Για το ηρωϊκό Μεσολόγγι! – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Γιάννη Σμυρνιωτάκη.

Στο Μεσολόγγι, όταν οι Τούρκοι ζήτησαν απ’ τους κλεισμένους Έλληνες να τους παραδώσουν τ’ άρματα τους, εκείνοι απάντησαν στον αποσταλμένο τους.

— «Τι; άρματα; Αυτό ούτε να το αναφέρεις…

Κι ένα παλικάρι, ο Στουρνάρης, όταν έμαθε τη απαίτηση των Τούρκων, έτριζε τα δόντια του και φώναζε:

— «Τόλμησε ο κερατάς να ζητήσει άρματα… Όλοι εδώ να ταφούμε, αν είναι να γένει κάτι τέτοιο… Δεν ξέρει ότι τ’ άρματα ο¬πού τα βαστούμεν προ τρακόσια χρόνια, τα έχομε εις το ζωνάρι όλοι όσοι είμαστεν εδώ;…».

Βλέποντας ο αποσταλμένος Τούρκος πως δε γινόταν να ξαρματωθούν οι Έλληνες, ξανάπε πιο μαλακά:

«Εγώ το είπα εις τον αφέντη μου Βεζύρη και του έκαμα να στέρξει να σας χαρίσει τα άρματα μα …

«Στάσου! τον έκοψε ο Νότης Μπότσαρης. Ξέρεις πότε μπορεί να μας τα χαρίσει; Όταν μας τα πάρει … Ειδέ, όσο τα έ¬χουμε στο ζουνάρι μας, τα ορίζουμε εμείς και δεν είναι στην ε-ξουσία του να τα χαρίσει , παρά να φυλάξει και τα δικά του …»

Και στους πασάδες έγραψαν οι Μεσολογγίτες:
— «…Βλέπομεν εις το γράμμα σας να ζητήτε άρματα και απορούμεν πώς ετολμήσατε να ζητήσετε οχτώ χιλιάδες άρματα τα ο¬ποία αχνίζουν από το αίμα σας, και να σας τα δώσομεν με τα χέ¬ρια μας…».

***

Για το Μεσολόγγι

Μετά το μεγάλο κατόρθωμα του στόλου μας στη Μεθώνη, πολλοί επισκέφτηκαν το Μιαούλη στο νησί του, για να του εκ¬φράσουν το θαυμασμό τους. Και κείνος τους έλεγε:

— «Για τέτοια είμαστε τώρα; Τίποτα δεν κάναμε. Ο Μπραΐμης είναι στο Νιόκαστρο, αύριο στην Τρίπολη, μεθαύριο στ’ Ανάπλι. Η αρμάδα του χτυπάει το Μεσολόγγι. Αν πέσει κι αυτό, η Ελλάδα σβήνει… Ο κίνδυνος μας είναι πάλι κίνδυνος, αν δε χτυπήσουμε πάλι πολλές φορές τη δύναμη του μεγάλου εχθρού μας».

Στο μεταξύ η τραγωδία του Μεσολογγίου βάδιζε για το κο¬ρύφωμα της. Το πρόβλεπε το κακό που θα γινόταν ο Μιαούλης και γι’ αυτό με όποια σαπιοκάραβα του έμειναν, τράβηξε κατακεί. Στο δρόμο αντάμωσε τη μοίρα του Σαχτούρη. Εκείνος μόλις τρακαρίστηκε με το στόλο του Χοσρέφ που πήγαινε να κλείσει το Μεσολόγγι κι απ’ τη θάλασσα. Και τον συγύρισε καλά.

Τα δυο μπουρλότα, το ένα ο «Χάροντας» του Ματρόζου και το άλλο του Λάζαρου Μουσιού κόλλησαν από τη μια μεριά και την άλλη στη ναυαρχίδα του Χοσρέφ και σε λίγα λεπτά την ανατίνα¬ξαν. «Εσκόρπισε η Φρεγάτα, διηγιέται ο ίδιος ο Σαχτούρης, και έ¬καμε τόσο κρότο, ώστε πέταξε στον αέρα διάφορους Τούρκους, κανόνια, ξύλα, σίδερα, άγκυρες και λοιπά… Η θάλασσα γέμισε από ανθρώπους σκοτωμένους και λαβωμένους και ζωντανούς γυ-μνούς». Και σε λίγο το μπουρλότο, ο «Κέρβερος» του Μανώλη Μπού-τη τίναζε στον αέρα μια τούρκικη κορβέτα των είκοσι έξι κανο¬νιών που είχε πλήρωμα τρακόσιους Τούρκους και δεν έμεινε κα¬νένας.

