Τα Σάββατα της Μεγάλης Σαρακοστής – π. Alexander Schmemann.

Την παραμονή της Κυριακής της Απόκρεω η Εκκλησία μας καλεί σε μια παγκόσμια ανάμνηση όλων «των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς, επ’ έλπίδι αναστάσεως, ζωής αιωνίου». Αυτή πραγματικά είναι η μεγάλη μέρα της Εκκλησίας, κατά την οποία προσευχόμαστε για τα κοιμηθέντα μέλη της. Για να καταλάβουμε το νόημα που υπάρχει στη σχέση της Μεγάλης Σαρακοστής και της προσευχής για τους κοιμηθέντες θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Χριστιανισμός είναι η θρησκεία της αγάπης. Ο Χριστός δεν άφησε στους μαθητές Του μια διδασκαλία ατομικής σωτηρίας, αλλά την «καινή εντολή» του «αγαπάτε αλλήλους» και πρόσθεσε: «εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις.» (Ιωάν. 13,35). Η αγάπη επομένως είναι το θεμέλιο και η ουσία της ζωής της Εκκλησίας η οποία, κατά τον Άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, είναι «ενότητα πίστεως και αγάπης». Αμαρτία είναι πάντοτε η απουσία της αγάπης, και επομένως είναι ο χωρισμός, η απομόνωση, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων.

Η νέα ζωή που μας έδωσε ο Χριστός και που μεταβιβάζεται σε μας δια της Εκκλησίας, είναι πάνω απ’ όλα μια ζωή συνδιαλλαγής, «συναγωγής εις ενότητα όλων των διεσκορπισμένων», η αποκατάσταση της θραυσμένης από την αμαρτία αγάπης.

Αλλά πως είναι δυνατό ν’ αρχίσουμε ποτέ την επιστροφή μας στο Θεό και τη συμφιλίωσή μας μ’ Αυτόν, αν από μέσα μας δεν ξαναγυρίσουμε στη μοναδική καινή εντολή της αγάπης; Η προσευχή για τους «κεκοιμημένους» είναι μια βασική έκφραση της Εκκλησίας σαν αγάπης. Ζητάμε από το Θεό να θυμηθεί αυτούς που και μεις θυμόμαστε και τους θυμόμαστε ακριβώς γιατί τους αγαπάμε. Προσευχόμενοι γι’ αυτούς τους συναντάμε «εν Χριστώ» ο οποίος «Αγάπη εστίν» και που — ακριβώς επειδή είναι Αγάπη — ξεπερνάει το θάνατο που είναι η τελική νίκη του χωρισμού και της έλλειψης της αγάπης. Μέσα στο Χριστό δεν υπάρχουν ζωντανοί και πεθαμένοι γιατί όλοι είναι «ζώντες εν Αυτώ». Αυτός είναι η Ζωή και αυτή η Ζωή είναι το φως του ανθρώπου. Αγαπώντας το Χριστό αγαπάμε όλους εκείνους που βρίσκονται εν Αυτώ. Αγαπώντας αυτούς που είναι εν Αυτώ, αγαπάμε το Χριστό. Αυτός είναι ο Κανόνας της Εκκλησίας, που φανερώνεται με τις προσευχές που κάνει για τους κοιμηθέντες κάθε Σάββατο.

Πραγματικά η «εν Χριστώ» αγάπη μας είναι εκείνη που τους διατηρεί πάντα ζωντανούς γιατί τους διατηρεί «εν Χριστώ». Πόσο αλήθεια, λανθασμένοι — απελπιστικά λανθασμένοι — είναι όσοι από τους δυτικούς χριστιανούς ή έχουν περιορίσει τις προσευχές τους για τους κοιμηθέντες σε ένα νομικό δόγμα «περί αμοιβών» και «ικανοποιήσεως», ή τις αρνούνται σαν άχρηστες. Η μεγάλη αγρυπνία «υπέρ των Κεκοιμημένων» το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω είναι ένας τύπος ακολουθίας για την ανάμνηση των «προαπελθόντων» που επαναλαμβάνεται το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο Σάββατο της Μεγάλης Σαρακοστής.

