
Αφού σκεφτείς, ψυχή μου, την ώρα του τέλους (της επίγειας ζωής, δηλαδή το θάνατο) και φοβηθείς από το πάθημα της εκκοπής της συκής, με φιλοπονία Συνέχεια