Έφτασε το μαντάτο αυτής της νίκης στη φρουρά του Μεσο¬λογγίου που το γιόρτασε με κανονιές και ζητωκραυγές. Οι Τούρ¬κοι που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι, παραξενεύτηκαν με τις χα¬ρές των δικών μας και τους ρωτούσαν από μακριά, τι συμβαίνει:
— Ωρέ Τούρκοι, τους αποκρίθηκαν οι δικοί μας, μην καρτε¬ράτε πια την αρμάδα. Τη στείλαν οι θαλασσινοί μας στον πάτο του γιαλού να κάμει συντροφιά με τα ψάρια!

Φτάνοντας έξω απ’ το Μεσολόγγι ο Μιαούλης, ζύγιασε καλά τον κίνδυνο. Και γράφει στην ‘Υδρα, στους προεστούς: «…Κάμετε ό,τι μπορείτε, όσο έχουμε λίγο καιρό ακόμα και ας μην προσμένουμε να χαθούμε και τότε να γνωρίσουμε την αστο¬χασιά μας για την οποία μας κοροϊδεύει ο κόσμος…»

Και όταν μαθαίνει την είδηση πως ο τούρκικος στόλος, από εκατόν είκοσι πλοία, πλησιάζει στο Μεσολόγγι, ξαναγράφει στους Υδραίους: « Ότι ο χαμός του Μεσολογγίου θα φέρει και το γενικό αφα¬νισμό, δεν είναι αμφιβολία… και είναι ανάγκη με όλη τη δραστη¬ριότητα να παρακινήσετε το κοινό των Σπετσών να εβγάλει πάλι τα καράβια όσον τάχιο και τα πυρπολικά, τα οποία είναι καλά… Όταν ενώσουμε ευθύς όλη τη δύναμη μας, τότε, Θεού θέλοντος, σώζεται και το Μεσολόγγι, σωζόμαστε και ημείς όλοι…»

Στα νερά του Μεσολογγίου

Ο Μιαούλης γυροφέρνει στη θάλασσα του Μεσολογγίου. Θέ¬λει να εφοδιάσει τους κλεισμένους στην ιερή πόλη. Η βοήθεια ό¬μως που περιμένει απ’ την ‘Υδρα και τις Σπέτσες δε φαίνεται. Όλη την ώρα είναι σκουντουφλιασμένος κι αμίλητος. Όσο περνούσαν οι μέρες, το κακό μεγάλωνε. Άρχισαν τα τσούρμα των καραβιών του να θέλουν να φύγουν. Και πάνω σ’ όλα αυτά σώθηκε και το ψωμί στα καράβια.

Στις δεκατρείς του Νοέμβρη αποφασίζει να ριχτεί με τα δικά του καράβια στην τούρκικη αρμάδα. Όχι πως είχε ελπίδα να σπά¬σει τον κλειό και να μπει στο Μεσολόγγι, αλλά να, θέλει ν’ ακού¬σουν το βρόντο των κανονιών του και να θαρρέψουν. «Δια να εγκαρδιώσουμε τη φρουρά του Μεσολογγίου – γράφει ο ίδιος – ήρ¬θαμε σε τούτα τα μέρη και εναυμαχήσαμε με τον εχθρό…» Και ρίχνεται με λύσσα να ναυμαχήσει. Μα πού να βρει τόπο να περάσει. Δάσος ολάκερο τα καράβια γύρω στο Μεσολόγγι. Και χύνουν βροχή τη φωτιά και το θάνατο καταπάνω του. Μα το πεί¬σμα του Μιαούλη και των ναυτών του δεν τους αφήνει να κάμουν πίσω. Ο Αντώνης Βώκος ρίχνεται σε μια φρεγάδα με το μπουρλότο του. Ο αντίθετος άνεμος όμως τη σώζει. Και χώρισαν οι αντίπαλοι χωρίς μεγάλες ζημιές.