Κατόπιν, στο Σάββατο της Τυροφάγου η Εκκλησία μας «ποιεί μνείαν πάντων των εν ασκήσει λαμψάντων αγίων ανδρών τε και γυναικών». Οι άγιοι είναι τα πρότυπα που θ’ ακολουθήσουμε, οι οδηγοί στη δύσκολη τέχνη της νηστείας και της μετάνοιας. Στον αγώνα που πρόκειται ν’ αρχίσουμε δεν είμαστε μόνοι:

Δεύτε άπαντες πιστοί, τας των οσίων Πατέρων, χορείας υμνήσωμεν, Αντώνιον τον Κορυφαίον, τον φαεινόν Ευθύμιον, και έκαστον, και πάντας ομού, και τούτων ώσπερ Παράδεισον, άλλον τρυφής, τας πολιτείας νοητώς διεξερχόμενοι, τερπνώς ανακράξωμεν…

Έχουμε βοηθούς και παραδείγματα:

Των Μοναστών τα πλήθη, τους καθηγητάς νυν τιμώμεν, Πατέρες όσιοι, δι’ υμών γαρ τρίβον, την όντως ευθείαν πορεύεσθαι έγνωμεν: μακάριοι εστέ τω Χριστώ δουλεύσαντες…

Τα Σάββατα της Μεγάλης Σαρακοστής, όπως έχουμε πει και πιο πάνω, έχουν ένα δεύτερο θέμα, μια δεύτερη διάσταση: το θάνατο. Εκτός από το Σάββατο της Α’ Εβδομάδας των Νηστειών, που παραδοσιακά είναι αφιερωμένο στον άγιο Θεόδωρο τον Τήρωνα και από το Σάββατο της Ε’ εβδομάδας, το Σάββατο του Ακάθιστου ύμνου, τα άλλα τρία Σάββατα είναι μέρες αφιερωμένες στη μνήμη «των απ’ αιώνος επ’ ελπίδι αναστάσεως και ζωής αιωνίου κεκοιμημένων εν Κυρίω». Η μνήμη των «κεκοιμημενων», όπως έχουμε ξαναπεί, προετοιμάζει και αναγγέλει το Σάββατο της Ανάστασης του Λαζάρου και το Μεγάλο και Άγιο Σάββατο της Εβδομ άδας των Παθών. Η ανάμνηση αυτή δεν είναι μόνο μια πράξη αγάπης, μια «καλή πράξη», είναι επίσης μια ουσιαστική αποκάλυψη του κόσμου τούτου σαν «τεθνεώτος», σαν θανάτου. Στον κόσμο αυτό είμαστε καταδικασμένοι σε θάνατο όπως ακριβώς καταδικασμένος είναι και ο ίδιος ο κόσμος. Αλλά «εν Χριστώ» ο θάνατος νικήθηκε, καταστράφηκε, έχασε, όπως λέει ο Παύλος, το κεντρί του, έγινε ο ίδιος ο θάνατος είσοδος σε μια πιο πλούσια και
άφθονη ζωή.

Γιατί ο καθένας από μας έχει μπει σ’ αυτή την είσοδο με το θάνατο δια του βαπτίσματος, που νεκρώνει εκείνους που είναι ζωντανοί («…απεθάνετε γαρ, και η ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ•» Κολασ. 3,3) και ζωντανεύει εκείνους που είναι νεκροί• γιατί «νικήθηκε ο θάνατος».

Υπάρχει στη λαϊκή ευσέβεια μια πλατιά διαδεδομένη απόκλιση από την αληθινή χριστιανική πίστη, που κάνει το θάνατο πάλι μαύρο. Σε πολλά μέρη ο θάνατος συμβολίζεται με τα μαύρα άμφια και τα μαύρα καλύμματα που χρησιμοποιούν στις κηδείες και τα μνημόσυνα. Θα πρέπει πάντως να ξέρουμε ότι για ένα χριστιανό το χρώμα του θανάτου είναι το άσπρο. Η προσευχή μας για τους κοιμηθέντες δεν είναι θρήνος• και πουθενά αλλού δεν φαίνεται αυτό καλύτερα παρά μόνο στη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην ανάμνηση «πάντων των κεκοιμημένων» και στα Σάββατα γενικά και ειδικότερα στα Σάββατα της Μεγάλης Σαρακοστής. Εξαιτίας της αμαρτίας και της προδοσίας η χαρμόσυνη μέρα της Δημιουργίας (το Σάββατο) έγινε μέρα θανάτου, γιατί η κτίση «υπετάγη τη ματαιότητι» (Ρωμ. 8,20) και έγινε η ίδια θάνατος. Αλλά ο θάνατος του Χριστού επαναφέρει την έβδομη μέρα και την κάνει μέρα αναδημιουργίας, νίκης και καταστροφής όλων αυτών
που έκαναν τον «κόσμο τούτο» θρίαμβο του θανάτου.