Δεκαπέντε του Νοέμβρη, ημέρα Κυριακή. Τα καράβια του Μιαούλη κόβουν βόλτες από μακριά στη λιμνοθάλασσα και κάπο¬τε φτάνουν μέχρι τη Ζάκυνθο και μέχρι την Κυλλήνη. Σε κάποια στροφή του κοντά στη Ζάκυνθο ο Μιαούλης, ξεχωρίζει πάνω σ’ ένα ξερονησάκι ένα μπουλούκι από ανθρώπους που κουνούσαν τα χέρια τους και ζητούσαν βοήθεια.
«Ζύγωσε. Η καρδιά του σπάραζε, σαν είδε την κατάντια τους. Νηστικοί, φοβισμένοι, συφοριασμένοι, όλο γέροι και γυναικόπαι¬δα που κρύβονταν εκεί να γλιτώσουν την τούρκικη θηριωδία, έβαλαν τα κλάματα και τα ξεφωνητά μόλις τον είδαν:
— Κάμε το έλεος σου! Γλίτωσε μας!»
Συγκινήθηκε ο θαλασσόλυκος και πρόσταξε μερικά καράβια του να τους μεταφέρουν για σιγουριά σε κάποιο ήσυχο.λιμάνι του Μοριά.

Την άλλη μέρα βλέπουν από μακριά ένα ξένο καράβι να περ¬νά. Το πλησιάζουν. Ήταν του Σταμάτη του Ράφτη και ήταν γεμά¬το σιτάρι. Ετοιμάστηκαν στη στιγμή όλα τα τσούρμα να πάρουν το αλεύρι και να το ζυμώσουν, γιατί από μέρες τώρα τους έλειπε και το ψωμί και το προσφάγι.
— «Σταθείτε, τους φωνάζει ο Μιαούλης. Εμείς, σήμερα αύριο θα οικονομηθούμε. Κει κάτω όμως, στο Μεσολόγγι, τ’ αδέρφια μας πεινούν, μπλοκαρισμένα, χωρίς ελπίδα. Πεινούν και πολε¬μούν για το έθνος ολάκερο και για μας. Αυτό τ’ αλεύρι μπορεί να γλιτώσει κι αυτούς και τον αγώνα μας. Μη βάλετε χέρι είναι ιερό. Όχι, δε θα τ’ αγγίξουμε, παρά ο κάθε καπετάνιος θα δώσει όσα γρόσια πέσουν στην αναλογία του να τ’ αγοράσουμε από το Ρά¬φτη, να το βάλουμε στις βάρκες και να το περάσουμε στο Μεσο¬λόγγι…»

Όλοι συμφώνησαν στη στιγμή. Και έδωσαν ο καθένας από εκατό γρόσια, για να τ’ αγοράσουν. Και τώρα κοίταζαν πώς θα ξε¬γελάσουν την τούρκικη αρμάδα, που έκλεινε το Μεσολόγγι, για να το μεταφέρουν στους Έλληνες φρουρούς. Όλη τη νύχτα τριγύριζαν. Τους πήρε όμως μυρωδιά η αρμά¬δα και τους ρίχτηκε. Εξήντα τρία κομμάτια μικρά και μεγάλα κα¬ράβια έχυναν φωτιά πάνω στα δικά μας. Και είχαν και τον αέρα δι¬κό τους.

Τη νύχτα όμως κόπηκε ο αέρας και την άλλη μέρα έπιασε βροχή, ενώ η πάλη συνεχιζόταν. Νύχτωσε κι η άλλη μέρα. Ο Μια¬ούλης βρίσκει την ευκαιρία και παραγγέλνει στους κλεισμένους να βγουν με μονόξυλα πιο έξω, στις Σκρόφες, να παραλάβουν τρόφιμα. Κι εκεί τους πήγαν οι ναύτες του Μιαούλη και τους πα¬ράδωσαν στάρι και ψωμί. Οι ναύτες αυτοί πεινούσαν, φέρθηκαν όμως ανώτερα. Ούτε ένα καρβέλι ψωμί δεν άγγιξαν.

Τελευταία προσπάθεια να σώσει τους κλεισμένους

Η μαρτυρική πολιτεία ψυχομαχούσε. Η κυβέρνηση και οι κα¬πεταναίοι άφησαν, βέβαια, στην άκρη τις διχόνοιες και τις γκρί¬νιες. Ήταν όμως αργά. Ετοίμασαν τα νησιά στα γρήγορα μια μοίρα στόλου από εικοσιεπτά καράβια, τα εφοδίασαν με τροφές, τα παράδωσαν στο Μιαούλη και στις εφτά του Γενάρη του 1826 φάνηκαν στα νερά του Μεσολογγίου. Άνεμος όμως δυνατός δεν τα άφησε να πλησιάσουν και ναρθούν σε συνεννόηση με τους κλεισμένους. Είχε έρθει και ο στό¬λος του Ιμπραήμ τώρα και το Μεσολόγγι ήταν στενά κλεισμένο.