Και ο τελικός σκοπός της Μεγάλης Σαρακοστής είναι να επανορθώσει μέσα μας την «λαχτάρα για την αποκάλυψη των υιών του Θεού», που είναι το περιεχόμενο της χριστιανικής πίστης, της αγάπης και της ελπίδας. «Διότι με την ελπίδα αυτή σωθήκαμε. Αλλ’ ελπίς που την βλέπει κανείς δεν είναι ελπίς• γιατί να ελπίζει κανείς δι’ εκείνο που ήδη βλέπει; Αλλ’ εάν ελπίζωμεν δι’ εκείνο που δεν βλέπομεν, τότε το περιμένουμε με υπομονήν…». Το φως που εκπέμπει το Σάββατο του Λαζάρου και η χαρμόσυνη ειρήνη του Μεγάλου Σαββάτου δίνουν το νόημα στο θάνατο του χριστιανού και στις προσευχές μας για τους κοιμηθέντες.

Η ανάσταση του Λαζάρου, η υπέροχη γιορτή αυτού του μοναδικού Σαββάτου, είναι πέρα από τη Μεγάλη Σαρακοστή. Την Παρασκευή, παραμονή του Σαββάτου, σ’ ένα ιδιόμελο λέμε: «την ψυχωφελή πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, την αγίαν εβδομάδα του Πάθους Σου, αιτούμεν κατιδείν». Μέσα στη λειτουργική ορολογία, το Σάββατο του Λαζάρου και η Κυριακή των Βαΐων είναι η «έναρξη του Σταυρού». Αλλά η τελευταία εβδομάδα της Σαρακοστής, η προεόρτια αυτών των ημερών, είναι η τελική αποκάλυψη του νοήματος της Μεγάλης Σαρακοστής.

Από την αρχή είπαμε ότι η Σαρακοστή είναι προετοιμασία για το Πάσχα• στην πραγματικότητα όμως η καθημερινή εμπειρία, που έχει μέχρι τώρα γίνει παράδοση, βεβαιώνει ότι αυτή η προετοιμασία παραμένει αφηρημένη και κατ’ όνομα μόνο. Η Σαρακοστή και το Πάσχα είναι βαλμένα πλάι πλάι αλλά χωρίς καμιά ουσιαστική κατανόηση της σχέσης τους και της αλληλοεξάρτησης. Ακόμα και όταν δεν παίρνουμε τη Σαρακοστή μόνο σαν μια περίοδο για να πραγματοποιήσουμε την ετήσια εξομολόγηση και τη Θεία Κοινωνία, συνήθως τη σκεπτόμαστε σαν μια περίοδο για ατομική προσπάθεια και έτσι παραμένει εγωκεντρική. Με αλλά λόγια, εκείνο που ουσιαστικά λείπει από το βίωμα της Σαρακοστής είναι: η σωματική και πνευματική προσπάθειά μας να σκοπεύουν στη συμμετοχή μας στο «σήμερον» της Ανάστασης του Χριστού, όχι σαν μια αφηρημένη ηθικότητα, ούτε σαν μια ηθική πρόοδό μας η σαν έναν αυστηρότερο έλεγχο στα πάθη, ούτε ακόμα σαν μια προσωπική τελείωση, αλλά σαν πλήρη συμμετοχή (συμμετοχή που περικλείει τα πάντα) στο τελικό «σήμερον».

Η χριστιανική πνευματικότητα που δεν έχει αυτόν το σκοπό, κινδυνεύει να γίνει ψευτο–χριστιανική γιατί σε τελευταία ανάλυση μια τέτοια πνευματικότητα παρακινείται από το «εγώ» και όχι από το Χριστό. Ο κίνδυνος εδώ είναι ότι, όταν η καρδιά εξαγνιστεί, καθαριστεί και ελευθερωθεί από το δαίμονα που την κατοικούσε, παραμένει άδεια και ο δαίμονας ξαναγυρίζει σ’ αυτή «και παραλαμβάνει επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού, και εισελθόντα κατοικεί εκεί, και γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων» (Λουκ. 11,26). και παραλαμβάνει επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού, και εισελθόντα κατοικεί εκεί, και γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων.

Απόσπάσματα του βιβλίου: Μεγάλη Σαρακοστή: πορεία προς το Πάσχα. Μετάφραση από το Αγγλικό: Ελένης Γκανούρη. Αθήνα 1999.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.