Ο Μιαούλης γεμάτος νεύρα βλαστημούσε τον καιρό που δε μαλάκωνε, για να στείλει τρόφιμα στη φρουρά που χαροπάλευε. Και όσο πήγαινε και η φουρτούνα δυνάμωνε. Στις εννιά του Γενάρη, έχασε την υπομονή του. Δεν κρατή¬θηκε άλλο. Μ’ όλο που χάλαγε ο Θεός τον κόσμο, πλησίασε μέσα στη θαλασσοταραχή και έφτασε στο Βασιλάδι. Εκεί τον πλησίασε μια βάρκα απ’ τη φρουρά του Μεσολογγίου και έμαθε τα νέα για τους κλεισμένους. Τα γράφει αμέσως στην Κυβέρνηση:

«Δεν ημπορώ χωρίς δάκρυα να σας περιγράψω σε ποια ελεει¬νή κατάσταση βρήκαμε την ηρωική αυτή φρουρά του Μεσολογγίου… μίκρυναν το ταγίνι τους μόνο προς 30 και 50 δράμια ψωμί την ημέρα, τέλος έμειναν νηστικοί δυο και τρεις και περισσότε¬ρες μέρες. Έφαγαν καμήλες και γαϊδάρους και ό,τι έβρισκαν. Τε¬λευταία πολλοί απέθαναν της πείνας. Περιπλέον γυμνοί και ασκε¬πείς οι περισσότεροι εις το ψύχος και τις βροχές…».

Τόβλεπε ο Μιαούλης πως ήταν αδύνατο να σπάσει τον κλειό. Ήθελε όμως να ναυμαχήσει εκεί μπροστά στα μάτια της φρου¬ράς, για να της δώσει θάρρος. Και το έκαμε. Μέσα απ’ το Μεσολόγγι παρακολουθούσε τη μάχη η φρουρά με σφιγμένη την καρδιά. Τα κανόνια του εχθρού δούλευαν αστα¬μάτητα. Το παιγνίδι φαινόταν χαμένο για το Μιαούλη. Μπήκαν μπροστά και τα μπουρλότα κι έκαμαν το θαύμα τους. Σε λίγο ο εχθρός μούδιασε και αποσύρθηκε κατά τον κόλπο της Πάτρας.

Έβγαλαν οι κατακουρασμένοι ναύτες του Μιαούλη τα τρόφι¬μα στην ιερή πόλη. Βγήκε και ο ίδιος στη στεριά για να ψυχώσει τη φρουρά. Βρέθηκε όμως ανάμεσα σε ίσκιους, σε φαντάσματα, όχι ανθρώπους. Τον δέχτηκαν με δάκρυα στα μάτια. Ήταν όμως η τελευταία φορά που έμπασε τρόφιμα στο Με¬σολόγγι. Έκαμε και άλλες προσπάθειες, αλλά αστόχησε. Στις τρεις του Απρίλη ήταν η τελευταία. Και από τη μέρα εκείνη το Μεσολόγγι ήταν αμετάκλητα καταδικασμένο.

Σε λίγες μέρες το Μεσολόγγι έπεσε. Όταν τ’ άκουσε ο Μια¬ούλης, χλώμιασε και έμεινε για πολλή ώρα αμίλητος. Και μόλις συνήλθε, έδωσε σινιάλο να ξεκινήσουν για την ‘Υδρα. Και ο Σαχί¬νης έγραψε στο «Ημερολόγιο» του. «Ο ναύαρχος διέταξε ν’ ανα¬χωρήσουμε αμέσως απ’ αυτού και να επιστρέψουμε στην ‘Υδρα. Δυστυχής πατρίδα! Ιδού τα αποτελέσματα του εμφυλίου πολέμου και των διχονοιών!…»

Από το βιβλίο: «Στα δοξασμένα χρόνια», των: Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Γιάννη Σμυρνιωτάκη. Αθήνα, Νοέμβριος 1985.

Παράβαλε και:
Διδάγματα και γεγονότα από την έξοδο του Μεσολογγίου – Κωνσταντίνου Χολέβα (αρχείο ήχου, mp3).

Η ΗΡΩΗΚΗ ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ «Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι» «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ.»

Κατηγορίες: Άρθρα, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.